Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Αρχαία σύμβολα και αυτοθεραπεία

Apollo  and Minerva - Royal Palace of Caserta(Reggia di Caserta) - Naples - Italy

Mε το τρίπτυχο του “γνώθι σαυτόν”, του “μηδέν άγαν” και του “μέτρον άριστον”, ο Απόλλων καθοδηγεί την υγεία μας και μας αποκαλύπτει τον τρόπο της αυτοθεραπείας.
Θεραπευτής των θεών, ο Απόλλων υποδεικνύει στούς θνητούς τα μέσα της αυτοθεραπείας, διά της ψυχολογίας του βάθους. Όμως σήμερα η ψυχολογία του βάθους δέν είναι βαθυτέρα του απολλωνείου “γνώθι σαυτόν”, ούτε σοφωτέρα του “μηδέν άγαν” και του “μέτρον άριστον”. Οι δύο αυτές παραινέσεις συνοδεύουν το “γνώθι σαυτόν” και επιτρέπουν στον νού μας να αναγνωρίζη τις ελλείψεις και τις υπερβολές του, ώστε να προβαίνη σε αυτοθεραπεία, διακρίνοντας και εξισορροπώντας υπερβολές και ελλείψεις.
Το Μαντείον των Δελφών, με τα τρία προαναφερθέντα παραγγέλματα, δεσπόζει και σήμερα με την θεραπευτική του δύναμη στην διάνοιά μας, εφ’ όσον επιθυμούμε να κρατάμε τα ηνία της υγείας, ως απολλώνιοι ηνίοχοι.
Το αρχαιότατο “γνώθι σαυτόν” συνoδεύετο από την θήλεια θεά της σοφίας, την Παρθένο Αθηνά. Απόλλων και Αθηνά είναι οι Παιώνιοι θεοί, θεραπευταί του Ολυμπιακού Δωδεκαθέου, οι οποίοι από κοινού παρουσιάζουν τάς ιδιότητας και τα σύμβολά των διά να αντιμετωπίσωμε τα πάθη της ψυχής μας. Διά της υπερβολής και της οπτικής αναπαραστάσεως των παθών σε μυθολογικά τέρατα, όπως τα βλέπομε στούς ναούς, στά αγάλματα και στά αγγεία, μας αφυπνίζουν και μας αναγκάζουν να καθαρίσωμε την ψυχή μας. Ο δέ καλύτερος καθαρμός είναι “ο κριτικός έλεγχος των κινήτρων των πράξεων και της συμπεριφοράς μας”, λέγει ο Σωκράτης στον διάλογο “Σοφιστή”.
Στό φυσικό πεδίο τα συναισθηματικά πάθη των υπερβολών και των ελλείψεών μας, είναι της δικαιοδοσίας του Ποσειδώνος. Τέκνα Ποσειδώνος, τα θαλάσσια τέρατα, γεννήματα φαντασιώσεων (Ανταίος, Κερκύων, Βούσιρις, Άμυκος, Πολύφημος, Προκρούστης, Έρυξ κ. ά.) εξέρχονται απειλητικά και ύπουλα από την θάλασσα του βίου γιά να μας καταπνίξουν.
Όμως οι ορθές επιλογές είναι της δικαιοδοσίας της θεάς Αθηνάς, τελευταίο θεϊκό τέκνο του Διός, κατά τον Ησίοδο. Μόνο η σοφία της Αθηνάς μπορεί να καθοδηγήση την λογική μας, περιορίζοντας την δράση του Ποσειδώνος, δηλαδή τα συναισθηματικά μας τέρατα, όταν η τρίαινά του συνταράσσει διά της τρικυμίας των παθών την ψυχή μας.
Η θεά Αθηνά συνοδεύει τις ηρωϊκές ψυχές (Ηρακλή, Θησέα, Περσέα, Βελλεροφόντη, Οδυσσέα κ. ά.), που δίδουν την καθημερινή μάχη της ζωής στον πλανήτη μας, με επίγνωση του νόμου της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Και εμείς, καθ’ ομοίωσίν των, είμεθα ηρωϊκές ψυχές, όταν προσπαθούμε να απαλλαγούμε από τα τέρατα της ψυχής μας και να αυτοθεραπευθούμε με την βοήθεια της λογικής/Αθηνάς.
Πώς όμως θα δοθή η μάχη αυτή, κατά των ψυχικών ασθενειών, γιά να καταστή αυτοθεραπεία (περίπτωση Ηρακλέους, Περσέως, Οδυσσέως) και να μή καταλήξη σε αυτοκαταστροφή (περίπτωση Βελλεροφόντου);
Η θεά Αθηνά γεννάται πάνοπλος. Η πανοπλία της – το κράνος, η ασπίς και το ακόντιο – αφ’ ενός την προστατεύει και αφ’ ετέρου την καθιστά άκρως επιθετική, διότι στον Ομηρικό της Ύμνο περιγράφονται τα εξής τρομερά γεγονότα, τα οποία έπονται της γεννήσεώς της :
“…. η θεά Αθηνά με πανοπλία, χρυσή, πολεμική, με βία ξεπηδά από την κεφαλή του πατέρα της Διός, σείοντας το οξύ της ακόντιο. και τότε φρικτά τραντάζεται ο ψηλός Όλυμπος απ’ την οργή της γλαυκομάτας και η γή τριγύρω βουΐζει τρομερά και ο πόντος γίνεται κατακόκκινος και ξεχύνεται ταραγμένος αιφνίδια, καθώς ακόμη και ο γιός του Υπερίωνα, ο ήλιος, σταματά τους γοργόποδους ίππους. Η τρομερή αναταραχή σταματά μόνον όταν η γλαυκομάτα πετά τα όπλα της τα θεϊκά και τότε χαίρεται ο πολύνοος Ζεύς”.
Ως λέγει ο Όμηρος:
“….γήθησε δέ μητίετα Ζεύς”.
Από την πρώτη στιγμή της εμφανίσεώς της Αθηνάς στον υλικό κόσμο τονίζεται η τρομερή της οργή, καθώς εξέρχεται από την κεφαλή του πατέρα της, του Διός/νού. (Αναφερθήτε στό τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου ΑΡΡΗΤΟΙ ΛΟΓΟΙ, Θεοί, Σύμβολα και Αρχέτυπα των Ελλήνων, γιά τις λεπτομέρεις των νοητικών διεργασιών, οι οποίες προηγούνται της γεννήσεως της).
Γιά να καταστή άξια η διάνοια να φορέση την ολόχρυση πανοπλία της Αθηνάς και να προξενήση το πανικό στά ορατά στοιχεία της φύσεως (γή, πόντο, αέρα/Όλυμπο, πύρ/ήλιο με τους “ωκύποδας ίππους”, με τα γρήγορα άλογα), είναι απαραίτητο ο νούς του έμφρονος και ελλόγου όντος να κατέχη συνολικά όλες τις προηγηθείσες ιδιότητες θεαινών και τέκνων του Διός.
Γνωρίζομε από τον Ησίοδο (“Θεογονία” στ. 886 – 943), ότι η μητέρα της Αθηνάς, η θεά Μήτις, είναι η πρώτη νόμιμη σύζυγος του Διός/νού. Αυτή συλλαμβάνει και κυοφορεί την Αθηνά. Η κυοφορία όμως δέν καταλήγει σε τοκετό, εάν προηγουμένως δέν γεννηθούν από οκτώ άλλες θεές, νομίμους συζύγους, είκοσι έξ θεία τέκνα.
Σύζυγοι και τέκνα του Διός/νού είναι οι θείες ιδιότητες, οι οποίες συγκροτούν την έννοια της σοφίας και βασίζονται σε διαφορετικές αρμοδιότητες της δικαιοσύνης. Όλες πρέπει να τις έχη αφομοιώσει η διάνοιά πρίν εξοπλισθή και κάνη την εμφάνισή της στό φυσικό σύμπαν. Η δράση της θεάς Αθηνάς είναι απολύτως μυστηριακή γιά τους απαίδευτους, διαυγεστάτη όμως και ευκρινής γιά τους επαΐοντες του κύκλου των εννέα συζύγων και είκοσι επτά τέκνων του Διός.
32 = 9, οι σύζυγοι και 33 = 27, τα τέκνα έχουν άθροισμα 32 + 33 = 62 ή 9 + 27 = 36.
Οι αριθμοί δέν αφήνουν αμφιβολίες γιά την ίδια πάντα αριθμοσοφική γνώση των προγόνων μας, την συσχετισμένη με την πανταχού παρούσα ισχύ της Τετρακτύος, του αριθμού 36, εν συνδυασμώ μετά του Ζωδιακού Κύκλου των 36 δεκανών (10ο κεφάλαιο του βιβλίου ΑΡΡΗΤΟΙ ΛΟΓΟΙ, Θεοί, Σύμβολα, Αρχέτυπα των Ελλήνων).
Η μητέρα της Αθηνάς είναι η Μήτις/φρόνησις, η πρώτη και πλέον απαραίτητος ιδιότης, βάσις γιά την εφαρμογήν της δικαιοσύνης από τον νού/Δία. Συνεπώς ο λόγος, που ο Ζεύς καταπίνει την πρώτη του σύζυγο είναι η αλληγορική έκφρασις της αφομοιώσεως της φρονήσεως, η οποία απαιτεί μακρά περίοδο κυοφορίας. Κατά το διάστημα αυτό προστίθενται οι απαραίτητες άλλες ιδιότητες/σύζυγοι/τέκνα μέχρι την ολοκλήρωση της κυοφορίας και γέννηση της Αθηνάς/σοφίας, όχι πλέον από την μητέρα της, φρόνηση, αλλά από τον πατέρα της νού.
Μέ την πρώτη εμφάνιση της Αθηνάς/σοφίας στό φυσικό πεδίο, το σύμπαν φθάνει σε παροξυσμό αναταραχής, εξ αιτίας της τρομερής της οργής, κατά τον Όμηρο. Ποιός είναι ο λόγος της οργής της Αθηνάς/σοφίας;
Ο νούς του ελλόγου όντος, το οποίον συνέλαβε μέσω της φρονήσεως και εκυοφόρησε τα τριάντα έξ βήματα της δικαιοσύνης, φθάνει την στιγμή της γεννήσεως εις την συνειδητοποίησι της μεγάλης γνώσεως. “Εξαίφνης”, με το κτύπημα της σφύρας του Ηφαίστου/φάους ηλίου/φυσικού φωτός στην κεφαλή του Διός/νού, ο νούς του θνητού, καθ’ ομοίωσίν του Διός, “βλέπει” και νοεί, ως η Αθηνά, τα τεκταινόμενα των ομοίων του θνητών. Αντιλαμβανόμενος την ασυδοσίαν και την εγωπάθειά των φλογίζεται τότε ο νούς του ελλόγου όντος και εξοργίζεται. 
Διότι αντιλαμβάνεται την επερχόμενη καταστροφή του φυσικού σύμπαντος, που το φιλοξενεί και οφείλει να λάβη μέτρα αμυντικά (κράνος και ασπίδα), καθώς και όπλο επιθετικό (ακόντιο) γιά να επιβιώση.
Η πρώτη αξίωσις του έμφρονος και ελλόγου όντος είναι το δικαίωμά του στην υγεία, την ψυχοσωματική και την ψυχονοητική. Αυτή σήμερα απειλείται και ως μονάς/άτομο και ως σύνολο/ανθρωπότης. Δέν εξαιρούνται δέ ούτε τα βασίλεια των ζώων, λόγω της χρήσεως των μεταλλαγμένων τροφών και των φυτών, λόγω των φυτοφαρμάκων και όχι μόνον.
Η οργή της Αθηνάς είναι η οργή της διανοίας μας, όταν “εξαίφνης” αντιλαμβανόμεθα την άμεσο επερχομένη καταστροφή. Είναι η υπόδειξίς της, ότι μόνον με την χρήση της πανοπλίας της θα σώσωμε, τόσο την υγεία μας, όσο και την υγεία του πλανήτου μας από τον όλεθρο των σεισμών και των καταποντισμών, εξ αιτίας της αφροσύνης, των ελλείψεων και των υπερβολών των κρατούντων…..
Η πανοπλία της Αθηνάς έχει τάς εξής προληπτικάς ιδιότητας κατά των ασθενειών:
Τό κράνος προστατεύει την διάνοια από την εξωτερική φαντασίωση και τους υποβολιμιαίους, ασύστατους φόβους, αλλά και ταυτοχρόνως απαιτεί την επαγρύπνησή μας, διότι η θεά σπανίως εμφανίζεται άνευ κράνους. Συμβουλεύει να μή το εγκαταλείπωμε ποτέ, ώστε να μή βυθισθούμε στον ύπνο της αδιαφορίας, της προσωπικής ευμάρειας και του εφησυχασμού. Με κράνος στην κεφαλή, ο ύπνος είναι αδύνατος.
Η ασπίς θωρακίζει το συναισθηματικό μας είναι, ώστε να μή αποδεχόμεθα εκφοβισμούς πάσης φύσεως και πλανώμενα τα σπλάχνα μας (π λ ά ν α τα
σ π λ ά χ – ν α) να απορρυθμίζωνται από το συμ – π α θ η – τικό και το παρα – συμ – π α θ η – τικό μας σύστημα, το συμ + π ά σ χ ο ν με την ψυχήν μας. Οι φοβίες/π ά θ η ταράζουν τους βιολογικούς μας κύκλους, προξενώντας φυσικές ασθένειες στό σώμα μας και έχουν την αιτία τους στον ασταθή συναισθηματικό μας κόσμο, στά ποσειδώνεια τέρατα του συναισθηματικού μας βίου.
Το ακόντιο, “…. σείσασ’ οξύν άκοντα”. Η διάνοιά μας σείει το οξύ ακόντιο, εναντίον εκείνων, που επιβουλεύονται την υγεία μας, τόσο την σωματική, όσον και την ψυχονοητική. Δηλώνομε, διά του ακοντίου της Αθηνάς, ότι δέν θα επιτρέψωμε την παραπλάνησή μας και είμεθα έτοιμοι διά πόλεμο μέχρις εσχάτων.
“Τό ακόντιο, ο ά κ ω ν ήτο είδος ακοντίου, βραχύτερον και ελαφρότερον δόρατος ή έγχους και εχρησίμευε ιδία εις αθλητικά παιχνίδια ή εις το κυνήγιον”.
“Τό ά κ ο ς ήτο ιαματικό ή θεραπευτικό μέσον, γιατρικό“.
(Μέγα Λεξ. όλης της Ελλ. Γλ., Δ, Δημητράκου).
Η αυτή ρίζα α κ – , του ά κ – ο ν τ ο ς και του ά κ – ε ο ς, μπορεί αφ’ ενός να τραυματίση και να προξενήση τον πόνο και τον θάνατο, αλλά και ταυτοχρόνως να θεραπεύση. Η Ελληνική Γλώσσα, διά της ομοιοπαθητικής, δηλώνει τα εξής με το α κ ό ν τ ι ο της Αθηνάς:
Με αυτό το επιθετικό όπλο, το α κ ό ν τ ι ο, εμφανίζεται γιά πρώτη φορά στην διάνοιά μας, η δυνατότης να φονεύσωμε το τέρας των παθών μας, αλλά και με το ά κ ο ς/γιατρικό να αυτοθεραπευθούμε διά της σοφίας της, που είναι η σοφία του όφεως. Ο όφις είναι το κατ’ εξοχήν σύμβολον επί του αγάλματός της, της Παρθένου Αθηνάς, του φιλοτεχνηθέντος υπό του Φειδίου εντός του Παρθενώνος εις τον Ιερόν Βράχον της Ακροπόλεως.
Σ Ο Φ Ι Α = Ο Φ Ι Σ + Α (θηνάς)
Τά δέ σύμβολα του Απόλλωνος, το τόξο και η λύρα, είναι το μέν τόξο το όπλο με το οποίο θα σκοπεύσωμε με ακρίβεια τα πάθη/τέρατα της ψυχής, (τήν δράκαινα Πυθώ), και να τα φονεύσωμε, η δέ επτάχορδη λύρα είναι το θείο όργανο με το οποίο θα επουλώσωμε τις πληγές μας, εναρμονίζοντας τους επτά χιτώνες μας με τις επτά χορδές της.
Τα αρχαία μας σύμβολα, καθώς και οι αντίστοιχες παραινέσεις μπορούν να υποδείξουν στον ικέτη του Απόλλωνος και της Αθηνάς, των δύο Παιωνίων θεών, τον τρόπο της αυτοθεραπείας από τα τέρατα, τα πάθη της ψυχής μας.

Τό παρόν μικρό άρθρο συνδέει το δεύτερο βιβλίο της σειράς “ΑΡΡΗΤΟΙ ΛΟΓΟΙ – Θεοί, Σύμβολα και Αρχέτυπα των Ελλήνων” με το τρίτο “ΑΡΡΗΤΟΙ ΛΟΓΟΙ, Κένταυροι, Αμαζόνες, Μέδουσα, τα της ψυχής πάθη, εις τον ναόν του Ασκληπιού της Επιδαύρου”.

Α λ τ ά ν η, Π. Φ., ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2005



Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Πινδάρου 1η Πυθική Ωδή

Apollo and the Muses - Heinrich Maria Hess 
Χρυσή κιθάρα πόχει ο Απόλλωνας
με τις ομορφοπλέξουδες τις Μούσες κοινό κτήμα,
στο πρόσταγμα του υπάκουο
των χορευτών το βήμα
ανοίγει την χαρούμενη γιορτή
και τα σημάδια σου ακολουθούν
πιστά οι τραγουδιστάδες
όταν, τρεμάμενη, κάνεις αρχή
στα προανακρούσματά του
που το χορό οδηγούν
Συ και του φοβερού κεραυνού
την άφθαρτή φωτιά τη σβήνεις
και πάνω στου Διός το σκήπτρο αετός
λαγιάζει, των πουλιών ο βασιλιάς
με κρεμαστές τις γογοφτέρουγές του
από τη μία και άλλη μεριά.
Και γύρω από το κεφάλι του τ' αγκυλωτό 
του άπλωσες σύγνεφο σκοτεινωπό
γλυκύ των βλέφαρών του κλείστρο
και υπνοπαρμένος εδώ κι εκεί
την ράχη του αεροζυγιάζει τη χυτή
από τη δύναμη του δαμασμένος.
γιατί ως και ο άγριος Άρης την τραχειά
των κονταριών αφήνοντας αντάρα
με τις γητειές σου την καρδιά του γαληνεύει
κι οι σαϊτιές σου των θεών ευφραίνουν την ψυχή
χάρη στου Φοίβου τη σοφή
και των βαθύκολπων Μουσών την τέχνη.
Με όποιους ο Δίας δεν αγαπά, ανταριάζονται
των Πιερίδων τη φωνή ν' ακούνε
και στη στεριά και στην άσωτη θάλασσα.

                                                                                                       Μετάφραση Ι. Γρυπάρη


Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Ο,ΤΙ ΜΑΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟ...

Ο,ΤΙ ΜΑΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ


Η Ψυχή
«πρς δ τοτο χω περ το δικαιοπραγεν διαμφισβητσαι, ς οχ ατς ρος μν τε φαίνεται περ ατο κα τος θεος. ᾿Αλλ’ μες μν τε δ π τ βραχύτατον ποβλέποντες τ παρόντα πράγματα πισκοπομεν κα τν ν ποσ βίον, τίς τέ στι κα πως γίγνεται·

ο
μέντοι κρείττονες μν λην τν ζων τς ψυχς κα τος προτέρους ατς βίους πάντας πίστανται, κα ε τινα δ τιμωρίαν πάγουσιν κ παρακλήσεως τν καλούντων, οκ ξω τς δίκης ταύτην πιφέρουσιν, λλ στοχαζόμενοι τν ν προτέροις βίοις μαρτημάτων τς ψυχς τν πασχόντων·

περ ο νθρωποι οχ ρντες νομίζουσιν ατος δίκως περιπίπτειν τας συμφορας ας πάσχουσιν» 


«Για την εκτέλεση των δίκαιων πράξεων δεν έχουμε τον ίδιο ορισμό εμείς και οι θεοί. Εμείς επειδή βλέπουμε σε μικρή έκταση, παρατηρούμε τα πράγματα που υπάρχουν τώρα και την ζωή που έχουμε μπροστά μας ποιά είναι και πως εξελίσσεται.

Οι ανώτεροι όμως από εμάς γνωρίζουν ολόκληρη την ζωή της ψυχής και όλες τις προηγούμενες ζωές της και αν στέλνουν κάποια τιμωρία, μετά από παράκληση αυτών που τους επικαλούνται, την επιφέρουν όχι έξω από την δικαιοσύνη, αλλά λαμβάνοντας υπ’όψιν τους τα αμαρτήματα της ψυχής αυτών που τις υφίστανται, αμαρτήματα που διέπραξαν στις προηγούμενες ζωές τους. 

Επειδή οι άνθρωποι δεν τα βλέπουν αυτά, νομίζουν ότι πέφτουν άδικα στις συμφορές τις οποίες υψίστανται»
ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ - ΠΕΡΙ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ IV 4


Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Ασπίδα και δόρυ των θεών : θεολογική εξήγηση!


Όπως μας λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 156.33 – 157.23», ο θεϊκός Ιάμβλιχος ενθεαστικώς θεωρεί ότι, επειδή καθετί το θεϊκό πρέπει να ενεργεί και όχι να πάσχει, προκειμένου με την ενέργειά να μην έχει την αδράνεια που ταιριάζει στην ύλη, και με την απάθεια να μην έχει την δραστηριότητα που ταιριάζει στα υλικά σώματα τα οποία δημιουργούν μαζί με το πάθος, οι ασπίδες είναι δυνάμεις με τις οποίες το θείο παραμένει απαθές και άχραντο, «ἄρρηκτον ἐν ἑαυτῷ φρουρὰν περιβεβλημένον», και τα δόρατα δυνάμεις με τις οποίες προχωρεί μέσα σε όλα και δρα σε όλα χωρίς να έρχεται σε επαφή μαζί τους, αποκόπτοντας το υλικό στοιχείο και αποκρούοντας κάθε γενεσιουργό είδος. Αυτά, μάλιστα, εμφανίζονται πρωταρχικά στην Αθηνά. Για αυτό και παριστάνεται με ασπίδα και δόρυ στα αγάλματα. Γιατί πολεμά τα πάντα και παραμένει «ἄκλιτος» (αλύγιστη), σύμφωνα με τους θεολόγους, και άχραντη μέσα στον πατέρα. Κατά δεύτερο λόγο εμφανίζονται μέσα Αθηναικές δυνάμεις, και τις καθολικές και τις μερικές. Γιατί, όπως το Δίιο δημιουργικό πλήθος μιμείται την εαυτού μονάδα, και όπως το μαντικό και Απολλωνιακό μετέχει της Απολλωνιακής ιδιότητας, έτσι και ο Αθηναϊκός αριθμός απεικονίζει την άχραντη και αμιγές ιδιότητα της Αθηνάς. Τελευταία εμφανίζεται στις Αθηναϊκές ψυχές. Γιατί κι μέσα σε αυτές, η ασπίδα είναι η αδάμαστη και ακλινής ιδιότητα του Λόγου (λογική), ενώ το δόρυ είναι η ικανότητα να περικόπτουν την ύλη, ικανότητα που απαλλάσσει τις ψυχές από τα δαιμόνια και μοιραία παθήματα. Σε αυτές τις ιδιότητες, λοιπόν, είχαν συμμετάσχει πιο καθαρά οι Αθηναίοι πρόγονοι του Σόλωνα και κατά δεύτερο λόγο οι Σαϊτες, οι οποίοι συμμετέχουν και σε αυτά ανάλογα με τη συγγένεια τους με την θεά.

φιλοσοφούμεν γνησίως τε και ικανώς!

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Ομηρικοί Ύμνοι Εις Αθηνάν

Minerva Vittoriosa sui Gnoranza - Spranger

Την Παλλάδα Αθηνά, τη δοξασμένη θεό, να τραγουδώ αρχίζω,
την γλαυκώπιδα, την πολύσοφη, αυτή που έχει άκαμπτη καρδιά,
τη σεβαστή παρθένα, της πόλης την προστάτρια, την τρανή,
την Τριτογενή, αυτή που γέννησε ο ίδιος ο πολύσοφος Δίας
απο το σεμνό κεφάλι του, ενώ αυτή βγήκε με όπλα πολεμικά
χρυσά κι ολόλαμπρα. σεβασμός κυρίεψε όλους τους αθανάτους,
καθώς την έβλεπαν. εκείνη μπροστά στον Δία τον ασπιδοφόρο
όρμησε  βιαστικά απο το αθάνατο κεφάλι του ταρακουνώντας
το οξύ κοντάρι της. κι ο μέγας Όλυμπος τρανταζόταν
τρομερά απο τη δύναμη της γλαυκώπιδας. και τριγύρω η γη
αντίχησε φοβερά. η θάλασσα αναταράχτησε, καθώς κύματα
πορφυρά ανακατώθηκαν. το κύμα χυνόταν έξω ξαφνικά.
κι ο λαμπρός γιος του Υπερίωνα σταμάτησε για ώρα πολλή
τους γρηγοπόδαρους ίππους του, ωσότου η κόρη έβγαλε απο τους ώμους
τους αθάνατους τα θεόμορφα όπλα, η Παλλάδα Αθηνά.
και χάρηκε πολύ μες στην ψυχή του τότε ο πολύσοφος Δίας.
και εσύ να έχεις χαρές, τέκνο του Δία του ασπιδοφόρου.
κι εγώ πάλι θα σε μνημονεύσω και σε άλλο τραγούδι μου.

Παλλάδ’ Ἀθηναίην, κυδρὴν θεόν, ἄρχομ’ ἀείδειν

γλαυκῶπιν, πολύμητιν, ἀμείλιχον ἦτορ ἔχουσαν,
παρθένον αἰδοίην, ἐρυσίπτολιν, ἀλκήεσσαν,
Τριτογενῆ, τὴν αὐτὸς ἐγείνατο μητίετα Ζεὺς
σεμνῆς ἐκ κεφαλῆς, πολεμήια τεύχε’ ἔχουσαν, 5
χρύσεα, παμφανόωντα: σέβας δ’ ἔχε πάντας ὁρῶντας
ἀθανάτους: ἣ δὲ πρόσθεν Διὸς αἰγιόχοιο
ἐσσυμένως ὤρουσεν ἀπ’ ἀθανάτοιο καρήνου,
σείσασ’ ὀξὺν ἄκοντα: μέγας δ’ ἐλελίζετ’ Ὄλυμπος
δεινὸν ὑπὸ βρίμης γλαυκώπιδος: ἀμφὶ δὲ γαῖα 10
σμερδαλέον ἰάχησεν: ἐκινήθη δ’ ἄρα πόντος,
κύμασι πορφυρέοισι κυκώμενος: ἔκχυτο δ’ ἅλμη
ἐξαπίνης: στῆσεν δ’ Ὑπερίονος ἀγλαὸς υἱὸς
ἵππους ὠκύποδας δηρὸν χρόνον, εἰσότε κούρη
εἵλετ’ ἀπ’ ἀθανάτων ὤμων θεοείκελα τεύχη 15
Παλλὰς Ἀθηναίη: γήθησε δὲ μητίετα Ζεύς.
καὶ σὺ μὲν οὕτω χαῖρε, Διὸς τέκος αἰγιόχοιο:
αὐτὰρ ἐγὼ καὶ σεῖο καὶ ἄλλης μνήσομ’ ἀοιδῆς.





Την πολιούχο Αθηνά Παλλάδα αρχίζω να εξυμνώ

την τρομερή, που με τον Άρη έργα πολεμικά σχεδιάζει
και λεηλασίες πόλεων, πολέμους κι αλαλάγματα,
και προστατεύει το στρατό κι όταν υποχωρεί κι όταν ορμάει.
Χαίρε θεά, δος μου καλοτυχία κι ευδαιμονία.


Παλλάδ’ Ἀθηναίην ἐρυσίπτολιν ἄρχομ’ ἀείδειν,

δεινήν, ᾗ σὺν Ἄρηι μέλει πολεμήια ἔργα
περθόμεναί τε πόληες ἀϋτή τε πτόλεμοί τε,
καί τ’ ἐῤῥύσατο λαὸν ἰόντα τε νισσόμενόν τε.

χαῖρε, θεά, δὸς δ’ ἄμμι τύχην εὐδαιμονίην τε.


Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Ίσως η απουσία, είναι παρουσία...


Love - Gustav Klimt

Ίσως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
 Χωρίς να πας να κόψεις το μεσημέρι
 Σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
 Πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,

 Χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
 Που ίσως άλλοι δε θα δουν να χρυσίζει,
 Που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει 
 Σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,

 Χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
 Απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
 Καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,

 Και από τότε είμαι, γιατί εσύ είσαι,
 Και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
 Και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.

Πάμπλο Νερούδα
Από  "Τα Εκατό Ερωτικά Σονέτα"

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Έρως * θεϊκός έρωτας/εραστής και πάνδημος έρως/εραστής



Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 30.9 – 37.18», οι ιδιότητες παρελάσουν από τον ένα θεό στον άλλο και ορισμένοι είναι ικανοί να δημιουργούν τα πάντα και να δίνουν υπόσταση στα όντα και «τῆς ἐν αὐτοῖς διακοσμήσεως» (και στους κόσμους τους), ορισμένοι χορηγούν τη ζωή και γεννούν τα ποικίλα γένη της ζωής, ενώ οι φρουρητικοί «τὴν ἄτρεπτον τάξιν τῶν πραγμάτων καὶ τὴν ἄλυτον συνοχὴν» διαφυλάσσουν αχράντως, τέλος ορισμένοι ηγούνται κάποιας άλλης δυνάμεως και συντηρούν/σώζουν τα πάντα «διὰ τῆς ἑαυτῶν μεταδόσεως» : έτσι και η ερωτική βαθμίδα στο σύνολό της είναι αιτία για την επιστροφή όλων των όντων προς το θεϊκό κάλλος, ανυψώνοντας αφενός, όλα τα κατώτερα προς εκείνο, συνάπτοντας τα και ενιδρύοντας τα σε αυτό, και πληρώντας, αφετέρου, από εκείνο όλα τα επόμενα της και εκπέμποντάς τις μεταδόσεις του θεϊκού φωτός που προέρχονται από εκεί. Για τούτο λοιπόν και στο πλατωνικό «Συμπόσιο» ο λόγος από καλούσε «δαίμονα μέγα» τον Έρωτα, που επιδεικνύει την δύναμη της μεσότητας αυτής πρωταρχικά στον εαυτό του. Ως ενδιάμεσο για καθετί που επιστρέφει και που είναι αίτιο της επιστροφής και ορεκτό (ποθητό) που υπάρχει στα κατώτερα. Όλη λοιπόν η ερωτική σειρά της αιτίας του κάλλους με τη δημιουργία της συγκεντρώνει τα πάντα προς τον εαυτό της και τα καλεί στη μέθεξη της και δημιουργεί την ενδιάμεση πορεία του εραστού και των μέσω του έρωτα ανυψούμενων. Για τούτο τοποθέτησε πρώτα στον εαυτό της το υπόδειγμα της σύνολης βαθμίδας των δαιμόνων κρατώντας στην περιοχή των θεών τη μεσότητα που οι δαίμονες μοιράστηκαν «μεταξύ των θεϊκών και των θνητών» πραγμάτων. Δεδομένου λοιπόν ότι η όλη ερωτική σειρά υπάρχει μεταξύ των θεών σύμφωνα με αυτή την ιδιότητα αυτή, την ενοειδή και κρυφή κορύφωση της, ας την εννοήσουμε στους πρωταρχικούς διακόσμους (Κόσμους) των θεών ως αρρήτως εγκατεστημένη και συνενωμένη με το πρωταρχικό και νοητό κάλλος, χωρισμένα από όλα τα όντα. Ας θεωρήσουμε, πάλι, την ενδιάμεση πορεία της στους πάνω από τον Κόσμο θεούς να εκπέμπεται στην ολοκλήρωσή της, αποκαλύπτοντας την ως πρωταρχική με τρόπο νοητικό, στην δεύτερη βαθμίδα όμως να της έχει λάχει το ηγεμονικό είδος, ενώ κατά το τέλος του όλου Κόσμου να βρίσκεται εγκατεστημένη πάνω από όλα τα εγκόσμια με τρόπο ανεξάρτητο. Την τρίτη τώρα στην σειρά κάθοδό της θα την δούμε να επιμερίζεται σε πλήθος ειδών περί τον Κόσμο, να δημιουργεί αφ’ εαυτής της πολλές βαθμίδες και δυνάμεις και να χωρίζει τα διαφορετικά μέρη του σύμπαντος. Μετά δηλ. από την ενιαία και πρωταίτια του Έρωτα αρχή και την τριπλασιαζόμενη και ολοκληρούμενη από τον ίδιο ακριβώς τον εαυτό της υπόσταση, αποκαλύπτεται το κάθε λογής πλήθος των ερώτων, εξ ου και πληρούνται οι χοροί των Αγγέλων από την μέθεξη του Έρωτα, ενώ οι αγέλες Δαιμόνων, χάρη στην από τον θεό τούτο πληρότητα, ακολουθούν τους θεούς στην αναγωγή τους προς το νοητό κάλλος, και οι στρατιές των Ηρώων «συμβακχεύουσι» με τα των Δαιμόνων και των Αγγέλων περί την μέθεξη του καλού/ωραίου. Τα πάντα θα λέγαμε κινούνται, αναζωπυρώνονται και θερμαίνονται περί «τὴν ἀπορροὴν τοῦ κάλλους» (στην απορροή του κάλλους).

Αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων μεταδίδεται η επίπνοια αυτή, και λόγω της οικείωσης του θεού κινούνται «περὶ τὸ καλὸν» και κατέρχονται στον τόπο της γενέσεως για την ευεργεσία, εφ’ ενός, των ατελέστερων ψυχών και την πρόνοια, αφετέρου, των όσων χρειάζονται σωτηρία. Διότι οι θεοί και οι ακόλουθοι των θεών «μένοντες ἐν τοῖς ἑαυτῶν ἤθεσιν» (παραμένοντας σταθερά στα δικά τους ήθη) ευεργετούν όλα τα κατώτερα και επιστρέφουν προς τον εαυτό τους, ενώ οι ψυχές των ανθρώπων, «κατιοῦσαι καὶ γενέσεως ἐφαπτόμεναι τὴν ἀγαθοειδῆ πρόνοιαν ἀποτυποῦνται τῶν θεῶν» (κατά την κάθοδό τους και στην επαφή τους με τον κόσμο της γενέσεως, καθίστανται αποτύπωση της αγαθοειδούς πρόνοιας των θεών). Όπως λοιπόν διαφορετικές ψυχές ίσταντο σε άλλον θεό και με άχραντο τρόπο έρχονται στον θνητό τόπο και στις ψυχές που στρέφονται εκεί, όπου ωφελούν τις ατελέστερες ψυχές άλλες μέσω της μαντικής, άλλες μέσω της τελεστικής και άλλες μέσω της θεϊκής ιατρικής, έτσι και ι ψυχές που επιλέγουν των ερωτικό βίο κινούνται από τον θεό που είναι έφορος των ωραίων/καλών παιδιών προς την επιμέλεια των «εὖ πεφυκότων» (των προικισμένων φύσεων), ενώ εκ του «φαινομένου κάλλους ἀνάγονται πρὸς τὸ θεῖον κάλλος» και μαζί υψώνουν τους ερωμένους (τὰ παιδικὰ), δημιουργώντας την επιστροφή του εαυτού τους αλλά και τους ερωμένους προς καθαυτό ωραίο/καλό.

Αυτό λοιπόν δημιουργεί κι ο θεϊκός έρωτας εκεί πρωταρχικά, ενοποιεί τον εαυτό του με «τὰ μετέχοντα τῆς ἀπ᾽ αὐτοῦ προϊούσης δυνάμεως» και ανατείνει και εμβάλλει στα πάντα έναν δεσμό και μια ακατάλυτη φιλία τόσο του ενός προς το άλλο όσο και προς το ίδιο το καλό/ωραίο. Οι ψυχές, λοιπόν, που κατέρχονται από τον έρωτα και μετέχουν της εκείθεν επίπνοιας, χρησιμοποιούν το φαινόμενο κάλλος ως άχραντο όχημα και οδηγούνται προς το νοητό κάλος και θέτουν αυτό ως κύριο προορισμό της ενέργειάς τους, και «φως ανάβουν» στις ατελέστερες ψυχές, υψώνουν και αυτές προς το θείο και σχηματίζουν μαζί τους τον χορό γύρω από την μία και μόνη πηγή του κάλλους του σύμπαντος. Όσες πάλι εξέπεσαν της από εκεί ερχόμενης παροχής, εξαιτίας της μοχθηρής/κακής τροφής, τους έλαχε όμως ερωτική φύση και προσπίπτουν στα είδωλα των καλών/ωραίων από άγνοια των αληθινών καλών/ωραίων, διάκεινται φιλικά προς τα υλικού χαρακτήρα και μεριστά κάλλη και τα επιθυμούν, «αγνοώντας το πάθος» που υφίστανται, απομακρυνόμενες από το θεϊκό Σύμπαν και κατεβαίνουν στην ξένη προς τον θεό σκοτεινή περιοχή της ύλης. Και ενώ δίνουν την εντύπωση ότι σπεύδουν προς την ένωση με το καλό/ωραίο, όπως οι ολοκληρωμένα ερωτικά ψυχές, χάνουν τον εαυτό τους και οδηγούνται, αντί για την ένωση, στο σκόρπισμα της ζωής και «στο πέλαγος της ανομοιότητας», και συζεύγυνται, αντί προς το όντως και υπαρκτό καλό/ωραίο, προς το καθαυτό αίσχος (άσχημο) και το ασχημάτιστο της ύλης.

Διότι πως είναι δυνατόν ή τα υλικά πράγματα να υπάρχουν το ένα μέσω του άλλου ή το ορατό κάλλος να είναι καθαρό και ανόθευτο, δεδομένου ότι είναι αναμεμειγμένο με την ύλη και κατακυριευμένο από την αμορφία που αποτελεί το υπόστρωμά του;;
Επειδή λοιπόν τις πολύμορφες βαθμίδες του έρωτα και τις ψυχές που είτε μετέχουν γνήσια σε αυτόν είτε εκτρέπουν την από εκεί προερχόμενη παροχή τις απομακρύνουμε τις μεν από τις δε – πραγματικά, «η του νου απορροή», λέει ο Πλωτίνος «Εννεάδες, ΙΙ,3,11», γεννά «πανουργία» και η σφαλερή συμμετοχή στη σοφία δημιουργεί τη σοφιστική του κόσμου τούτου, έτσι που και η λαμπερή εκπομπή του έρωτα, αν τυχόν βρεθεί σε ακατάλληλη υποδοχή, δημιουργεί την ακόλαστη ζωή -, επειδή, τις απομακρύνουμε, ας προχωρήσουμε μέσα από τα ίδια τα λόγια του Πλάτωνα και ας δούμε τις διαφοροποιήσεις των εραστών μεταξύ τους, που μας τις αποδίδει σχηματικά ο Σωκράτης με τις πρώτες ακριβώς λέξεις, και ας εξετάσουμε ποιος είναι ο θεϊκός έρωτας και τι λογής πράγματα δίνει στον ερωμένο, και ποιος είναι ο «πάνδημος» έρωτας που έπεται του πλήθους της ψυχής.

Ο «δημώδης καὶ φορτικὸς» (κοινός) εραστής θαυμάζει τον ερωμένο, τον αναζητά και σαστίζει απέναντί του, ενώ ο αληθινός εραστής «θαῦμα παρέχει τῷ ἐρωμένῳ καὶ εἰς ἔκπληξιν αὐτὸν ἀνακινεῖ παντοδαπῶς τῆς ἐν αὐτῷ ζωῆς» (παρέχει/ δημιουργεί στον ερωμένος θαύμα/δέος και με κάθε τρόπο τον παρακινεί προς την έκπληξη της εντός του ζωής). Διότι ο κατώτερος ομολογεί την υπεροχή του εραστή του (φιλόσοφος) και λέει ότι έχει ανάγκη του, ενώ ο αυτάρκης «δυνάμεως πλήρης» είναι και επαγγέλλεται (υπόσχεται) «τῶν οἰκείων ἀγαθῶν εἰς τὰς τῶν ἐρωμένων ψυχάς». Ο ένθεος εραστής, λέγει ο Πρόκλος, παρακολουθεί τον ερωμένο του από τα σπάργανα, με το πέρας της πρώτης νιότης τον πλησιάζει, όταν η σωματική αναστάτωση έχει πάψει. Διότι δεν είναι με το σώμα ερωτευμένος αλλά με την ψυχή, και όταν τελειώσει η άνθηση του σώματος τότε λάμπει «τὸ τῆς ψυχῆς κάλλος»!

Ο πάνδημος βέβαια ορέγεται τη ακμή/νιότη του ερωμένου του, σαν τον καρπό στην εποχή του, και δεν ασχολείται με αυτόν ούτε πριν ούτε μετά, αλλά με το που θα φύγει εκείνος από το άνθος της ηλικίας του, και τον έρωτά του χάνει και παθαίνει ότι είναι λογικό σε τέτοιες καταστάσεις. Ερωτευμένος δηλ. με το σώμα καθώς είναι, μετράει τον έρωτα με την ακμή του φαινόμενου κάλλους. Ο ένας παραμένει αμετακίνητος και είναι πάντοτε ο ίδιος, «συγχωνευμένος καθώς είναι με κάτι σταθερό» κατά την Σωκρατική έκφραση στο «Συμπόσιο, 183.e», αλλά ο άλλος είναι ευμετάβλητος, η παρουσία του γίνεται ενοχλητική, ενώ μετακινείται γρήγορα και εγκαταλείπει εύκολα τον ερωμένο του. Ένα άλλο στοιχείο είναι η διαφορά των ανθρώπων. Ο ένας, κι όταν είναι μαζί με τον ερωμένο του, είναι χωριστά από αυτόν, χωρίς να τον αγγίζει, να τον πλησιάζει, να του μιλάει γενικά όταν η στιγμή δεν προσφέρεται για την ωφέλεια της ψυχής, ενώ στον άλλο αρέσει η επαφή δια μέσου των αισθήσεων, γίνεται κουραστικός, αλλάζει τις εκδηλώσει του και επινοεί κάθε λογής προφάσεις για τα λόγια που του λέει.

Επίσης ακόμα και από τις εκφράσεις θα μπορούσες να καταλάβεις ότι ο θεϊκός εραστής χαρακτηρίζεται ένας και «πρώτος» και «μόνος», οικείος καθώς είναι προς το Ένα και το Αγαθό, και τείνει προς το απλόμορφο και ενοειδές υπόδειγμα των ωραίων/καλών, ενώ ο φορτικός (πάνδημος) χαρακτηρίζεται «πληθορικός» και «κακοσχηματισμένος».
Δεν θα παραλείψουμε να αναφέρουμε, σε έντονο ύφος, το γεγονός ότι, συμφώνως και με τον Πρόκλο, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 37.  12 – 19», πάσα ερωτική τάξη/βαθμίδα συμπαρατάσσεται με κάποιο αντίστοιχο κάλλος, και όπως ο θεϊκός έρωτας ανάγεται στο θεϊκό κάλλος, έτσι και ο ειδωλικός έρωτας (δηλ. ο έρωτας που έχει κάποιος, όχι με τον ερωμένο του, αλλά τα χαρακτηριστικά του ερωμένου του) σπεύδει προς την σύλληψη του αντίστοιχου κάλλους, αυτού που αντιλαμβάνεται. Μόνο αυτό άλλωστε μπορεί να δει, ενώ απέναντι στο θεϊκό κάλλος μοιάζει να βρίσκεται σε απόλυτο σκοτάδι. «τὰ γὰρ τῶν πολλῶν τῆς ψυχῆς ὄμματα καρτερεῖν πρὸς τὸ ἀληθὲς ἀφορῶντα ἀδύνατα - τα όμμα της ψυχής των πολλών δεν αντέχουν να κοιτάζουν για πολύ την αλήθεια», λέει ο Πλάτων στον «Σοφιστή, 254.a».

Μάλιστα όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 39.9 – 42.2», το τελειότερο υπεισέρχεσαι και αναλαμβάνει κάποιο από τα ατελέστερα και τις μη κατορθωμένες ψυχές (τις ανωκλήρωτες) προς τον εαυτό του και απομακρύνει από τα καλύτερα. Όπως λοιπόν στα νοητικά θεάματα της φιλοσοφίας στέκονται εμπόδιο η σοφιστική ζωή και η συμπαράταξη με εκείνη, που απομακρύνει τους ατελέστερους από την των όντων θέαση/θεωρία και τους οδηγεί στην φαντασία η οποία είναι σύστοιχη των φθαρτών πραγμάτων του γίγνεσθαι, κατά τον ίδιο τρόπο και στην ανύψωση προς το θεϊκό έρωτα το πλήθος των «φορτικών» (χυδαίων) εραστών παρεμβάλλεται και εμποδίζει τον αληθινό εραστή, και την ψυχή του νεαρού/μαθητή την τραβάει και, από πάνω από τα Ολύμπια αγαθά, την καθέλκει στα γήινα και στα σκοτεινά. Ομοίως λοιπόν και στις πιο ιερές τελετές, προ της του θεού παρουσίας εμφανίζονται χθόνιων δαιμόνων παρεμβολές, εικόνες που συνταράζουν τους τελουμένους (μετέχοντες) στην τελετή, τους αποσπούν από τα άχραντα αγαθά και τους καλούν προς την ύλη. Εξ ου και οι θεοί προστάζουν να μη στρέφουμε το βλέμμα προς εκείνους προτού θωρακιστούμε με τις δυνάμεις των τελετών: «οὐ γὰρ χρὴ κείνους σε βλέπειν πρὶν σῶμα τελεσθῇς – Δεν πρέπει στ’ αλήθεια να τους βλέπεις όσο το σώμα είναι ακόμα αμύητο». Και για τούτο οι χρησμοί προσθέτουν ότι «τὰς ψυχὰς θέλγοντες ἀεὶ τῶν τελετῶν ἀπάγουσιν – θέλγουν τις ψυχές και τις απομακρύνουν πάντοτε από τις τελετές».

Πράγμα λοιπόν ανάλογο προς τους χθόνιους δαίμονες, οι «φορτικοί» (απρεπείς και χυδαίοι) εραστές κυκλοφορούν ολόγυρα του νεαρού και τον απομακρύνουν από την ανύψωση προς την θεότητα, κάνοντας τον τελικά ανεπιτήδειο (απρόσφορο) για την του ένθου φίλου συνουσία (συναναστροφή). Όπως δηλαδή εκεί η θεότητα φανερώνεται μετά την αποκάθαρση όλων των τέτοιοι είδους δαιμόνων που κατεβάζουν τις ψυχές επί την ύλη, έτσι και ο ένθεος εραστής – π.χ. ο Σωκράτης, μετά την φυγή (απομάκρυνση) των γενεσιουργών εραστών – π.χ. του Αλκιβιάδη, εμφανίζεται και κάνει τον ερωμένο κοινωνό της συνουσία του  (συναναστροφής του). Δηλαδή ο Σωκράτης απέχει θέση αγαθού δαίμονος από τον Αλκιβιάδη, τον οποίο παρακολουθεί από τα νεανικά του χρόνια, όπως ακριβώς κάνει και ο δαίμων, τον φρουρεί/προστατεύει, και επισκοπεί όλων των ενεργειών του και εφορεύει των λόγων και των πράξεών του. Όπως, εξάλλου, ο δαίμων εκδηλώνει αρχικά την πρόνοιά του προς εμάς και πριν από τους πατέρες μας επιστατεί, σαν να είναι κυβερνήτης μας, πάνω σε όλη τη ζωή μας, και όπως, τέλος, μετά την ενταύθεν απαλλαγή μας φροντίζει για το πώς θα πορευθούμε ενώπιον των δικαστών μας (διότι, λέει ο Σωκράτης, «τον καθένα τον οδηγεί ακριβώς αυτός που του είχε λάχει όσο ζούσε»), με τον ίδιο τρόπο και ο Σωκράτης προλαβαίνει όλους τους άλλους οικείους και φίλους του νεαρού/ Αλκιβιάδη ως προς την πρόνοιά του για κείνον, και ταυτόχρονα με τους πολλούς εραστές προσθέτει την προσωπική του κηδεμονία, και, τέλος, όταν οι άλλοι έχουν σταματήσει, αυτός συνεχίζει να πηγαίνει, να βρίσκεται μαζί του και να ανακαλεί τον ερωμένο του προς την καθολική δικαιοσύνη και τα όντως αγαθά της ψυχής.

Επιπλέον, όπως ο αγαθός δαίμων βρίσκεται ως επί το πλείστον μαζί μας χωρίς να εμφανίζεται, μας παρέχει την πρόνοια του δίχως να φαίνεται από πριν και με την σιωπηρή παρουσία του στηρίζει μυστικά τους βίους μας, έτσι και ο Σωκράτης έρχεται σιωπηλός πίσω από τον ερωμένο του και προνοεί για εκείνον, χωρίς ακόμα να τον κοινωνό της συνουσίας του (συναναστροφής του). Και όπως ακριβώς ο δαίμων φανερώνει τον εαυτό του σε όσους έφτασαν στο υψηλότερο σημείο της επιτηδειότητας (καταλληλότητας), τους μιλά και τους καθιστά κοινωνούς των λόγων του, έτσι και ο ίδιος ο Σωκράτης απολαυόντας της παρουσίας του δαιμονίου, θεωρήθηκε αποδέκτης κάποιας φωνής, και κατ’ αυτό τον τρόπο και ο θεϊκός εραστής μεταδίδει στον ερωμένο του τον λόγο του και τον καλεί προς την δια μέσου των λόγων συνουσία (συναναστροφή) τη στιγμή ακριβώς που ορά την εντός εκείνου ζωή να αρχίζει να ξελύνεται εκ των «ἀγκτήρων- δεσμών» της ύλης, να αποσυνθέτει το μεγάλο όχλο (πλήθος) των εραστών και να υπερνικά τις γηγενείς (γήινες) και χθόνιες ενασχολήσεις της. Διότι τα παραπάνω αποτελούν ενδείξεις της «ν αὐτῷ πρὸς τὸ καλόν» συμπάθειας/ταυτότητας (της εσωτερικής του ταυτότητας αισθημάτων προς το ωραίο/καλό).

Ο Σωκράτης, λοιπόν, τον πλησιάζει τη στιγμή ακριβώς που τον είδε να είναι κατεξοχήν έτοιμος για να δεχτεί την συνουσία (συναναστροφή) – «ν τούτῳ τῷ καιρῷ καθ᾽ ὃν διαφερόντως εἰς ὑποδοχὴν τῆς ἑαυτοῦ συνουσίας ἑώρα τὸν ἐρώμενον ἐγηγερμένον» λέγει ο Πρόκλος. Το δηλώνει και ο ίδιος : «θαυμάζεις» (απορείς), του λέει στον «Αλκιβιάδη, Ι, 104.d», «τι συμβαίνει τέλος πάντων με εμένα και πως εγώ μένω σταθερός όταν οι άλλοι εραστές έχουν απομακρυνθεί – ὅ τι ποτέ ἐστι τὸ ἐμὸν πρᾶγμα καὶ ὅπως ὑπομένω τῶν ἄλλων ἐραστῶν πεφευγότων». Το «θαυμάζεις» (απορείς) όμως είναι «η αρχή της φιλοσοφίας – φιλοσοφίας ἐστὶν ἀρχή», συμφώνως με τον πλατωνικό «Θεαίτητο, 155.d», και για τούτο ειπώθηκε πως «η Ίριδα είναι του Θαύμαντος -τὴν Ἶριν Θαύμαντος» θυγατέρα, σύμφωνα με τον παλαιό χρησμό. Αν λοιπόν προσεγγίζει τον νεαρό Αλκιβιάδη όταν ακριβώς εκείνος «θαυμάζει» (απορεί) για την ζωή του φιλοσόφου και αναζητά τις αιτίες των σχετικών με αυτόν πραγμάτων, μπορεί να είναι η αρχή της ορμής του προς την φιλοσοφία και, υπό μια έννοια, η απαλλαγή από τους «φορτικούς» (ποταμούς & απρεπείς) εραστές συμβαδίζει με τον δισταγμό και τον φόβο απέναντι στην φιλοσοφία. Όταν δηλ. οι ψυχές αποκαθαρθούν  από τα κακά που περιχύθηκαν πάνω τους εκ της γενέσεως (εκ του γίγνεσθαι), φέρνουν τον εαυτό τους σε πλήρη ετοιμότητα για την μετουσία των θείων αγαθών.

Εξετάστε τώρα, σύμφωνα με τη παραπάνω αναλογία (αντιστοιχία), ποια βαθμίδα/τάξη αντιπροσωπεύει ο Αλκιβιάδης σε σχέση προς τους εραστές, καθ’ ον τρόπο και τούτο συμβάλλει στην θεώρηση των συγκεκριμένων θεμάτων.
Ο Σωκράτης επι παραδείγματι, ως ένθεος εραστής και αναγόμενος προς το καθαυτό νοητό κάλλος, ίδρυσε (εγκατέστησε) τον εαυτό του ανάλογο (αντίστοιχο) προς τον νου της ψυχής. Πράγματι, τι άλλο είναι το συναπτόμενο (συνδεδεμένο) με το νοητό παρεκτός νου και κάθε τι που διαθέτει νοητική ζωή. Όσο για την ποικίλη και πάνδημη ομάδα των εραστών, που οδηγείτε από την αισθητηριακή αντίληψη και την φαντασία εικόνες και συνδέεται με το «πολυκέφαλο θηρίο» της ψυχής, κατά τον στοχασμό του Σωκράτη στην πλατωνική «Πολιτεία, 588.c», αποτελεί αποτύπωση της αντίστοιχης ζωής, βάσει της οποίας και χαρακτηρίζει τη δική του ζωή. Διότι κάθε ψυχή είναι αυτός ακριβώς το μέρος δια του οποίου ζει, και βάσει αυτού προσδιορίζει τον εαυτό της. Στο ενδιάμεσο τώρα, τούτων βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο ο Αλκιβιάδης, σπαρασσόμενος (διαμελιζόμενος), από την κάτω πλευρά, από τους εμπαθείς εραστές του και «κατασπώμενος ἐπὶ τὴν χείρονα μοῖραν» (παρασυρόμενος προς την κατώτερο μέρος), ενώ, από την επάνω πλευρά, ο Σωκράτης τον βοηθά και προσπαθεί να τον σώσε, προνοώντας να μην του συμβεί τίποτε εκ «τῶν περιρρεόντων αὐτὸν ἐραστῶν». Είναι ανάγκη, λοιπόν, σύμφωνα με την αναλογία των άκρων, να τοποθετήσουμε και τον Αλκιβιάδη στην λογική ψυχή, από την οποία συνεχίζουν να εξαρτώνται τα πάθη και οι άλογες δυνάμεις, σαν να επιβουλεύονται τη λογική ζωή και να επιχειρούν να τη διαμελίσουν κατά τον τρόπο τον Τιτάνων, αλλά από επάνω είναι εδραιωμένος ο Νους, «ὑπερίδρυται δὲ ὁ νοῦς Ἀθηναϊκῶς» (ανυψώνεται κατά τον τρόπο της Αθηνάς) από την ροπή και την τάση προς τον ένυλο χαρακτήρα. Πράγματι η διαφύλαξη της ζωής αδιαίρετης παραπέμπει στην Αθηνά, «εξ ου και ονομάζεται Σώτειρα η Αθηνά Παλλάδα – ἐξ οὗπερ Σώτειρ᾽ ἐπεκλήθη Παλλὰς Ἀθήνη».

Αντίθετα, στοιχείο που παραπέμπει στους Τιτάνες είναι ο «τὸ μερίζειν» αυτή και η σύνδεση με την γένεσιν (κόσμος της γενέσεως). Όπως λοιπόν ο νους δεν επιδεικνύει πάντοτε τον εαυτό του στις ψυχές, αλλά όταν αποσυνθέσουν «τον πολύ όχλο που έρχεται εκ της γενέσεως εκ των υστέρων και συνδέεται μαζί τους», όπως λέγει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 42.c», έτσι και ο Σωκράτης μεταδίδει στον νεαρό την συνουσία του (συναναστροφή του) τότε μόνον όταν, καθίσταται ελεύθερος από τους πολλούς εραστές που τον περιστοιχίζουν εκ των υστέρων, έχει την άνεση να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία και με όσα μπορούν να τον οδηγήσουν προς αυτή. Και όπως ακριβώς ο νους αεί μεν ενεργεί «περὶ ἡμᾶς καὶ δίδωσιν ἀεὶ τὸ τῆς νοήσεως φῶς» – και πριν την ροπή μας στην αλογία και ενόσω συμβιώνουμε με τα πάθη και όταν τα πάθη αποκοιμηθούν πια μέσα μας -, εμείς όμως δεν έχουμε διαρκώς τη συναίσθηση του αλλά μόνο όταν αποκαθαρθούμε «τοῦ πολλοῦ κλύδωνος τοῦ γενεσιουργου» και οδηγήσουμε τη ζωή μας σε ένα γαλήνιο όρμο/λιμάνι (τότε είναι πράγματι που μας φανερώνεται ο νους και μοιάζει να μας μιλάει, τότε είναι που μας μεταδίδει τη φωνή του εκείνος που πρωτύτερα έμενε σιωπηλός κι ήταν ήσυχα μαζί μας), έτσι και ο θεϊκός εραστής και πριν από πολλούς εραστές είναι μαζί με τον ερωμένο του, και ταυτόχρονα με αυτούς και μετά από αυτούς – αλλά απλώς σιωπώντας, ηρεμώντας και προνοώντας. Όταν όμως εκείνοι σταμάτησαν, καθιστά τον ερωμένο του κοινωνό και του λόγου του, θέτει εμπρός του την κοινή τους συνουσία (συναναστροφή) και δείχνει το ποιος είναι ο εαυτό του και ότι ο έρωτάς του για αυτόν είναι προνοητικός, αγαθοειδής και κατευθύνεται προς τα επάνω και δεν είναι όπως ο έρωτας των πολλών εκείνων εραστών επιμερισμένος, «ἐνδεὴς καὶ ἔνυλος καὶ εἰδωλικός» (ελλιπής, ένυλος και απεικονιστικός). Όποιος αγαπά τα τέτοιου είδους θεάματα είναι δυνατόν να πορευτεί και μέσω αυτής της αναλογίας, είναι όμως πάλι δυνατόν και μέσω αυτής που αναφέραμε νωρίτερα, παρομοιάζοντας δηλ. με αγαθό δαίμονα τον Σωκράτη, με χθόνιους και υλικούς δαίμονες τους πάνδημους εραστές και, τέλος, με τον λαμβάνοντα μέρος στην τελετή, τον νεανίσκο, ο οποίος αποδρά/ξεφεύγει από το «καταγωγὸν ἔθνος τῶν δαιμόνων», οδηγεί τον εαυτό του στον αγαθό δαίμονα και παραδίδει σε εκείνον όλη την διακυβέρνηση της ζωής του. Αν μάλιστα πρέπει να συνδέσουμε τις δύο αυτές νοητικές συλλήψεις/επεξηγήσεις, ας εννοήσουμε διττό τον Αλκιβιάδη, και ως ψυχή απλώς και ως ψυχή που χρησιμοποιεί σώμα. Πράγματι, τα δυο τούτα δεν ταυτίζονται, όπως ούτε ο κυβερνήτης με τον άνθρωπο καθ’ εαυτόν ταυτίζονται ούτε ο ηνίοχος με τον υποκείμενο σε αυτόν. Και γενικά το ανεπίδεκτο μεθέξεως είναι άλλο πράγμα από το δεκτικό και το καθαυτό από το θεωρούμενο μαζί με άλλο και το ξεχωριστό από αυτό που συντάσσεται με κάτι άλλο. Επειδή λοιπόν ο Αλκιβιάδης νοείται κατά δύο τρόπους, και ως ψυχή και ως ψυχή που χρησιμοποιεί σώμα, στον βαθμό με που είναι ψυχή ο Σωκράτης διαφυλάσσει την αναλογία του αγαθού δαίμονα. Και υπάρχει ταύτιση του δαίμονα ως προς τον άνθρωπο με τον νου ως προς την ψυχή. Άλλωστε και όταν νοούμε τη δαιμόνια μεσότητα, τη θεώμεθα ως ενδιάμεση μεταξύ θεών και όντων/ανθρώπων, ενώ όταν τοποθετούμε τον νου στο άκρο, φέρνουμε την ψυχή σε εξάρτηση προς αυτόν και το σώμα προς την ψυχή. Την μία νοητική σύλληψη μπορείτε να την βρείτε στο πλατωνικό «Συμπόσιο, 202.d.13 – e.1», όπου λέγεται ότι «πᾶν τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ». Την δε άλλη νοητική σύλληψη μπορείτε να την βρείτε στον πλατωνικό «Τίμαιο», καθόσον η ψυχή παίρνει την υπόστασή της στο ενδιάμεσο νου και σώματος. Δαίμων λοιπόν και νους ταυτίζονται, κατά την σύνδεση του νου με την ψυχή, και του δαίμονα με την ανθρώπινη ψυχή.

Εν τέλει, και όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 60.19 – 61.7», οι πάνδημοι εραστές προβαίνουν σε καθέλκυση του ερωμένου προς το άλογο στοιχείο και την ύλη, ενώ ο θεϊκός εραστής τον ανυψώνει προς τον Λόγο και τον αγαθό δαίμονα. Τέτοιου είδους πράγμα είναι ο θεϊκός έρωτας, ανυψωτικός, αγαθοειδής, χορηγός τελειώσεως και νου, αίτιος της κατά νου ζωής (της σύμφωνης με τον νου ζωής). Διότι και ο ίδιος ο Σωκράτης, στο Πλατωνικό «Συμπόσιο, 212.b», λέει «συμπαραστάτης καλύτερος από τον έρωτα στην φιλοσοφία δεν είναι εύκολο να βρεθεί – ἀμείνω ἔρωτος συνεργὸν εἰς φιλοσοφίαν οὐ ῥᾴδιον εὑρεῖ».

Πέραν τούτου ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 61.  14 – 23», λέγει πως όπως στις αγιότατες τελετές προηγούνται των δρώμενων κάποιες καταπλήξεις, άλλες μέσω των λεγομένων και άλλες μέσω των δεικνυόμενων, οι οποίες υποτάσσουν την ψυχή στην θεότητα, κατά τον ίδιο τρόπο και στο κατώφλι της φιλοσοφίας ο καθηγούμενος προκαλεί τον θαυμασμό του νεαρού και την έκπληξη για τον εαυτό του, για να ασκήσουν επάνω του επίδραση οι λόγοι που θα έρθουν και να τον καλέσουν προς την φιλοσοφική ζωή.

Ο ερωτικός, λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 63.17 – 67.3»,  αν είναι ένθεος, κερδίζει την άμεση επαφή με τον αγαθό δαίμονα και μέσω αυτού και μέσω αυτού συνδέεται με τους θεούς, και μέσω του αγαθού δαίμονα δέχεται τη θεϊκή τούτη παροχή (διότι τα αγαθά που έρχονται από τους θεούς φτάνουν στους ανθρώπους δια μέσω των δαιμόνων, κατά τον λόγο της Διοτίμας στο πλατωνικό «Συμπόσιο»). Και ο δαιμόνιος, πάλι, είναι ερωτικός. Πως αλλιώς δηλ. απολαύει του δαίμονος, αν δεν συνέδεσε τον εαυτό του με εκείνον και δεν έφερε τη ζωή του σε επαφή με τις δυνάμεις εκείνου ;; Τι είναι αυτό που δημιουργεί τη σύνδεση τούτη του κατώτερου προς το ανώτερο αν όχι ο έρωτας ;; Πράγματι, τον θεό αυτό οι χρησμοί τον ονομάζουν «επιβήτορα που συνδέει τα πάντα – συνδετικὸν πάντων ἐπιβήτορα». Και εμάς λοιπόν αυτός είναι που μας συνδέει με τις επιστασίες των δαιμόνων. Επιπλέον, και ο ίδιος ο έρωτας είναι «δαίμων μέγας», κατά την έκφραση της Διοτίμας, στο βαθμό που συμπληρώνει ολοκληρωτικά ότι μεσολαβεί ανάμεσα στα εραστά και σε όσους σπεύδουν προς εκείνα μέσω του έρωτα.

Πραγματικά, το εραστό (το αντικείμενο του έρωτα) κατέχει την πρώτη βαθμίδα και το ερών (το υποκείμενο του έρωτα) την τρίτη θέση, ενώ το ενδιάμεσο των δύο το συμπληρώνει ο έρως συνάγοντας και συνδέοντας αμοιβαία το εφετό και το εφιέμενο, και πληροί το κατώτερο με στοιχεία από το ανώτερο, ενώ στην περιοχή των νοητών και απόκρυφων θεών ενοποιεί το νοητό με το πρώτιστο και απόκρυφο Κάλλος στην βάση μιας ανώτερης ζωής της νοήσεως (για αυτό και ο θεολόγος των Ελλήνων, ο Ορφέας, τον Έρωτα εκείνο, το ορφικό απόσπασμα Νο.82, τον αποκαλεί αόμματο : «ποιμαίνοντας με το μυαλό του τον αόμματο ταχύ Έρωτα – ποιμαίνων πραπίδεσσιν ἀνόμματον ὠκὺν Ἔρωτα»). Όσο για τα εκτός της περιοχής των νοητών, εκπέμπει το ακατάλυτο δεσμό των όσων τελειοποιούνται από εκείνον. Ο δεσμός, πράγματι, είναι ένωση, με πολύ όμως τον διαχωρισμό, εξ ου και οι χρησμοί [βλ. Χαλδαϊκά λόγια] ονομάζουν το πυρ «συνδέσμιο» με τον έρωτα τούτο : «Αυτός πρώτος από τον νου ξεπρόβαλε, πυρ συνδέσμιο με το πυρ -ὃς ἐκ νόου ἔκθορε πρῶτος ἑσσάμενος πυρὶ πῦρ συνδέσμιον».

Προερχόμενος δηλ. από τον νοητό νου, συνδέει όλα τα κατώτερα μεταξύ τους και με εκείνο. Φέρνει σε επαφή, λοιπόν, τους θεούς όλους με το νοητό κάλλος, και τους δαίμονες με τους θεούς, και εμάς με τους δαίμονες και τους θεούς, υποστασιοποιημένος πρωταρχικά μεταξύ των θεών, δευτερευόντως μεταξύ των δαιμόνων, ενώ μεταξύ των επιμέρους ψυχών κατά την τρίτη προχώρηση του από τις αρχές. Υποστασιοποιημένος μάλιστα μεταξύ θεών υπερουσίως (τέτοιο είναι άλλωστε το σύνολο γένος των θεών), μεταξύ των δαιμόνων κατ’ ουσία, και μεταξύ των ψυχών κατά τη φωτεινή απορροή του. Η τριπλή τούτη βαθμίδα μοιάζει με την τριπλή δύναμη του νου. Πράγματι άλλος είναι ο αμέθεκτος νους, ο εξηρημένος από όλα τα επιμέρους γένη, άλλος είναι ο μεθεκτός νου, στον οποίο – επειδή είναι ανώτερος – μετέχουν και οι ψυχές των εγκόσμιων θεών, και άλλος αυτός που προέρχεται από τον μεθεκτό νου και δημιουργείτε εντός των ψυχών, ο οποίος βέβαια είναι η τελείωση ακριβώς των ψυχών. Τις τρείς τούτες σημασίες του νου τις βρίσκεις στον πλατωνικό «Τίμαιο». Αντίστοιχο του αμέθεκτου νου πρέπει να θεωρήσουμε τον έρωτα της περιοχής των θεών (τὸν ἐν θεοῖς ἀνάλογον ληπτέον), διότι και εκείνος είναι εξηρημένος από όλους όσοι κατέχουν από αυτόν και καταυγάζονται από την απορροή του. Αντίστοιχον, τώρα, του μεθεκτού νου πρέπει να θεωρήσουμε των έρωτα της περιοχής των δαιμόνων (τὸν ἐν δαίμοσιν), διότι και αυτός είναι ουσία και αυτοτελής, όπως ο μεθεκτός νους, και επιβαίνει αμέσως στις ψυχές. Αντίστοιχον, τέλος, του καθ’ έξιν νου είναι φανερό πως πρέπει να θεωρήσουμε τον τρίτο, τον έρωτα που λαμβάνει υπόσταση μέσα στις ψυχές ως αποτέλεσμα απορροής. Και δικαιολογημένα νομίζω ότι και του έρωτα η θέαση αντιστοιχεί προς την παραπάνω διαίρεση του νοητικού, διότι την πρώτιστη και απόκρυφη υπόσταση την έχει στον νοητό νου. Διότι, «ξεπροβάλει» από εκεί, εδράζεται αιτιακά μέσα σε εκείνον. Μάλιστα ο Πλάτων, που βρήκε στα ορφικά συγγράμματα τον ίδιο τούτο θεό να αποκαλείται και «έρωτας» και «δαίμων μέγας», θα ήθελε και ο ίδιος έναν τέτοιο ύμνο για τον έρωτα. Πράγματι, ο θεολόγος μιλώντας για τον νοητό νου «ο έρωτας ο τρυφερός -ἁβρὸς Ἔρως» λέει, «και η Μήτις η άδικη – καὶ Μῆτις ἀτάσθαλος», και αλλού λέει «πάνω σε αυτά ο μέγας δαίμων ακολουθούσε τα ίχνη -οἷσιν ἐπεμβεβαὼς δαίμων μέγας ἆεν ἐπ᾽ ἴχνη» .

Σχετικά εξάλλου με τον νοητικό και αμέθεκτο νου λέει : «η Μήτις πρώτος γεννήτορας κι ο Έρωτας με τις αμέτρητες ευχαριστίες –καὶ Μῆτις πρῶτος γενέτωρ καὶ Ἔρως πολυτερπής», και πάλι : «δύναμη μια, ένας δαίμονας έγινε μέγας των όλων άρχοντας – ἓν κράτος, εἷς δαίμων γένετο μέγας, ἀρχὸς ἁπάντων».

φιλοσοφούμεν γνησίως τε και ικανώς!



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...