Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Πινακίδες Ορφικαί, μνήμαι προγονικαί

Psyche at Nature's mirror -Thumann, Friedrich Paul (German, 1834-1908) 

«Ότι παλαιός ο λόγος, Ορφικός τε γαρ και Πυθαγόρειος, 
ο πάλιν άγων τας ψυχάς εις το σώμα και
πάλιν από του σώματος ανάγων και τούτο κύκλω πολλάκις».
(Ορφικόν Απόσπασμα 29).

Η αέναος κυκλική εναλλαγή ζωής/θανάτου των επανενσαρκώσεων της ψυχής είναι «ο παλαιός λόγος» των Ορφικών, τον οποίον ενεστερνίσθησαν οι Πυθαγόρειοι και διεξοδικώς ανέλυσεν ο Πλάτων εις τους Διαλόγους του «Μένων», «Φαίδρος», «Φαίδων», «Πολιτεία» κ.ά. Εξ αυτού («του παλαιού λόγου») απορρέει η Θεωρία της Αναμνήσεως. Αύτη υπάρχει καταγεγραμμένη εις πινακίδας, που ευρέθησαν εις τάφους, προφανώς μεμυημένων, εις την Πετηλίαν της Κάτω Ιταλίας, εξ τον αριθμόν, και μία εις τας Ελευθέρνας της Κρήτης.

Το κείμενον της πινακίδας της Πετηλίας είναι το εξής:

«Θα βρης μία κρήνη στα αριστερά του οίκου του Άδη•
δίπλα σ’ αυτήν λευκό βρίσκεται κυπαρίσσι.
Σ’ αυτήν την κρήνη μην πλησίασης κοντά.
Αλλά θα βρης μιάν άλλη κοντά στης Μνημοσύνης
την λίμνη, πού κρύο νερό αναβρύζει
και φύλακες την φυλάνε.
Πες: της γης παιδί είμαι και του έναστρου ουρανού
αλλά το γένος μου είναι βεβαίως (μόνον) ουράνιο.
Αυτό το γνωρίζετε και σεις οι ίδιοι.
Φλέγομαι από την δίψα μου και χάνομαι•
δώστε μου γρήγορα κρύο νερό
που αναβρύζει από της Μνημοσύνης την λίμνη.
Και αυτοί θα σου δώσουν να πιής από την ιερή κρήνη
Και τότε μαζύ με τους άλλους ήρωες θα βασιλεύης...». 

(ΟΡΦΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, Jane Helen Harrison,, aπόδ. Eλ. Παπαδοπούλου, σελ. 142).

Τα Ορφικά ταφικά έθιμα ώριζαν όπως τοποθετηθή εις τον τάφον του μεμυημένου νεκρού η ανωτέρω πινακίς από φύλλον χρυσού εις εξαγωνικόν κύλινδρον και να κρεμασθή από χρυσήν άλυσιν εις τον λαιμόν του ως φυλακτόν.

Το εξαγωνικόν σχήμα του κυλίνδρου περιέγραφε την ουσίαν της ψυχής, διότι, κατά τους Πυθαγορείους, ο αριθμός έξι ήτο ο αριθμός, ο οποίος είχε φθάσει εις την εμψύχωσιν των όντων. Ταυτοχρόνως ο Νόμος της Συμπαντικής Εξελίξεως εκφράζεται δια του αριθμού τούτου. Η συνύπαρξις του αριθμού της εμψυχώσεως μετά του Νόμου της Εξελίξεως υποδηλοί την αέναον εξέλιξιν της Παγκοσμίου Ψυχής εις τους μορφικούς σχηματισμούς. Πράγματι Αφροδίτην και Γάμον ωνόμαζον οι Πυθαγόρειοι τον αριθμόν τούτον (Orphicorum Fragmenta, 309). Θεά της μορφοποιήσεως η Αφροδίτη και Γάμος η λειτουργία εκ της οποίας εξυπακούεται ότι απορρέουν αι γεννήσεις, αι νέαι έμψυχοι μορφαί, αι προερχόμεναι εκ των δύο φύλων της φύσεως, έχουν την έδραν των εις την ουσίαν και ποιότητα του αριθμού εξ.

Χρυσαί δε, άλυσις και πινακίς, απεικόνιζαν την αθανασίαν της ψυχής. Η άλυσις δια των κρίκων υπαινίσσετο τας επανενσαρκώσεις. Η πινακίς έφερε τας οδηγίας, που ώφειλε να ακολουθήση η ψυχή του μεμυημένου προ της νέας του ενσαρκώσεως κατά τον κατάλληλον χρόνον. Τότε μεθ’ όλων των άλλων ψυχών, αι οποίαι επρόκειτο να ενσαρκωθούν, η ψυχή του μεμυημένου έφθανε εις τόπον, όπου ήσαν παρούσαι μία κρήνη εις την αριστεράν πλευράν και δίπλα μία λευκή κυπάρισσος. Αύτη ήτο η κρήνη της Λήθης, η οποία δεν κατωνομάζετο και δεν εφυλάσσετο. Ό,τι δεν κατονομάζεται, δεν έχει νοητήν υπόστασιν, εφ’ όσον είναι αδύνατον να καταγραφούν από τον νουν αι ιδιότητες του και να αποτυπωθούν εις την μνήμην με σημείον αναφοράς συγκεκριμένον όνομα. Εις την δεξιάν πλευράν υπήρχεν η λίμνη της Μνημοσύνης, η οποία κατωνομάζετο και εφρουρείτο.

Το ύδωρ εις τον συμβολισμόν είναι το κατ’ εξοχήν σύμβολον της μνήμης ή της απουσίας της, αναλόγως της προελεύσεως και της σχέσεως του με τον περιβάλλοντα χώρον. Η διαφορά έγκειται πρώτον εις την φύσιν του ύδατος (καθαρόν/ακάθαρτον) δεύτερον εις την θέσιν (δεξιά/αριστερά), εκ της οποίας τούτο αναβλύζει και τρίτον εκ της πρώτης αρχής και γενέσεώς του, της φύσεως της πηγής του.

Από την αριστεράν κρήνην πίνουν ακάθεκτοι το ύδωρ της λήθης «αι πολλαί» προς ενσάρκωσιν ψυχαί. Προφανώς δεν γνωρίζουν ότι πρόκειται να απολέσουν την μνήμην των, επειδή η κρήνη δεν κατονομάζεται. Άλλωστε αι ψυχαί «των πολλών» είναι πολύ διψασμέναι, διότι επείγονται να ενσαρκωθούν, επομένως δεν καθυστερούν εις την δεξιάν λίμνην, πού φρουρείται. Η λευκή κυπάρισσος πλησίον της αριστεράς κρήνης, σημειοδοτεί, δια της απουσίας χρώματος, την απουσίαν της μνήμης. Στόχος της αριστεράς κρήνης, πού δεν κατονομάζεται δι’ ευνοήτους λόγους, είναι να σβήση από την ψυχή «των πολλών» τας προγενεστέρας μνήμας του γένους και των εμπειριών της.

Η όλη εικών φέρει εις το προσκήνιον τον στόχον των 2.000 τελευταίων ετών. Ο στόχος απέβλεπεν εις την εξάλειψιν της μνήμης της αρχαίας προγονικής λατρείας και κυρίως την κατάργησιν της εδραιωμένης πεποιθήσεως των επανενσαρκώσεων της ψυχής.

Εις την δεξιάν πλευράν υπάρχει κρήνη, η οποία προέρχεται από την φυλασσομένην λίμνην της Μνημοσύνης, το ύδωρ της οποίας είναι άφθονον. Ο μεμυημένος, ο οποίος αξιοί να πιή από ταύτην την λίμνην της Μνημοσύνης, δεν θα στερηθή τας μνήμας του. Διότι μεμυημένος είναι ο έχων κατακτήσει την γνώσιν της αιτίας των πραγμάτων και δεν αρκείται εις τα φαινομενικά αποτελέσματα, τα παρουσιαζόμενα εις τον κόσμον των αισθήσεων. Η γνώσις του ονόματος εις την Ελληνικήν Γλώσσαν ενεργοποιεί τας ουσιαστικάς ιδιότητας του πράγματος.

Η λίμνη φρουρείται από ισχυρούς, αγρύπνους φύλακας. Από την δεξιάν κρήνην είναι απηγορευμένον να πίουν αι ψυχαί, πλην των μεμυημένων, οι οποίοι δηλώνουν εις τους φύλακας την ουρανίαν των καταγωγήν λέγοντες:

«Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος, αυτάρ εμοί γένος ουράνιον. τόδε δ’ ίστε και αυτοί. Διψίη δ’ ειμί αύη και απόλλυμαι. Αλλά δότ’ αίψα ψυχρόν ύδωρ προρρέον της Μνημοσύνης από λίμνης». 

(Της Γης παιδί είμαι και του έναστρου Ουρανού• το γένος μου είναι βεβαίως ουράνιο. Αυτό το γνωρίζετε και οι ίδιοι. Φλέγομαι από την δίψα μου και χάνομαι• δώστε μου γρήγορα κρύο νερό που αναβρύζει από της Μνημοσύνης την λίμνη).

Η ψυχή του μεμυημένου κατονομάζει Μνημοσύνην την εκ δεξιών λίμνην. Γνωρίζει δηλαδή ότι, εφ’ όσον πίη εξ αυτής, δεν θα απολέση την Μνήμην του. Το ύδωρ, το οποίον εις την περίπτωσιν της λήθης είναι αίτια της αφαιρέσεως της μνήμης, εις την κρήνην της Μνημοσύνης είναι αιτία αναδύσεως των αναμνήσεων των προγενεστέρων της βίων από το βάθος της λίμνης. Άγνωστον το βάθος της (Ηράκλειτος, απ. 45).

Η αυτοσυνείδητος, μεμυημένη ψυχή αρνείται να παρασυρθή από το αίσθημα της δίψης της επιγείου ζωής, η οποία βρίθει λαθών και φαντασιώσεων, ακριβώς διότι δεν επιθυμεί να λησμονήση τόσον την καταγωγήν, όσον και τα βιώματα των παλαιών της ενσαρκώσεων. Διαισθάνεται ότι αυτά υπάρχουν ακόμη «δυνάμει» εις το βάθος της λίμνης — του υποσυνειδήτου της θα ήτο η σημερινή έκφρασις.

Δικαίωμα να πίουν από την κρήνην της Μνημοσύνης έχουν μόνον αι ψυχαί, πού γνωρίζουν την προέλευσιν της ουρανίας των καταγωγής.

Ταύτην φαίνεται ότι δεν απώλεσαν ακόμη όλοι οι Έλληνες. Η Ορφική Θεωρία της αναμνήσεως, πλήρως ανεπτυγμένη εις τους διαλόγους του Πλάτωνος, επιβεβαιοί ότι, εφ’ όσον αι αρχαίαι μεμυημέναι ψυχαί θα επιστρέφουν εις την γην, θα έχουν και την δυνατότητα προσπελάσεως εις τας αρχαίας, προγονικάς των μνήμας, ούσαι ενσυνειδήτως αρχαίαι Ελληνικαί ψυχαί. (Πλάτωνος «Πολιτεία» 498C, θεωρία των μετενσαρκώσεων).

Η μυστική κλεις, την οποίαν παραδίδουν αι Ορφικαί Πινακίδες, είναι η επίγνωσις του γένους της διπλής των καταγωγής: εκ της Γης και του Ουρανού, εις την οποίαν εντάσσεται το όλον είναι του όντος, το φθαρτόν σώμα και η αθάνατος ψυχή του.

«Η μεν ψυχή τω θείω, το δε σώμα τω θνητώ». 
(Πλάτωνος «Φαίδων» 80 Α)

Γης παις ειμί: Γη, η μητέρα του, η Γη Μήτρα, η Δήμητρα των Ελευσινίων Μυστηρίων, την οποίαν τιμά, εκ της οποίας εγεννήθη και εις την οποίαν θα επιστρέψη ο φθαρτός του φορεύς, το σώμα του.

Και Ουρανού αστερόεντος: Ουρανός, ο έναστρος νους της αθανάτου φύσεως του πατρός του, του επιτρέπει να αναγνωρίζη την ουρανίαν του καταγωγήν, η οποία οδηγεί εις την αθανασίαν καθ’ ομοίωσιν του πατρός του.

Κατ’ επέκτασιν, συνεπώς, κέκτηται δικαιωματικώς την μνήμην των εμπειριών, αι οποίαι διεμόρφωσαν ιδιότητας και χαρακτηριστικά της φυλετικής ταυτότητος της ψυχής του.

Και εις τας δύο περιπτώσεις, της Λήθης και της Μνημοσύνης, σύνδεσμος και κοινός συμβολικός όρος είναι το ύδωρ. Διότι κατά τον Όμηρον δια του ύδατος έρχεται εις την ζωήν η ψυχή με τον ένσαρκον φορέα της εις το Ζώδιον του Καρκίνου ως προς την Βόρειον Θύραν του Άντρου των Νυμφών, (ν 96—113) και Πορφύριος «Περί του εν Οδυσσεία των Νυμφών Άντρου». Κατά τον Ηράκλειτον προσδιοριστικόν στοιχείον των μετενσαρκώσεων είναι το υγρόν στοιχείον (απ. 12, 36, 76, 117). Επίσης ο Πλάτων εις την Πολιτείαν (621 Β), εις τον μύθον του Ηρός, αναφέρει ότι «όποιος έπινε περισσότερο νερό από τον Αμέλητα ποταμό, λησμονούσε τα πάντα».

Επιπροσθέτως το ύδωρ είναι το στοιχείον της συναισθηματικής έδρας της ψυχής. Ποσειδών, ο άναξ των συναισθηματικών υδάτων, σείει με την τρίαινάν του το τρις-υπόστατον είναι του όντος. Ουδείς φορεύς (επιθυμητικός/σωματικός, θυμικός/ψυχικός, λογιστικός/νοητικός, «Φαίδρος» ο μύθος του Ηνιόχου 246), εξαιρείται της κυριαρχίας του αδελφού του Διός, του Ποσειδώνος. Διότι ούτος είναι ο «δεύτερος εκ Διός ειληχώς πάντεσσιν ανάσσειν» (ο δεύτερος, που του έλαχεν ο κλήρος να βασιλεύη εις πάντας μετά τον Δία), ως προς τον Ορφικόν του Ύμνον. Ως δεύτερος ο Ποσειδών είναι ο άρχων του μέσου χώρου των ενσάρκων όντων. Ζευς, ο πρώτος άναξ του Ολύμπου, είναι ο άναξ της Νοήσεως και των Συλλογισμών.

Ο ένσαρκος φορεύς μετά τον θάνατον επιστρέφει εις το πλέον αργοδονούμενον στοιχείον, το στοιχείον της Γης. Εκεί θα φιλοξενηθή το φθαρτόν σώμα από την Μεγάλην Μητέρα Δήμητρα.

Η ψυχή μεταξύ δύο ενσαρκώσεων «μεταβάλλον αναπαύεται» είπεν ο Ηράκλειτος (Απ. 84α), επεξεργαζομένη τας βιωθείσας εμπειρίας και προετοιμαζομένη δια την μελλοντικήν της νέαν ενσάρκωσιν. Τα απ. 30, 36, 62, 77 του Ηρακλείτου δίδουν την ωλοκληρωμένην εικόνα της αενάου εναλλαγής ζωής/θανάτου των ψυχών, συμφωνών ο Ηράκλειτος μετά του ανωτέρω Ορφικού Αποσπάσματος των σχετικών Πινακίδων.

Ποία είναι η σημασία του προσδιορισμού της θέσεως, ως καθοριστικόν στοιχείον των δύο κρηνών, εις τον χώρον του Άδου, από τας οποίας προέρχεται το ύδωρ;

Η θέσις από την οποίαν θα δεχθή η ψυχή την ροήν του ύδατος, δια να μην απολέση τας μνήμας της, πρέπει να είναι η δεκτική, της δεξιάς κρήνης, εκ του δέχ-ομαι και όχι εκ της ευωνύμου (αριστεράς), εκείνης πού έχει (κατ’ ευφημισμόν;) ωραίον όνομα (ευ+όνομα). Η δεκτική ψυχή έχει την δυνατότητα δια των παλαιών της μνημονικών αποτυπώσεων, των υπαρχουσών «δυνάμει» εις την λίμνην/ψυχήν, να αποδέχεται ενσυνειδήτως τας παλαιάς αποτυπώσεις (τα εκμαγεία του Πλάτωνος εις τον «Θεαίτητον» 194D-197) κατά την νέαν της ενσάρκωσιν. Κατά συνέπειαν η ενσυνείδητος δεκτικότης είναι εκείνη πού επιτρέπει και προωθεί συγκρίσεις «των εκμαγείων» των αλλεπαλλήλων προγενεστέρων της βίων δια της αναμνήσεως (Πλάτωνος «Μένων» 81-83, «Φαίδων» 72Ε-77Β, «Θεαίτητος» 191C-195Β). Αποκτά έτσι την ικανότητα διακρίσεως αντικειμενικής αποδοχής ή απορρίψεως των εμφανιζομένων καταστάσεων του τρέχοντος βίου, προκειμένου να προοδεύση εις την κοπιώδη ανελικτικήν της πορεία. Πώς θα ήτο δυνατόν να κρίνη και να αποφασίζη άνευ βιωματικών συγκρίσεων προγενεστέρων εμπειριών του συνόλου των βίων της;

Εάν έχη συνειδητοποιήσει την σημασίαν των αποτυπώσεων/εκμαγείων αφ’ ενός των προγενεστέρων της εμπειριών και αφ’ ετέρου την σημασίαν της γενεαλογικής της προελεύσεως, θα απαιτήση να της επιτρέψουν οι φύλακες, οι οποίοι και αυτοί γνωρίζουν την ουρανίαν καταγωγήν της, να πιή το ύδωρ εκ της δεξιάς κρήνης. Συμπερασματικώς, κατά την Ορφικήν Παράδοσιν, η εξελικτική πορεία της ψυχής έχει βάσιν την γνώσιν, η οποία αποκτάται από τας εμπειρίας του συνόλου των βίων και δεν βασίζεται εις πίστιν ή δόγμα. Η ψυχή καθίσταται δεκτική και ως δεκτική είναι φύσει δια+λεκτικήΔια+λεκτική η ψυχή δικαιούται

«να πιή από την ιερά κρήνη και να βασιλεύη μαζύ με τους άλλους ήρωες...».


Βιβλιογραφία:



  • «ORPHICORUM RAGMENTA», Otto Kern.
  • Ορφικοί Ύμνοι, εκδ. Eγκ. ΗΛΙΟΥ.
  • Πλάτωνος «Μένων», «Θεαίτητος», «Πολιτεία», «Φαίδων», εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ.
  • «ΟΡΦΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ», Jane Helen Harrison, εκδ. ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ 1995.
  • «ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ», Κων. Γ. Κουρτίδου, εν Αθήναις 1934.
  • «ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ», Χ.Α. Λαμπρίδης, εκδ. ΚΛΕΙΩ.Το  άρθρον δημοσιεύθηκε στο περιοδικόν «Ελληνική Αγωγή», έτος 7ο, Αρ. Φύλλου 15/68, Δεκεμβρίου 2002. 

  • Α λ τ ά ν η, Π. Φ., Δεκέμβριος 2002


    Η Γέννηση της Αφροδίτης του Botticelli

    Sandro Botticelli - La Νascita di Venere


    ΠΥΡίΣΠΟΡΟΣ


    Η Γέννηση της Αφροδίτης (ΙταλικάLa nascita di Venere) είναι πίνακας ζωγραφικής του Ιταλούκαλλιτέχνη της ΑναγέννησηςΣάντρο Μποτιτσέλι. Φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1485–1486. Σήμερα βρίσκεται στη συλλογή του μουσείου Ουφίτσι στη Φλωρεντία, στην αίθουσα που είναι αφιερωμένη στο μεγάλο δημιουργό. Αποτελεί μια από τις αρτιότερες αισθητικά δημιουργίες του Φλωρεντίνου καλλιτέχνη. Η έμπνευση για τον πίνακα δίνεται από μια μυθολογική αφήγηση του Οβιδίου και συνιστά μιανεοπλατωνική αλληγορία βασισμένη στην αντίληψη της αγάπης ως γενεσιουργού δύναμης.
    Είναι άγνωστο σε εμάς ποιος παρήγγειλε τον πίνακα αυτό στον Ιταλό καλλιτέχνη, ωστόσο πιστεύεται πως φτιάχτηκε για κάποιο μέλος της οικογένειας των Μεδίκων. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν πως αποτελεί ύμνο στην αγάπη του Τζουλιάνο ντι Πιέρο των Μεδίκων για τη Σιμονέττα Κατανέο Βεσπούτσι, που ζούσε στο Πορτοβένερε (μετάφραση: Λιμάνι της Αφροδίτης), μια παραθαλάσσια πόλη για την οποία μια τοπική παράδοση λέει πως αποτελεί το μέρος όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη. Σημειώνεται πως ο Μποτιτσέλι αγαπούσε μυστικά και ο ίδιος την όμορφη Σιμονέττα, που ήταν ερωμένη του ευγενούς από την οικογένεια των Μεδίκων. Πιστεύεται πως η Σιμονέττα αποτέλεσε το μοντέλο για την Αφροδίτη στον πίνακα, αλλά και για άλλες κοπέλες σε έργα του Μποτιτσέλι, όπως συνέβη και στην Άνοιξη (Primavera).
    Σύμφωνα με έναν αρχαίο ελληνικό μύθο, όταν ο Κρόνος πήρε τη βασιλεία από τον πατέρα του, τον Ουρανό, έκοψε τα γεννητικά του όργανα και τα πέταξε στη θάλασσα. Από τους αφρούς της θάλασσας, αναδύθηκε κοντά στην Κύπρο (σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση) η θεά Αφροδίτη. Στον πίνακα λοιπόν, η θεά Αφροδίτη αναδύεται από το νερό μέσα σε ένα όστρακο που φυσούν ο Ζέφυρος και η Αύρα προς την ακτή της Κύπρου ή των Κυθήρων. Στην ακτή την υποδέχεται μια από τις Ώρες, θεότητες των εποχών, που της προσφέρει έναν μανδύα. Σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, η γυμνή θεά είναι σύμβολο πνευματικής και όχι γήινης αγάπης. Η ανατομία της Αφροδίτης δεν αποτελούν εκφράσεις κλασικού ρεαλισμού, όπως στα έργα του Ραφαήλ ή του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Ωστόσο οι ανατομικά ανορθόδοξες λεπτομέρειες του πίνακα μονάχα συμβάλλουν στην αιθέρια ομορφιά του.
    Το σχέδιο είναι αρμονικό και ντελικάτο: οι γραμμές κομψές και δημιουργούν, με τα κύματα που σκάνε στην ακτή, τις πτυχώσεις των ρούχων, την αρμονική ροή των μαλλιών της θεάς, διακοσμητικά κυματοειδή παιχνιδίσματα. Τα χρώματα είναι φωτεινά, οι μορφές καθαρές και ραφιναρισμένες. Το γυμνό σώμα της Αφροδίτης είναι ύμνος στην κλασσική ομορφιά και στην αγνότητα της ψυχής, ενώ για τη στάση της ο Μποτιτσέλι ακολούθησε το πρότυπο της Αιδήμονος Αφροδίτης (Venus Pudica).
    Το θέμα της Αφροδίτης είναι σαφώς παγανιστικό, σε μια εποχή που τα περισσότερα έργα τέχνης απεικόνιζαν Ρωμαιοκαθολικά θέματα. Αν και ορισμένα από τα έργα του φλωρεντίνου ζωγράφου καταστράφηκαν εξαιτίας των θεμάτων τους, η Αφροδίτη διασώθηκε χάρη στην επιρροή του Λαυρεντίου των Μεδίκων. Ο πίνακας έχει επηρεάσει κατά πολύ και τη σύγχρονη κουλτούρα με εμφανίσεις σε διάφορες ταινίες και βιβλία. Επιπροσθέτως το πρόσωπο της Αφροδίτης απεικονίζεται στο δεκάλεπτο των ιταλικών κερμάτων ευρώ.


    Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

    " ΕΛΕΝΗ' Γιώργος Σεφέρης

    Helen of Troy- Evelyn de Morgan, 1898

    Το ποίημα Ελένη που ακολουθεί ανήκει στη συλλογή «Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν...» (1955), γράφτηκε όμως, κατά δήλωση του ποιητή, το 1953, όταν ο Σεφέρης ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κύπρο. Ξαναπήγε το 1954 και το 1955. Το 1955 θ’ αρχίσει ο Κυπριακός αγώνας κατά της αγγλικής κατοχής. Ο Σεφέρης από τις θέσεις του στο διπλωματικό σώμα θα παρακολουθήσει από πολύ κοντά τις φάσεις του κυπριακού δράματος.
    Για να κατανοήσουμε το ποίημα, πρέπει να έχουμε υπόψη μας πρώτα πρώτα δύο αρχαίους μύθους, που αποτελούν τον πυρήνα του:
    α) Ο μύθος του Τεύκρου: Ο Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα, έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, όπου διακρίθηκε ως τοξότης. Όταν επέστρεψε στη Σαλαμίνα, ο πατέρας του δεν τον δέχτηκε, γιατί έκρινε ότι δε συμπαραστάθηκε αρκετά στον αδελφό του Αίαντα, που αυτοκτόνησε, επειδή οι Αχαιοί δεν έδωσαν σ’ αυτόν ως αριστείο τα όπλα του Αχιλλέα. Ο Τεύκρος τότε, υπακούοντας σε χρησμό του Απόλλωνα, έφυγε στην Κύπρο, όπου και ίδρυσε πόλη και της έδωσε το όνομα Σαλαμίνα (κοντά στη σημερινή Αμμόχωστο) ως ανάμνηση της πατρίδας του.
    β) Ο μύθος της Ελένης: Σύμφωνα με μια εκδοχή αυτού του μύθου η Αφροδίτη δεν έδωσε στον Πάρη την πραγματική Ελένη, αλλά ένα ομοίωμά της. Την Ελένη τη μετέφερε ο Ερμής, με εντολή της Ήρας, στην Αίγυπτο, στο παλάτι του βασιλιά Πρωτέα, όπου τη συνάντησε ο Μενέλαος επιστρέφοντας από την Τροία. Την εκδοχή αυτή του μύθου διαπραγματεύεται ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ελένη. Στην τραγωδία συναντάει την Ελένη στην Αίγυπτο και ο Τεύκρος, που περνάει από κει ταξιδεύοντας για την Κύπρο.
    Ο Σεφέρης προτάσσει ως μότο στο ποίημά του τρία αποσπάσματα της τραγωδίας του Ευριπίδη, που συνοψίζουν τους δύο μύθους:
    ΤΕΥΚΡΟΣ: ...στη θαλασσινή Κύπρο, όπου μου όρισε ο Απόλλων να κατοικώ, δίνοντάς της το νησιώτικο όνομα Σαλαμίνα ως ανάμνηση εκείνης της πατρίδος μου (στ. 148-150).
    ΕΛΕΝΗ: Εγώ δεν πήγα στην Τρωάδα, ένα είδωλό μου ήταν (στ. 582).
    ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Τι λες; Ώστε για μια νεφέλη τραβήξαμε του κάκου τόσα βάσανα; (στ. 706).
    Επίσης πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Σεφέρης δεν παραμένει στους αρχαίους μύθους, αλλά τους μεταφέρει στην εποχή μας, δηλαδή τους κάνει να εκφράζουν σύγχρονες εμπειρίες. Και εδώ ας σκεφτούμε ότι ο ποιητής έζησε τους δυο παγκόσμιους πολέμους και τη μικρασιατική καταστροφή, που τον έπληξε ιδιαίτερα, αφού του στέρησε την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σμύρνη, όπου γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια.
    Στο ποίημα μιλάει ο Τεύκρος. Πίσω όμως από τα λόγια του συχνά θ’ ακούμε τη φωνή του ποιητή.

    ΤΕΥΚΡΟΣ
    ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν
    οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν
    Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
    .................................................................
    ΕΛΕΝΗ
    Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.
    ....................................................................
    ΑΓΓΕΛΟΣ
    Τί φῄς;
    Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
    ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ

    «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

    Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλων,
    συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
    στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
    αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
    Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
    βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙
    και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

    «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

    Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
    Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
    καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
    ή των θεών∙
                                                    η μοίρα μου που κυματίζει
    ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
    και μιαν άλλη Σαλαμίνα
    μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
                                                    Το φεγγάρι
    βγήκε  απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
    σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
    την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
    Που είν’ η αλήθεια;
    Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
    το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

    Αηδόνι ποιητάρη,
    σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
    σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
    κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ‘λεγε;– η Ελένη!
    Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
    Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:
    «Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
    «Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
    Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

    Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
    το ανάστημα
    ίσκιοι και χαμόγελα παντού
    στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
    ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
    με τα μεγάλα βλέφαρα,
    ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.
                            Και στην Τροία;
    Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
    Έτσι το θέλαν οι θεοί.
    Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
    πλάσμα ατόφιο∙
    κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

    Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
    Τόσα κορμιά ριγμένα
    στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
    τόσες ψυχές
    δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
    Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα
    για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
    μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
    για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
    Κι ο αδερφός μου;
                            Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,
    τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

    «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

    Δακρυσμένο πουλί,
    στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
    που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
    άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
    αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
    αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
    τον παλιό δόλο των θεών∙
                                                    αν είναι αλήθεια
    πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
    ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
    ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
    είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
    δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
    μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
    πως τόσος πόνος τόση ζωή
    πήγαν στην άβυσσο
    για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

    Πλάτρες: χωριό της Κύπρου στις πλαγιές του όρους Τρόοδος, κοσμικό θέρετρο στα χρόνια της αγγλοκρατίας.
    γυριογιάλι: ακτή
    Τοξότης, Σορπιός: αστερισμοί
    ξαστοχώ: αστοχώ
    στ. 14-15: το στερνό σπαθί: το σπαθί με το οποίο αυτοκτόνησε ο Αίας, γεγονός που στάθηκε αιτία να εξοριστεί ο Τεύκρος και να εγκατασταθεί στη Σαλαμίνα της Κύπρου (μιαν άλλη Σαλαμίνα).
    στ. 17: σαν Αφροδίτη: όπως η Αναδυόμενη Αφροδίτη, που κατά την παράδοση αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας στην Πάφο της Κύπρου (Κύπρις, Παφία).
    Πρωτέας: (Πρωτεύς) θαλασσινός δαίμονας, που άλλαζε συνεχώς μορφή και κατά τον Ευριπίδη βασιλιάς της Αιγύπτου.
    χείλια: (της ερήμου)∙ εδώ η άκρη (της ερήμου).
    στ. 23: ποιητάρη: ο χαρακτηρισμός αυτός του αηδονιού, καθώς και δακρυσμένο πουλί πιο κάτω (στ. 54) ανήκει στον Ευριπίδη. Στην Κύπρο ποιητάρης λέγεται σήμερα ο λαϊκός ποιητής. Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί εδώ μια λέξη τοπική.
    στ. 25: σκλάβες Σπαρτιάτισσες: πρόκειται για τις Σπαρτιάτισσες γυναίκες στην Αίγυπτο, που αποτελούν το χορό της τραγωδίας του Ευριπίδη.
    Δέλτα: το Δέλτα του Νείλου.
    ατόφιος: γνήσιος.
    αδερφός: ο Αίας ο Τελαμώνιος.
    στ. 52: τι ‘ναι θεός κτλ.: πρόκειται για μετάφραση του στίχου του Ευριπίδη (Ελένη, 1137): «ὅ,τι θεός ἤ μή θεός ἤ τό μέσον, τίς φησ’ ἐρευνήσας βροτῶν» δηλ. ποιος άνθρωπος μπορεί να βρει και να πει τι είναι θεός κτλ.
    τάζω: υπόσχομαι (αναφέρεται στη φράση του Ευριπίδη «όπου μου όρισε ο Απόλλων να κατοικώ».

    Ανάλυση ποιήματος
    Στο ποίημα αυτό αξιοποιείται από το Σεφέρη η μυθικής μέθοδος, δημιουργώντας μια συστοιχία ανάμεσα στα συναισθήματα και τις περιστάσεις που βιώνει ο Τεύκρος με τη συναισθηματική κατάσταση και τις σκέψεις του ίδιου του ποιητή.
    Ο Τεύκρος, διωγμένος από την πατρίδα του, φτάνει στην Κύπρο, έχοντας ακόμη νωπές τις πικρές εμπειρίες του Τρωικού Πολέμου. Η συνάντησή του εκεί με την Ελένη, φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο με τη τραγική διαπίστωση πως ο δεκαετής πόλεμος με τους χιλιάδες νεκρούς έγινε για ένα είδωλο, για ένα σύννεφο, αφού η πραγματική Ελένη δεν έφτασε ποτέ στην Τροία.
    Ο Γιώργος Σεφέρης φτάνει στην Κύπρο το 1953, έχοντας βιώσει τις τραγικές για την Ελλάδα συνέπειες του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και φυσικά του Εμφυλίου. Οι Έλληνες, που πλήρωσαν για τους πολέμους αυτούς υψηλό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, βρέθηκαν σε στενή συσχέτιση με την Αγγλία, έχοντας αρχικά ως κοινό εχθρό τους Γερμανούς κι αμέσως μετά με την αποφασιστική επέμβαση των αγγλικών (και αμερικανικών) δυνάμεων προκειμένου ο εμφύλιος πόλεμος να μη γείρει προς την πλευρά των κομμουνιστών και κατ’ επέκταση της Ρωσίας.
    Η εμπλοκή όμως της Αγγλίας με την πορεία του ελληνικού λαού δεν τερματίζεται εκεί εφόσον ήδη από το 1878 κατέχουν την Κύπρο, χωρίς να δείχνουν καμία διάθεση να την εγκαταλείψουν.  
    Το 1953, λοιπόν, είναι μια πολύ σημαντική χρονιά για την Κύπρο, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έχει ξεκινήσει με ένταση τις προσπάθειές του να τερματίσει την Αγγλική κυριαρχία και να κερδίσει για το λαό του το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Η ένοπλη σύγκρουση με τις αγγλικές δυνάμεις θα ξεκινήσει δύο χρόνια μετά, ο ποιητής όμως αντιλαμβάνεται ήδη τα προμηνύματα ενός νέου πολέμου.
    Η αντιπολεμική διάθεση της ποιητικής σύνθεσης του Σεφέρη, δεν αποτελεί φυσικά σχόλιο για την επιθυμία του κυπριακού λαού να διεκδικήσει την ελευθερία του, εκφράζει όμως τη γενικότερη σκέψη του ποιητή πως κάποτε θα πρέπει να τεθεί ένα τέρμα στους συνεχείς πολέμους και τις απώλειες χιλιάδων ανθρώπων.
    Στα πλαίσια του ποιήματος η φωνή του ποιητή διαπλέκεται με τη φωνή του Τεύκρου, καθώς οι σκέψεις και οι εμπειρίες των δύο ανδρών βρίσκονται σε μια διαρκή συσχέτιση.

    «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

    Ο αρχικός στίχος του ποιήματος, παρ’ όλο που τίθεται σε εισαγωγικά δεν αποτελεί δάνειο από κάποιο άλλο κείμενο.
    Μια απλή διαπίστωση για το κελάηδημα των αηδονιών θα λειτουργήσει ως το σημείο ένωσης των δυο εποχών και συνάμα ως το μοτίβο που με την επανάληψή του θα συνέχει δομικά το ποίημα. Οι τρεις επαναλήψεις του στίχου αυτού, χωρίζουν το ποίημα σε αντίστοιχες ενότητες, όπου κάθε φορά υπερισχύει είτε η φωνή του Σεφέρη είτε του Τεύκρου.
    Το γλυκό κελάηδημα των αηδονιών που ακούει ο ποιητής, ενώ εκφράζει μια γαλήνια ατμόσφαιρα και φέρνει εικόνες ομορφιάς στο νου του αναγνώστη, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα συναισθήματα των βασικών προσώπων του ποιήματος.

    Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλων,
    συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
    στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
    αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
    Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
    βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙
    και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

    Ο ποιητής, μη μπορώντας να κοιμηθεί, στρέφει την προσοχή του στο αηδόνι που με το τραγούδι του κυριαρχεί σε όλο το τοπίο και το δίχως άλλο έχει κρατήσει ξύπνιους κι άλλους ανθρώπους σε προγενέστερες εποχές. Απευθύνει, λοιπόν, το λόγο σ’ αυτό το ντροπαλό πουλί που κρύβεται μέσα στα φύλλα των δέντρων και με το τραγούδι του διατρέχει χωρικά και χρονικά τον κυπριακό τόπο. Το εύθυμο τραγούδι του είναι αυτό που δίνει μια μουσική δροσιά, μια αίσθηση ευδαιμονίας στο δάσος, αλλά είναι κι αυτό που συντροφεύει τη δύσκολη πορεία των ψυχών των ανθρώπων που έχουν πεθάνει και γνωρίζουν πως πια δεν μπορούν να επιστρέψουν πίσω.
    Κρυμμένο στα φύλλα (τυφλή φωνή) το αηδόνι, συνοδεύει με το τραγούδι του, όχι μόνο την αδιόρατη πορεία των ψυχών αλλά και τις κινήσεις και πράξεις των ζωντανών ανθρώπων -τώρα αλλά και στο παρελθόν- αποτελώντας τη μόνιμη γλυκιά ηχητική υπόκρουση που συνέχει διαχρονικά τον πολυτάραχο βίο του νησιού.
    Η φωνή του αηδονιού υπήρξε παρούσα στις παλαιότερες προσπάθειες των κατοίκων να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, κι είναι παρούσα και τώρα που η «ξαγριεμένη σκλάβα», η Κύπρος, είναι έτοιμη να ξεσηκωθεί ξανά. Τα φιλήματα, όπως και κάθε ερωτική διάθεση, είναι παράταιρα, σ’ αυτό το τρικύμισμα της κυπριακής ψυχής που έχοντας για χρόνια ανεχτεί την αγγλική κυριαρχία, βρίσκεται σ’ επαναστατική εγρήγορση.

    «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

    Με τη δεύτερη επανάληψη του στίχου, περνάμε από την οπτική του ποιητή, σ’ εκείνη του Τεύκρου, που φτάνει, όπως και ο Σεφέρης, για πρώτη φορά στην Κύπρο.
    Η διαχρονική παρουσία των αηδονιών στο νησί, αποτελούν το ποιητικό εύρημα που συνδέει τους συλλογισμούς του ποιητή μ’ εκείνους του Τεύκρου. Όπως στην πρώτη ενότητα τα αηδόνια δεν επιτρέπουν στον ποιητή να κοιμηθεί, έτσι κι ο Τεύκρος, μη μπορώντας να κοιμηθεί, αφήνεται στις σκέψεις του. 

    Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
    Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
    καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
    ή των θεών∙

    Ο Τεύκρος έχοντας έρθει χωρίς τη δική του θέληση στο νησί, εκφράζει την ενόχλησή του αναρωτώμενος αν γνωρίζει κανείς τις Πλάτρες ή την Κύπρο.
    Μετά από δέκα χρόνια συνεχούς πολέμου στην Τροία κι ενώ ήλπιζε πως θα μπορέσει να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στην πατρίδα του, αναγκάζεται να έρθει σ’ αυτό το νησί που ούτε το γνωρίζει, και προφανώς ούτε ήθελε να το γνωρίσει.
    Η ζωή του Τεύκρου υπήρξε περιπετειώδης, καθώς τον οδήγησε σ’ ένα μακρινό τόπο να πολεμά για πολλά χρόνια, και φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τις τρέλες ανθρώπων και θεών.
    Η αρπαγή της Ελένης, ο θυμός του Αχιλλέα, η αυτοκτονία του Αίαντα, αποτελούν μερικές μόνο από τις τρέλες των ανθρώπων, πίσω από τις οποίες υπήρχε πάντοτε η ακατάπαυστη εμπλοκή των θεών.
    Ενδιαφέρον έχει η συσχέτιση που μπορεί να γίνει ανάμεσα στη ζωή του Τεύκρου και του Σεφέρη, υπό την έννοια ότι κι ο ποιητής (ως διπλωμάτης) αναγκάστηκε να ταξιδέψει σε πολλά μέρη και φυσικά να γνωρίσει τις τραγικές συνέπειες που μπορούν να έχουν οι επικίνδυνες τρέλες των ανθρώπων (2ος  παγκόσμιος, εμφύλιος).

                                                    η μοίρα μου που κυματίζει
    ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
    και μιαν άλλη Σαλαμίνα
    μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.

    Μετά το τέλος του τρωικού πολέμου, η μοίρα του Τεύκρου καθορίζεται από την αυτοκτονία του αδερφού του Αίαντα (το στερνό σπαθί) κι από το χρησμό του Απόλλωνα που τον φέρνει στην Κύπρο (σ’ αυτό το γυρογιάλι) να ιδρύσει μια νέα Σαλαμίνα.

                                                    Το φεγγάρι
    βγήκε  απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
    σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
    την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
    Που είν’ η αλήθεια;
    Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
    το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

    Η εμφάνιση του φεγγαριού στο βάθος του ορίζοντα, σαν να βγαίνει μέσα από τη θάλασσα, φέρνει συνειρμικά στη σκέψη του ποιητή τη γέννηση της Αφροδίτης, που σύμφωνα με το μύθο γεννήθηκε στον αφρό της θάλασσας, κοντά στην Κύπρο, όταν ο Κρόνος πέταξε εκεί τα γεννητικά όργανα του πατέρα του Ουρανού, που του τα έκοψε όταν του πήρε τη βασιλεία.
    Το φεγγάρι με την εμφάνισή του καλύπτει τον αστερισμό του Τοξότη και καθώς κινείται πλησιάζει και προς τον Αντάρη, το αστέρι που αποτελεί την Καρδιά του Σκορπιού, το φωτεινότερο δηλαδή αστέρι του αστερισμού αυτού.
    Με την εμφάνιση, λοιπόν, του φεγγαριού το σκηνικό του ουρανού αλλάζει κι όλα αποκτούν μια διαφορετική εικόνα, γεγονός που δημιουργεί στον Τεύκρο τη σκέψη πως καθετί μπορεί εύκολα να αλλάξει μορφή, ακόμη και η ίδια η πραγματικότητα.
    Αναρωτιέται, επομένως, ο ήρωας που είναι η αλήθεια, από τη στιγμή που τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο και καθετί μπορεί να αποκτήσει ανά πάσα στιγμή μια διαφορετική εικόνα. Ο ίδιος, για παράδειγμα, υπήρξε στον πόλεμο τοξότης -και μάλιστα ο καλύτερος που είχε ο ελληνικός στρατός- κι όμως η μοίρα του μοιάζει με αυτή ενός ανθρώπου που δεν πέτυχε το στόχο του (ξαστόχησε). Το ειρωνικό λογοπαίγνιο με τον τοξότη που ξαστοχεί, συνδέεται συνειρμικά με την αναφορά στον αστερισμό του Τοξότη.
    Οι σκέψεις του Τεύκρου, που μοιάζει πλέον να ελέγχει εκ νέου όλη του τη ζωή, νιώθοντας πως όλες του οι βεβαιότητες έχουν ανατραπεί, δεν είναι το αποτέλεσμα μόνο της παρατήρησης της επίδρασης που έχει η εμφάνιση του φεγγαριού στην εικόνα του ουρανού, αλλά κυρίως όσων προηγήθηκαν στην Αίγυπτο, όπου ο ήρωας πήγε λίγο προτού έρθει στην Κύπρο.

    Αηδόνι ποιητάρη,
    σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
    σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
    κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ‘λεγε;– η Ελένη!
    Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
    Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:
    «Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
    «Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
    Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

    Η αποστροφή στο αηδόνι, σηματοδοτεί το πέρασμα της διήγησης του Τεύκρου σ’ ένα προγενέστερο χρονικά επίπεδο, μιας και το τραγούδι του αηδονιού λειτουργεί ως το μέσο που συνδέει τις διαφορετικές χρονικές στιγμές, εποχές και οπτικές του ποιήματος.
    Μια παρόμοια νύχτα, λέει ο Τεύκρος, στην Αίγυπτο (το ακροθαλάσσι του Πρωτέα) οι Σπαρτιάτισσες σκλάβες (η συνοδεία της Ελένης), ακούγοντας το τραγούδι του αηδονιού, άρχισαν να θρηνούν, κινούμενες προφανώς από συναισθήματα νοσταλγίας. Εκείνο, βέβαια, που προκάλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη για τον ήρωα ήταν η παρουσία της Ελένης ανάμεσά τους. Η γυναίκα που για χρόνια τη διεκδικούσαν πολεμώντας κοντά στον ποταμό της Τροίας, τον Σκάμαντρο, ήταν στην άκρη της ερήμου. Ο ήρωας που, εύλογα, θεώρησε αδιανόητη την εκεί παρουσία της Ελένης φροντίζει να την αγγίξει, προκειμένου να πειστεί, και συνομιλεί μαζί της, θέλοντας να μάθει την αλήθεια.
    Η Ελένη αρνείται επίμονα πως βρέθηκε στην Τροία, τονίζοντας όχι μόνο την πλάνη των Ελλήνων, αλλά και τη δική της αθωότητα. Η ίδια ουδέποτε πήγε στην Τροία, και φυσικά ουδέποτε θέλησε να συμβούν όλα αυτά τα δεινά στους Έλληνες πολεμιστές.
    Τα λόγια της Ελένης είναι παρμένα από το Φαίδρο του Πλάτωνα, όπου ο φιλόσοφος διασώζει τους στίχους αυτούς από την παλινωδία του Στησίχορου. Ο λυρικός ποιητής είχε συνθέσει ένα ποίημα στο οποίο κατηγορούσε την Ελένη, έπειτα όμως άλλαξε γνώμη (παλινωδία) συνθέτοντας ένα καινούριο στο οποίο αποκαθιστούσε τη φήμη της. Η Ελένη δεν ήταν υπεύθυνη για όσα είχαν συμβεί, μιας και η ίδια δεν έφτασε ποτέ στην Τροία.

    Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
    το ανάστημα
    ίσκιοι και χαμόγελα παντού
    στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
    ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
    με τα μεγάλα βλέφαρα,
    ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.

    Ο Τεύκρος προχωρά σε μια περιγραφή της Ελένης, προκειμένου ο ισχυρισμός του ότι την είδε να αποκτήσει την αναγκαία αληθοφάνεια. Πλούσιο στήθος (βαθύ στηθόδεσμο), λαμπερά ξανθά μαλλιά (τον ήλιο στα μαλλιά) κι ωραίο σώμα, με τις καμπύλες του να δημιουργούν ελκυστικά παιχνίδια φωτοσκίασης, στους ώμους, στους μηρούς και στα γόνατα. Οι ίσκιοι και τα χαμόγελα αναφέρονται στα σημεία του σώματος που προβάλλουν κι σ’ εκείνα που μένουν κρυμμένα, ερεθίζοντας τη φαντασία όποιου αντικρίζει την εξαίσια αυτή γυναίκα. Υπέροχο νεανικό δέρμα και όμορφα μεγάλα μάτια, που δικαιολογούν τον ασίγαστο θαυμασμό που προκαλούσε η Ελένη.
    Η περιγραφή του Τεύκρου είναι εκτενέστερη από εκείνη του Ομήρου, ο οποίος προκειμένου να μην υπονομεύσει την ομορφιά της Ελένης με την περιγραφή του, είχε μιλήσει μόνο για τα ξανθά μαλλιά της και άφηνε τους ακροατές του να τη φαντάζονται σ’ όλη της τη θελκτικότητα, παρουσιάζοντας μόνο τις έντονες αντιδράσεις όσων την αντίκριζαν.
    Εντούτοις, ακόμη και η αναλυτικότερη περιγραφή που δίνει ο Σεφέρης, μέσω του Τεύκρου, βασίζεται  κυρίως σε υπαινιγμούς για τον ερωτισμό και το κάλλος της Ελένης, χωρίς επί της ουσίας να περιορίζει τη φαντασία του αναγνώστη.

                            Και στην Τροία;
    Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
    Έτσι το θέλαν οι θεοί.
    Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
    πλάσμα ατόφιο∙
    κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

    Η Ελένη, λοιπόν, ήταν στην Αίγυπτο και στην Τροία δε βρισκόταν τίποτε περισσότερο από ένα είδωλό της. Ο Πάρης κοιμόταν μ’ έναν ίσκιο, με μια γυναίκα που δεν ήταν αληθινή, νομίζοντας πως κοιμάται με την πραγματική Ελένη, κι οι Έλληνες σφάζονταν επί δέκα χρόνια, για το ίδιο ανυπόστατο είδωλο.
    Μια πλάνη που κινούσε τα νήματα της ζωής των Ελλήνων για δέκα ολόκληρα χρόνια, δημιουργημένη από τους ίδιους τους θεούς.

    Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
    Τόσα κορμιά ριγμένα
    στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
    τόσες ψυχές
    δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
    Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα
    για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
    μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
    για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
    Κι ο αδερφός μου;
                            Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,
    τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

    Η πλάνη αυτή των θεών θα προκαλέσει ανείπωτες συμφορές και πόνους στην Ελλάδα, οπού για μια δεκαετία θα θυσιάσει χιλιάδες παιδιά της. Νεκρά σώματα στις θάλασσα, στη γη, χιλιάδες ψυχές που ρίχτηκαν σαν το σιτάρι στις μυλόπετρες. Η παρομοίωση αυτή τονίζει το μεγάλο βασανισμό που υπέστησαν οι Έλληνες, που σκοτώθηκαν μακριά απ’ την πατρίδα τους, έχοντας περάσει πολλαπλές κακουχίες.
    Τόσοι ήταν οι νεκροί, ώστε το νερό στις όχθες των ποταμών φούσκωνε το αίμα που έρρεε στη λάσπη. Μια αποτρόπαιη εικόνα, που υπογραμμίζει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τη φρίκη και τη ματαιότητα όλων αυτών θανάτων.
    Κι όλα αυτά για το τίποτα, για τον κυματισμό ενός λινού υφάσματος, για ένα σύννεφο, για το τίναγμα των φτερών μιας πεταλούδας, για το πούπουλο ενός κύκνου, για ένα άδειο πουκάμισο, για μιαν Ελένη, που δε βρισκόταν εκεί.
    Οι αναφορές του Τεύκρου για τη ματαιότητα του πολέμου, δίνονται με ασύνδετο σχήμα, για να τονιστεί η ακατάπαυστη ροή του λόγου και η ένταση που προκαλείται στον ήρωα όταν συνειδητοποιεί ότι όλες αυτές οι θυσίες έγιναν χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο. Γιατί πέθαναν τόσοι άνθρωποι; Γιατί θυσίασαν τη ζωή τους; Για να διεκδικήσουν ένα αδειανό πουκάμισο;
    Κι ο αδερφός μου, αναρωτιέται ο Τεύκρος, κι αυτός ακόμη πέθανε χωρίς λόγο; Η αναφορά στον Αίαντα έρχεται για να υπενθυμίσει το κόστος του πολέμου για τον ήρωα, γιατί παρ’ όλο που ο ίδιος ο Τεύκρος επέζησε, έχασε ωστόσο τον αδερφό του και μαζί το δικαίωμα να δει ξανά την πατρίδα του.
    Ο ήρωας στρέφεται εκ νέου στο αηδόνι και με μια τριπλή προσφώνηση, του θέτει το καίριο, μα ρητορικό ερώτημα, που βασανίζει πια την ψυχή του. Τι είναι θεός, τι δεν είναι και τι βρίσκεται ανάμεσα στα δύο. Με την έννοια: υπάρχει θεός ή μήπως δεν υπάρχει, κι αν όχι τότε τι μπορεί να τεθεί στη θέση του.
    Η απορία αυτή του Τεύκρου αναδεικνύει τον κλονισμό που έχει συμβεί στην ψυχή του ήρωα σχετικά με την ύπαρξη των θεών και την πραγματική τους φύση. Αν οι θεοί προκάλεσαν τόσες συμφορές στους Έλληνες, για ποιο λόγο να συνεχίσει κανείς να τους εμπιστεύεται ή και να τους πιστεύει.

    «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

    Με την επανάληψη αυτή του στίχου επιστρέφουμε στο παρόν του Τεύκρου, στην Κύπρο και συνάμα στο παρόν του ποιητή. Το τελευταίο μέρος του ποιήματος που περιέχει το επιμύθιο του ποιήματος μας φέρνει στην ταύτιση των σκέψεων του Τεύκρου και του ποιητή, όπου με βάση την ίδια απάτη των θεών, προβληματίζονται για τις αλήθειες της ζωής.
    Ο Τεύκρος έζησε τον δεκαετή Τρωικό Πόλεμο, για χάρη μιας γυναίκας που δεν ήταν πραγματική, για ένα είδωλο. Ενώ, ο Σεφέρης γνώρισε τις πολλαπλές συμφορές των Ελλήνων κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Η σύγχρονη περιπέτεια τον Ελλήνων ξεκίνησε την 28η Οκτωβρίου του 1940 με την έναρξη του πολέμου με την Ιταλία και ολοκληρώθηκε ως ένα βαθμό τον Αύγουστο του 1949 με τη λήξη των εχθροπραξιών του εμφυλίου. Αν και θα πρέπει να τονιστεί πως τα μίση που προκάλεσε ο εμφύλιος συνέχισαν να επηρεάζουν τις ζωές των Ελλήνων για πολλά χρόνια ακόμα.
    Κι όπως ο Τεύκρος αναρωτιέται για ποιο λόγο τελικά πολέμησε στην Τροία, έτσι κι ο Σεφέρης αναρωτιέται ποιος ήταν τελικά ο λόγος που οι Έλληνες σκοτώθηκαν κατά χιλιάδες στα πεδία της μάχης, ή έπεσαν νεκροί από την πείνα στα χρόνια της Κατοχής ή ακόμη χειρότερα σφαγιάστηκαν από αδελφικά χέρια στον εμφύλιο. Ποιος ο λόγος που σφράγισε τις ζωές των Ελλήνων; Η εξυπηρέτηση φυσικά των συμφερόντων άλλων χωρών, οι οποίες μπορεί τελικά να πήραν από τους Έλληνες ό,τι ήθελαν αλλά ουδέποτε τους απόδωσαν αυτό που τους ανήκει.
    Παρ’ όλο που η Ελλάδα δέχτηκε την παρέμβαση της Αγγλίας και των Η.Π.Α. για την αναχαίτιση του κομμουνιστικού «κινδύνου», εντούτοις οι χώρες αυτές κώφευσαν στο δίκαιο αίτημα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι Έλληνες έγιναν τα μακάβρια πιόνια της κοντόφθαλμης παγκόσμιας πολιτικής, αλλά δεν έλαβαν την υποστήριξη των μεγάλων χωρών, όταν τη χρειάστηκαν περισσότερο.
    Είναι σαφής άλλωστε η αίσθηση του ποιητή, όταν έγραφε αυτό το ποίημα το 1953, -τότε δηλαδή που ξεκινούσε ο αγώνας του κυπριακού λαού για την απελευθέρωσή τους από την αγγλική κυριαρχία- ότι η Αγγλία δεν επρόκειτο να συναινέσει και δεν επρόκειτο να δικαιώσει τις επιθυμίες και προσδοκίες των Ελλήνων.

    Δακρυσμένο πουλί,
    στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
    που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
    άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
    αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
    αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
    τον παλιό δόλο των θεών∙

    Στην τελευταία αναφορά που γίνεται στο αηδόνι, αυτό παρουσιάζεται δακρυσμένο, συμμεριζόμενο τα συναισθήματα του Τεύκρου, που με πόνο αντιλήφθηκε το μάταιο της ελληνικής θυσίας.
    Η όμορφη Κύπρος, που δέχεται τα φιλήματα της θάλασσας, ορίστηκε από τον Απόλλωνα να θυμίζει στον Τεύκρο την πατρίδα του τη Σαλαμίνα μέσα από την ομωνυμία της με τη νέα πόλη που θα ιδρύσει εκεί ο ήρωας. 
    Στην Κύπρο, λοιπόν, αράζει ο ήρωας μαζί με το παραμύθι της ωραίας Ελένης, με τη γνώση πλέον της αλήθειας για την εξαπάτηση που υπέστησαν οι Έλληνες, αν είναι βέβαια κι αυτό αλήθεια, μιας και ο ήρωας έχει πλέον αρχίσει να αμφιβάλλει για όλα. Κι αν είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι δε θα εξαπατηθούν εκ νέου με το δόλο των θεών, μπαίνοντας ξανά σε κάποιο μάταιο αγώνα.
    Η συνεχής επανάληψη της διερώτησης «αν είναι αλήθεια», που διατυπώνεται εξίσου από τον Τεύκρο και τον Σεφέρη, έρχεται να τονίσει την τρομερή αίσθηση αμφισβήτησης και το ξερίζωμα κάθε πίστης κι εμπιστοσύνης που άφησε πίσω του ο ολέθριος πόλεμος.
    Η εξαθλίωση, οι θάνατοι και οι καταστροφές που έφερε μαζί του ο πόλεμος, κλόνισε και την παραμικρή σκέψη των ανθρώπων πως έχουν να κερδίσουν κάτι από αυτόν. Με το σαρωτικό του πέρασμα διέλυσε τα πάντα, και το κυριότερο την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στους «θεούς», σ’ εκείνους τους ισχυρούς ανθρώπους που έλαβαν για λογαριασμό τους την απόφαση να τους σύρουν σ’ αυτόν τον φρικτό παραλογισμό.

                                                    αν είναι αλήθεια
    πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
    ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
    ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
    είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
    δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
    μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
    πως τόσος πόνος τόση ζωή
    πήγαν στην άβυσσο
    για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

    Το επιμύθιο του ποιήματος ανήκει στον Σεφέρη, ο οποίος παρατηρώντας την πορεία του λαού του, όπως και την πορεία των προγόνων του, αμφιβάλλει για το αν οι άνθρωποι μαθαίνουν ποτέ από τα λάθη τους. Όπως εξαπατήθηκαν οι Έλληνες στα χρόνια του Τεύκρου, κι όπως εξαπατήθηκαν οι Έλληνες στα χρόνια του ποιητή, είναι δυστυχώς πολύ πιθανό να εξαπατηθούν εκ νέου οι άνθρωποι του μέλλοντος και να βιώσουν, χωρίς πραγματικό λόγο, τη λαίλαπα του πολέμου.
    Αν είναι αλήθεια, αναρωτιέται ο ποιητής, ότι δε θα βρεθεί κάποιος άλλος Τεύκρος στο μέλλον ή κάποιος άλλος άνθρωπος, οποιοσδήποτε απλός άνθρωπος, που έχοντας δει ένα ποτάμι να γεμίζει με νεκρούς κι έχοντας βιώσει τον πόνο ενός πολύχρονου πολέμου, δε μάθει τελικά πως όλα όσα έζησε, όλα τα χρόνια που θυσίασε, όλοι οι νεκροί που θρήνησε, όλα έπεσαν στο κενό, όλα έγιναν χωρίς κανέναν απολύτως λόγο.
    Αν είναι αλήθεια πως δε θα βρεθεί κάποιος άλλος άνθρωπος να πολεμήσει για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη. 

    Γιώργος Σεφέρης «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο»



     http://latistor.blogspot.com
    Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...