Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Σελήνη...

Σελήνη και Ενδυμίων

«Ορθή, ως σύννεφο γυμνή και ονειροπόλα μέσα εις την ολόχρυση ωχρότητά της
Που την αντανακλά το φουσκωμένο κύμα της μακριάς, κυανής της κόμης,
Μέσα εις του δρυμού το ξέφωτο όπου αστροσκορπίζονται τα βρύα
Κοιτά η Δρυάς τον σιωπηλό ουρανό.
-Διστακτική, η πάλλευκη Σελήνη αφήνει τον πέπλο της να κυματίζεται
Εις του Ωραίου Ενδυμίωνος τα πόδια,
Και του αποθέτει το ηδύ της φίλημα με μίαν χλωμήν αχτίδα.»


Άρθρουρ Ρεμπώ



Στην αγκαλιά μου σαν άστρο κι απόψε κοιμήσου...


Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Πόσο σ΄ αγαπώ ...


Έλα να σου δείξω τις τριανταφυλλιές

τα πράσινα, τα κόκκινα, τα σπίτια, τις αυλές.

Πόσο σ’ αγαπώ, πουλάκι του δρόμου, 
πόσο σ’ αγαπώ, πόσο σ’ αγαπώ
Έλα να σου πω αγόρι γλυκό μου
πόσο σ’ αγαπώ, πόσο σ’ αγαπώ.

Έλα να σου μάθω, πως είναι το φιλί, 
σαν κόκκινο τριαντάφυλλο και σαν ανατολή

Πόσο σ’ αγαπώ, πουλάκι του δρόμου, 
πόσο σ’ αγαπώ, πόσο σ’ αγαπώ
Έλα να σου πω αγόρι γλυκό μου
πόσο σ’ αγαπώ, πόσο σ’ αγαπώ.

Έλα να σου δείξω το στάχυ το ξανθό
τ’ αστέρια που σωπαίνουνε για ν’ αποκοιμηθώ

Πόσο σ’ αγαπώ, πουλάκι του δρόμου, 
πόσο σ’ αγαπώ, πόσο σ’ αγαπώ
Έλα να σου πω αγόρι γλυκό μου
πόσο σ’ αγαπώ, πόσο σ’ αγαπώ.


Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μάνος Λοϊζος

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Φτάσε όπου δεν μπορείς!


Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα στο σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει δε θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιόν ν’αποχαιρετίσω; τι ν’αποχαιρετίσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.
Σε ποιόν να εμπιστευτώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφάλωνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ανηφορίζω;
Πού να βρώ μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα ετούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το’σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σαν να’σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σαν να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν’αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα’μια αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα ετούτη το χώμα! Ζυμώθηκε μ’αίμα, δάκρυο κι ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει-που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, άπλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.
Κι όταν, τα ολοστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο-το πρόσωπό του!
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Εχετε γειά!
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γής, ν’ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο, δύσκολο, δύσκολο πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα το κόσμου λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω, μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει:
“Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σαν σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σαν βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει:
«Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστέκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε, γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα:
 “Eλα… έλα… έλα…»
Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύννεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο Θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. Εκαμα να σου πω:
«Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
Άπλωσες τότε το χέρι, σαν να πνίγουμουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω:
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο, είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν, τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Ήταν η φωνή σου, κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε έναν τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
To λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο Θεός, το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο Θεός, πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου, η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε, πρέπει να’ρθει πάλι ο Νούς ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους, πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ’έσπρωχνες πάντα, άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου, μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου, αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. Όρθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου, να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λιποτάχτησα, τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ’ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
Ένα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν’απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν’αλαφρώσω, θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν’αλαφρώσω.
Άκουσέ το λοιπόν, Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση, άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, και αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό, δώσε μου την ευκή σου!
Νίκος Καζαντζάκης - Αναφορά στον Ελ Γκρέκο



Της Αθηνάς Ανάγλυφο

Αθηνά Σκεπτόμενη

Πως ακούμπησες άπραγα το δόρυ;

Τη φοβερή σου περικεφαλαία

βαριά πως γέρνεις προς το στήθος, Κόρη;

Ποιός πόνος τόσο είναι τρανός, ω Ιδέα,

για να σε φτάση! Οχτροί κεραυνοφόροι

δεν είναι για δικά σου τρόπαια νέα;


Δεν οδηγεί στο Βράχο σου την πλώρη

του καραβιού σου πλέον πομπή αθηναία;

Σε ταφόπετρα βλέπω να την έχη

καρφωμένη μια πίκρα την Παλλάδα.


Ω! κάτι μέγα, απίστευτο θα τρέχη ...

Χαμένη κλαις την ιερή σου πόλη

ή νεκρή μέσ’ στο μνήμα και την όλη

του τότε και του τώρα, ωιμένα! Ελλάδα;




Κωστής Παλαμάς

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ο "τάφος της Περσεφόνης" στις Αιγές. Η τοιχογραφία


Τοιχογραφία με θέμα την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, στον Μακεδονικό τάφο της Βεργίνας.



Πηγές
http://www.imma.edu.gr/

Ο συλημένος, κιβωτιόσχημος, κατασκευασμένος από πωρόλιθους τάφος στην παρυφή της Μεγάλης Τούμπας πλάι στο "Ηρώον", πήρε το συμβατικό του όνομα "τάφος της Περσεφόνης" από τη ζωγραφική του διακόσμηση. Ανάμεσα στις μορφές των Μοιρών και της καθισμένης στην "αγέλαστη πέτρα" Δήμητρας ξεχωρίζει η παράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από το θεό του Κάτω Κόσμου Πλούτωνα.


Η δεξιότητα της εκτέλεσης, η δύναμη της σύλληψης και η λιτή χρωματολογία υποδηλώνουν ένα σημαντικό ζωγράφο (ίσως τον Νικόμαχο) των μέσων του 4ου αι. π.Χ., όπως συνηγορούν και τα θραύσματα των αγγείων που βρέθηκαν στο εσωτερικό του τάφου.
Επάνω στο ακόμη υγρό, λείο και στιλπνό λευκό κονίαμα της τελικής επιφάνειας ο ζωγράφος χάραξε ένα συνοπτικό προσχέδιο, επιμένοντας πιο πολύ στα πιο σημαντικά σημεία της σύνθεσης. Στη συνέχεια, με γρήγορες, δυνατές και εκφραστικές πινελιές σχεδίασε και ζωγράφισε τις μορφές του, ακολουθώντας και κάποτε αγνοώντας το προσχέδιό του. Με βάση το λευκό, η παλέτα του είχε τα βασικά γαιώδη χρώματα της τετραχρωμίας, χοντροκόκκινο, ώχρες, μαύρο και άσπρο, αλλά και οργανικές λάκες για τα λαμπερά ρόδινα και τα πορφυρά. Τα χρώματα χρησιμοποιούνται καθαρά ή ανάμεικτα, για να προκύψουν οι απαραίτητες για τη φωτοσκίαση και το πλάσιμο των όγκων τονικές διαβαθμίσεις.
Στο βόρειο τοίχο του τάφου βρίσκεται το αποκορύφωμα της αφήγησης: Εδώ, στη μέση της εικόνας δεσπόζει το άρμα με τα 4 λευκά άλογα. Ο Πλούτωνας, πιο μεγάλος από όλες τις άλλες μορφές, άρπαξε τη λεία του και πηδάει στο άρμα. Το αριστερό του πόδι πατάει κιόλας σταθερά πάνω στο δίφρο, το δεξί ακουμπάει ακόμη με τις μύτες των δαχτύλων στο έδαφος. Στο δεξί χέρι του σφίγγει το σκήπτρο της εξουσίας και τα γκέμια των αλόγων, που τινάζονται με τα μπροστινά πόδια στον αέρα, αρχίζοντας ήδη τον ξέφρενο καλπασμό τους.

Ανάμεσα από τα πόδια του, φυλακισμένη στην αγκαλιά του, ο Πλούτωνας κρατάει σφιχτά τη γυμνή Περσεφόνη που την έχει αρπάξει απ’ το στήθος. Το φουστάνι της γλίστρησε και έπεσε. Έμεινε μόνο το κορδόνι που το κρατούσε στον ώμο της και το πορφυρό της ιμάτιο να κρύβει την ήβη, να γίνεται φόντο για τους μαλακούς γοφούς της και να χάνεται, σμίγοντας με το πορφυρό του ιματίου του Πλούτωνα. Σε μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει, η Περσεφόνη τινάζεται προς τα πίσω, το σώμα της τεντώνεται για να ξεγλιστρήσει από το μπράτσο του Πλούτωνα. Απόλυτα αδύναμη, απλώνει τα μπράτσα, ικετεύοντας απελπισμένα για τη βοήθεια που δε θα έρθει. Ο άνεμος παίρνει τα μαλλιά της, τα μάτια της βασιλεύουν, το πρόσωπο της γίνεται μάσκα απόγνωσης. Η άρνηση της Περσεφόνης να δεχτεί τη μοίρα της, η επιθυμία της να γαντζωθεί στον κόσμο που αναγκάζεται να αφήσει κι η αποστροφή της για τον Άδη, γίνεται ολοφάνερη μέσα από την κίνηση του σώματός της, που είναι τελείως αντίθετη προς τη δική του και μέσα από την απομάκρυνση των κεφαλιών τους.



Με μια εξαιρετικά δυναμική και σχεδιαστικά ιδιαίτερα τολμηρή, ανοιχτή σύνθεση, που στηρίζεται στην ένταση, αλλά και στην ισορροπία που παράγουν δύο διαγώνιες που διασταυρώνονται, ένα εύρημα που μάλλον αυτός εισάγει στην παραδοσιακή εικονογραφία της Αρπαγής, ο καλλιτέχνης κατορθώνει να αποδώσει όλη τη δραματική ένταση της αντιπαράθεσης του κυνηγού με το θήραμα, του αρσενικού με το θηλυκό, της ζωής με το θάνατο. Τη δραματικότητα και το πάθος που συμπυκνώνεται σε αυτό το σημείο της παράστασης υπογραμμίζει έντεχνα η χρήση μόνον εδώ του δυνατού και πλούσιου χρώματος με τα λαμπερά πορφυρά στα ιμάτια των θεών και το βαθύ κόκκινο στο άρμα, ενώ η αίσθηση της κίνησης και του βάθους τονίζεται με την πλάγια προοπτική απόδοση των τροχών που εξισορροπούν σχεδιαστικά το δυναμικό σχήμα του δίφρου και της διαγωνίου του σκήπτρου. 



Πίσω από το άρμα, στην ανατολική γωνία της εικόνας, μισογονατισμένη στο χώμα, μια φίλη της Περσεφόνης παρακολουθεί το δράμα, πετρωμένη από φόβο. Το φόρεμά της γλίστρησε και το στήθος της είναι γυμνό, όμως το χρυσοκάστανο ιμάτιο της με τη φαρδιά μενεξελιά μπορντούρα την τυλίγει ακόμα, σχηματίζοντας ένα στεφάνι, μέσα στο οποίο προβάλλεται το λευκό της δέρμα. Λυγισμένη στα δύο σηκώνει το χέρι να φυλαχτεί, μοιάζει να θέλει να φύγει και να μη μπορεί, ακούσιος μάρτυρας του αποτρόπαιου. Τα μάτια της σχεδιασμένα εντελώς λιτά, δυο γραμμές και μια βουλίτσα όλο κι όλο και όμως καταφέρνουν να εκφράσουν απόλυτα τον άφατο τρόμο.



Σαν μορφολογική αντίθεση στην παθητικότητα της φίλης της Περσεφόνης, που με τρόμο αποδέχεται το μοιραίο, στην άλλη μεριά της παράστασης εμφανίζεται ο Ερμής. Με το κηρύκειο στο χέρι, το μόνο παραδοσιακό και αναγνωρίσιμο σύμβολο της παράστασης, ο ψυχοπομπός γίνεται εδώ νυμφοπομπός σκοτεινού γάμου και τρέχοντας, σχεδόν πετώντας στις μύτες των ποδιών του, οδηγεί το άρμα στη δύση, στη χώρα των νεκρών. Αντί για τις δάδες του Υμεναίου, το γάμο φωτίζει η τρομερή λάμψη του κεραυνού που αστράφτει μπροστά απ’ τον Ερμή.


ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ, ΑΡΠΑΓΙΜΑΙΑ ΛΕΧΗ ΜΕΤΟΠΩΡΙΝΑ ΝΥΜΦΕΥΘΕΙΣΑ...

 
  Πλούτων και Περσεφόνη - Ψυχή. Ψηφιδωτό τύμβου Αμφιπόλεως.
ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ
 
Περσεφόνη, θυγατέρα τοῦ μεγάλου Διός, ἔλα μακάρια,


μοναδογένεια Θεά, καὶ δέξου τὶς εὐχαριστήριες προσφορές∙


τοῦ Πλούτωνος πολύτιμη σύντροφος, σεβάσμια, βιοδώτρια∙


σὺ ποὺ κατέχεις τὶς πύλες τοῦ Ἅδου μέσα στὰ βάθη τῆς γῆς,


Πραξιδίκη, καλλιπλόκαμη, τῆς Δηοῦς ἁγνὲ βλαστέ,


τῶν Εὐμενίδων γενέτειρα καὶ τῶν καταχθονίων βασίλισσα∙


Κόρη ποὺ ὁ Ζεὺς ἐτέκνωσε μὲ ἄρρητες γονές.


Μητέρα τοῦ πολύβροντου, πολύμορφου Εὐβουλέως,


τῶν Ὡρῶν συμπαίκτρια, φωσφόρα, λαμπρόμορφη,


σεμνή, παντοκράτειρα, Κόρη ποὺ βρίθεις ἀπὸ καρπούς,


καλόφεγγη, κερασφόρα, μόνη στοὺς θνητοὺς ποθητή,


ἐαρινή, ποὺ χαίρεσαι μὲ τὶς λιβαδογέννητες πνοές,


φανερώνοντας τὸ ἱερὸ δέμας σου μὲ τοὺς χλωρόκαρπους βλαστούς,


ποὺ μὲ ἁρπαγὴ ὁδηγήθηκες στὰ νυμφικὰ λέκτρα, τὰ φθινοπωρινά∙


ζωὴ καὶ θάνατος εἶσαι μόνη ἐσὺ γιὰ τοὺς πολύμοχθους θνητούς,


Φερσεφόνη∙ διότι φέρεις ἐσαεὶ καὶ τὰ πάντα φονεύεις.


Ἄκουσον, μακάρια Θεά, κι ἀνάπεμπε καρποὺς ἀπὸ τὴν γαῖα,


θάλλοντας ἀπὸ εἰρήνη καὶ ἠπιοθεραπευτικὴν ὑγεία,


καὶ μετὰ ἀπὸ ἕναν πλήρη βίο, ὡραῖο γῆρας νὰ κατάγεις


πρὸς τὸν χῶρο σου, ἄνασσα, καὶ τὸν παντοδύναμο Πλούτωνα.-



Ὀρφεύς, 88 Ἱεροὶ Ὕμνοι τῆς Ἑλληνικῆς Θρησκείας. Σύγχρονη ἀπόδοση: Ἰαλυσσός. Ἐκδόσεις ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ, Ἀθήνα 2013.

ΑΕΝΑΟΙΣ ΨΥΧΑΙΣ ΟΔΟΝ ΗΓΕΜΟΝΕΥΕΙΝ...* ΗΓΕΜΟΝΕΥΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟ ΤΩΝ ΑΕΝΑΩΝ ΨΥΧΩΝ...



 
 Ο Ψυχοπομπός Ερμής. Ψηφιδωτό τύμβου Αμφιπόλεως.


ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΡΜΟΥ ΧΘΟΝΙΟΥ

Σὺ ποὺ κατοικεῖς στοῦ Κωκυτοῦ τὸν ἀνεπίστροφο δρόμο τῆς ἀνάγκης,
ποὺ ὁδηγεῖς τὶς ψυχὲς τῶν θνητῶν στὰ ἐσώτερα βάθη τῆς γῆς,
Ἑρμῆ, γέννημα τοῦ βακχικοῦ χορευτῆ Διονύσου
καὶ τῆς Παφίας Κόρης, τῆς ἑλικοβλέφαρης Ἀφροδίτης,
σὺ ποὺ ὑπηρετεῖς στὸν ἱερὸν οἶκο τῆς Περσεφόνης,
ψυχοπομπὸς ὢν τῶν δύσμοιρων ψυχῶν, ποὺ κάτω ἀπὸ τὴν γῆ
τὶς ὁδηγεῖς, ὅταν ἔρχεται ὁ καθορισμένος ἀπὸ τὴν μοῖρα χρόνος,
σὺ ποὺ θέλγεις τὰ πάντα μὲ τὴν ἱερὴ ὑπνοφόρο ράβδο,
καὶ πάλιν ἐγείρεις τοὺς κοιμισμένους∙ διότι σ’ ἐσένα
ἔδωσε αὐτὴ τὴν τιμὴ ἡ Θεὰ Περσεφόνη μέσα στὸν εὐρὺ Τάρταρο,
νὰ ἡγεμονεύεις στοὺς θνητοὺς τὴν ὁδὸ τῶν ἀέναων ψυχῶν.
Ἀλλά, μακάριε, εἴθε νὰ στέλνεις στοὺς μύστες τέλος καλὸ τῶν ἔργων τους.-

Ὀρφεύς, 88 Ἱεροὶ Ὕμνοι τῆς Ἑλληνικῆς Θρησκείας. Σύγχρονη ἀπόδοση: Ἰαλυσσός. Ἐκδόσεις ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ, Ἀθήνα 2013.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Της Νύχτας τα φιλιά είναι άστρα...

The moon and the stars -  Edwin Blashfield

Όταν η Νύχτα σκορπίζει τ' άστρα σαν αγαπησιάρικα φιλιά... πάνω απ΄τα σύννεφα... 
                 για να ξεφύγουν μερικά και να μας χαρίσουν την λάμψη τους...

                                   και ένα τραγούδι της Νύχτας, Νυχτερινό του Chopin



κι ένα υπέρλαμπρο Αστεράκι, μόνο του που ξέφυγε διώχνοντας τα σύννεφα...



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...