Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

My Only Fascination....



You'r my only fascination, my sweet inpiration
My sweet inspiration
Everything I hoped to be
You're the dawn that rises for me
My summer wind from the sea


Some lucky day
You came my way
And shared my joy and sorrow
With words so true
You colored blue
The clear skies of tomorrow

I touch your hand
And once again
You gently say you need me
You're more than spring
The love you bring
Is laughter for every day


You're my only fascination
My sweet inspiration
Everything I hoped could be
You're the dawn that rises for me
My summer wind from the sea


You're my only fascination
My sweet inspiration
You're my tender harmony
If it's rain, it's music I hear
Only because you are near


The words you say
In your own way
Can fill my heart with sunshine
Somehow I know
This love will grow
And that you'll always be mine
The morning dew
Can talk to you
When you awake each morning
The friendly wind
Will stop and sing
The moment you say hello


You're my only fascination
My sweet inspiration
Everything I hoped could be
You're the dawn that rises for me
My summer wind from the sea


You're my only fascination
My sweet inspiration
You're my tender harmony
If it's rain, it's music I hear
Only because you are near


You're my only fascination
My sweet inspiration
Everything I hoped could be
You're the dawn that rises for me
My summer wind from the sea


You're my only fascination
My sweet inspiration
You're my tender harmony
If it's rain, it's music I hear
Only because you are near...near







Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Το ασχημόπαπο που έγινε Κύκνος

H παραμυθένια αλληγορία της ψυχής που επιλέγει τον δύσκολο μοναχικό δρόμο...
μέχρι που μετά από κακουχίες, κακοποιήσεις και βάσανα 
ολοκληρώνει τον κύκλο της,  αγγίζει την απόλυτη Ομορφιά 
και συνειδητοποιεί την πραγματική υπόστασης της...


Η εξοχή ήταν υπέροχη το καλοκαίρι. Στο κάμπο είχε μαζευτεί το άχυρο και είχε τοποθετηθεί σε μεγάλους σωρούς. Από ψηλά έκοβε βόλτες ο πελαργός με τα κόκκινα πόδια και τιτίβιζε στα αιγυπτιακά, μια γλώσσα που είχε μάθει από την μητέρα του.


Γύρω από το κάμπο και τα χωράφια υπήρχαν απέραντα δάση και στη μέση του κάμπου υπήρχαν βαθιές λίμνες. Πραγματικά η εξοχή ήταν υπέροχη! Κάτω από τον ζεστό ήλιο ξεπρόβαλε επιβλητικός ένας πύργος ιπποτών που περιβαλλόταν από τάφρους με μεγάλο βάθος. Από τα τείχη του πύργου και μέχρι το νερό των τάφρων υπήρχαν αναρριχώμενα φυτά, τόσο ψηλά που από κάτω τους χωρούσαν να σταθούν όρθια μικρά παιδιά. Η βλάστηση ήταν τόσο έντονη σε κείνο το σημείο όση και στο πιο πυκνό δάσος. Εδώ λοιπόν είχε κάνει την φωλιά της μία πάπια και κλωσούσε τα αυγά για να βγουν τα μικρά της. Η πάπια είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της, καθώς είχε περάσει πολύς καιρός που κλωσούσε και σπάνια δεχόταν επισκέψεις.


Επιτέλους έσπαζαν τα αυγά, το ένα μετά το άλλο. «Πι, πι!» έλεγαν τα πουλάκια, όλοι οι κρόκοι είχαν ζωντανέψει και από τα αυγά προεξείχαν κεφαλάκια.


«Ραπ, ραπ, γρήγορα, γρήγορα!» φώναξε η πάπια και τα παπάκια σκουντουφλούσαν και έβαζαν όλες τους τις δυνάμεις να τρέξουν. Όλα τους φαινόταν τόσο περίεργα που κοιτούσαν γύρω-γύρω προς όλες τις κατευθύνσεις.


«Πόσο μεγάλος που είναι ο κόσμος» έλεγαν τα μικρά, καθώς τώρα είχαν πολύ περισσότερο χώρο να κινηθούν από ότι μέσα στο αυγό.


«Ακόμα δεν βγήκες από το αβγό σου και νομίζεις ότι είδες ολόκληρο τον κόσμο!» είπε περιπαικτικά η μητέρα. «Ο κόσμος πάει πιο πέρα και από την άλλη πλευρά του κήπου και μέχρι το κτήμα του παπά, ωστόσο εκεί δεν έχω πάει ούτε και εγώ!» Για να προσθέσει καμαρώνοντας: «Τι όμορφα που είσαστε όλα μαζί!». Τότε σηκώθηκε και έκπληκτη αναφώνησε: «Όχι δεν τα έχω όλα τα παπιά μου! Το μεγαλύτερο αυγό είναι ακόμη στη φωλιά. Πόσο άραγε θα χρειαστεί ακόμη; Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι!» είπε και κάθισε πάλι.
«Λοιπόν τι κάνεις;» ρώτησε μια γριά πάπια που ήρθε για επίσκεψη.
«Ένα από τα αυγά έχει καθυστερήσει» είπε η πάπια, η οποία συνέχισε να κλωσάει. «Ούτε που φάνηκε η παραμικρή τρυπούλα σε αυτό το αυγό. Αλλά έλα να δεις τα άλλα τα παπιά. Είναι τα ομορφότερα παπάκια τα οποία έχω δει ποτέ!»
«Για να δω το αβγό που δεν λέει να ανοίξει» είπε η γριά «Να δεις που είναι αβγό γαλοπούλας. Έτσι με κορόιδεψαν και μένα κάποια φορά και είδα και έπαθα με τα μικρά. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο φοβόταν το νερό. Στην αρχή δεν μπορούσα να τα χορτάσω όσο και να μάζευα, όσο και αν τάιζα, όσο και να μάλωνα όσο και να βοηθούσα. 
– Άσε να δω το αβγό! Ναι είναι αυγό γαλοπούλας! Παράτησε το και μάθε τα άλλα τα παιδιά σου να κολυμπάνε!» «Θα μείνω να κλωσίσω ακόμη λίγο!» απάντησε η πάπια. «Τόσο καιρό κάθησα στο αβγό, δεν πειράζει αν καθίσω λγάκι ακόμη!»
«Καθένας με τα γούστα του!» είπε η γριά πάπια και αποχαιρέτισε.


Επιτέλους άνοιξε και το μεγάλο αβγό και εμφανίστηκε το μικρό από μέσα. «Πι, πι!» είπε το μικρό και βγήκε από το τσόφλι. Ήταν πολύ μεγάλο και εμφανέστατα άσχημο. «Υπερβολικά μεγάλο παπάκι» σκέφτηκε η μαμά πάπια «Κανένα από τα άλλα παπιά δεν μοιάζει με αυτό. Μήπως είναι πραγματικά μία μικρή γαλοπούλα; Σύντομα θα το μάθω. Θα πρέπει να πέσει στο νερό και αν δεν θέλει ακόμη, θα το ρίξω εγώ η ίδια μέσα!»
Ο καιρός την επόμενη μέρα ήταν υπέροχος! Ο ήλιος έκαιγε πάνω στα πράσινα φυτά. Η μαμά πάπια εμφανίστηκε με όλη την οικογένεια της στα κανάλια.
«Πλατς!» πήδηξε μέσα στο νερό. «Ραπ, ραπ!» φώναξαν τα παπάκια καθώς το ένα μετά το άλλο έπεφταν και αυτά πίσω της. Αν και αρχικά έπεσαν με το κεφάλι μέσα στο νερό, αμέσως ξεπρόβαλλαν στην επιφάνεια και άρχισαν να κολυμπάνε περήφανα. Τα πόδια τους άρχισαν να κολυμπάνε από μόνα τους και όλα φαινόταν να βρίσκονται στο στοιχείο τους. Ακόμη και ο άσχημος, γκρίζος νεοσσός κολυμπούσε μαζί τους.
«Όχι δεν είναι γαλόπουλο!» είπε τότε. «Πόσο όμορφα χρησιμοποιεί τα πόδια του και πόσο ίσια κρατάει το σώμα του. Ραπ, ραπ θα σας παρουσιάσω στην αυλή με τις πάπιες. Μόνο προσέξτε να μείνετε κοντά μου μη σας πατήσει κανείς και προσέχτε την γάτα!»
Έτσι μπήκαν στην αυλή με τις πάπιες όπου επικρατούσε μεγάλη φασαρία. Δύο οικογένειες τσακωνόταν για ένα κεφάλι χελιού αλλά τελικά το πήρε η γάτα.
«Βλέπετε έτσι είναι ο κόσμος» είπε η μαμά πάπια και έκανε πως αρπάζει κάτι στον αέρα με το ράμφος, καθώς ήθελε και αυτή να πιάσει το κεφάλι του χελιού. «Να χρησιμοποιείτε τα πόδια σας, κοιτάξτε να κάνετε γρήγορα και σκύψετε μπροστά στη γριά πάπια που είναι εκεί. Είναι η πιο αξιοσέβαστη από όλες. Στις φλέβες τις ρέει ισπανικό αίμα. Όπως βλέπετε φοράει ένα κόκκινο πανί γύρω από το πόδι της. Αυτό είναι κάτι το πραγματικά όμορφο και η μεγαλύτερη αναγνώριση την οποία μπορεί να λάβει μία πάπια. Το κάθε καλοαναθρεμμένο παπάκι ανοίγει τα πόδια του μακριά το ένα από το άλλο, ακριβώς όπως ο πατέρας και η μητέρα! Βλέπετε έτσι! Σκύψτε τώρα τον σβέρκο σας και πείτε: «Ραπ!»


Αυτό ακριβώς και έκαναν τα παπάκια, οι άλλες πάπιες τις παρατηρούσαν και έλεγαν: «Για κοιτάξτε! Τώρα μας ήρθε και το συγγενολόι, σαν να μην ήμασταν ήδη αρκετοί! Πουφ, πως είναι έτσι το ένα παπί! Αυτό δεν θα το ανεχτούμε!» Και αμέσως πήγε μία πάπια και το δάγκωσε στον σβέρκο!
«Άσ’ το ήσυχο!» είπε η μητέρα, «δεν πείραξε κανέναν!»
«Μα είναι τόσο μεγάλο και τόσο παράξενο,» είπε η πάπια που το είχε δαγκώσει, «και για αυτό θα πρέπει να το διώξουμε μακριά!»
«Όμορφα παιδάκια έχει η μανούλα!» είπε με στόμφο η γριά πάπια με το πανί γύρω από το πόδι της. «Όλα με εξαίρεση του ενός, το οποίο είναι κακορίζικο. Θα ευχόμουν να μπορούσε να αναστρέψει το κλώσημα!»
«Αυτό δεν γίνεται μεγαλειοτάτη!» απάντησε η μητέρα. «Δεν είναι όμορφο, αλλά έχει καλό χαρακτήρα και κολυμπάει το ίδιο καλά όπως και τα υπόλοιπα, θα τολμούσα να πω καλύτερα και από τα υπόλοιπα. Πιστεύω ότι με το καιρό και όσο θα μεγαλώνει θα φτιάξει το μέγεθος και η εμφάνιση του. Έτσι και αλλιώς παπί είναι δεν θα το ενοχλήσει ιδιαίτερα η ασχήμια του!»
«Τα άλλα παπάκια είναι γλυκύτατα!» λέει η γριά. «Κάντε σαν να βρίσκεστε στο σπίτι σας και αν βρείτε κανένα κεφάλι χελιού, τότε μπορείτε να μου το φέρετε!» Και έτσι η αυλή έγινε το σπίτι τους.
Ωστόσο το φτωχό παπί το οποίο είχε βγει τελευταίο από το αυγό και το οποίο ήταν τόσο μα τόσο άσχημο, δεν περνούσε καθόλου καλά. Το δάγκωναν, το έφτυναν και το κορόιδευαν τόσο η πάπιες όσο και η κότες. «Είναι πολύ μεγάλο» έλεγαν όλες. Ακόμη και γάλος που είχε γεννηθεί έχοντας στα πόδια του σπιρούνια και για αυτό νόμιζε ότι είναι ο καίσαρας ενώ όλοι οι υπόλοιποι τον νόμιζαν τρελό, φύσηξε και ξεφύσηξε σαν ιστιοφόρο πριν ορμήξει προς το μικρό για να του φωνάξει: «γλου, γλου, γλου». Το παπάκι δεν ήξερε που να σταθεί και που να βρεθεί. Ήταν θλιμμένο που ήταν τόσο άσχημο και είχε γίνει ο περίγελος όλης της αυλής.

Από την πρώτη μέρα η συμπεριφορά όλων προς το παπί ήταν απαίσια και γινόταν κάθε μέρα και χειρότερη. Όλοι κυνηγούσαν το καημένο το παπάκι, ακόμη και τα αδέρφια του το περιγελούσαν και του έλεγαν «μακάρι να σε έπαιρνε η γάτα αηδιαστικό πλάσμα!» και η μητέρα αναστέναζε: «μόνο να είχες φύγει μακριά!» Οι πάπιες το δάγκωναν, οι κότες το τσιμπούσαν ακόμη και το κορίτσι που έφερνε την τροφή το κλοτσούσε.
Έτσι πέταξε πάνω από τον φράκτη. Τα πουλάκια τα οποία ήταν στους θάμνους φοβήθηκαν και πέταξαν ψηλά. «Η ασχήμια μου τα τρόμαξε!» σκέφτηκε το παπάκι και έκλεισε τα μάτια του, παρόλα αυτά όμως συνέχισε να τρέχει. Έτσι έφτασε σε ένα μεγάλο έλος στο οποίο έμεναν οι αγριόπαπιες. Εδώ έμεινε την νύχτα, γιατί ήταν πολύ κουρασμένο και στεναχωρημένο.

Το πρωί πέταξαν οι αγριόπαπιες ψηλά και αντίκρισαν τον νέο τους συγκάτοικο. «Τι μέρους του λόγου είσαι εσύ;» το ρώτησαν. Το παπάκι γυρνούσε προς όλες τις πλευρές και χαιρετούσε όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
«Είσαι αποκρουστικά άσχημο» του είπαν οι αγριόπαπιες «αλλά αυτό δεν πειράζει όσο δεν παντρεύεσαι μέλος της οικογένειάς μας!» Το καημένο παπάκι είχε άλλες έννοιες από την παντρειά. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να του επιτραπεί να ξαπλώνει στην ακτή και να πίνει από το νερό του έλους.
Μετά από δύο μέρες παραμονής στο έλος, ήρθαν δύο άγριες χήνες. Για την ακρίβεια δύο χηνόπουλα, καθώς δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που βγήκαν από αυγό τους και για αυτό ήταν ακόμη αρκετά αυθόρμητα.
«Άκου συνάδελφε, είσαι τόσο άσχημο που τυπικά είσαι όμορφο και για αυτό εμείς μπορούμε να σε ανεχτούμε. Θέλεις να έρθεις μαζί μας και να γίνεις ο οδηγός του σμήνους μας;» ρώτησαν το παπάκι.
«Μπαμ, μπαμ!» ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί και τα χηνόπουλα έπεσαν νεκρά. Το νερό του έλους κοκκίνισε από το αίμα. «Μπαμ, μπαμ» ξανακούστηκαν πυροβολισμοί, και σμήνη ολόκληρα από αγριόχηνες σηκώθηκαν από το έλος και μετά ξανακούστηκαν πυροβολισμοί. Ήταν μεγάλο κυνήγι, οι κυνηγοί καθόταν δεξιά αριστερά γύρω από το έλος. Μερικοί μάλιστα είχαν ανεβεί πάνω στα κλαδιά των δέντρων.
Ο μπλε καπνός από μπαρούτι περνούσε σαν σύννεφο μέσα από τα δέντρα και στάθηκε ψηλά πάνω από το νερό. Τα κυνηγόσκυλα στριμωχνόταν να μπουν μέσα στο έλος. Πόσο τρόμαξε στα αλήθεια το παπάκι! Γύρισε το κεφάλι για να το κρύψει μέσα στη φτερούγα του. Τότε ένας τεράστιος σκύλος στάθηκε μπροστά του. Η γλώσσα του σκύλου του κρεμόταν μέχρι κάτω και τα απαίσια μάτια του γυάλιζαν. Σχεδόν ακουμπούσε το παπί με την μουσούδα του, έδειξε τα κοφτερά του δόντια και -πλατς -αποτραβήχτηκε χωρίς να το πειράξει.
«Δόξα τον Θεό» αναστέναξε το παπί, «είμαι τόσο άσχημο που ακόμη και ο σκύλος δεν θέλει να με δαγκώσει!»
Έτσι έμεινε ξαπλωμένο ενώ τα σκάγια διέσχιζαν τον αέρα και από παντού ακουγόταν τουφεκιές. Μόνο αργά το μεσημέρι ησύχασε η κατάσταση, αλλά το καημένο το παπάκι δεν τολμούσε να σηκωθεί. Κάθισε και περίμενε για αρκετές ώρες ακόμη πριν κοιτάξει τριγύρω και μετά άρχισε να τρέχει με όλες του τις δυνάμεις να βγει από το έλος.
Κατά το απόγευμα έφτασε σε μια φτωχική αγροικία. Ήταν τόσο άθλια η κατάσταση της, που και η ίδια δεν ήξερε από ποια πλευρά να πέσει και έτσι έμενε όρθια. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε βροχή και ο αέρας φυσούσε έντονα. Έτσι το παπάκι έπρεπε να καθίσει για να μην το παρασύρει ο αέρας, και η κακοκαιρία ολοένα και χειροτέρευε. Τότε παρατήρησε ότι η πόρτα είχε ανασηκωθεί και κρεμόταν στραβά από τον ένα μεντεσέ. Έτσι κάτω από την πόρτα έμενε μια χαραμάδα αρκετά μεγάλη ώστε να μπορέσει το παπί να μπει στην αγροικία και αυτό ακριβώς έκανε.
Εδώ έμενε μια γριά με τον γάτο της και την κότα της. Ο γάτος, τον οποίο η γριά έλεγε γιόκα, μπορούσε να σχηματίσει με την πλάτη του γέφυρα και να πλέκει. Ακόμη αν του χάιδευαν το τρίχωμα πετούσε σπίθες. Η κότα είχε πολύ κοντά πόδια και για αυτό την λέγανε κοντοποδαρού.
Το πρωί παρατήρησαν αμέσως το ξένο παπί οπότε ο γάτος άρχισε να πλέκει και η κότα να κακαρίζει.
«Τι είναι αυτό πάλι;» αναρωτήθηκε η γριά και καθώς δεν έβλεπε καλά, νόμιζε ότι το παπάκι ήταν μια παχιά πάπια. «Αυτό είναι καταπληκτική μπάζα» είπε «καθώς τώρα θα μπορώ να έχω αυγά πάπιας. Αρκεί να μην είναι αρσενικιά! Αυτό θα το δούμε σύντομα.»
Έτσι αποφάσισε να κρατήσει το παπάκι δοκιμαστικά για τρεις εβδομάδες. Διάστημα στο οποίο δεν έκανε ούτε ένα αβγό.
Καθώς ο γάτος ήταν ο κύριος του σπιτιού και η κότα η κυρία, η κότα ρώτησε: «Μπορείς να κάνεις αυγά;» «Όχι» απάντησε το παπί. «Τότε δεν έχεις λόγο σε αυτό το σπίτι» ανταπάντησε η κότα.
Ο γάτος ρώτησε: «Μπορείς να κάνεις γέφυρα με την πλάτη σου; Μπορείς να πλέκεις; Μπορείς να πετάς σπίθες;» «Όχι» απάντησε το παπί, «Τότε δεν μπορείς να έχεις άποψη όταν μιλάνε μεταξύ τους νοήμονα άτομα!» συμπέρανε ο γάτος.
Το παπάκι στεναχωριόταν και καθόταν στη γωνιά του. Τότε αυθόρμητα σκέφτηκε τον καθαρό αέρα και την λιακάδα. Νοστάλγησε να κολυμπήσει στο νερό και έτσι αποκάλυψε την επιθυμία του στο κοτόπουλο. «Τι είναι αυτά που λες;» απάντησε αυτό, «τι περίεργες σκέψεις είναι αυτές; Άρχισε να κάνεις αυγά ή να πλέκεις να δεις για πότε θα σου περάσουν!»
«Μα είναι υπέροχα να κολυμπάς στο νερό!» διαμαρτυρήθηκε το παπάκι, «υπέροχα να δροσίζεις το κεφάλι σου στα κύματα ή να βουτάς μέχρι τον βυθό!»
«Ναι θα πρέπει να είναι καταπληκτική διασκέδαση!» είπε το κοτόπουλο ειρωνικά, «έχεις χαζέψει! Ρώτα τον γάτο που είναι ο εξυπνότερος από όσους γνωρίζω, αν του είναι τόσο ευχάριστο να κολυμπάει στο νερό ή να κάνει βουτιές!»
«Δεν με καταλαβαίνετε!» είπε το παπάκι.
«Αν δεν σε καταλαβαίνουμε εμείς, τότε ποιος μπορεί να σε καταλάβει! Δεν θα πιστεύεις βέβαια ότι είσαι εξυπνότερο από τον γάτο και από μένα. Κοίταξε να μάθεις να κάνεις αβγά, να πλέκεις και να πετάς σπίθες!»


«Νομίζω ότι θα βγω να περιπλανηθώ στον κόσμο!» Απάντησε το παπάκι.
«Αυτό να κάνεις!» ανταπάντησε η κότα.
Έτσι το παπάκι έφυγε και πήγε να κολυμπήσει στο νερό. Έκανε βουτιές αλλά λόγω της ασχήμιας του όλα τα υπόλοιπα ζώα το παρέβλεπαν.
Όταν έφθασε το φθινόπωρο τα φύλλα στο δάσος έγιναν κίτρινα και καφέ, η καταιγίδες τα έπαιρναν και τα στριφογυρνούσαν στον αέρα και το κρύο άρχισε να γίνεται αισθητό. Τα σύννεφα κρεμόταν βαριά, φορτωμένα με χιόνι και χαλάζι και πάνω στον φράχτη στεκόταν ένα κοράκι που έκρωζε από το κρύο «κρα, κρα!». Κανείς κρύωνε και μόνο με την ιδέα. Η κατάσταση για το παπάκι δεν ήταν καθόλου καλή.



Ένα απόγευμα ενώ το ηλιοβασίλεμα φώτιζε με υπέροχα χρώματα τον ουρανό, ένα σμήνος από λαμπερά μεγάλα πουλιά ξεπρόβαλε πίσω από τους θάμνους. Το παπάκι δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφα πουλιά. Ήταν ολόλευκα με μεγάλους λυγερούς λαιμούς. Ήταν κύκνοι. Έβγαζαν μία παράξενη κραυγή, άπλωναν τις φανταχτερές φτερούγες τους και πετούσαν από τις κρύες περιοχές στις θερμότερες πάνω από ανοιχτές θάλασσες. Πετούσαν τόσο ψηλά που το ασχημόπαπο αισθανόταν πολύ παράξενα και μόνο που τα έβλεπε.
Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα φανταχτερά, όμορφα πουλιά. Μόλις χάθηκαν στον ορίζοντα βούτηξε μέχρι τον βυθό και όταν ξεπρόβαλε πάλι στην επιφάνεια αισθάνθηκε περίεργα. Δεν ήξερε πως λεγόταν αυτά τα πουλιά, ούτε για το που πήγαιναν αλλά τα αγάπησε όσο δεν είχε αγαπήσει ποτέ κανέναν. Αμέσως αισθάνθηκε ζήλια. Πως αλήθεια τόλμησε να ευχηθεί να αποκτήσει τέτοια ομορφιά; Θα ήταν ήδη ευτυχισμένο αν το ανεχόταν στην παρέα τους οι πάπιες. Καημένο άσχημο ζώο.
Όσο περνούσε ο καιρός ο χειμώνας αγρίευε! Το παπάκι έπρεπε να κολυμπάει ακατάπαυστα ώστε να εμποδίσει το πάγωμα του νερού. Κάθε νύχτα όμως η τρύπα μέσα στην οποία κολυμπούσε μίκραινε όλο και περισσότερο. Το κρύο ήταν πια τσουχτερό και το παπάκι έπρεπε να χρησιμοποιεί συνεχώς τα πόδια του ώστε να εμποδίσει το πάγωμα του νερού. Τελικά κουράστηκε και έμεινε ακίνητο. Τότε όλο το νερό πάγωσε και το παπάκι έμεινε εγκλωβισμένο μέσα στον πάγο.
Την επόμενη μέρα το πρωί ένας περαστικός αγρότης παρατήρησε το φτωχό ζώο. Πήγε έσπασε τον πάγο με το ξύλινο παπούτσι του, έσωσε το ζώο και το πήγε στη γυναίκα του. Τότε το παπάκι ξαναζωντάνεψε.
Τα παιδιά θέλανε να παίξουν μαζί του. Αλλά το παπάκι νόμιζε ότι θα το πονέσουν και από τον φόβο του πήγε κατευθείαν πάνω στην κούπα με το γάλα έτσι που το γάλα πιτσίλισε σε όλο το σπιτικό. Μετά πέταξε και πήγε πάνω στο ράφι με το βούτυρο και από κει στο βαρέλι με το αλεύρι και μετά πάλι στο αέρα. Η γυναίκα φώναζε και το κυνηγούσε με την τσιμπίδα του τζακιού, και τα παιδιά έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο κυνηγώντας το παπάκι ενώ γελούσαν και φώναζαν. Ευτυχώς που ήταν ανοιχτή η πόρτα και έτσι το παπάκι πετάχτηκε έξω και μπόρεσε να σωθεί στο απάτητο χιόνι ανάμεσα στους θάμνους. Εκεί λοιπόν έμεινε ξαπλωμένο και εξουθενωμένο.

Το παπάκι έμεινε μόνο του και θα ήταν θλιβερό να εξιστορήσουμε πως πέρασε μέχρι να περάσει ο χειμώνας. Ώσπου μια μέρα ενώ στεκόταν μέσα στις καλαμιές του έλους, άρχισε πάλι να εμφανίζεται η ζεστασιά του ήλιου. Οι κορυδαλλοί τραγουδούσαν και η άνοιξη είχε πια καταφθάσει.


Τότε άνοιξε τα φτερά του και άρχισε να τα χτυπάει τόσο δυνατά όσο ποτέ και το σώμα του εκτοξευόταν με κάθε χτύπημα όλο και πιο μακριά Πριν καν καταλάβει το πως είχε βρεθεί σε έναν μεγάλο κήπο. Εκεί βρισκόταν ανθισμένες μηλιές και μοσχοβολούσαν πασχαλιές που έγερναν τα μακριά πράσινα κλαδιά τους στα κανάλια που έτρεχαν ανάμεσα τους. Ω, πόσο υπέροχα ανοιξιάτικος ήταν ο καιρός. Από ένα ξέφωτο ήρθαν κολυμπώντας τρεις πανέμορφοι, λευκοί κύκνοι. Με λαμπερά φτερά γλυστρούσαν ανάλαφρα πάνω στο νερό. Το παπάκι αναγνώρισε τα όμορφα πουλιά και αισθάνθηκε μια παράξενη αδιαθεσία.

«Θα πετάξω στο μέρος αυτών των βασιλικών πουλιών και θα με δαγκώσουν μέχρι να πεθάνω. Δεν θα μου συγχωρέσουν που ενώ είμαι είμαι τόσο άσχημο θα τολμήσω να τα πλησιάσω. Αλλά καλύτερα να σκοτώσουν αυτά παρά να με δαγκώνουν οι πάπιες, να με τσιμπάνε οι κότες, να με κλοτσάει το κορίτσι που ταΐζει και να περνάω τα πάνδεινα όλο τον χειμώνα!» Αμέσως πέταξε πάνω στο νερό και μετά πήγε κολυμπώντας προς τα λαμπερά πουλιά, τα οποία όρμηξαν με αναστηλωμένα τα φτερά κατά πάνω του.
«Σκοτώστε με, εμπρός σκοτώστε με» είπε το καημένο το ζώο και έγειρε το κεφάλι του στο νερό αναμένοντας τον θάνατο, όμως τι ήταν αυτό που αντίκρισε να καθρεφτίζεται στο νερό; 




Είδε την εικόνα του να σχηματίζεται στο νερό, αλλά δεν ήταν πια ένα πλαδαρό, γκρίζο πουλί, άσχημο και αποκρουστικό. Όχι ήταν το ίδιο ένας κάτασπρος κύκνος με υπέροχα φτερά.
Ακόμη και αν έχεις γεννηθεί σε μια αυλή γεμάτη με πάπιες, αν προέρχεσαι από αυγό κύκνου, τότε κύκνος θα γίνεις! Χάρη στις κακουχίες που είχε τραβήξει και την απόρριψη που είχε νιώσει, το νεαρό ζώο ήξερε να εκτιμήσει την τύχη του να είναι τόσο όμορφο και η ομορφιά του να είναι ευπρόσδεκτη από όλους. Οι μεγάλοι κύκνοι φτάσανε στο νεαρό πουλί και το χάιδευαν με το ράμφος τους.

Τότε ήρθαν μερικά παιδιά στον κήπο. Πετούσαν ψωμί και σπόρους στο νερό, και το μικρότερο φώναζε: «κοιτάξτε εκεί είναι ένας καινούριος!» Και τα υπόλοιπα παιδάκια συμφώνησαν πανηγυρίζοντας: «ένας νέος, ένας νέος κύκνος εμφανίστηκε»


Χειροκροτούσαν και χόρευαν μετά έφεραν την μητέρα και τον πατέρα τους. Έριχναν ψωμί και γλυκά στο νερό και όλοι έλεγαν: «Ο νέος είναι ο ομορφότερος, τόσο νέος και τόσο αρχοντικός!» Όλοι οι υπόλοιποι κύκνοι υποκλινόταν μπροστά του.

Τότε ο νεαρός κύκνος αισθάνθηκε ντροπή και έκρυψε το κεφάλι του μέσα στις φτερούγες του, αισθανόμενος τόσο περίεργα που και ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει. Αισθάνθηκε μεγάλη ευτυχία αλλά καθόλου υπερηφάνεια, καθώς μία καλή καρδιά δεν αισθάνεται ποτέ υπερηφάνεια. Θυμόταν όταν όλοι τον κορόιδευαν και τώρα άκουγε όλους να λένε ότι είναι το ωραιότερο από όλα τα ωραία πουλιά. Οι πασχαλιές έσκυβαν προς το μέρος του στο νερό, ο ήλιος έλαμπε ζεστός και δροσιστικός. Τίναξε τα φτερά του, ο λεπτός λαιμός σηκώθηκε και από καρδιάς πανηγύριζε: «Τόση τύχη δεν τολμούσα ούτε να την ονειρευτώ όταν ήμουν ακόμη το ασχημόπαπο!»






Μόνο ένας Κύκνος μεταμορφώνεται σε Κύκνο...!

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Μία φλόγα...



Μία Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου, ένα πύρινο πουλί, 
πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι και φωνάζει:
" Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!" 


                                Νίκος Καζατζάκης

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Η ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΠΟΡΕΙΑ

Psyché (Louvre Museum - Paris)

Το μεγάλο θέμα της αποθεώσεως όλες οι θρησκείες και όλα τα φιλοσοφικά συστήματα το προσεγγίζουν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους π.χ. ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, ως βιβλικές θρησκείες, δεν δέχονται την εξέλιξη, με όλα τα εξ αυτής συνεπαγόμενα, και θεωρούν ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε απευθείας ως άνθρωπος (δηλαδή δεν προϋπήρξε π.χ. σε οργανισμούς ζώων) και εξελισσόμενος πνευματικά και ηθικά εξασφαλίζει μια θέση στον «παράδεισο», δηλαδή σε χώρο όπου θα παραμείνει αιωνίως και στον οποίο θα έχει όλες τις απολαύσεις που μπορεί να φανταστεί και τίποτε πέραν αυτού.
Οι Πυθαγόρειοι, οι οποίοι πιστεύουν στον νόμο της εξελίξεως, (νόμο που αποδεδειγμένα τον παραδέχεται και η σύγχρονη επιστήμη) έχουν μια πολύ διαφορετική άποψη και θεωρούν ότι η εξέλιξη του ανθρώπου (αλλά και όλων των οντοτήτων) είναι ατελεύτητη. Συγκεκριμένα θεωρούν ότι όλες οι οντότητες εξελίσσονται από τις πιο ατελείς σε τελειότερες μορφές, γίνονται άνθρωποι, γίνονται Θεοί, γίνονται υπέρτατοι θεοί και ακολουθούν μια ατελεύτητη εξελικτική πορεία. Συνεπώς υπάρχει άμεση σύνδεση του Νόμου της Μετενσαρκώσεως με τον Νόμο της εξελίξεως. Έτσι η ψυχική ατομικότητα από οργανισμούς ζώων αποκτά οργανισμό ανθρώπου, ως αποτέλεσμα της εξελίξεώς της. Ακολούθως εξελίσσεται στο ανθρώπινο επίπεδο μέχρις ότου φθάσει στο τέρμα της εξελίξεώς της σ’ αυτό το επίπεδο, όπου εκλείπει η αναγκαιότητα των περαιτέρω ενσαρκώσεων. Εδώ όμως γεννιέται το ερώτημα, τι γίνεται κατόπιν; Η εξελικτική πορεία σταματάει σ’ αυτό το επίπεδο; Η απάντηση είναι ΟΧΙ. Η εξελικτική πορεία είναι άπειρη, επομένως υπάρχουν επίπεδα εξέλιξης και πέραν του ανθρωπίνου.
Η αποθέωση είναι ο τελικός στόχος του εξελιγμένου ανθρωπίνου πνεύματος. Με την αποθέωσή του ο άνθρωπος γίνεται Θεός (με την έννοια που δίδουν οι Έλληνες και όχι οι οπαδοί των βιβλικών θρησκειών) και κατακτά την Τέλεια Αθανασία και την Αιώνια Ζωή.
Τέλεια Αθανασία αποκτά μια ψυχική ατομικότητα όταν δεν διέρχεται από την διαδικασία του θανάτου δηλαδή έχει ξεφύγει από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων και να απομακρυνθεί από  το έρεβος. Για να απομακρυνθούμε από το έρεβος πρέπει να πάψουμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως υπάρξεις αιώνια σταθερές και απομονωμένες από τις άλλες υπάρξεις. Πρέπει να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως υπάρξεις άπειρης δύναμης που ατελεύτητα εξελίσσονται, που αγκαλιάζουν το Σύμπαν, που είναι ένα με το Σύμπαν, που είναι ένα Σύμπαν.
Αιώνια Ζωή είναι ζωή έχουσα αδιάκοπη ενέργεια, μη υποκείμενη στην διαδικασία του θανάτου και της εκ νέου γεννήσεως. Είναι ζωή αποτελούσα αιώνια σύζευξη της περιφέρειας της ψυχής με το κέντρο της. Αιώνια ζωή έχει εξασφαλίσει μια ψυχική ατομικότητα όταν δεν υπόκειται στις επιδράσεις της θεότητας που έχει ως εξωτερικό σύμβολο τον θάνατο. Αντίθετα ζωή χωρίς μέσο συνεχούς διανοήσεως είναι υποκείμενη στις επιδράσεις της θεότητας που έχει ως εξωτερικό σύμβολο τον θάνατο. Καμία ζωή, καμία ψυχική υπόσταση δεν μπορεί να αποφύγει τις επιδράσεις αυτής της θεότητας αν το μέσο διανοήσεως της δεν τύχει των επιδράσεων του Πνευματικού Ηλίου.
Για να ακολουθήσει την προς την αποθέωση πορεία ένας άνθρωπος πρέπει να διάγει μια απόλυτα φυσική ζωή.
ΦΥΣΙΚΗ ΖΩΗ είναι ζωή προσαρμοσμένη προς τις λειτουργίες των φυσικών νόμων και δεν καθίσταται το αίτιο της εκτροπής της ανθρώπινης διανοήσεως προς σχηματισμό συλλογισμών οι οποίοι εξωθούν τον άνθρωπο εκτός της πραγματικής ζωής και εμποδίζουν τις εκδηλώσεις των ψυχικών του δυνάμεων.
Η Φυσική Ζωή γίνεται το πραγματικό αίτιο, της εκδηλώσεως των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου όπως και το αίτιο της ομαλής μεταξύ αυτών συνεργασίας, η οποία διευκολύνει την δυναμική αύξηση της διανοητικής και συναισθηματικής τους ενέργειας. Η φυσική ζωή δεν αφήνει την διανόηση του ανθρώπου να εκτρέπεται σε συλλογισμούς δια των οποίων δημιουργούνται όλες οι ανωμαλίες των ανθρωπίνων σχέσεων και οι παραλογισμοί και τα εξ αυτών ανθρώπινα πάθη τα οποία κατατυραννούν τις ανθρώπινες ψυχές, με συνέπεια να εμποδίζουν τη δυναμική τους ανέλιξη όπως κατευθύνονται προς πλήρωση του ανθρωπίνου σκοπού των.
Μη Φυσική Ζωή, έχουμε όταν η ζωή του ανθρώπου δεν είναι σύμφωνη με τους λειτουργούντες φυσικούς νόμους. Τότε όλες οι ενέργειες και της ψυχής του και της οργανικής του φύσεως τείνουν στην δημιουργία ανωμάλων λειτουργιών και αυτές είναι εκείνες οι οποίες συνταράσσουν τις αισθησιακές λειτουργίες και εκτρέπουν τα όργανα της διανοήσεως σε σχηματισμό ιδεών οι οποίες δεν εξυπηρετούν την φυσική της ανέλιξη διότι γίνονται ξένες προς τις πραγματικές αλήθειες της Φύσεως.
Η μη φυσική ζωή του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα διανόηση ικανή να ρυθμίζει τις ψυχικές εκδηλώσεις της βουλήσεως,της επιθυμίας, της θελήσεως και όλες εκείνες τις άλλες εκδηλώσεις οι οποίες εμφανίζουν την συνειδητή ύπαρξη του ανθρώπου, τις συνειδητές ενέργειές του και τις αρμονικές σχέσεις του μετά των άλλων συνανθρώπων του. Οι ψυχικές εκδηλώσεις οι οποίες δεν ρυθμίζονται υπό της διανοήσεως του ανθρώπου η οποία ενεργεί φυσιολογικώς, δεν λειτουργούν μόνον ατάκτως κατά την εκδήλωσή τους, αλλά καθίστανται και ασυνείδητοι και ως εκ τούτου τα αποτελέσματα των ενεργειών τους παρεμποδίζουν την ψυχική πρόοδο των ανθρώπων και εν συνεχεία κρατούν τη διανόησή τους στο σκότος.
Η μη φυσική ζωή του ανθρώπου είναι ζωή ανώμαλη, μη εξυπηρετών την διανοητική και συναισθηματική του πρόοδο και εξ αυτού μη εξυπηρετών και την ηθική του πρόοδο, με αποτέλεσμα την μη αύξηση των ψυχικών του δυναμικοτήτων. Μη αυξανομένων όμως των ψυχικών του δυναμικοτήτων δεν είναι δυνατόν να φθάνει τις βαθμίδες εκείνες της διανοήσεως οι οποίες επιτρέπουν στις ακτίνες της να έρχονται σε επαφή με τις ακτίνες ακτινοβολούσης διανοήσεως πνευματικών όντων ανωτέρων αυτού.
Η πορεία προς την αποθέωση διέρχεται από τρία διακεκριμένα στάδια:
Το πρώτο στάδιο αρχίζει από την στιγμή που θα γεννηθεί μέσα στην ψυχή του ανθρώπου η Γνωστική Νόηση η οποία του δίνει τον απαραίτητο ηρωισμό ώστε να δαμάσει τον εγωισμό του, να γνωρίσει ότι έχει πάθη, να τα καταπολεμήσει και να τα εξαλείψει. Η γνώση των παθών είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός στην εξελικτική πορεία της ψυχής του ανθρώπου διότι θα τον βοηθήσει να επιτύχει την οριστική εξάλειψη όλων των παθών του.
Το δεύτερο στάδιο αρχίζει στο άνθρωπο εκείνο που πέτυχε την οριστική εξάλειψη όλων των παθών (δηλαδή τον θάνατο όλων των παθών) και έτσι επιτυγχάνει την Πνευματική του Αναγέννηση. Με την επίτευξη της πνευματικής του αναγεννήσεως ο άνθρωπος αποκτά την σοφία εκείνη η οποία θα του επιτρέψει να εκδηλώσει μεγαλύτερη διεισδυτικότητα του πνεύματός του στις αλήθειες της Φύσεως και του πνεύματος που είναι απαραίτητη στη περαιτέρω πορεία του.
Το τρίτο στάδιο αρχίζει με την απόκτηση πνευματικού οργανισμού που είναι απαραίτητος για να οδεύσει προς θειότερους κόσμους και την οριστική του απομάκρυνση από τις προσκολλήσεις του στις ανθρώπινες αδυναμίες. Τότε επιτυγχάνει εσωτερική αρμονία ψυχής και οργανισμού, το πνεύμα του φωτίζεται από το Απολλώνιο φως και οδεύει πλέον προς θειότερους κόσμους,
Για να απομακρυνθούμε από το έρεβος πρέπει να πάψουμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας  ως υπάρξεις αιώνια σταθερές και απομονωμένες από τις άλλες υπάρξεις. Πρέπει να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως υπάρξεις άπειρης δύναμης που ατελεύτητα εξελίσσονται, που αγκαλιάζουν το Σύμπαν, που είναι ένα με το Σύμπαν, που είναι ένα Σύμπαν.

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Ευτυχισμένο το Νέο Έτος με χορούς κυκλοτερούς αφυπνιστικούς...

Ας αφυπνιστούν οι Ψυχές από το χάδι του Έρωτα...
ας αφεθούν στον ξέφρενο ανυψωτικό χορό της ανάμνησης, της ενθύμησης, της ανάνηψης ...
Καλή Χρονιά!



Eros and Psyche

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...