Hephaestus at the Forge by Guillaume Coustou the Younger (Louvre) |
Ήφαιστε ισχυρόκαρδε, μεγαλοδύναμε, πού είσαι τα άσβεστον πυρ,
και φωτίζεσαι από φλογερές λάμψεις, ω θεέ που παρέχεις το φως εις τους ανθρώπους,
εσύ πού φέρεις το φως, με τα ισχυρά χέρια, αιώνιε, πού ζής με την τέχνην,
συ ο εργάτης, μέρος του κόσμου και στοιχείον άμεμπτον, πού τρώγεις τα πάντα,
πού δαμάζεις τα πάντα (ως εκπρόσωπος της φωτιάς),
ο υπεράνω όλων υπέρτατος, πού ευρίσκεσαι παντού.
Είσαι ο αιθήρ, ο ήλιος, τα άστρα, ή σελήνη, το φως το αμόλυντον διότι αυτό τα μέλη του Ηφαίστου φέρουν το φως εις τους ανθρώπους.
Και κατοικείς εσύ εις πάντα οίκον, όλες τις πόλεις, όλα τα έθνη·
καί κατοικείς (ως πυρ, ως φωτιά) μέσα είς τα σώματα των ανθρώπων, εσύ με την μεγάλην ευτυχίαν, ο ισχυρός.
Ακουσε με μακάριε, εσέ προσκαλώ είς τάς Ιεράς σπονδάς, δια να προσέλθης πάντοτε ήμερος καί με έργα πού φέρουν χαράν.
Κατάπαυσε την λυσσασμένην μανίαν του ακατάβλητου πυρός
παρέχων είς τα ιδικά μας σώματα την φυσικην καύσιν (όχι διεγέρσεις αφύσικες).
Και κατοικείς εσύ εις πάντα οίκον, όλες τις πόλεις, όλα τα έθνη·
καί κατοικείς (ως πυρ, ως φωτιά) μέσα είς τα σώματα των ανθρώπων, εσύ με την μεγάλην ευτυχίαν, ο ισχυρός.
Ακουσε με μακάριε, εσέ προσκαλώ είς τάς Ιεράς σπονδάς, δια να προσέλθης πάντοτε ήμερος καί με έργα πού φέρουν χαράν.
Κατάπαυσε την λυσσασμένην μανίαν του ακατάβλητου πυρός
παρέχων είς τα ιδικά μας σώματα την φυσικην καύσιν (όχι διεγέρσεις αφύσικες).
῞Ηφαιστ᾽ ὀμβριμόθυμε, μεγασθενές, ἀκάματον πῦρ,
λαμπόμενε φλογέαις αὐγαῖς, φαεσίμβροτε δαῖμον, φωσφόρε,
καρτερόχειρ, αἰώνιε, τεχνοδίαιτε,
ἐργαστήρ, κόσμοιο μέρος, στοιχεῖον ἀμεμφές, παμφάγε,
πανδαμάτωρ,
πανυπέρτατε, παντοδίαιτε,
αἰθήρ, ἥλιος, ἄστρα, σελήνη, φῶς ἀμίαντον· ταῦτα γὰρ Ἡφαίστοιο μέλη θνητοῖσι προφαίνει. πάντα δὲ οἶκον ἔχεις, πᾶσαν πόλιν, ἔθνεα πάντα,
σώματά τε θνητῶν οἰκεῖς, πολύολβε, κραταιέ.
κλῦθι, μάκαρ, κλήιζω <σε> πρὸς εὐιέρους ἐπιλοιβάς, αἰεὶ ὅπως χαίρουσιν ἐπ᾽ ἔργοις ἥμερος ἔλθοις.
παῦσον λυσσῶσαν μανίαν πυρὸς ἀκαμάτοιο καῦσιν ἔχων φύσεως ἐν σώμασιν ἡμετέροισιν.