Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

ΔΙΟΣ ΑΣΤΡΑΠΑΙΟΥ - Δαιμόνια Νύμφη


Κικλήσκω μέγαν, αγνόν, ερισμάραγον, περίφαντον, 
αέριον, φλογόεντα, πυρίδρομον, αεροφεγγή, 

άστράπτοντα σέλας νεφέων παταγοδρόμωι αυδήι, 
φρικώδη, βαρύμηνιν, άνίκητον θεόν άγνόν, 
άστραπαίον Δία, παγγενέτην, βασιλήα μέγιστον, 
ευμενέοντα φέρειν γλυκερήν βιότοιο τελευτήν.

Ορφικός Ύμνος Διός Αστραπέως


Προσκαλώ τον μέγαν, τον άγνόν, πού δυνατά βροντά, τον oνομαστόν, τον αέριον τον φλογερόν, πού συγκλονίζει με το πυρ αυτόν πού λάμπει στον αέρα. πού αστράφτει εις το φως των νεφών με φωνήν πού τρέχει με iσχυρόν κρότον, πού προκαλεί φρίκη (ανατριχίλα),  εσέ τον πάρα πολύ ωργισμένον τον αγνόν θεόν τον αστραφτερόν Δια, τον γεννήτορα των πάντων, τον μέγιστον βασιλέα, αυτόν παρακαλώ να μας φέρη με ευμένειαν γλυκύτατον τέλος του βίου.

Κικλήσκω μέγαν, ἁγνόν, ἐρισμάραγον, περίφαντον, ἀέριον, φλογόεντα, πυρίδρομον, ἀεροφεγγῆ, ἀστράπτοντα σέλας νεφέων παταγοδρόμωι αὐδῆι, φρικώδη, βαρύμηνιν, ἀνίκητον θεὸν ἁγνόν, ἀστραπαῖον Δία, παγγενέτην, βασιλῆα μέγιστον, εὐμενέοντα φέρειν γλυκερὴν βιότοιο τελευτήν.

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Χαίρε Ηώς

Hώς και Εωσφόρος




Χαίρε Εωσφόρε περίλαμπρε 
άστρων βουκόλε διπρόσωπε 
Χαίρε Εωσφόρε ουράνιε ναύτη 
Χαίρε δύσης δάκρυ και γέλιο της αυγής 

Χαίρε αητέ μου λευτέρουγε 
σκλαβιά ποτέ σου δεν γνώρισες 
Χαίρε αητέ μου περίτρανε θείε 
Χαίρε σκυπτροβάμων και κράχτη των θεών 

Χαίρε υμνούνε όλα τα στόματα 
Χαίρε Ηώ ω! Χαίρε Ηώ 
σε υμνούνε όλα τα χρώματα 
Χαίρε Ηώ ω! Χαίρε Ηώ 
σε υμνούνε όλα τ’αρώματα 
Χαίρε Ηώ ω! Χαίρε Ηώ 
ω Χαίρε Ηώ.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

"Η Ψυχή που βρήκε θε­ούς για συντρόφους κατοικεί αμέσως στον τόπο που της πρέπει."

Venus Epithalamia

 "Ωστόσο, είπε (ο Σωκράτης), είναι σωστό να συλλογιζόσαστε και τούτο· πως αν η ψυχή είναι αλήθεια αθάνατη, έχει ανάγκη από φροντίδα, όχι μόνο σ᾽ αυτό το διάστημα που τ᾽ ονομάζουμε ζωή αλλά σ᾽ ολόκληρο τον καιρό· και ο κίνδυνος θα φαίνονταν από τώρα τρομερός για εκείνον που θα την αμελούσε...
Γιατί αν είναι ο θάνατος απαλλαγή από τα πάντα, θα ήταν τύχη αναπάντεχη για τους κακούς, σαν πεθάνουν ν᾽ απαλλαγούν και από το σώμα τους και από την κακία τους συνάμα και από την ψυχή τους.
Αφού όμως τώρα είναι φανερό πως είναι αθάνατη, δεν υπάρχει γι᾽ αυτήν άλλος τρόπος ν᾽ αποφύγει τα δεινά, ούτε σωτηρία, παρά να γίνει όσο μπορεί καλύτερη και πιο φρόνιμη.
Η ψυχή δεν έχει τίποτε μαζί της πηγαίνοντας στον Άδη, παρά μονάχα την παιδεία της και τον τρόπο της ζωής που έκανε· αυτά ακριβώς, καθώς λένε, που ωφελούν ή βλάπτουν τον αποθαμένο, μόλις αρχίσει την πορεία του κατά κει.
Συνηθίζουν λοιπόν να λένε πως όταν κανείς πεθάνει, ο δαίμων του καθενός, αυτός που τον φροντίζει και ζωντανό, τον παίρνει και τον οδηγεί σε κάποιον τόπο, εκεί που συναθροίζονται οι νεκροί για να κριθούν κι έπειτα να αρχίσουν την πορεία τους στον Άδη με οδηγό εκείνον που έχει προσταχτεί να τους οδηγήσει.
Κι αφού λάβουν την τύχη που είναι να λάβουν και μείνουν το διάστημα που πρέπει, άλλος οδηγός τους φέρνει πάλι εδώ, έπειτα από πολλά και μεγάλα γυρίσματα του καιρού. 
Αυτή η πορεία δεν είναι λοιπόν, όπως την παρουσιάζει ο Τήλεφος του Αισχύλου γιατί εκείνος λέει πως ο δρόμος που μας φέρνει στον Άδη είναι απλός, ενώ δεν είναι μήτε απλός μήτε μοναδικός καθώς μου φαίνεται· αν ήταν έτσι δεν θα χρειάζουνταν οδηγός· ούτε θα τον έχανε κανείς αν ήταν ένας και μόνο. 
Αλλά μοιάζει να έχει πολλά παρακλάδια και σταυροδρόμια καθώς εικάζω από τις παραδομένες συνήθειες της λατρείας μας.

Λοιπόν η σωστή και φρόνιμη ψυχή συμμορφώνεται και δεν αγνοεί αυτά που της συμβαίνουν· αλλά εκείνη που οι επιθυμίες τη δένουν με το σώμα, όπως έλεγα στην αρχή, εκείνη που το σώμα και ο ορατός τόπος τη γεμίζουν τρόμους με πολλές αντιστάσεις και πολλά παθήματα, 
καταναγκαστικά και δύσκολα, πηγαίνει καθώς την οδηγεί ο προσταγμένος δαίμων. 
   Κι όταν φτάσει όπου και οι άλλες, η ακάθαρτη, αυτή που έπραξε κάτι μιαρό, άδικους φόνους ή άλλα τέτοια που μοιάζουν σαν αδέρφια μ᾽ αυτές τις πράξεις ή με πράξεις που κατεργάστηκαν αδερφές ψυχές-αυτή την ψυχή, όλοι την αποφεύγουν, όλοι αποτραβιούνται από κοντά της και κανείς δε θέλει να γίνει σύντροφος ή οδηγός της· κι αυτή περιπλανιέται ολωσδιόλου χαμένη, ώσπου να περάσουν κάποιοι καιροί, και τότε η ανάγκη τη φέρνει στην κατοικία που της πρέπει.    
Αλλά η ψυχή που πέρασε τη ζωή της καθαρά και μετρημένα και βρήκε θε­ούς για συντρόφους και οδηγούς στο δρόμο της, κατοικεί αμέσως στον τόπο που της πρέπει."
ΠΛΑΤΩΝ-ΦΑΙΔΩΝ

(μετάφραση Γιώργος Σεφέρης)


Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Ο όρκος της Αρετούσας




Tα λόγια σου Ρωτόκριτε
φαρμάκιν εβαστούσα
ουδ'όλπιζα,ουδ'ανήμενα
τ'αυτιά μου ότι ακούσα.

Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς
κι έγνοια καμιά μην έχεις
μη θέλεις να ξαναρωτάς
το πράμα που κατέχεις.

Και πως μπορώ να σ'αρνηθώ
κι αν θέλω δε μ'αφήνει
τούτη η καρδιά που εσύ έβαλες
στσ'αγάπης το καμίνι.

Κι άν δε θελήσει η μοίρα μας
να σμίξωμεν ομάδι
η ψη σου ας έρθει να με βρεί
χαιράμενη στον Άδη.


Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Ἀθηνᾶ καὶ Ποσειδῶν


Ἀθηνᾶ καὶ Ποσειδῶν
Καμέα,  σαρδόνυξ καὶ ὄνυξ, 1ος αἰ. π.Χ.
Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον Ναυπλίου.
Τὰ γράμματα ΠΥ χαραγμένα στὸ κάτω μέρος, δείχνουν ὃτι τὸ ἒργο αὐτό θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδοθῇ στὸν Πυργοτέλη τῆς Ὓστερης Ἑλληνιστικῆς Ἐποχῆς.
Αὐτὸ τὸ διάσημο κόσμημα ἀπεικονίζει τὴ σκηνὴ τοῦ ἀνταγωνισμοῦ μεταξὺ τοῦ Ποσειδῶνα καὶ τῆς Ἀθηνᾶς γιὰ τὴν κυριαρχία τῆς Ἀθήνας τὴν ἐποχὴ τοῦ μυθικοῦ βασιλέα Κέκροπα. Ὁ Ποσειδῶν δημιούργησε μία βρὐση ἀπὸ τὴν ὁποία ἒτρεχε θαλασσινὸ νερὸ, τὴ «θάλασσα τοῦ Ἐρεχθέα», ἐνῶ τὸ δῶρο τῆς Ἀθηνᾶς ἦταν ἓνα δέντρο ἐλιᾶς. Μία ἐκδοχὴ τοῦ μύθου διηγεῖται ὃτι οἱ Ἀθηναῖοι, χάρη στὴ γυναικεία συμμετοχὴ στὴν ψηφοφορία, ἐπέλεξαν τὸ δῶρο τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, καὶ ἡ πόλη πῆρε ἒτσι ἀπὸ αὐτὴν τὸ ὂνομά της. Ἀνάμεσα στὶς δύο θεότητες εἶναι ἡ ἐλιὰ καὶ ἓνα φίδι (στὸ ὁποῖο ὁ Κέκροπας ἢ τὸ παιδὶ Ἐριχθόνιος, ἐνσαρκώθηκε), ποὺ καὶ τὰ δύο φυλάσσονταν στὸ Ἐρεχθεῖο τὴν Κλασικὴ ἐποχή…


Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

«Πώς μπορεί να 'ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει;»

Nelly's

—  Δεν καταλαβαίνω, Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο· πάλι μας μιλάς με παραβολές.
—  Θα καταλάβεις στο γυρισμό, Σαριπούτο. Τώρα, σας είπα, είναι πολλά νωρίς. Χρόνια ζω τη ζωή και τον πόνο του ανθρώπου, χρόνια μεστώνω· ποτέ δεν είχα φτάσει, σύντροφοι, σε τόση ελευτερία. Γιατί; Γιατί πήρα μια μεγάλη απόφαση.
Μια μεγάλη απόφαση, Δάσκαλε; Έκαμε ο Άναντα κι ανασήκωσε το κεφάλι, έσκυψε, φίλησε το άγιο πόδι του Βούδα· ποια απόφαση;
—  Δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στο Θεό, σε αυτό που λέτε εσείς Θεό· δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στον Πειρασμό, σε αυτό που λέτε εσείς πειρασμό· δε θέλω να πουληθώ σε κανένα. Είμαι λεύτερος! Χαρά σε αυτόν που ξεφεύγει από τα νύχια του Θεού και του Πειρασμού, αυτός, αυτός μονάχα λυτρώνεται.
—  Λυτρώνεται από τι; έκαμε ο Σαριπούτο κι ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του· λυτρώνεται από τι; Ένας λόγος απόμεινε στα χείλια σου, Δάσκαλε, και σε καίει.
—  Δε με καίει, Σαριπούτο, με δροσίζει· δεν ξέρω, συμπαθάτε με, αν αντέχετε, αν μπορείτε να τον ακούσετε χωρίς να σας κυριέψει τρόμος.
—  Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο, πάμε στον πόλεμο, μπορεί να μη γυρίσουμε· μπορεί να μη σε ξαναδούμε· φανέρωσέ μας το στερνό ετούτο λόγο, το στερνό σου· λυτρώνεται από τι;
Αργά, βαριά, σαν κορμί στην άβυσσο, έπεσε από τα σφιγμένα χείλια του Βούδα ο λόγος:
—  Από τη λύτρωση.
— Από τη λύτρωση; Λυτρώνεται από τη λύτρωση; ξεφώνισε ο Σαριπούτο. Δάσκαλέ μου, δεν καταλαβαίνω!
—  Καλύτερα, Σαριπούτο, καλύτερα· αν καταλάβαινες, θα τρόμαζες. Όμως, μάθετέ το, σύντροφοι, ετούτη είναι η λευτεριά η δικιά μου· λυτρώθηκα από τη λύτρωση!
Σώπασε· μα δεν μπορούσε πια να κρατηθεί:
—  Κάθε άλλη λευτεριά, μάθετέ το, είναι σκλαβιά· αν ήταν να ξαναγεννιόμουν, για τη μεγάλη ετούτη λευτεριά θα πολεμούσα: για τη λύτρωση από τη λύτρωση… Μα φτάνει· πρώιμα είναι ακόμα να μιλούμε· θα τα πούμε σαν γυρίσετε από τον πόλεμο, αν γυρίσετε· έχετε γεια!
Ανάσανε βαθιά, έβλεπε τους μαθητές του να κοντοστέκουνται, χαμογέλασε.
—  Τι κάθεστε; είπε· το χρέος σας ακόμα ο πόλεμος, σύρτε να πολεμήστε· έχετε γεια!
—  Καλή αντάμωση, Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο, πάμε, κι ο Θεός βοηθός!
Ο Άναντα έμεινε ακίνητος· ο Βούδας τον κόχεψε ευχαριστημένος.
—  Εγώ θα μείνω μαζί σου, Δάσκαλέ μου, είπε και κατακοκκίνισε.
—  Άναντα αγαπημένε, έκαμε ο Βούδας, από φόβο;
—  Από αγάπη, Δάσκαλέ μου.
—  Δε φτάνει πια η αγάπη, πιστέ μου σύντροφε· δε φτάνει.
—  Το ξέρω, Δάσκαλέ μου· την ώρα που μιλούσες είδα μια φωτιά ν' αγλείφει το στόμα σου.
—  Δεν ήταν φωτιά, Άναντα, δεν ήταν φωτιά, ήταν ο λόγος. Καταλαβαίνεις, εσύ, μικρέ μου, πιστέ μου φίλε, τον περάνθρωπο τούτο λόγο;
—  Καταλαβαίνω, θαρρώ· γι’ αυτό κι απόμεινα μαζί σου.
—  Τι κατάλαβες;
—  Όποιος λέει πως υπάρχει λύτρωση είναι σκλάβος· γιατί την πάσα στιγμή φλωροζυγιάζει κάθε του λόγο, κάθε του πράξη και τρέμει: Θα σωθώ; Δε θα σωθώ; Θα πάω στον ουρανό; Θα πάω στην Κόλαση; Πώς μπορεί να 'ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει; Όποιος ελπίζει, φοβάται τη ζωή ετούτη, φοβάται τη ζωή την άλλη, κρέμεται μετέωρος και περιμένει την τύχη ή το έλεος του Θεού.
Ο Βούδας έβαλε την απαλάμη στα μαύρα μαλλιά του Άναντα.
—  Μείνε, είπε.
Κάμποση ώρα έμειναν αμίλητοι κάτω από το ανθισμένο δέντρο. Ο Βούδας χάδεψε αργά, πονετικά, τα μαλλιά του αγαπημένου μαθητή.
—  Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή 'ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
Ο Άναντα είχε σκύψει το κεφάλι και δε μιλούσε.
—  Καταλαβαίνεις λοιπόν τώρα ποιος είναι ο τέλειος Λυτρωτής…
Σώπασε, και σε λίγο, παίζοντας ανάμεσα στα δάχτυλά του έναν ανθό που 'χε πέσει από το δέντρο:
—  Ο Λυτρωτής που θα λυτρώσει τους ανθρώπους από τη λύτρωση.



        Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, κεφάλαιο ΚΔ'
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...