Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011
Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011
Υποθήκη προς Αθηναίους - ΣΟΛΩΝ
Η πόλη μας ποτέ δεν θα χαθεί σύμφωνα με τη θέληση
και τη διάθεση του Δία και των μακαρίων αθανάτων θεών.
Γιατί μια τόσο μεγαλόψυχη προστάτιδα, κόρη πατέρα ισχυρού,
η Παλλάδα Αθηνά, έχει τα χέρια της απλωμένα πάω από την πόλη.
Αλλά μόνοι τους οι πολίτες θέλουν να καταστρέφουν
τη μεγάλη πόλη με τις απερισκεψίες τους, παρασρμένοι από φιλοχρηματία,
και ο άδικος νους των αρχόντων του λαού. Είναι επόμενο γι’ αυτούς
εξαιτίας της μεγάλης αλαζονείας να πάθουν πολλά κακά.
Γιατί δεν ξέρουν να συγκρατούν την πλεονεξία και να απολαμβάνουν
τα στρωμένα ευφρόσυνα συμπόσια με κοσμιότητα...
.........
πλουτίζουν παρασυρμένοι σε άδικες πράξεις
.........
και, χωρίς να λογαριάζουν ούτε τα ιερά κτήματα ούτε και τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου,
κλέβουν με αρπακτικές διαθέσεις άλλος από δω και άλλος από κει
και δεν σέβονται τους ιερούς θεσμούς της Δίκης,
η οποία, μολονότι σιωπά, γνωρίζει αυτά, που γίνονται και θα γίνονται και τα παρελθόντα,
και με τον χρόνο συνήθως έρχεται οπωσδήποτε, για να επιβάλλει τιμωρία.
Αυτό φθάνει κιόλας ως αναπόφευκτη συμφορά για όλη την πόλη,
και καταλήγει συνήθως αυτή πολύ γρήγορα σε ατιμωτική δουλεία,
που προκαλεί εμφύλια σύγκρουση και αφυπνίζει τον κοιμώμενο πόλεμο,
ο οποίος συνήθως οδηγεί στον θάνατο πολλούς στο άνθος της ηλικίας τους.
Γιατί εξαιτίας των εχθρών πολύ γρήγορα η πολυαγαπημένη πόλη
κατατρύχεται από πολιτικές ενώσεις, αγαπητές στους αδικοπραγούντες.
Αυτές οι συμφορές περιφέρονται στην πόλη.
Κι από τους φτωχούς
πολλοί φεύγουν σε ξένη χώρα,
πουλημένοι και δεμένοι με εξευτελιστικά δεσμά,
και υπομένουν με καταναγκασμό τις μισητές συνέπειες της δουλείας.
..........
Έτσι μια δημόσια συμφορά μεταβαίνει στο σπίτι του κάθε πολίτη ξεχωριστά.
Και οι αύλειες θύρες δεν μπορούν πια να τη συγκρατήσουν,
αλλά αυτή συνήθως πηδά πάνω από τον περίβολο και βρίσκει οπωσδήποτε
κάποιον, ακόμα κι αν, προσπαθώντας αυτός να αποφύγει το κακό, καταφεύγει στο βάθος των δωματίων.
Αυτά με προτρέπει η ψυχή μου να διδάξω στους Αθηναίους,
ότι η κακή διοίκηση προκαλεί πάρα πολλές συμφορές στην πόλη.
Ενώ η χρηστή διοίκηση όλα τα αναδεικνύει ταιριαστά και αρμονικά,
και συγχρόνως δένει με χειροπέδες τους αδικοπραγούντες.
Τις τραχύτητες της εξομαλύνει, παύει την πλεονεξία, ταπεινώνει την αλαζονεία,
ξηραίνει τα άνθη της άτης, μόλις αυτά εμφανισθούν,
επανορθώνει στρεψοδικίες και καταπραϋνει πράξεις αλαζονείας, παύει την εμφύλια έριδα.
Παύει την οργή από την ολέθρια έριδα και είναι κάτω απ’ αυτήν
τα πάντα στους ανθρώπους αρμονικά και συνετά.
Αρχαίο Κείμενο
Ημέτερη δε πόλις κατά μεν Διός ούποτ’ ολείται
αίσαν και μακάρων θεών φρένας αθανάτων.
Τοίη γαρ μεγάθυμος επίσκοπος οβριμοπάτρη
Παλλάς Αθηναίη χείρας ύπερθεν έχει.
Αυτοί δε φθείρειν μεγάλην πόλιν αφραδίηισιν
αστοί βούλονται χρήμασι πειθόμενοι,
δήμου θ’ ηγεμόνων άδικος νόος. οίσιν ετοίμον
ύβριος εκ μεγάλης άλγεα πολλά παθείν.
ου γαρ επίστανται κατέχειν κόρον ουδέ παρούσας
ευφροσύνας κοσμείν διαιτός εν ησυχίηι
......
πλουτέουσιν δ’ αδίκοις έργμασι πειθόμενοι
..........
ούθ’ ιερών κτεάνων ούτε τι δημοσίων
φειδόμενοι κλέπτουσιν αφαρπαγήι άλλοθεν άλλος,
ουδέ φυλάσσονται σεμνά Δίκης θέμεθλα,
ή σιγώσα σύνοιδε τα γιγνόμενα προ τ’ εόντα,
τώι δε χρόνωι πάντως ήλθ’ αποτεισομένη,
τούτ’ ήδη πάσηι πόλει έρχεται έλκος άφυκτον,
ες δε κακήν ταχέως ήλυθε δουλωσύνην,
ή στάσιν έμφυλον πόλεμόν θ’ εύδοντ’ επεγείρει,
ός πολλών ερατήν ώλεσεν ηλικίην.
Εκ γαρ δυσμενέων ταχέως πολυήρατον άστυ
τρύχεται εν συνόδοις τοις αδικέουσι φίλους.
Ταύτα μεν εν δήμωι στρέφεται κακά.
Των δε πενιχρών
ικνέονται πολλοί γαίαν ες αλλοδαπήν
πραθέντες δεσμοίσί τ’ αεικελίοισι δεθέντες
κα κακά δουλωσύνης στυγνά φέρουσι βίαι
.......
ούτω δημόσιον κακόν έρχεται οίκαδ’ εκάστωι,
αύλειοι δ’ έτ’ έχειν ουκ εθέλουσι θύραι,
υψηλόν δ’ υπέρ έρκος υπέρθυρεν, εύρε δε πάντως,
ει και τις φεύγων εν μυχώι ήι θαλάμου.
Ταύτα διδάξαι θυμός Αθηναίοις με κελεύει,
ως κακά πλείστα πόλει Δυσνομίη παρέχει.
Ευνομίη δ’ εύκοσμα και άρτια πάντ’ αποφαίνει,
και θαμά τοις αδίκοις αμφιτίθησι πέδας.
Τραχέα λειαίνει, παύει κόρον, ύβριν αμαυροί,
αυαίνει δ’ άτης άνθεα φυόμενα,
ευθύνει δε δίκας σκολιάς, υπερήφανά τ’ έργα
πραύνει. Παύει δ’ έργα διχοστασίης,
Παύει δ’ αργαλέης έριδος χόλον, έστι δ’ υπ’ αυτής
πάντα κατ’ ανθρώπους άρτια και πινυτά.
Σάββατο 27 Αυγούστου 2011
ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ ΔΙΟΣ
ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ ΔΙΟΣ
Ὦ Ζεῦ͵ πάτερ Ζεῦ͵ σὸν μὲν οὐρανοῦ κράτος͵
σὺ δ΄ ἔργ΄ ἐπ΄ ἀνθρώπων ὁρᾶις
λεωργὰ καὶ θεμιστά͵ σοὶ δὲ θηρίων
ὕβρις τε καὶ δίκη μέλει!
Ώ Ζεύ, πάτερ Ζεύ, δικό Σου είναι το Βασίλειο τ' Οὐρανοῦ,
και Συ είσαι που εποπτεύεις τα έργα των ανθρώπων,
τόσο τα ανόσια όσο και τα θεμιτά, και δικό Σου μέλημα
είναι των «θηρίων» η ύβρις και η δίκαιη τιμωρία!
Αρχίλοχος ο Πάριος (Απόδοση: Ιαλυσσός)
INVOCATION TO ZEUS
Oh Zeus, father Zeus, Yours is the Kingdom of Heaven,
and you watch men's deeds, the crafty and the right,
and You are who cares
for beasts' transgression and justice.
Archilochus the Parian
Ὦ Ζεῦ͵ πάτερ Ζεῦ͵ σὸν μὲν οὐρανοῦ κράτος͵
σὺ δ΄ ἔργ΄ ἐπ΄ ἀνθρώπων ὁρᾶις
λεωργὰ καὶ θεμιστά͵ σοὶ δὲ θηρίων
ὕβρις τε καὶ δίκη μέλει!
Ώ Ζεύ, πάτερ Ζεύ, δικό Σου είναι το Βασίλειο τ' Οὐρανοῦ,
και Συ είσαι που εποπτεύεις τα έργα των ανθρώπων,
τόσο τα ανόσια όσο και τα θεμιτά, και δικό Σου μέλημα
είναι των «θηρίων» η ύβρις και η δίκαιη τιμωρία!
Αρχίλοχος ο Πάριος (Απόδοση: Ιαλυσσός)
INVOCATION TO ZEUS
Oh Zeus, father Zeus, Yours is the Kingdom of Heaven,
and you watch men's deeds, the crafty and the right,
and You are who cares
for beasts' transgression and justice.
Archilochus the Parian
Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011
Εις Αθηνάν Πολυμήτιν -Ύμνος Πρόκλου
Minerva In A Chariot - Abbot Handerson Thayer -1984
«Εισάκουσε με, τέκνο του ασπιδοφόρου Διός,
που ξεπήδησες από την πηγή του γεννήτορα και από την κορυφή της σειράς,
αντρόψυχη, ασπιδοφόρα, μεγαλοδύναμη, κόρη του ισχυρού πατέρα,
Παλλάδα, Τριτογένεια, χρυσόκρανη εσύ που κραδαίνεις το δόρυ,
εισάκουσέ με.
Δέξου, δέσποινα, τον ύμνο με διάθεση ευμενή
και μην αφήσεις ποτέ έτσι τα λόγια μου στο έλεος των ανέμων,
εσύ που άνοιξες τις θεοπάτητες πύλες της σοφίας
και δάμασες τα φύλλα των χθόνιων Γιγάντων που πολέμησαν τους θεούς.
εσύ που αποφεύγοντας τον πόθο του ερωτοχτυπημένου Ηφαίστου
διαφύλαξες το αδάμαστο χαλινάρι της παρθενίας σου.
Εσύ που στον αιθέρα έσωσες ακέραιη την καρδιά του βασιλέα Βάκχου,
ο οποίος κάποτε σπαράχτηκε από τα χέρια των Τιτάνων,
και την πήρες και την έφερες στον πατέρα,
για να ξαναγεννηθεί στον Κόσμο ένας νέος Διόνυσος από την Σεμέλη
σύμφωνα με τις άρρητες βουλές του πατέρα.
Εσύ που το τσεκούρι σου, αφού έκοψε σύρριζα τα θηριώδη κεφάλια,
σταμάτησε τη γένεση των παθών της παντεπόπτριας Εκάτης.
Εσύ που αγάπησες τη σεβαστή δύναμη των αρετών που αφυπνίζουν τους θνητούς.
Εσύ που στόλισες ολόκληρη τη ζωή με πολύμορφες τέχνες
βάζοντας μέσα στις ψυχές νοητική δημιουργία.
Εσύ που έλαβες την Ακρόπολη στην ψηλόκορφο βράχο,
σύμβολο, δέσποινα της κορυφής της μεγάλης σου σειράς.
Εσύ που αγάπησες την αντροθρέφτρα γη, τη μητέρα των βιβλίων,
αντιστεκόμενη στον ιερό πόθο του πατραδελφού σου,
και έδωσες στην πόλη να έχει το όνομα και την ευγενή σοφία σου.
Εκεί, κάτω από τις παρυφές της κορφής του βουνού
έκανες να βλαστήσει μια ελιά,
σημάδι της μάχης ολοφάνερο για τους μεταγενέστερους.
Τότε με την καθοδήγηση του Ποσειδώνα
ένα τεράστιο κύμα που σηκώθηκε από την θάλασσα
έπεσε πάνω στους απογόνους του Κέκροπα,
πλήττοντας τα πάντα με τα πολυτάραχα νερά του.
που ξεπήδησες από την πηγή του γεννήτορα και από την κορυφή της σειράς,
αντρόψυχη, ασπιδοφόρα, μεγαλοδύναμη, κόρη του ισχυρού πατέρα,
Παλλάδα, Τριτογένεια, χρυσόκρανη εσύ που κραδαίνεις το δόρυ,
εισάκουσέ με.
Δέξου, δέσποινα, τον ύμνο με διάθεση ευμενή
και μην αφήσεις ποτέ έτσι τα λόγια μου στο έλεος των ανέμων,
εσύ που άνοιξες τις θεοπάτητες πύλες της σοφίας
και δάμασες τα φύλλα των χθόνιων Γιγάντων που πολέμησαν τους θεούς.
εσύ που αποφεύγοντας τον πόθο του ερωτοχτυπημένου Ηφαίστου
διαφύλαξες το αδάμαστο χαλινάρι της παρθενίας σου.
Εσύ που στον αιθέρα έσωσες ακέραιη την καρδιά του βασιλέα Βάκχου,
ο οποίος κάποτε σπαράχτηκε από τα χέρια των Τιτάνων,
και την πήρες και την έφερες στον πατέρα,
για να ξαναγεννηθεί στον Κόσμο ένας νέος Διόνυσος από την Σεμέλη
σύμφωνα με τις άρρητες βουλές του πατέρα.
Εσύ που το τσεκούρι σου, αφού έκοψε σύρριζα τα θηριώδη κεφάλια,
σταμάτησε τη γένεση των παθών της παντεπόπτριας Εκάτης.
Εσύ που αγάπησες τη σεβαστή δύναμη των αρετών που αφυπνίζουν τους θνητούς.
Εσύ που στόλισες ολόκληρη τη ζωή με πολύμορφες τέχνες
βάζοντας μέσα στις ψυχές νοητική δημιουργία.
Εσύ που έλαβες την Ακρόπολη στην ψηλόκορφο βράχο,
σύμβολο, δέσποινα της κορυφής της μεγάλης σου σειράς.
Εσύ που αγάπησες την αντροθρέφτρα γη, τη μητέρα των βιβλίων,
αντιστεκόμενη στον ιερό πόθο του πατραδελφού σου,
και έδωσες στην πόλη να έχει το όνομα και την ευγενή σοφία σου.
Εκεί, κάτω από τις παρυφές της κορφής του βουνού
έκανες να βλαστήσει μια ελιά,
σημάδι της μάχης ολοφάνερο για τους μεταγενέστερους.
Τότε με την καθοδήγηση του Ποσειδώνα
ένα τεράστιο κύμα που σηκώθηκε από την θάλασσα
έπεσε πάνω στους απογόνους του Κέκροπα,
πλήττοντας τα πάντα με τα πολυτάραχα νερά του.
Εισάκουσέ με,
εσύ που ακτινοβολείς αγνό φώς από το πρόσωπο σου.
Δώσε μακάριο λιμάνι σε μένα που περιπλανιέμαι περί γαία,
δώσε στην ψυχή μου αγνό φως, σοφία και έρωτα από τους ιερούς μύθους σου.
Έμπνευσε στον ερωτά μου τόση και τέτοια δύναμη,
ώστε από τους κόλπους της γης να με τραβήξει και πάλι προς τον Όλυμπο,
στην κατοικία του πατέρα σου.
Κι αν κάποιο βαρύ σφάλμα της ζωής μου με δαμάζει –
γιατί γνωρίζω ότι μαστίζομαι από πολλές, κάθε φορά διαφορετικές,
ανόσιες πράξεις, τις οποίες διέπραξα με ασύνετο θυμό – ,
λυπήσου με, θεά με την γλυκιά βουλή,
Σώτειρα των θνητών,
και μη με αφήσεις να γίνω λάφυρο και έρμαιο
των τρομερών Ποινών πεσμένο στο έδαφος.
Γιατί καυχιέμαι ότι ανήκω σε σένα.
Δώσε στα μέλη μου σταθερή και αβασάνιστη υγεία,
και διώχνε τις αγέλες των πικρών νόσων που λειώνουν τη σάρκα,
ναι ικετεύω, βασίλισσα,
και με το αθάνατο χέρι σου σταμάτα όλη την αθλιότητα των μαύρων πόνων.
Δώσε στο ταξίδι της ζωής μου ήπιους ανέμους,
παιδιά, σύζυγο, κλέος, λατρευτή χαρά, πειθώ, συζητήσεις με φίλους,
εύστροφο νου, δύναμη εναντίον των εχθρών, εξέχουσα θέση μεταξύ του λαού.
Εισάκουσέ με, εισάκουσε με, βασίλισσα.
Ενώπιον σου προσέρχομαι με θερμές ικεσίες λόγω επιτακτικής ανάγκης.
Κι εσύ εισάκουσέ με με ευμένεια. -
εσύ που ακτινοβολείς αγνό φώς από το πρόσωπο σου.
Δώσε μακάριο λιμάνι σε μένα που περιπλανιέμαι περί γαία,
δώσε στην ψυχή μου αγνό φως, σοφία και έρωτα από τους ιερούς μύθους σου.
Έμπνευσε στον ερωτά μου τόση και τέτοια δύναμη,
ώστε από τους κόλπους της γης να με τραβήξει και πάλι προς τον Όλυμπο,
στην κατοικία του πατέρα σου.
Κι αν κάποιο βαρύ σφάλμα της ζωής μου με δαμάζει –
γιατί γνωρίζω ότι μαστίζομαι από πολλές, κάθε φορά διαφορετικές,
ανόσιες πράξεις, τις οποίες διέπραξα με ασύνετο θυμό – ,
λυπήσου με, θεά με την γλυκιά βουλή,
Σώτειρα των θνητών,
και μη με αφήσεις να γίνω λάφυρο και έρμαιο
των τρομερών Ποινών πεσμένο στο έδαφος.
Γιατί καυχιέμαι ότι ανήκω σε σένα.
Δώσε στα μέλη μου σταθερή και αβασάνιστη υγεία,
και διώχνε τις αγέλες των πικρών νόσων που λειώνουν τη σάρκα,
ναι ικετεύω, βασίλισσα,
και με το αθάνατο χέρι σου σταμάτα όλη την αθλιότητα των μαύρων πόνων.
Δώσε στο ταξίδι της ζωής μου ήπιους ανέμους,
παιδιά, σύζυγο, κλέος, λατρευτή χαρά, πειθώ, συζητήσεις με φίλους,
εύστροφο νου, δύναμη εναντίον των εχθρών, εξέχουσα θέση μεταξύ του λαού.
Εισάκουσέ με, εισάκουσε με, βασίλισσα.
Ενώπιον σου προσέρχομαι με θερμές ικεσίες λόγω επιτακτικής ανάγκης.
Κι εσύ εισάκουσέ με με ευμένεια. -
Κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος,
ἡ γενετῆρος πηγῆς ἐκπροθοροῦσα καὶ ἀκροτάτης ἀπὸ σειρῆς·
ἀρσενόθυμε, φέρασπι, μεγασθενές, ὀβριμοπάτρη,
Παλλάς, Τριτογένεια, δορυσσόε, χρυσεοπήληξ,
κέκλυθι·
δέχνυσο δ᾽ ὕμνον ἐύφρονι, πότνια, θυμῷ,
μηδ᾽ αὔτως ἀνέμοισιν ἐμόν ποτε μῦθον ἐάσῃς,
ἡ σοφίης πετάσασα θεοστιβέας πυλεῶνας
καὶ χθονίων δαμάσασα θεημάχα φῦλα Γιγάντων·
ἣ πόθον Ἡφαίστοιο λιλαιομένοιο φυγοῦσα
παρθενίης ἐφύλαξας ἑῆς ἀδάμαντα χαλινόν·
ἣ κραδίην ἐσάωσας ἀμιστύλλευτον ἄνακτος αἰθέρος
ἐν γυάλοισι μεριζομένου ποτὲ Βάκχου Τιτήνων ὑπὸ χερσί,
πόρες δέ ἑ πατρὶ φέρουσα, ὄφρα νέος βουλῇσιν ὑπ᾽ ἀρρήτοισι τοκῆος
ἐκ Σεμέλης περὶ κόσμον ἀνηβήσῃ Διόνυσος·
ἧς πέλεκυς, θήρεια ταμὼν προθέλυμνα κάρηνα,
πανδερκοῦς Ἑκάτης παθέων ηὔνησε γενέθλην·
ἣ κράτος ἤραο σεμνὸν ἐγερσιβρότων ἀρετάων·
ἣ βίοτον κόσμησας ὅλον πολυειδέσι τέχναις δημιοεργείην νοερὴν ψυχαῖσι βαλοῦσα·
ἣ λάχες ἀκροπόληα καθ᾽ ὑψιλόφοιο κολώνης,
σύμβολον ἀκροτάτης μεγάλης σέο, πότνια, σειρῆς·
ἣ χθόνα βωτιάνειραν ἐφίλαο, μητέρα βίβλων,
πατροκασιγνήτοιο βιησαμένη πόθον ἱρόν,
οὔνομα δ᾽ ἄστεϊ δῶκας ἔχειν σέο καὶ φρένας ἐσθλάς·
ἔνθα μάχης ἀρίδηλον ὑπὸ σφυρὸν οὔρεος ἄκρον σῆμα
καὶ ὀψιγόνοισιν ἀνεβλάστησας ἐλαίην,
εὖτ᾽ ἐπὶ Κεκροπίδῃσι Ποσειδάωνος ἀρωγῇ μυρίον ἐκ πόντοιο κυκώμενον ἤλυθε κῦμα,
πάντα πολυφλοίσβοισιν ἑοῖς ῥεέθροισιν ἱμάσσον.
κλῦθί μευ,
ἡ φάος ἁγνὸν ἀπαστράπτουσα προσώπου·
δὸς δέ μοι ὄλβιον ὅρμον ἀλωομένῳ περὶ γαῖαν,
δὸς ψυχῇ φάος ἁγνὸν ἀπ᾽ εὐιέρων σέο μύθων καὶ σοφίην καὶ ἔρωτα·
μένος δ᾽ ἔμπνευσον ἔρωτι τοσσάτιον καὶ τοῖον,
ὅσον χθονίων ἀπὸ κόλπων αὖ ἐρύσῃ πρὸς Ὄλυμπον ἐς ἤθεα πατρὸς ἐῆος.
εἰ δέ τις ἀμπλακίη με κακὴ βιότοιο δαμάζει –
οἶδα γάρ, ὡς πολλοῖσιν ἐρίχθομαι ἄλλοθεν ἄλλαις πρήξεσιν οὐχ ὁσίαις,
τὰς ἤλιτον ἄφρονι θυμῷ -, ἵλαθι, μειλιχόβουλε, σαόμβροτε,
μηδέ μ᾽ ἐάσῃς ῥιγεδαναῖς Ποιναῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι κείμενον ἐν δαπέδοισιν,
ὅτι τεὸς εὔχομαι εἶναι. δὸς γυίοις μελέων σταθερὴν καὶ ἀπήμον᾽ ὑγείην,
σαρκοτακῶν δ᾽ ἀπέλαυνε πικρῶν ἀγελάσματα νούσων,
ναί, λίτομαι, βασίλεια,
καὶ ἀμβροσίῃ σέο χειρὶ παῦσον ὅλην κακότητα μελαινάων ὀδυνάων.
δὸς βιότῳ πλώοντι γαληνιόωντας ἀήτας,
τέκνα, λέχος, κλέος, ὄλβον, ἐυφροσύνην ἐρατεινήν, πειθώ, στωμυλίην φιλίης,
νόον ἀγκυλομήτην, κάρτος ἐπ᾽ ἀντιβίοισι, προεδρίην ἐνὶ λαοῖς.
κέκλυθι, κέκλυθ᾽,
ἄνασσα· πολύλλιστος δέ σ᾽ ἱκάνω χρειοῖ ἀναγκαίῃ·
σὺ δὲ μείλιχον οὖας ὑπόσχες».
ἡ γενετῆρος πηγῆς ἐκπροθοροῦσα καὶ ἀκροτάτης ἀπὸ σειρῆς·
ἀρσενόθυμε, φέρασπι, μεγασθενές, ὀβριμοπάτρη,
Παλλάς, Τριτογένεια, δορυσσόε, χρυσεοπήληξ,
κέκλυθι·
δέχνυσο δ᾽ ὕμνον ἐύφρονι, πότνια, θυμῷ,
μηδ᾽ αὔτως ἀνέμοισιν ἐμόν ποτε μῦθον ἐάσῃς,
ἡ σοφίης πετάσασα θεοστιβέας πυλεῶνας
καὶ χθονίων δαμάσασα θεημάχα φῦλα Γιγάντων·
ἣ πόθον Ἡφαίστοιο λιλαιομένοιο φυγοῦσα
παρθενίης ἐφύλαξας ἑῆς ἀδάμαντα χαλινόν·
ἣ κραδίην ἐσάωσας ἀμιστύλλευτον ἄνακτος αἰθέρος
ἐν γυάλοισι μεριζομένου ποτὲ Βάκχου Τιτήνων ὑπὸ χερσί,
πόρες δέ ἑ πατρὶ φέρουσα, ὄφρα νέος βουλῇσιν ὑπ᾽ ἀρρήτοισι τοκῆος
ἐκ Σεμέλης περὶ κόσμον ἀνηβήσῃ Διόνυσος·
ἧς πέλεκυς, θήρεια ταμὼν προθέλυμνα κάρηνα,
πανδερκοῦς Ἑκάτης παθέων ηὔνησε γενέθλην·
ἣ κράτος ἤραο σεμνὸν ἐγερσιβρότων ἀρετάων·
ἣ βίοτον κόσμησας ὅλον πολυειδέσι τέχναις δημιοεργείην νοερὴν ψυχαῖσι βαλοῦσα·
ἣ λάχες ἀκροπόληα καθ᾽ ὑψιλόφοιο κολώνης,
σύμβολον ἀκροτάτης μεγάλης σέο, πότνια, σειρῆς·
ἣ χθόνα βωτιάνειραν ἐφίλαο, μητέρα βίβλων,
πατροκασιγνήτοιο βιησαμένη πόθον ἱρόν,
οὔνομα δ᾽ ἄστεϊ δῶκας ἔχειν σέο καὶ φρένας ἐσθλάς·
ἔνθα μάχης ἀρίδηλον ὑπὸ σφυρὸν οὔρεος ἄκρον σῆμα
καὶ ὀψιγόνοισιν ἀνεβλάστησας ἐλαίην,
εὖτ᾽ ἐπὶ Κεκροπίδῃσι Ποσειδάωνος ἀρωγῇ μυρίον ἐκ πόντοιο κυκώμενον ἤλυθε κῦμα,
πάντα πολυφλοίσβοισιν ἑοῖς ῥεέθροισιν ἱμάσσον.
κλῦθί μευ,
ἡ φάος ἁγνὸν ἀπαστράπτουσα προσώπου·
δὸς δέ μοι ὄλβιον ὅρμον ἀλωομένῳ περὶ γαῖαν,
δὸς ψυχῇ φάος ἁγνὸν ἀπ᾽ εὐιέρων σέο μύθων καὶ σοφίην καὶ ἔρωτα·
μένος δ᾽ ἔμπνευσον ἔρωτι τοσσάτιον καὶ τοῖον,
ὅσον χθονίων ἀπὸ κόλπων αὖ ἐρύσῃ πρὸς Ὄλυμπον ἐς ἤθεα πατρὸς ἐῆος.
εἰ δέ τις ἀμπλακίη με κακὴ βιότοιο δαμάζει –
οἶδα γάρ, ὡς πολλοῖσιν ἐρίχθομαι ἄλλοθεν ἄλλαις πρήξεσιν οὐχ ὁσίαις,
τὰς ἤλιτον ἄφρονι θυμῷ -, ἵλαθι, μειλιχόβουλε, σαόμβροτε,
μηδέ μ᾽ ἐάσῃς ῥιγεδαναῖς Ποιναῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι κείμενον ἐν δαπέδοισιν,
ὅτι τεὸς εὔχομαι εἶναι. δὸς γυίοις μελέων σταθερὴν καὶ ἀπήμον᾽ ὑγείην,
σαρκοτακῶν δ᾽ ἀπέλαυνε πικρῶν ἀγελάσματα νούσων,
ναί, λίτομαι, βασίλεια,
καὶ ἀμβροσίῃ σέο χειρὶ παῦσον ὅλην κακότητα μελαινάων ὀδυνάων.
δὸς βιότῳ πλώοντι γαληνιόωντας ἀήτας,
τέκνα, λέχος, κλέος, ὄλβον, ἐυφροσύνην ἐρατεινήν, πειθώ, στωμυλίην φιλίης,
νόον ἀγκυλομήτην, κάρτος ἐπ᾽ ἀντιβίοισι, προεδρίην ἐνὶ λαοῖς.
κέκλυθι, κέκλυθ᾽,
ἄνασσα· πολύλλιστος δέ σ᾽ ἱκάνω χρειοῖ ἀναγκαίῃ·
σὺ δὲ μείλιχον οὖας ὑπόσχες».
Τρίτη 9 Αυγούστου 2011
Η καρδιά του λιονταριού
Hercules by Asher B. Durand
Να φοβάσαι την καρδιά
του λιονταριού
διότι δεν έχει τίποτα πια
να χάσει και να ζήσει
παρά να προστατεύσει
την αξιοπρέπεια των θυμάτων.
Μην τολμήσεις λοιπόν
να το πειράξεις έστω και γι' αστείο
διότι θα νιώσεις στο πετσί σου
όχι μόνο την θανάσιμη πυγμή
αλλά και το βάρος της αντίστασης
εναντίον της προδοσίας.
του λιονταριού
διότι δεν έχει τίποτα πια
να χάσει και να ζήσει
παρά να προστατεύσει
την αξιοπρέπεια των θυμάτων.
Μην τολμήσεις λοιπόν
να το πειράξεις έστω και γι' αστείο
διότι θα νιώσεις στο πετσί σου
όχι μόνο την θανάσιμη πυγμή
αλλά και το βάρος της αντίστασης
εναντίον της προδοσίας.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)