Την Μνημοσύνην προσκαλώ, την συζυγον του Διός, την βαοίλισσαν. ή οποία εγέννησε τας ιεράς Μούσας, τας οσίας, τάς λιγυροφώνους (με την λιγυρή φωνή) πού έχει πάντοτε την μνήμην της έξω από την κακίαν ή οποία (κακία) βλάπτει τάς φρενας καί συγκρατεί κάθε νουν των βροτών σύνοικον με τας ψυχάς και αυξάνει τον δυνατόν και ισχυρόν λογισμόν των ανθρώπων είναι γλυκύτατη, αγαπά την αγρυπνίαν υπενθυμίζει τα πάντα περί των οποίων ο καθένας σχηματίζει πάντοτε γνώμιν (αποκτά μνήμην) ούτε παρεκτρέπεται καί διεγείρει εις όλους την σκέψιν.
Αλλά μακαρία θεά, ξεσήκωσε (δυνάμωσε) την μνήμην εις τους μύστας της ιεράς ταύτης τελετουργίας, και απόδιωξε από αυτούς την λησμοσύνη.
Αλλά μακαρία θεά, ξεσήκωσε (δυνάμωσε) την μνήμην εις τους μύστας της ιεράς ταύτης τελετουργίας, και απόδιωξε από αυτούς την λησμοσύνη.
Μνημοσύνην καλέω, Ζηνὸς σύλλεκτρον, ἄνασσαν, ἣ Μούσας τέκνωσ᾽ ἱεράς, ὁσίας, λιγυφώνους, ἐκτὸς ἐοῦσα κακῆς λήθης βλαψίφρονος αἰεί, πάντα νόον συνέχουσα βροτῶν ψυχαῖσι σύνοικον, εὐδύνατον κρατερὸν θνητῶν αὔξουσα λογισμόν, ἡδυτάτη, φιλάγρυπνος ὑπομνήσκουσά τε πάντα, ὧν ἂν ἕκαστος ἀεὶ στέρνοις γνώμην κατ<ά>θηται, οὔτι παρεκβαίνουσ᾽, ἐπεγείρουσα φρένα πᾶσιν. ἀλλά, μάκαιρα θεά, μύσταις μνήμην ἐπέγειρε εὐιέρου τελετῆς, λήθην δ᾽ ἀπὸ τῶν<δ᾽> ἀπόπεμπε.