Γυρίζει ο νους μου πίσω έναν αιώνα:
Στη νύκτα εκείνη, που αρπαγμένη πέρασες
Μπροστά απ' τον γκρεμισμένο Παρθενώνα.
Απ' τα ζητιάνικα κουρέλια γύμνωσαν
Το θείο κορμί σου βέβηλοι κουρσάροι,
Κι έλαμψες αφρογέννητη και θάμπωσες
Γυμνή, τ' ολόφωτο αττικό φεγγάρι.
Για να σε ξετιμήσουν ανυπόμονα
Τέτοια άφταστη κι αφάνταστη πραμάτεια-
Με των δαυλιών τις φλόγες σε ψηλάφησαν
Δάχτυλα βάρβαρα κι ανάξια μάτια.
Κι όταν θαλασσόδρομη πάλι κίνησες
Για της ατελείωτης σκλαβιάς τις ώρες,
Μια σκλάβα άλλη θυμήθηκαν και σ' έκλαψαν
Του Ερεχθείου οι μαρμάρινες Κόρες.
Ψεύτικη λευτεριά στα ξένα απόχτησες
Τα θεία σου κάλλη δείχνοντας για λύτρα
Και, στερημένη εσύ τ' Ωραίο, γίνηκες
Μεσ' στ' άσκημα του Ωραίου η διαλαλήτρα.
Τι τάχα κι αν σε θρόνιασαν βασίλισσα
Σε μουχλιασμένο στεριανό παλάτι;
Το μάρμαρο σου ανήλιαγο κι αδρόσιστο,
Του Αιγαίου ποθεί το κρυσταλλένιο αλάτι.
Ω! να πατούσες πάλι της πατρίδος σου,
Τα κυματόδεντρα λευκά χαλίκια,
Κι ένα στεφάνι απ' ανθισμένες κάπαρες,
Κι ένα στρωσίδι από βρεγμένα φύκια!
Ω! κι από κάποιο θάμα τα δύο χέρια σου,
Πανώρια, ακέρια ν' άπλωνες πάλι
Τα χέρια σου, που σε ξένον τόπο αν σου' λειπαν
Δεν είχαν τι να σφίξουν στην αγκάλη.
Γεώργιος Δροσίνης
Το χρονικό της αρπαγής του αγάλματος της θεάς του κάλους, της ειρήνης, της αγάπης και της ομορφιάς...
Λένε ότι αυτό το ποίημα του Δροσίνη βρέθηκε κάτω από το άγαλμα της Αφροδίτης όταν μεταφέρθηκε από την μία αίθουσα σε κάποια άλλη του μουσείου του Λούβρου.