Άκουσε, Ποσειδώνα, πού κατέχεις την γην με τη γαλανή χαίτη (τη θάλασσα),
φίλε των ίππων που κρατείς στα χέρια σου χαλκοφκιασμένη τρίαινα
συ κατοικείς εις τα θεμέλια του πόντου, πού είναι βαθύς,
άρχων του πόντου, πού ταρακουνάς (ταράσσεις) την θάλασσαν και βαρεία βροντάς,
πού σείεις την γην με τα άφθονα κύματα,
έχεις όψιν χαριτωμένην και οδηγείς τέθριττπον άρμα και με θαλάσσια σφυρίγματα τινάζεις ψηλά το αλμυρό νερό.
συ έλαχες (επήρες με λαχνό) ως τρίτο μέρος το βαθύ ρεύμα της θαλάσσης,
συ έλαχες (επήρες με λαχνό) ως τρίτο μέρος το βαθύ ρεύμα της θαλάσσης,
και τέρπεσαι με τα κύματα, συνάμα και με τα θηρία, ώ σεβαστέ θεέ.
Είθε να διασώζης τα στηρίγματα της γης και την ταχείαν ορμήν των πλοίων,
Είθε να διασώζης τα στηρίγματα της γης και την ταχείαν ορμήν των πλοίων,
και να μας φέρης ειρήνην υγείαν και πραγματικήν ευτυχίαν.
Κλῦθι, Ποσείδαον γαιήοχε, κυανοχαῖτα,
ἵππιε, χαλκοτόρευτον ἔχων χείρεσσι τρίαιναν,
ὃς ναίεις πόντοιο βαθυστέρνοιο θέμεθλα,
ποντομέδων, ἁλίδουπε, βαρύκτυπε,
ἐννοσίγαιε, κυμοθαλής,
χαριδῶτα, τετράορον ἅρμα διώκων, εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ,
ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης βαθὺ χεῦμα θαλάσσης,
κύμασι τερπόμενος θηρσίν θ᾽ ἅμα, πόντιε δαῖμον·
ἕδρανα γῆς σώζοις καὶ νηῶν εὔδρομον ὁρμήν,
εἰρήνην, ὑγίειαν ἄγων ἠδ᾽ ὄλβον ἀμεμφῆ.