Iphigenie - Anselm Feuerbach 1871 |
Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις του Εὐριπίδη, μέρος Α'
Δεύτερο Στάσιμο
Χορός | Χορός | |
ὄρνις, ἃ παρὰ πετρίνας | Αλκυόνα! | |
1090 | πόντου δειράδας, ἀλκυών, ἔλεγον οἶτον ἀείδεις, εὐξύνετον ξυνετοῖς βοάν, ὅτι πόσιν κελαδεῖς ἀεὶ μολπαῖς, ἐγώ σοι παραβάλλομαι | Ω εσύ πουλί, που ένα γύρο στους βράχους της θάλασσας λες το τραγούδι της μαύρης σου μοίρας, ευκολονόητη λαλιά στους σοφούς, που κατέχουν πως καλαηδάς ολοένα το ταίρι σου, σου παραβγαίνω στους θρήνους, πουλί |
1095 | θρήνους, ἄπτερος ὅρνις, ποθοῦσ᾽ Ἑλλάνων ἀγόρους, ποθοῦσ᾽ Ἄρτεμιν λοχίαν, ἃ παρὰ Κύνθιον ὄχθον οἰ- κεῖ φοίνικά θ᾽ ἁβροκόμαν | άφτερο εγώ· τα ελληνικά νοσταλγώ πανηγύρια, την ξεγεννήτρα την Άρτεμη, που έχει στον Κύνθο κοντά το ιερό της· δίπλα είν' εκεί η φοινικιά με το πλούσιο της φύλλωμα, |
1100 | δάφναν τ᾽ εὐερνέα καὶ γλαυκᾶς θαλλὸν ἱερὸν ἐλαί- ας, Λατοῦς ὠδῖνα φίλαν, λίμναν θ᾽ εἱλίσσουσαν ὕδωρ κύκλιον, ἔνθα κύκνος μελῳ- | είν' η ωριοβλάσταρη δάφνη, είναι η ελιά η γλαυκοπράσινη, φυτό ιερό, μνήμες γλυκιές της Λητώς απ' τις ώρες της γέννας της· είναι κι η λίμνη που πάνε τροχός τα νερά της· μελωδικός |
1105 | δὸς Μούσας θεραπεύει. | είν' ένας κύκνος εκεί, των Μουσών υπηρέτης. |
ὦ πολλαὶ δακρύων λιβάδες, αἳ παρηίδας εἰς ἐμὰς ἔπεσον, ἁνίκα πύργων ὀλομένων ἐν ναυσὶν ἔβαν | Ώ τι δάκρυα, δάκρυα ποτάμια που μου 'βρεξαν τότε τα μάγουλα, όταν πάρθηκαν της πόλης μου οι πύργοι | |
1110 | πολεμίων ἐρετμοῖσι καὶ λόγχαις. ζαχρύσου δὲ δι᾽ ἐμπολᾶς νόστον βάρβαρον ἦλθον, ἔνθα τᾶς ἐλαφοκτόνου θεᾶς ἀμφίπολον κόραν | κι έφυγα μες στα καράβια του εχθρού, με τις λόγχες και τα κουπιά. Για χρυσάφι με πούλησαν, και, αγορασμένη, σε χώρα, ήρθα δω βαρβαρική, όπου της θεάς, των λαφιών της σαϊτεύτρας, υπηρετώ την ιέρεια, |
1115 | παῖδ᾽ Ἀγαμεμνονίαν λατρεύ- ω βωμούς τ᾽ οὐ μηλοθύτας, ζηλοῦσ᾽ ἄταν διὰ παν- τὸς δυσδαίμον᾽· ἐν γὰρ ἀνάγ- καις οὐ κάμνεις σύντροφος ὤν. | του βασιλιά του Αγαμέμνονα κόρη, και στους βωμούς που δε σφάζουνε πάνω τους πρόβατα· κάλλιο να μου 'δίνε η μοίρα τη δυστυχία να την είχα από πάντα· βαστάς, όταν η ζωή σου περνά αποξαρχής μες στα βάσανα. |
1120 | μεταβάλλει δυσδαιμονία· τὸ δὲ μετ᾽ εὐτυχίας κακοῦ- σθαι θνατοῖς βαρὺς αἰών. | Πραγματική συμφορά η αλλαγή 'ναι της τύχης· είναι βαρύ από χαρούμενες μέρες να πέφτεις σε λύπες. |
καὶ σὲ μέν, πότνι᾽, Ἀργεία πεντηκόντορος οἶκον ἄξει· | Με τα πενήντα κουπιά του, κυρά μας, εσένα τώρα στο σπίτι σου αργίτικο πλοίο θα σε πάει· | |
1125 | συρίζων θ᾽ ὁ κηροδέτας κάλαμος οὐρείου Πανὸς κώπαις ἐπιθωΰξει, ὁ Φοῖβός θ᾽ ὁ μάντις ἔχων κέλαδον ἑπτατόνου λύρας | του βουνοπλάνητου Πάνα καλάμι κερόδετο* με την ψιλή του λαλιά το ρυθμό στους λαμνοκόπους* θα δίνει, και τους αχούς της εφτάχορδης λύρας ο μαντολόγος* ο Φοίβος ρυθμίζοντας |
1130 | ἀείδων ἄξει λιπαρὰν εὖ σ᾽ Ἀθηναίων ἐπὶ γᾶν. ἐμὲ δ᾽ αὐτοῦ λιποῦσα βήσῃ ῥοθίοισι πλάταις· ἀέρι δὲ [ἱστία] πρότονοι κατὰ πρῷραν ὑ- | με το τραγούδι στη γη θα σε πάει μια χαρά των Αθηναίων την περίλαμπρη. Απαρατώντας εμένα εδώ χάμω με των κουπιώνε θα φύγεις το χτύπο· του καραβιού του γοργόδρομου οι σκότες |
1135 | πὲρ στόλον ἐκπετάσουσι πόδα ναὸς ὠκυπόμπου. | από τα στράλια*, στης πλώρης την άκρη ψηλή τα πανιά θα τ' αμολήσουν στον άνεμο. |
λαμπροὺς ἱπποδρόμους βαίην, ἔνθ᾽ εὐάλιον ἔρχεται πῦρ· | Στη λαμπερήν απλωσιά να πετούσα, όπου τ' άρμα του ήλιου κυλά τη μεγάλη φωτιά του σκορπώντας· | |
1140 | οἰκείων δ᾽ ὑπὲρ θαλάμων πτέρυγας ἐν νώτοις ἁμοῖς λήξαιμι θοάζουσα· χοροῖς δ᾽ ἑσταίην, ὅθι καὶ παρθένος, εὐδοκίμων γάμων, | και στου σπιτιού μας ανάερα τους θαλάμους φτάνοντας να σταματούσα στις πλάτες μου πια τις γρήγορες μου φτερούγες· στα χοροστάσια* μας, αχ, να βρισκόμουν, όπου, κοπέλα ακριβή, πολυγύρευτη, |
1145 | παρὰ πόδ᾽ εἱλίσσουσα φίλας ματρὸς ἡλίκων θιάσους, χαρίτων εἰς ἁμίλλας, χαίτας ἁβρόπλουτον ἔριν, ὀρνυμένα, πολυποίκιλα φάρεα | πλάι στη μανούλα μου εγώ σε χορούς κυκλικούς τις συνομήλικες έσερνα· κι ως σηκωνόμουνα, μέρος να λάβω στης ομορφιάς τον αγώνα, σε πλούτο κι απαλοσύνη μαλλιών, τις πλεξίδες |
1150 | καὶ πλοκάμους περιβαλλομένα γένυσιν ἐσκίαζον. | και το μαγνάδι* τ' ολόπλουμο γύρω κατέβαζα εγώ, για να μου ισκιώνουν τα μάγουλα. |
κερόδετος: δεμένος με κερί λαμνοκόπος: κωπηλάτης μαντολόγος: μάντης, προφήτης στράλιο: σκοινί στο κατάρτι του πλοίου χοροστάσι: τόπος όπου χορεύουν στα πανηγύρια μαγνάδι: μαντήλι, πέπλο | ||
Τρίτο Ἐπεισόδιο
Θόας | Θόας | |
1153 | ποῦ ᾽σθ᾽ ἡ πυλωρὸς τῶνδε δωμάτων γυνὴ Ἑλληνίς; ἤδη τῶν ξένων κατήρξατο; | Του ναού η ιέρεια, η Ελληνίδα, πού είναι; Ράντισε για θυσία τους ξένους; Στο άγιο |
1155 | ἀδύτοις ἐν ἁγνοῖς σῶμα λάμπονται πυρί; | τ' άδυτο καίονται κιόλας τα κορμιά τους; |
Χορός | Χορός | |
ἥδ᾽ ἐστίν, ἥ σοι πάντ᾽, ἄναξ, ἐρεῖ σαφῶς. | Να τη! Απ' την ίδια, ρήγα, θα τα μάθεις. | |
Θόας | Θόας | |
ἔα· τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων, Ἀγαμέμνονος παῖ, θεᾶς ἄγαλμ᾽ ἐν ὠλέναις; | Α! Του Αγαμέμνονα κόρη, πώς της θεάς μας τ' άγαλμα πήρες απ' τ' ακίνητο του το βάθρο και στα χέρια το πηγαίνεις; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἄναξ, ἔχ᾽ αὐτοῦ πόδα σὸν ἐν παραστάσιν. | Σταμάτα εκεί στον πρόναο, βασιλιά μου. | |
Θόας | Θόας | |
1160 | τί δ᾽ ἔστιν, Ἰφιγένεια, καινὸν ἐν δόμοις; | Μα τι έχει γίνει στο ναό, Ιφιγένεια; |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἀπέπτυσ᾽· Ὁσίᾳ γὰρ δίδωμ᾽ ἔπος τόδε. | Φτύνω· ιερό μου χρέος αυτός ο λόγος. | |
Θόας | Θόας | |
τί φροιμιάζῃ νεοχμόν; ἐξαύδα σαφῶς. | Τι νέο να μελετάς; ξάστερα μίλα. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
οὐ καθαρά μοι τὰ θύματ᾽ ἠγρεύσασθ᾽, ἄναξ. | Τσακώσατε σφαχτά που ακάθαρτα είναι. | |
Θόας | Θόας | |
τί τοὐκδιδάξαν τοῦτό σ᾽; ἢ δόξαν λέγεις; | Πώς το 'μαθες; μην είν' απλή εικασία. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
1165 | βρέτας τὸ τῆς θεοῦ πάλιν ἕδρας ἀπεστράφη. | Της θεάς η εικόνα γύρισε απ' την άλλη. |
Θόας | Θόας | |
αὐτόματον, ἤ νιν σεισμὸς ἔστρεψε χθονός; | Μόνη της ή σεισμός τη γύρισε έτσι; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
αὐτόματον· ὄψιν δ᾽ ὀμμάτων ξυνήρμοσεν. | Μόνη της· και τα μάτια έκλεισε κιόλας. | |
Θόας | Θόας | |
ἡ δ᾽ αἰτία τίς; ἦ τὸ τῶν ξένων μύσος; | Και ποια η αιτία; το μόλυσμα των ξένων; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἥδ᾽, οὐδὲν ἄλλο· δεινὰ γὰρ δεδράκατον. | Όχι άλλο, αυτό· φριχτή έχουν κάμει πράξη. | |
Θόας | Θόας | |
1170 | ἀλλ᾽ ἦ τιν᾽ ἔκανον βαρβάρων ἀκτῆς ἔπι; | Σκοτώσαν στο γιαλό κανένα βάρβαρο; |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
οἰκεῖον ἦλθον τὸν φόνον κεκτημένοι. | Φονιάδες απ' τον τόπο τους μας ήρθαν. | |
Θόας | Θόας | |
τίν᾽; εἰς ἔρον γὰρ τοῦ μαθεῖν πεπτώκαμεν. | Τίνος; Περίεργος είμαι να το μάθω. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
μητέρα κατειργάσαντο κοινωνῷ ξίφει. | Μαχαίρωσαν τη μάνα τους οι δυο τους. | |
Θόας | Θόας | |
Ἄπολλον, οὐδ᾽ ἐν βαρβάροις ἔτλη τις ἄν. | Ω Φοίβε! Αυτό ούτε βάρβαρος το κάνει. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
1175 | πάσης διωγμοῖς ἠλάθησαν Ἑλλάδος. | Είναι διωγμένοι απ' όλη την Ελλάδα. |
Θόας | Θόας | |
ἦ τῶνδ᾽ ἕκατι δῆτ᾽ ἄγαλμ᾽ ἔξω φέρεις; | Και το άγαλμα γι' αυτό το βγάζεις έξω; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
σεμνόν γ᾽ ὑπ᾽ αἰθέρ᾽, ὡς μεταστήσω φόνου. | Ναι, πέρ' απ' το αίμα, στον αγνόν αιθέρα. | |
Θόας | Θόας | |
μίασμα δ᾽ ἔγνως τοῖν ξένοιν ποίῳ τρόπῳ; | Και πώς το μίασμα έμαθες των ξένων; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἤλεγχον, ὡς θεᾶς βρέτας ἀπεστράφη πάλιν. | Σα γύρισε η εικόνα, τους ρωτούσα. | |
Θόας | Θόας | |
1180 | σοφήν σ᾽ ἔθρεψεν Ἑλλάς, ὡς ᾔσθου καλῶς. | Σοφή Ελληνίδα! Ωραία που το 'χεις νιώσει! |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
καὶ μὴν καθεῖσαν δέλεαρ ἡδύ μοι φρενῶν. | Μα δόλωμα του νου γλυκό μου ρίξαν. | |
Θόας | Θόας | |
τῶν Ἀργόθεν τι φίλτρον ἀγγέλλοντέ σοι; | Καλό μαντάτο απ' τ' Άργος μήπως σου είπαν; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
τὸν μόνον Ὀρέστην ἐμὸν ἀδελφὸν εὐτυχεῖν. | Πως ζει ο Ορέστης, ο αδερφός μου, ο μόνος. | |
Θόας | Θόας | |
ὡς δή σφε σῴσαις ἡδοναῖς ἀγγελμάτων. | Για να ευχαριστηθείς και να τους σώσεις. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
1185 | καὶ πατέρα γε ζῆν καὶ καλῶς πράσσειν ἐμόν. | Ναι, κι ότι ευτυχισμένος ζει ο πατέρας. |
Θόας | Θόας | |
σὺ δ᾽ ἐς τὸ τῆς θεοῦ γ᾽ ἐξένευσας εἰκότως. | Μα εσύ της θεάς το μέρος βέβαια πήρες. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
πᾶσάν γε μισοῦσ᾽ Ἑλλάδ᾽, ἥ μ᾽ ἀπώλεσεν. | Μισώ όλη την Ελλάδα, φόνισσα μου. | |
Θόας | Θόας | |
τί δῆτα δρῶμεν, φράζε, τοῖν ξένοιν πέρι; | Τι λες λοιπόν να κάμουμε τους ξένους; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
τὸν νόμον ἀνάγκη τὸν προκείμενον σέβειν. | Να σεβαστούμε το έθιμο είν' ανάγκη. | |
Θόας | Θόας | |
1190 | οὔκουν ἐν ἔργῳ χέρνιβες ξίφος τε σόν; | Και πού είν' ο ραντισμός και το σπαθί σου; |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἁγνοῖς καθαρμοῖς πρῶτά νιν νίψαι θέλω. | Πλύσιμο εξαγνισμού τους πρέπει πρώτα. | |
Θόας | Θόας | |
πηγαῖσιν ὑδάτων ἢ θαλασσίᾳ δρόσῳ; | Με θάλασσα η γλυκό νερό της βρύσης; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
θάλασσα κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακά. | Κακό του ανθρώπου η θάλασσα το πλένει. | |
Θόας | Θόας | |
ὁσιώτερον γοῦν τῇ θεῷ πέσοιεν ἄν. | Πιο αγνούς στη θεά θα τους προσφέρουμε έτσι. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
1195 | καὶ τἀμά γ᾽ οὕτω μᾶλλον ἂν καλῶς ἔχοι. | Καλύτερα έτσι θα 'ναι και για μένα. |
Θόας | Θόας | |
οὔκουν πρὸς αὐτὸν ναὸν ἐκπίπτει κλύδων; | Και δεν ξεσπά κοντά στο ναό το κύμα; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἐρημίας δεῖ· καὶ γὰρ ἄλλα δράσομεν. | Θέλει ερημιά· γιατί θα κάμω και άλλα. | |
Θόας | Θόας | |
ἄγ᾽ ἔνθα χρῄζεις· οὐ φιλῶ τἄρρηθ᾽ ὁρᾶν. | Όπου θέλεις· στ' απόρρητα δεν μπαίνω. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἁγνιστέον μοι καὶ τὸ τῆς θεοῦ βρέτας. | Και το άγαλμα είν' ανάγκη να εξαγνίσω. | |
Θόας | Θόας | |
1200 | εἴπερ γε κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος. | Αίμα μητροκτονίας αν το 'χει μιάνει. |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
οὐ γάρ ποτ᾽ ἄν νιν ἠράμην βάθρων ἄπο. | Αλλιώς δε θα το σήκωνα απ' το βάθρο. | |
Θόας | Θόας | |
δίκαιος ηὑσέβεια καὶ προμηθία. | Σωστά προνοείς, σωστή κι η ευσέβεια πόχεις. Η πόλη σε θαμάζει κι έχει δίκιο. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
οἶσθά νυν ἅ μοι γενέσθω; | Τι μου χρειάζεται να γίνει τώρα ξέρεις; | |
Θόας | Θόας | |
σὸν τὸ σημαίνειν τόδε. | Πες το εσύ. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
δεσμὰ τοῖς ξένοισι πρόσθες. | Πες να δέσουνε τους ξένους. | |
Θόας | Θόας | |
ποῖ δέ σ᾽ ἐκφύγοιεν ἄν; | Μη σου φύγουν; Πού να παν; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
1205 | πιστὸν Ἑλλὰς οἶδεν οὐδέν. | Πίστη οι Έλληνες δεν έχουν. |
Θόας | Θόας | |
ἴτ᾽ ἐπὶ δεσμά, πρόσπολοι. | Δούλοι, αλυσοδέστε τους. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
κἀκκομιζόντων δὲ δεῦρο τοὺς ξένους-- | Και τους ξένους να τους φέρουν έξω εδώ... | |
Θόας | Θόας | |
ἔσται τάδε. | Θα γίνει αυτό. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
κρᾶτα κρύψαντες πέπλοισιν. | με κεφάλια σκεπασμένα. | |
Θόας | Θόας | |
ἡλίου πρόσθεν φλογός. | Του ήλιου φως να μην τους δει. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
σῶν τέ μοι σύμπεμπ᾽ ὀπαδῶν. | Και μαζί μου ακόλουθοί σου να 'ρθουνε. | |
Θόας | Θόας | |
οἵδ᾽ ὁμαρτήσουσί σοι. | Θα 'ρθουν αυτοί. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
καὶ πόλει πέμψον τιν᾽ ὅστις σημανεῖ-- | Και να διαλαλήσει στείλε στους πολίτες κάποιον... | |
Θόας | Θόας | |
ποίας τύχας; | Τι; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
1210 | ἐν δόμοις μίμνειν ἅπαντας. | όλοι να κλειστούν στα σπίτια. |
Θόας | Θόας | |
μὴ συναντῷεν φόνῳ; | Μπρος στο μίασμα μη βρεθούν; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
μυσαρὰ γὰρ τὰ τοιάδ᾽ ἐστί. | Ναι, γιατί κολλάει και σ' άλλους. | |
Θόας | Θόας | |
στεῖχε καὶ σήμαινε σύ-- | Τρέξε και διαλαλά εσύ. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
μηδέν᾽ εἰς ὄψιν πελάζειν. | Να μη βγει κανείς να βλέπει. | |
Θόας | Θόας | |
εὖ γε κηδεύεις πόλιν. | Γνοιάζεσαι για το λαό. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
καὶ φίλων γ᾽ οὓς δεῖ μάλιστα. | Και για φίλους που προπάντων πρέπει. | |
Θόας | Θόας | |
τοῦτ᾽ ἔλεξας εἰς ἐμέ. | Αυτό το λες για με. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
. . . | ||
Θόας | Θόας | |
ὡς εἰκότως σε πᾶσα θαυμάζει πόλις. | ||
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
1215 | σὺ δὲ μένων αὐτοῦ πρὸ ναῶν τῇ θεῷ-- | Μπρος στο ναό εσύ να μείνεις, για τη θεά... |
Θόας | Θόας | |
τί χρῆμα δρῶ; | Να κάμω τι; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἅγνισον πυρσῷ μέλαθρον. | με φωτιά άγνισέ τον. | |
Θόας | Θόας | |
καθαρὸν ὡς μόλῃς πάλιν. | Να είναι, σα γυρίσεις, καθαρός. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἡνίκ᾽ ἂν δ᾽ ἔξω περῶσιν οἱ ξένοι-- | Σα θα βγαίνουν έξω οι ξένοι... | |
Θόας | Θόας | |
τί χρή με δρᾶν; | Ναι, το χρέος μου τότε ποιο; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
πέπλον ὀμμάτων προθέσθαι. | σκέπασε το πρόσωπο σου. | |
Θόας | Θόας | |
μὴ παλαμναῖον λάβω. | Φόνου μίασμα μη με βρει. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
ἢν δ᾽ ἄγαν δοκῶ χρονίζειν-- | Κι αν θα δεις ν' αργήσω... | |
Θόας | Θόας | |
τοῦδ᾽ ὅρος τίς ἐστί μοι; | Ως πότε να σε περιμένουμε; | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
1220 | θαυμάσῃς μηδέν. | μην ανησυχήσεις. |
Θόας | Θόας | |
τὰ τῆς θεοῦ πρᾶσσ᾽--ἐπεὶ σχολή--καλῶς. | Κάμε τα σωστά· δε βιάζομαι. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
εἰ γὰρ ὡς θέλω καθαρμὸς ὅδε πέσοι. | Δέομαι να πετύχει ως θέλω τούτο το άγνισμα. | |
Θόας | Θόας | |
συνεύχομαι. | Άμποτε. | |
Ἰφιγένεια | Ιφιγένεια | |
τούσδ᾽ ἄρ᾽ ἐκβαίνοντας ἤδη δωμάτων ὁρῶ ξένους καὶ θεᾶς κόσμους νεογνούς τ᾽ ἄρνας, ὡς φόνῳ φόνον μυσαρὸν ἐκνίψω, σέλας τε λαμπάδων τά τ᾽ ἄλλ᾽ ὅσα | Αλλά οι ξένοι, βλέπω, βγαίνουν από το ναό· μαζί βγάζουνε της θεάς στολίδια· να κι αρνιά νιογέννητα, με αίμα το αίμα να ξεπλύνω το μιαρό και να το φως των λαμπάδων κι όλα που είχα ορίσει εγώ από πριν, | |
1225 | προυθέμην ἐγὼ ξένοισι καὶ θεᾷ καθάρσια. ἐκποδὼν δ᾽ αὐδῶ πολίταις τοῦδ᾽ ἔχειν μιάσματος, εἴ τις ἢ ναῶν πυλωρὸς χεῖρας ἁγνεύει θεοῖς ἢ γάμον στείχει συνάψων ἢ τόκοις βαρύνεται, φεύγετ᾽, ἐξίστασθε, μή τῳ προσπέσῃ μύσος τόδε. | για να γίνει των δυο ξένων και της θεάς ο καθαρμός. Κράζω στους πολίτες όλους: Απ' το μίασμα μακριά! Ο ιερέας που θέλει να 'χει για τους θεούς τα χέρια αγνά, όποιος πάει να κλείσει γάμο κι οι γυναίκες με παιδί στην κοιλιά, στην άκρη, πέρα, μη σας βρει το μόλυσμα! |
1230 | ὦ Διὸς Λητοῦς τ᾽ ἄνασσα παρθέν᾽, ἢν νίψω φόνον τῶνδε καὶ θύσωμεν οὗ χρή, καθαρὸν οἰκήσεις δόμον, εὐτυχεῖς δ᾽ ἡμεῖς ἐσόμεθα. τἄλλα δ᾽ οὐ λέγουσ᾽, ὅμως τοῖς τὰ πλείον᾽ εἰδόσιν θεοῖς σοί τε σημαίνω, θεά. | Ω παρθένα θεά, του Δία κόρη εσύ και της Λητώς, αν το αίμ' αυτό ξεπλύνω και θυσία προσφέρουμε κει που πρέπει, κατοικία θα έχεις τότε καθαρή, κι ευτυχία εμείς. Μα τα άλλα, κι αν σωπαίνω εγώ, οι θεοί, που τα πιότερα κατέχουν, κι εσύ, θεά, τα ξέρετε. |
άμποτε: μακάρι, είθε |
Τρίτο Στάσιμο
Χορός | Χορός | |
εὔπαις ὁ Λατοῦς γόνος, | Τι παιδιά που γέννησε η Λητώ | |
1235 | τόν ποτε Δηλιὰς ἐν καρποφόροις γυάλοις <ἔτικτε,> χρυσοκόμαν | στις πολύκαρπες της Δήλου λαγκαδιές! Έκαμε το χρυσομάλλη, |
1238 | ἐν κιθάρᾳ σοφόν, ἅ τ᾽ ἐπὶ τόξων εὐστοχίᾳ γάνυται· φέρε <δ᾽ αὐτά> | τον τεχνίτη της κιθάρας τον τρανό, και τη θυγατέρα των βελών |
1240 | νιν ἀπὸ δειράδος εἰναλίας, λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα μά- τηρ, τὰν ἀστάκτων ὑδάτων βακχεύουσαν Διονύ- σῳ Παρνάσιον κορυφάν· | σημαδεύτρες την ευφραίνουνε ριξιές· τη γωνιά της λεχωνιάς την ξακουστή δεν αργεί ν' αφήσει η μάνα, και το γιο απ' το βράχο του γιαλού στην κορφή του Παρνασσού τον φέρνει· εκεί 'ναι βρυσομάνες και χοροί 'ναι βακχικοί. |
ὅθι ποικιλόνωτος οἰ- | Του χθόνιου του μαντείου φρουρός, τέρας της γης πελώριο εκεί | |
1245 | νωπὸς δράκων, σκιερᾷ κατάχαλκος εὐ- φύλλῳ δάφνᾳ, γᾶς πελώριον τέρας, ἄμφεπε μαντεῖ- ον Χθόνιον. | στη δάφνη την πολύφυλλη, την ισκιερή από κάτω, που του έσκεπε σα θώρακας, τη ράχη την πιτσιλωτή, φίδι καθότανε κρασάτο. |
ἔτι μιν ἔτι βρέφος, ἔτι φίλας | Βρέφος ακόμα, στης μάνας σου ακόμα σκιρτώντας τον κόρφο, | |
1250 | ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισι θρῴσκων ἔκανες, ὦ Φοῖβε, μαντείων δ᾽ ἐπέβας ζαθέων, | σκότωσες, Φοίβε, το φίδι, και του άγιου μαντείου έγινες τότε αφέντης· σε τρίποδα πάνω χρυσό |
1254 | τρίποδί τ᾽ ἐν χρυσέῳ θάσσεις, ἐν ἀψευδεῖ θρόνῳ | κάθεσαι· πάνω σε θρόνο που ψέμα δεν ξέρει, απ' τα βάθη |
1255 | μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων | του άδυτου, δίνεις χρησμούς στους ανθρώπους· |
1257 | ἀδύτων ὕπο, Κασταλίας ῥεέθρων γείτων, μέσον γᾶς ἔχων μέλαθρον. | της Κασταλίας τα νερά παραπέρ' αναβρύζουν, κι ο ναός σου [274] είναι το κέντρο της γης. |
Θέμιν δ᾽ ἐπεὶ γᾶς ἰὼν | Αλλ' αφού μακριά απ' την πυθική | |
1260 | παῖδ᾽ ἀπενάσσατο <Πυθῶνος> ἀπὸ ζαθέων χρηστηρίων, νύχια Χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματ᾽ ὀ<νείρων>, οἳ πολέσιν μερόπων τά τε πρῶτα, τά τ᾽ | έδρα τούτη, την πανίερη, των χρησμών έδιωξε τη Θέμη ο Φοίβος, γεννοβόλησε αυτηνής η μάνα, η Γη, υπνοφαντασιές νυχτερινές· περασμένα, τωρινά, μελλοντικά |
1265 | ἔπειθ᾽, ὅσσα τ᾽ ἔμελλε τυχεῖν, ὕπνου κατὰ δνοφερὰς γᾶς εὐ- νὰς ἔφραζον· Γαῖα δὲ τὰν μαντεῖον ἀφείλετο τι- μὰν Φοῖβον, φθόνῳ θυγατρός. | σε πολλούς θνητούς φανέρωναν αυτές μες στον ύπνο τους σε υπόγεια σκοτεινά· κι έτσι πήρε πάλι η Γη, για το πάθημα της κόρης πικραμένη, απ' το Φοίβο τις τιμές τις μαντικές. |
1270 | ταχύπους δ᾽ ἐς Ὄλυμπον ὁρ- μαθεὶς ἄναξ χέρα παιδνὸν ἕλιξεν ἐκ Διὸς θρόνων Πυθίων δόμων χθονίαν ἀφελεῖν μῆ- νιν θεᾶς. [νυχίους τ᾽ ἐνοπὰς.] γέλασε δ᾽, ὅτι τέκος ἄφαρ ἔβα | Γοργά κινάει και πάει ο θεός στον Ολυμπο· του Δία εκεί το θρόνο με τα παιδικά χεράκια του τυλίγει, κι απ' της Πυθώς το ναό μακριά της θεάς της χθόνιας η οργή θερμοπαρακαλεί να φύγει. Γέλασε ο Δίας, όταν είδε το βρέφος να θέλει από τώρα |
1275 | πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῖν· ἐπὶ δ᾽ ἔσεισεν κόμαν, παῦσαι νυχίους ἐνοπάς, ἀπὸ δ᾽ ἀλαθοσύναν νυκτωπὸν ἐξεῖλεν βροτῶν, | της χρυσοφόρας λατρείας ο αφέντης να γίνει· σειώντας την κόμη προστάζει όλοι οι νύχτιοι να πάψουν χρησμοί, τη σκοτεινή μαντική των ονείρων τη σβήνει απ' τον κόσμο, |
1280 | καὶ τιμὰς πάλιν θῆκε Λοξίᾳ, πολυάνορι δ᾽ ἐν ξενόεντι θρόνῳ θάρση βροτοῖς θεσφάτων ἀοιδαῖς. | δίνει τ' αξίωμα ξανά στο Λοξία, και στους θνητούς, που μαζεύονται πλήθος στο θρόνο του γύρω, πίστη στου θεού τους χρησμούς. |
χθόνιος: γήινος κρασάτος: βαθύς κόκκινος σαν το μαύρο κρασί |
Ἔξοδος
Ἄγγελος | Αγγελιοφόρος | |
ὦ ναοφύλακες βώμιοί τ᾽ ἐπιστάται, | Φρουροί του ναού και των βωμών επόπτες! | |
1285 | Θόας ἄναξ γῆς τῆσδε ποῦ κυρεῖ βεβώς; καλεῖτ᾽ ἀναπτύξαντες εὐγόμφους πύλας ἔξω μελάθρων τῶνδε κοίρανον χθονός. | Ο Θόας ο βασιλιάς πού πήγε; πού είναι; Ανοίξτε του ναού τη στερεή θύρα και πέστε να 'βγει ο αρχηγός της χώρας. |
Χορός | Χορός | |
τί δ᾽ ἔστιν, εἰ χρὴ μὴ κελευσθεῖσαν λέγειν; | Τι 'ναι... αν μπορώ ανερώτητα να κρίνω. | |
Ἄγγελος | Αγγελιοφόρος | |
βεβᾶσι φροῦδοι δίπτυχοι νεανίαι | Πάνε οι δυο νέοι με απόφαση της κόρης | |
1290 | Ἀγαμεμνονείας παιδὸς ἐκ βουλευμάτων φεύγοντες ἐκ γῆς τῆσδε καὶ σεμνὸν βρέτας λαβόντες ἐν κόλποισιν Ἑλλάδος νεώς. | του Αγαμέμνονα· πήραν τη σεβάσμια της θεάς εικόνα πάνω σε καράβι ελληνικό και φύγανε απ' τη χώρα. |
Χορός | Χορός | |
ἄπιστον εἶπας μῦθον· ὃν δ᾽ ἰδεῖν θέλεις ἄνακτα χώρας, φροῦδος ἐκ ναοῦ συθείς. | Απίστευτο! Κι ο ρήγας που γυρεύεις κίνησε δώθε απ' το ναό και πάει. | |
Ἄγγελος | Αγγελιοφόρος | |
1295 | ποῖ; δεῖ γὰρ αὐτὸν εἰδέναι τὰ δρώμενα. | Πού; πρέπει αυτά που γίνονται να μάθει. |
Χορός | Χορός | |
οὐκ ἴσμεν· ἀλλὰ στεῖχε καὶ δίωκέ νιν ὅπου κυρήσας τούσδ᾽ ἀπαγγελεῖς λόγους. | Δεν ξέρουμε· μα τρέχα εσύ και κοίτα πού θα τον βρεις και πες του αυτό το νέο. | |
Ἄγγελος | Αγγελιοφόρος | |
ὁρᾶτ᾽, ἄπιστον ὡς γυναικεῖον γένος· μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος. | Ε τι άτιμες, για δες, που είν' οι γυναίκες! Είστε κι εσείς σ' αυτό ανακατεμένες. | |
Χορός | Χορός | |
1300 | μαίνῃ· τί δ᾽ ἡμῖν τῶν ξένων δρασμοῦ μέτα; οὐκ εἶ κρατούντων πρὸς πύλας ὅσον τάχος; | Τρελάθηκες; Αν το 'σκασαν οι ξένοι, εμείς σ' αυτό τι μπαίνουμε; Δεν παίρνεις τα πόδια σου να τρέξεις στο παλάτι; |
Ἄγγελος | Αγγελιοφόρος | |
οὔ, πρίν γ᾽ ἂν εἴπῃ τοὔπος ἑρμηνεὺς ὅδε, εἴτ᾽ ἔνδον εἴτ᾽ οὐκ ἔνδον ἀρχηγὸς χθονός. ὠή, χαλᾶτε κλῇθρα, τοῖς ἔνδον λέγω, | Όχι, αν αυτός εδώ ο εξηγητής πρώτα δεν πει: είναι μέσα ο ρήγας ή όχι; Ε σεις απ' το ναό, ξεμανταλώοτε! | |
1305 | καὶ δεσπότῃ σημήναθ᾽ οὕνεκ᾽ ἐν πύλαις πάρειμι, καινῶν φόρτον ἀγγέλλων κακῶν. | Δώστε είδηση του αφέντη πως είμ' έξω καινούριων συμφορών φορτίο κρατώντας. |
Θόας | Θόας | |
τίς ἀμφὶ δῶμα θεᾶς τόδ᾽ ἵστησιν βοήν, πύλας ἀράξας καὶ ψόφον πέμψας ἔσω; | Της θεάς ποιος βροντοχτύπησε τη θύρα, τάραξε τη γαλήνη που είναι μέσα και βάζει τις φωνές στο ναό απέξω; | |
Ἄγγελος | Αγγελιοφόρος | |
φεῦ· πῶς ἔλεγον αἵδε, καί μ᾽ ἀπήλαυνον δόμων, | Εέ! Πώς έλεαν τούτες - βέβαια για να φύγω – | |
1310 | ὡς ἐκτὸς εἴης· σὺ δὲ κατ᾽ οἶκον ἦσθ᾽ ἄρα. | πως είχες βγει! Κι εσύ στο ναό ήσουν μέσα. |
Θόας | Θόας | |
τί προσδοκῶσαι κέρδος ἢ θηρώμεναι; | Με ελπίδα ή για κυνήγι τίνος κέρδους; | |
Ἄγγελος | Αγγελιοφόρος | |
αὖθις τὰ τῶνδε σημανῶ· τὰ δ᾽ ἐν ποσὶ παρόντ᾽ ἄκουσον. ἡ νεᾶνις ἣ ᾽νθάδε βωμοῖς παρίστατ᾽, Ἰφιγένει᾽, ἔξω χθονὸς | Γι αυτές σου λέω αργότερα· άκου πρώτα αυτά που επείγουν: η κοπέλα που είχε των βωμών τη φροντίδα, η Ιφιγένεια, | |
1315 | σὺν τοῖς ξένοισιν οἴχεται, σεμνὸν θεᾶς ἄγαλμ᾽ ἔχουσα· δόλια δ᾽ ἦν καθάρματα. | πάει έξω από τη χώρα με τους ξένους, της θεάς κρατώντας τη σεβάσμια εικόνα· κι αυτά τα καθαρίσματα ήταν δόλος. |
Θόας | Θόας | |
πῶς φῄς; τί πνεῦμα συμφορᾶς κεκτημένη; | Τι λες; Ποια πνοή σ' αυτό την έχει σπρώξει; | |
Ἄγγελος | Αγγελιοφόρος | |
σῴζουσ᾽ Ὀρέστην· τοῦτο γὰρ σὺ θαυμάσῃ. | Θα ξαφνιστείς: να σώσει τον Ορέστη. | |
Θόας | Θόας | |
τὸν ποῖον; ἆρ᾽ ὃν Τυνδαρὶς τίκτει κόρη; | Ποιον Ορέστη; το γιο της Τυνδαρίδας; | |
Ἄγγελος | Αγγελιοφόρος | |
1320 | ὃν τοῖσδε βωμοῖς θεὰ καθωσιώσατο. | Ναι, που η θεά είχε δω για θύμα ορίσει. |
Θόας | Θόας | |
ὦ θαῦμα--πῶς σε μεῖζον ὀνομάσας τύχω; | Θάμα! Πιο δυνατή που να 'βρω λέξη; | |
Ἄγγελος | Αγγελιοφόρος | |
μὴ ᾽νταῦθα τρέψῃς σὴν φρέν᾽, ἀλλ᾽ ἄκουέ μου· σαφῶς δ᾽ ἀθρήσας καὶ κλύων ἐκφρόντισον διωγμὸς ὅστις τοὺς ξένους θηράσεται. | Ο νους σου ας μην κολλήσει αυτού, μόνο άκου· νιώσε το πράμα, πρόσεξε, και σκέψου με τι κυνήγι θα πιαστούν οι ξένοι. | |
Θόας | Θόας | |
1325 | λέγ᾽· εὖ γὰρ εἶπας· οὐ γὰρ ἀγχίπλουν πόρον φεύγουσιν, ὥστε διαφυγεῖν τοὐμὸν δόρυ. | Σωστά· ναι, λέγε· έχουν μακρύ να κάμουν δρόμο, και δεν ξεφεύγουν τ' άρματα μου. |
Ἄγγελος | Αγγελιοφόρος | |
ἐπεὶ πρὸς ἀκτὰς ἤλθομεν θαλασσίας, οὗ ναῦς Ὀρέστου κρύφιος ἦν ὡρμισμένη, ἡμᾶς μέν, οὓς σὺ δεσμὰ συμπέμπεις ξένων | Στην άκρη του γιαλού σα φτάσαμε όπου του Ορέστη είχε κρυφά το πλοίο αράξει, σ' εμάς, που συνοδούς μας είχες στείλει για να κρατούμε τα δεσμά των ξένων, | |
1330 | ἔχοντας, ἐξένευσ᾽ ἀποστῆναι πρόσω Ἀγαμέμνονος παῖς, ὡς ἀπόρρητον φλόγα θύουσα καὶ καθαρμὸν ὃν μετῴχετο, αὐτὴ δ᾽ ὄπισθε δέσμ᾽ ἔχουσα τοῖν ξένοιν ἔστειχε χερσί. καὶ τάδ᾽ ἦν ὕποπτα μέν, | τ' Αγαμέμνονα η κόρη νόημα κάνει πιο πέρα να σταθούμε, γιατί τάχα θ' άναβε φλόγα μυστικής θυσίας για τον εξαγνισμό που 'χε στο νου της. Και πίσω απ' τους δυο ξένους, τα δεσμά τους κρατώντας η ίδια, βάδιζε. Ύποπτο ήταν, |
1335 | ἤρεσκε μέντοι σοῖσι προσπόλοις, ἄναξ. χρόνῳ δ᾽, ἵν᾽ ἡμῖν δρᾶν τι δὴ δοκοῖ πλέον, ἀνωλόλυξε καὶ κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσ᾽, ὡς φόνον νίζουσα δή. ἐπεὶ δὲ δαρὸν ἦμεν ἥμενοι χρόνον, | δεν είπαν όμως όχι οι άνθρωποι σου. Για να θαρρούμε εμείς πως κάτι κάνει, βγάζει τρανή φωνή, σαν πέρασε ώρα, κι αλλόκοτα αρχινάει να τραγουδάει ξόρκια, πως τάχα ξέπλενε το φόνο. Ώρα πολλή προσμέναμε, και τότε |
1340 | ἐσῆλθεν ἡμᾶς μὴ λυθέντες οἱ ξένοι κτάνοιεν αὐτὴν δραπέται τ᾽ οἰχοίατο. φόβῳ δ᾽ ἃ μὴ χρῆν εἰσορᾶν καθήμεθα σιγῇ· τέλος δὲ πᾶσιν ἦν αὑτὸς λόγος στείχειν ἵν᾽ ἦσαν, καίπερ οὐκ ἐωμένοις. | μια ιδέα μας μπήκε: μη λυθούν οι ξένοι, σκοτώσουν την ιέρεια και το σκάσουν. Μα σιωπηλοί καθόμαστε, απ' το φόβο μη δούμε όσα δεν πρέπει· τέλος όλοι κρίναμε για σωστό ως εκεί να πάμε που βρίσκονταν, κι ας το 'χε απαγορέψει. |
1345 | κἀνταῦθ᾽ ὁρῶμεν Ἑλλάδος νεὼς σκάφος ταρσῷ κατήρει πίτυλον ἐπτερωμένον, ναύτας τε πεντήκοντ᾽ ἐπὶ σκαλμῶν πλάτας ἔχοντας, ἐκ δεσμῶν δὲ τοὺς νεανίας ἐλευθέρους πρύμνηθεν ἑστῶτας νεώς. | Καράβι ελληνικό θωρούμε τότε μ' έτοιμα, σα φτερούγες, τα κουπιά του, που τα κρατούσαν στους σκαρμούς πενήντα ναύτες, και τους δυο νέους να στέκονται έξω, στην πρύμη αντίκρυ, ελεύθεροι, λυμένοι. |
1350 | κοντοῖς δὲ πρῷραν εἶχον, οἳ δ᾽ ἐπωτίδων ἄγκυραν ἐξανῆπτον· οἳ δέ, κλίμακας σπεύδοντες, ἦγον διὰ χερῶν πρυμνήσια, πόντῳ δὲ δόντες τοῖν ξένοιν καθίεσαν. ἡμεῖς δ᾽ ἀφειδήσαντες, ὡς ἐσείδομεν | Την πλώρη συγκρατούσαν με κοντάρια, την άγκυρα άλλοι δέναν στα καπόνια, μια σκάλα άλλοι κρατώντας την πήγαιναν στην πρύμη και γοργά την κατέβαζαν μες στο νερό, για ν' ανεβούν οι ξένοι. |
1355 | δόλια τεχνήματ᾽, εἰχόμεσθα τῆς ξένης πρυμνησίων τε, καὶ δι᾽ εὐθυντηρίας οἴακας ἐξῃροῦμεν εὐπρύμνου νεώς. λόγοι δ᾽ ἐχώρουν· Τίνι λόγῳ πορθμεύετε κλέπτοντες ἐκ γῆς ξόανα καὶ θυηπόλους; | Εμείς, χωρίς ανασκοπή, όταν τέτοια είδαμε απάτη, πιάσαμε την ξένη και τις πρυμάτσες, και τραβούσαμε έξω απ' της όμορφης πρύμης τους χαλκάδες το τιμόνι. Κι αρχίνησαν τα λόγια: “Με ποιο δικαίωμα κλέβετε απ' τη χώρα και φορτώνετε αγάλματα και ιέρειες; |
1360 | τίνος τίς ὢν σὺ τήνδ᾽ ἀπεμπολᾷς χθονός; ὁ δ᾽ εἶπ᾽· Ὀρέστης, τῆσδ᾽ ὅμαιμος, ὡς μάθῃς, Ἀγαμέμνονος παῖς, τήνδ᾽ ἐμὴν κομίζομαι λαβὼν ἀδελφήν, ἣν ἀπώλεσ᾽ ἐκ δόμων. | Ποιος είσαι, τίνος είσ' εσύ, και τούτη για πούλημα την παίρνεις;” Και είπ' εκείνος: “Ο Ορέστης, ο αδερφός της, για να ξέρεις, τ' Αγαμέμνονα ο γιος, την αδερφή μου, που χάσαμε απ' το σπίτι, παίρνω πίσω.” |
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧσσον εἰχόμεσθα τῆς ξένης | Μα εμείς γερά κρατούσαμε την ξένη, | |
1365 | καὶ πρὸς σὲ ἕπεσθαι διεβιαζόμεσθά νιν· ὅθεν τὰ δεινὰ πλήγματ᾽ ἦν γενειάδων. κεῖνοί τε γὰρ σίδηρον οὐκ εἶχον χεροῖν ἡμεῖς τε· πυγμαί τ᾽ ἦσαν ἐγκροτούμεναι, καὶ κῶλ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοῖν τοῖν νεανίαιν ἅμα | την πιέζαμε να 'ρθει μ' εμάς σ' εσένα· και τότε να γερές χτυπιές στα μούτρα· γιατί ούτ' αυτοί κρατούσανε μαχαίρι ούτε κι εμείς· γροθιές μονάχα πέφταν και κλοτσιές· μας τις τίναζαν κι οι δυο τους |
1370 | ἐς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο, ὡς τῷ ξυνάπτειν καὶ συναποκαμεῖν μέλη. δεινοῖς δὲ σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι ἐφεύγομεν πρὸς κρημνόν, οἳ μὲν ἐν κάρᾳ κάθαιμ᾽ ἔχοντες τραύμαθ᾽, οἳ δ᾽ ἐν ὄμμασιν· | στα πλευρά, στο συκώτι· δεν αργήσαν να παραλύσουν έτσι τα κορμιά μας. Μ' άσκημες μελανιές σημαδεμένοι φεύγαμε στους γκρεμούς, με ματωμένα άλλοι κεφάλια κι άλλοι μάτια· πάνω |
1375 | ὄχθοις δ᾽ ἐπισταθέντες εὐλαβεστέρως ἐμαρνάμεσθα καὶ πέτρους ἐβάλλομεν. ἀλλ᾽ εἶργον ἡμᾶς τοξόται πρύμνης ἔπι σταθέντες ἰοῖς, ὥστ᾽ ἀναστεῖλαι πρόσω. κἀν τῷδε--δεινὸς γὰρ κλύδων ὤκειλε ναῦν | στα υψώματα σταθήκαμε, κι εκείθε, με πιότερη προφύλαξη, τη μάχη κρατούσαμε και πέτρες ρίχναμε· όμως στην πρύμη απάνω στάθηκαν τοξότες και με σαϊτιές μας έσπρωξαν πιο πέρα. Και στ' αναμεταξύ - επειδή άγριο κύμα |
1380 | πρὸς γῆν, φόβος δ᾽ ἦν <παρθένῳ> τέγξαι πόδα-- λαβὼν Ὀρέστης ὦμον εἰς ἀριστερόν, βὰς ἐς θάλασσαν κἀπὶ κλίμακος θορών, ἔθηκ᾽ ἀδελφὴν ἐντὸς εὐσήμου νεώς, τό τ᾽ οὐρανοῦ πέσημα, τῆς Διὸς κόρης | έριχνε στη στεριά το πλοίο, κι η κόρη φοβότανε το πόδι της να βάλει μες στο νερό - ο Ορέστης στο ζερβή του αφού την κάθισε ώμο, μπήκε μέσα στη θάλασσα, όρμησε ίσια απά στη σκάλα και μέσα στ' ωραιοσήμαδο καράβι βάζει την αδερφή του και της Άρτεμης |
1385 | ἄγαλμα. ναὸς <δ᾽> ἐκ μέσης ἐφθέγξατο βοή τις· ὦ γῆς Ἑλλάδος ναῦται, νεὼς λάβεσθε κώπαις ῥόθιά τ᾽ ἐκλευκαίνετε· ἔχομεν γὰρ ὧνπερ οὕνεκ᾽ ἄξενον πόρον Συμπληγάδων ἔσωθεν εἰσεπλεύσαμεν. | την απ' τον ουρανό πεσμένη εικόνα. Κι ακούστηκε φωνή μέσ' απ' το σκάφος: “Έλληνες ναύτες, κάντε το καράβι να νιώσει τα κουπιά, κι αφρούς σηκώστε. Όσα ζητούσαμε, όταν μες στον πόντο τον αφιλόξενο ήρθαμε και δώθε από τις Συμπληγάδες, τα 'χουμε όλα.” |
1390 | οἳ δὲ στεναγμὸν ἡδὺν ἐκβρυχώμενοι ἔπαισαν ἅλμην. ναῦς δ᾽, ἕως μὲν ἐντὸς ἦν λιμένος, ἐχώρει στόμια, διαπερῶσα δὲ λάβρῳ κλύδωνι συμπεσοῦσ᾽ ἠπείγετο· δεινὸς γὰρ ἐλθὼν ἄνεμος ἐξαίφνης νεὼς | Μ' ένα “αχ” βαθύ ανακούφισης εκείνοι χτυπήσαν το αρμυρό νερό. Το πλοίο, όσο ήταν στο λιμάνι, προχωρούσε προς την μπασιά, μα, σαν περνούσε για έξω, βρήκε άγριο κύμα μπρος του και πιεζόταν· |
1395 | ὠθεῖ παλίμπρυμν᾽ ἱστί᾽· οἳ δ᾽ ἐκαρτέρουν πρὸς κῦμα λακτίζοντες· ἐς δὲ γῆν πάλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῦν. σταθεῖσα δὲ Ἀγαμέμνονος παῖς ηὔξατ᾽· ὦ Λητοῦς κόρη σῷσόν με τὴν σὴν ἱερέαν πρὸς Ἑλλάδα | του 'σπρώχνε τα πανιά κατά την πρύμη άνεμος ξαφνικός· με πείσμα εκείνοι πάλευαν με το κύμα· αλλά η φουρτούνα προς τη στεριά ξανάφερνε το πλοίο. Κι η κόρη του Αγαμέμνονα, όρθια, κάνει μια δέηση: “Θυγατέρα της Λητώς, σώσε με, εμένα τη δικιά σου ιέρεια, |
1400 | ἐκ βαρβάρου γῆς καὶ κλοπαῖς σύγγνωθ᾽ ἐμαῖς. φιλεῖς δὲ καὶ σὺ σὸν κασίγνητον, θεά· φιλεῖν δὲ κἀμὲ τοὺς ὁμαίμονας δόκει. ναῦται δ᾽ ἐπευφήμησαν εὐχαῖσιν κόρης παιᾶνα, γυμνὰς ἐκ <πέπλων> ἐπωμίδας | από βάρβαρη χώρα στην Ελλάδα κι αυτή μου την κλεψιά συγχώρεσε την. Ω θεά, αγαπάς τον αδερφό σου· δέξου να 'χω κι εγώ για το δικό μου αγάπη.” Τη δέηση της κοπέλας με παιάνα συνόδεψαν οι ναύτες, και τα χέρια, γυμνά ως τους ώμους, μ' ένα πρόσταγμα όλοι, |
1405 | κώπῃ προσαρμόσαντες ἐκ κελεύσματος. μᾶλλον δὲ μᾶλλον πρὸς πέτρας ᾔει σκάφος· χὣ μέν τις ἐς θάλασσαν ὡρμήθη ποσίν, ἄλλος δὲ πλεκτὰς ἐξανῆπτεν ἀγκύλας. κἀγὼ μὲν εὐθὺς πρὸς σὲ δεῦρ᾽ ἀπεστάλην, | τα 'βαλαν στα κουπιά. Μα προς τους βράχους όλο και πιο πολύ το πλοίο κυλούσε· κι εμείς... άλλοι στη θάλασσα πηδήξαν, θελιές πασκίζανε άλλοι να περάσουν. Εγώ έτρεξα σ' εσένα, αφέντη, αμέσως, |
1410 | σοὶ τὰς ἐκεῖθεν σημανῶν, ἄναξ, τύχας. ἀλλ᾽ ἕρπε, δεσμὰ καὶ βρόχους λαβὼν χεροῖν· εἰ μὴ γὰρ οἶδμα νήνεμον γενήσεται, οὐκ ἔστιν ἐλπὶς τοῖς ξένοις σωτηρίας. πόντου δ᾽ ἀνάκτωρ Ἴλιόν τ᾽ ἐπισκοπεῖ | για να σου πω τι γίνεται εκεί κάτω. Πάρε λοιπόν θελιές, πάρε αλυσίδες και τρέξε εκεί· το κύμα αν δεν καλμάρει, δεν έχουν σωτηρίας ελπίδα οι ξένοι· ο αφέντης του πελάγου, ο Ποσειδώνας ο σεβαστός, και το Ίλιο προστατεύει, |
1415 | σεμνὸς Ποσειδῶν, Πελοπίδαις ἐναντίος, καὶ νῦν παρέξει τὸν Ἀγαμέμνονος γόνον σοὶ καὶ πολίταις, ὡς ἔοικεν, ἐν χεροῖν λαβεῖν, ἀδελφήν θ᾽, ἣ φόνον τὸν Αὐλίδι ἀμνημόνευτον θεᾷ προδοῦσ᾽ ἁλίσκεται. | τους Πελοπίδες πολεμάει, και τώρα στων πολιτών και στα δικά σου χέρια το γιο, θαρρώ, θα βάλει του Αγαμέμνονα, μα και την αδερφή του, που, ξεχνώντας πως πήγαν να τη σφάξουν στην Αυλίδα, της θεάς μας αποδείχνεται απαρνήτρα. |
Χορός | Χορός | |
1420 | ὦ τλῆμον Ἰφιγένεια, συγγόνου μέτα θανῇ πάλιν μολοῦσα δεσποτῶν χέρας. | Δόλια Ιφιγένεια, πάει η ζωή σου, πάει και του αδερφού σου, ο ρήγας αν σας πιάσει. |
Θόας | Θόας | |
ὦ πάντες ἀστοὶ τῆσδε βαρβάρου χθονός, οὐκ εἶα πώλοις ἐμβαλόντες ἡνίας παράκτιοι δραμεῖσθε κἀκβολὰς νεὼς | Της γης αυτής, της βάρβαρης πολίτες! Όλοι! Τ' άλογα, μπρός!, χαλιναρώστε και τρέξτε στ' ακρογιάλι, το ναυάγιο | |
1425 | Ἑλληνίδος δέξεσθε, σὺν δὲ τῇ θεῷ σπεύδοντες ἄνδρας δυσσεβεῖς θηράσετε, οἳ δ᾽ ὠκυπομποὺς ἕλξετ᾽ ἐς πόντον πλάτας; ὡς ἐκ θαλάσσης ἔκ τε γῆς ἱππεύμασι λαβόντες αὐτοὺς ἢ κατὰ στύφλου πέτρας | το ελληνικό στα χέρια σας να πέσει· και βιαστικά, με τη θεά βοηθό σας, αθεόφοβους ανθρώπους κυνηγήστε· ρίξτε άλλοι στο γιαλό γοργά καράβια, για να τους πιάσουμε έτσι, και πελάγου και στεριάς κυνηγώντας τους· και τότε ή από τραχύ να γκρεμιστούνε βράχο |
1430 | ῥίψωμεν, ἢ σκόλοψι πήξωμεν δέμας. | ή να παλουκωθούνε τα κορμιά τους. |
ὑμᾶς δὲ τὰς τῶνδ᾽ ἴστορας βουλευμάτων, γυναῖκες, αὖθις, ἡνίκ᾽ ἂν σχολὴν λάβω, ποινασόμεσθα· νῦν δὲ τὴν προκειμένην σπουδὴν ἔχοντες οὐ μενοῦμεν ἥσυχοι. | Κι εσείς, κυράδες, που τα σχέδια τούτα τα ξέρατε, θα σας πεδαίψω, μόλις αδειάσω· τώρα βιαστική δουλειά με καρτερεί κι έτσι ήσυχος δε μένω. | |
Ἀθήνα | Αθηνά | |
1435 | ποῖ ποῖ διωγμὸν τόνδε πορθμεύεις, ἄναξ Θόας; ἄκουσον τῆσδ᾽ Ἀθηναίας λόγους. παῦσαι διώκων ῥεῦμά τ᾽ ἐξορμῶν στρατοῦ· πεπρωμένος γὰρ θεσφάτοισι Λοξίου δεῦρ᾽ ἦλθ᾽ Ὀρέστης, τόν τ᾽ Ἐρινύων χόλον | Θόα βασιλιά! Την καταδίωξη τούτη για που ετοιμάζεις; Η Αθηνά είμαι κι άκου τα λόγια μου. Σταμάτα το κυνήγι, μην αμολάς το ρέμα του στρατού σου· γιατί ο Ορέστης ήρθε εδώ ακλουθώντας του Απόλλωνα χρησμό, για να ξεφύγει των Ερινύων το χόλιασμα, να πάρει |
1440 | φεύγων ἀδελφῆς τ᾽ Ἄργος ἐσπέμψων δέμας ἄγαλμά θ᾽ ἱερὸν εἰς ἐμὴν ἄξων χθόνα, | την αδερφή του στο Άργος, και να φέρει τ' άγιο άγαλμα στη χώρα τη δικιά μου, |
1441a | τῶν νῦν παρόντων πημάτων ἀναψυχάς. | να 'ναι δροσιά στα τωρινά δεινά της. |
1442 | πρὸς μὲν σὲ ὅδ᾽ ἡμῖν μῦθος· ὃν δ᾽ ἀποκτενεῖν δοκεῖς Ὀρέστην ποντίῳ λαβὼν σάλῳ, ἤδη Ποσειδῶν χάριν ἐμὴν ἀκύμονα | Σ' εσένα λέω αυτό. Για τον Ορέστη, που πας να τον σκοτώσεις πιάνοντας τον μες στη φουρτούνα, ο Ποσειδώνας κιόλας για χάρη μου το πέλαο γαληνεύει, |
1445 | πόντου τίθησι νῶτα πορθμεύειν πλάτῃ. | το πλοίο για να μπορέσει ν' αρμενίσει. |
μαθὼν δ᾽, Ὀρέστα, τὰς ἐμὰς ἐπιστολάς-- κλύεις γὰρ αὐδὴν καίπερ οὐ παρὼν θεᾶς-- χώρει λαβὼν ἄγαλμα σύγγονόν τε σήν. | Για σένα, Ορέστη, ορίζω αυτά - κι αν είσαι μακριά, η φωνή της θεάς στ' αυτιά σου φτάνει -: Μ' άγαλμα κι αδερφή το δρόμο παίρνε. | |
ὅταν δ᾽ Ἀθήνας τὰς θεοδμήτους μόλῃς, | Στη θεόχτιστην Αθήνα σα θα φτάσεις... | |
1450 | χῶρός τις ἔστιν Ἀτθίδος πρὸς ἐσχάτοις ὅροισι, γείτων δειράδος Καρυστίας, ἱερός, Ἁλάς νιν οὑμὸς ὀνομάζει λεώς· ἐνταῦθα τεύξας ναὸν ἵδρυσαι βρέτας, ἐπώνυμον γῆς Ταυρικῆς πόνων τε σῶν, | στην Αττική άκρη άκρη είναι μια θέση - στης Κάρυστος αντίκρυ το ακρωτήρι - ιερή· ο λαός μου Αλές την ονομάζει· εκεί να χτίσεις ναό· σ' αυτόν να στήσεις τ' άγαλμα, που θα πάρει τ' όνομα του από την Ταυρική κι οπό τις πίκρες |
1455 | οὓς ἐξεμόχθεις περιπολῶν καθ᾽ Ἑλλάδα οἴστροις Ἐρινύων. Ἄρτεμιν δέ νιν βροτοὶ τὸ λοιπὸν ὑμνήσουσι Ταυροπόλον θεάν. νόμον τε θὲς τόνδ᾽· ὅταν ἑορτάζῃ λεώς, τῆς σῆς σφαγῆς ἄποιν᾽ ἐπισχέτω ξίφος | που 'χες περιπολώντας στην Ελλάδα με κέντρισμα Ερινυών. Θα το καλούνε Άρτεμη Ταυροπόλα πια οι θνητοί. Κι ένα έθιμο όρισε: όταν θα γιορτάζουν, μ' ένα σπαθί να 'γγιζει ο ιερέας |
1460 | δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ᾽ ἐξανιέτω, ὁσίας ἕκατι θεά θ᾽ ὅπως τιμὰς ἔχῃ. | αντρός λαιμό, λίγο αίμα ν' αναβρύζει, για τη σφαγή σου αντίδωρο αυτό θα 'ναι για τη θεά τιμή και ευλάβειας χρέος. |
σὲ δ᾽ ἀμφὶ σεμνάς, Ἰφιγένεια, κλίμακας Βραυρωνίας δεῖ τῇδε κλῃδουχεῖν θεᾷ· οὗ καὶ τεθάψῃ κατθανοῦσα, καὶ πέπλων | Της θεάς ιέρεια εσύ, Ιφιγένεια, πρέπει να γίνεις στους ιερούς Βραυρώνιους λόφους. Εκεί και θα σε θάψουν, σαν πεθάνεις· κι όσα κρουστά υφαντά θα μένουν μέσα | |
1465 | ἄγαλμά σοι θήσουσιν εὐπήνους ὑφάς, ἃς ἂν γυναῖκες ἐν τόκοις ψυχορραγεῖς λίπωσ᾽ ἐν οἴκοις. τάσδε δ᾽ ἐκπέμπειν χθονὸς Ἑλληνίδας γυναῖκας ἐξεφίεμαι γνώμης δικαίας οὕνεκ᾽ <*> | στα σπίτια από γυναίκες που θα τύχει στη γέννα τους απάνω να πεθάνουν σ' εσέ θα τα προσφέρνουν. Θόα, σου δίνω την εντολή ν' αφήσεις τις γυναίκες αυτές τις Ελληνίδες, για την τίμια τη γνώμη τους, να φύγουν απ τη χώρα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . |
ἐκσῴσασα δὲ | Ορέστη, εγώ σε γλίτωσα και πρώτα, | |
1470 | καὶ πρίν σ᾽ Ἀρείοις ἐν πάγοις ψήφους ἴσας κρίνασ᾽, Ὀρέστα· καὶ νόμισμ᾽ ἔσται τόδε, νικᾶν ἰσήρεις ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ. ἀλλ᾽ ἐκκομίζου σὴν κασιγνήτην χθονός, Ἀγαμέμνονος παῖ. --καὶ σὺ μὴ θυμοῦ, Θόας. | στο λόφο του Άρη, όταν μετρώντας βρήκα ισοψηφία· κι αυτή η αρχή θα μείνει: όποιος παίρνει ίσους ψήφους να κερδίζει. Του Αγαμέμνονα γιε, την αδερφή σου πάρ' τη δώθε - εσύ, Θόα, να μη θυμώνεις. |
Θόας | Θόας | |
1475 | ἄνασσ᾽ Ἀθάνα, τοῖσι τῶν θεῶν λόγοις ὅστις κλύων ἄπιστος, οὐκ ὀρθῶς φρονεῖ. ἐγὼ δ᾽ Ὀρέστῃ τ᾽, εἰ φέρων βρέτας θεᾶς βέβηκ᾽, ἀδελφῇ τ᾽ οὐχὶ θυμοῦμαι· τί γὰρ πρὸς τοὺς σθένοντας θεοὺς ἁμιλλᾶσθαι καλόν; | Των θεών τα λόγια όποιος ακούει, και πίστη δε δίνει, θεά Αθηνά, μυαλό δεν έχει. Ούτε με τον Ορέστη, που έχει φύγει με το άγαλμα της θεάς, θυμώνω, μα ούτε και με την αδερφή του· αφέντες είναι οι θεοί· -είν' ωραίο μ' αυτούς να παραβγαίνεις; |
1480 | ἴτωσαν ἐς σὴν σὺν θεᾶς ἀγάλματι γαῖαν, καθιδρύσαιντό τ᾽ εὐτυχῶς βρέτας. πέμψω δὲ καὶ τάσδ᾽ Ἑλλάδ᾽ εἰς εὐδαίμονα γυναῖκας, ὥσπερ σὸν κέλευσμ᾽ ἐφίεται. παύσω δὲ λόγχην ἣν ἐπαίρομαι ξένοις | Στη χώρα σου με το άγαλμα της θεάς μας ας, παν, κι εκεί με το καλό ας το στήσουν. Και στην ευλογημένη Ελλάδα τούτες θα στείλω τις γυναίκες, όπως είναι το θέλημα σου. Τις ετοιμασίες όπλων και καραβιών που κάνω ενάντια |
1485 | ναῶν τ᾽ ἐρετμά, σοὶ τάδ᾽ ὡς δοκεῖ, θεά. | στους ξένους θα τις πάψω, θεά, ως ορίζεις. |
Ἀθήνα | Αθηνά | |
αἰνῶ· τὸ γὰρ χρεὼν σοῦ τε καὶ θεῶν κρατεῖ. ἴτ᾽, ὦ πνοαί, ναυσθλοῦσθε τὸν Ἀγαμέμνονος παῖδ᾽ εἰς Ἀθήνας· συμπορεύσομαι δ᾽ ἐγὼ σῴζουσ᾽ ἀδελφῆς τῆς ἐμῆς σεμνὸν βρέτας. | Σωστά μιλείς· κι εσέ και θεούς η μοίρα κυβερνά. Μπρος, ανέμοι! Στην Αθήνα το παιδί του Αγαμέμνονα οδηγήστε· θα 'ρθω μαζί κι εγώ, για να φυλάω της αδερφής μου τη σεβάσμια εικόνα. | |
Χορός | Χορός | |
1490 | ἴτ᾽ ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ τῆς σῳζομένης μοίρας εὐδαίμονες ὄντες. | Στο καλό! Τι καλότυχοι! Ναι, είστε απ' αυτούς πόχουν βρει σωτηρία. |
ἀλλ᾽, ὦ σεμνὴ παρά τ᾽ ἀθανάτοις καὶ παρὰ θνητοῖς, Παλλὰς Ἀθάνα, δράσομεν οὕτως ὡς σὺ κελεύεις. | Ω Παλλάδα Αθηνά, που κι αθάνατοι εσέ και θνητοί σε τιμούν, τη δική σου εντολή θ' ακλουθήσουμε εμείς. | |
1495 | μάλα γὰρ τερπνὴν κἀνέλπιστον φήμην ἀκοαῖσι δέδεγμαι. | Είν' ολόγλυκη, ανέλπιστη τούτη η φωνή που έχει φτάσει στ' αυτιά μου. |
ὦ μέγα σεμνὴ Νίκη, τὸν ἐμὸν βίοτον κατέχοις καὶ μὴ λήγοις στεφανοῦσα. | Ω πανσέβαστη Νίκη, της ζωής μου σκεπή πάντα να 'σαι μην πάψεις ποτέ να της δίνεις στεφάνια. | |
καπόνι: ξύλινο εξάρτημα πλοίου για να δένονται παλαμάρια πρυμάτσα: τα παλαμάρια της πρύμνης ωραιοσήμαδο (καράβι): που έχει ωραίες φιγούρες στην πλώρη μπασιά: πόρτα, μπούκα, έξοδος του λιμανιού |
ΤΕΛΟΣ