«H γλαύκα της Αθηνάς πετάει μόλις η μέρα γείρει προς την δύση της...». Όπως έχω γράψει σχετικά σε παλαιότερο άρθρο μου (εδώ), γνωρίζουμε η Αθηνά είναι η θεά της σοφίας, και η γλαύκα είναι το ιερό πτηνό της. Οι κάτοικοι της Αθήνας πίστευαν πως η θεά Αθηνά έπαιρνε συχνά τη μορφή της γλαύκας, όταν ήθελε να παρουσιαστεί στους ανθρώπους. Η γλαύκα χρησιμοποιόταν επίσης από την Αθηνά ως αγγελιοφόρος της. Για ποιό λόγο λοιπόν επιλέχθηκε η γλαύκα ώς το ιερό πτήνό της Θεάς, τι ήθελαν να συμβολίσουν οι αρχαίοι μυθαγωγοί με την επιλογή αυτή;
Όπως γνωρίζουμε η γλαύκα είναι νυχτόβιο πτηνό το οποίο έχει εξαιρετική όραση ακόμα και στο σκοτάδι. Έχει την φυσική συνεπώς ιδιότητα, να βλέπει την «αθέατη πλευρά των πραγμάτων», εκεί που άλλοι αδυνατούν λόγω του σκότους.
Ας εξετάσουμε τι σημαίνει η «σοφία». Η «σοφία» αφορά όχι μία απλή γνωστική διαδικασία, αλλά την μετουσίωση της γνώσης σε βίωμα, αρετή πνευματικότητα και εν τέλη σε μία αρμονική στάση ζωής. Ο Πλάτωνας μας αποκαλύπτει σχετικά: «H σοφία δεν μπορεί να διατυπωθεί με το λόγο, όπως άλλες γνώσεις, αλλά, μέσα από μακρόχρονη κοινή αναζήτηση της ουσίας του πράγματος και την αδιάκοπη απασχόληση με το πρόβλημα, ξαφνικά, σαν το φως που ανάβει από μια σπίθα, γεννιέται στην ψυχή, και υστέρα τρέφεται μόνη της.»
Σην Πολιτεία αναφέρει πως η αληθινή (φιλο) σοφία είναι η περιαγωγή της ψυχής από μια νυχτερινή ημέρα σε μια αληθινή, δηλαδή είναι επάνοδος στο αληθινό ον. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο αληθινός (φιλό) σοφος λοιπόν, από άποψη αρχής, είναι αυτός που έχει ως αποστολή να μεταστρέφει την ψυχή, μηδέ εξαιρουμένης και της δικής του, από την ημερήσια νύχτα της στον αληθινό της φωτισμό: να την επαναφέρει στην αρχέγονη οντολογική της βάση· σε εκείνο τον τόπο, όπου βασιλεύει η φρόνηση και η δύναμη. Μια τέτοια μεταστροφή όμως δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη, 'σαν να στρίβεις ένα όστρακο' , αλλά είναι μια ανηφορική και συγχρόνως ανοδική οδός. Ανηφορική και κουραστική οδός είναι η φιλοσοφική παίδευση του ανθρώπου, έτσι ώστε η ίδια η ψυχή του να ενεργοποιεί τον καλύτερο εαυτό της, να φωτίζεται και να φωτίζει: να κατευθύνεται «εἰς τὸ ὂν καὶ τοῦ ὂντος τὸ φαινότατον»
Ιδού λοιπόν για ποιό λόγο η νυχτόβια γλαύκα συμβολίζει την σοφία. Η σοφία μπόρεί να επιτευχθεί μόνο μακριά από το φως της ημέρας και την φασαρία, όταν ο άνθρωπος απομονώνεται από το φυσικό περιβάλλον του, προσπαθώντας να ανακαλύψει την πραγματική υπόσταση των πραγμάτων, και να έρθει σε επαφή με την Θεία του υπόσταση. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλωτίνος :
....«Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα.Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί. Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα...(..) ...Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο.Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν" ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου)... (...)...Δεν είναι γνωστό από πού ήρθε το ΦΩΣ, από έξω ή από μέσα», και όταν έπαυσε να βλέπει το φως εξηγεί:
«Ήταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε,. Δεν υπάρχει ένα ‘από πού’, επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου»..
Ιδού επίσης ο λόγος για τον οποίο όλα τα μυστήρια τελούνταν στο σκότος, με απώτερο σκοπό την αποκάλυψη του φωτός του Ήλιου του μεσονυχτίου, τον πνευματικό ήλιο («Ιερόν Πυρ» ή «Ιερόν Αθάνατον Πυρ») , το οποίο αναγεννούσε τον άνθρωπο καθιστώντας τον αυτόφωτο όπως ο Ήλιος, και όχι ετερόφωτος, που απλά αντανακλά γνώμες και γνώσεις άλλων.
Ο Απούλιος αναφέρει σχετικά με την «Θέα του Φωτός του Μεσονυκτίου», κατά την μύηση του στα μυστήρια του Διονύσου, όπου πέρασε τις πύλες του Άδη:
«... Επλησίασα τα όρια του θανάτου, επέρασα το κατώφλιον της Περσεφόνης, ωχήθην επί όλων των στοιχείων και επέστρεψα επί της γης. Είδα τον ήλιον να λάμπη με το απαστράπτον λευκόν φως του κατά το μεσονύκτιον και προσήγγισα τους άνω και τους κάτω θεούς και προσηυχήθην προς αυτούς πρόσωπον προς πρόσωπον .... Ο ήλιος του μεσονυχτίου ! Ο ήλιος ο διαπερνών τα σκότη και φωτίζων μέσα εις την νύχτα! Ο ήλιος ο σώζων αλλά και ο κατακεραυνώνων ...»