Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

ΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΩΝ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΥΧΗ

Η Ψυχή
  Γιώργος Μαμώλης
             Το ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη της Ψυχής καθώς και η προσπάθεια απάντησης του, ξεκινά από πολύ παλιά. Ήδη 3000 έτη π.Χ, οι Αιγύπτιοι προσπαθούν να απαντήσουν στον προβληματισμό. Στην συνέχεια έχουμε ακόμη μια πρώτη αλλά βασική προσέγγιση, μέσω των ποιημάτων του Ομήρου.
Το Περί Ψυχής ερώτημα, προέρχεται στην ουσία, από το Περί Ζωής ερώτημα. Τι είναι η ζωή; Από πού πηγάζει; Τι είναι θάνατος; Τι σημαίνει ’’ζούμε’’, Τι είναι η Φύση; Γιατί μπορούμε να συμπεριφερόμαστε; κλπ, είναι ερωτήματα που οδηγούν στην υπόθεση μιας πηγής ζωής.
Η Ψυχή είναι σύμφωνα με αυτήν την πίστη και θεωρία, αυτή η πηγή ζωής ολόκληρου του σύμπαντος. Η μελέτη, τώρα, του τι είναι Ψυχή, ποια η ουσία, η προέλευση, το περιεχόμενο της δηλαδή, είναι το αντικείμενο της Ψυχολογίας.
Η “φιλοσοφική ψυχολογία” εξετάζει θεωρητικά όλα αυτά τα ζητήματα, μεσώ της Μεταφυσικής. Το ψυχολογικό ερώτημα, είναι ακριβώς το ¼ του περιεχομένου του Μεταφυσικού ζητήματος. Ακολουθούν το οντολογικό ερώτημα, το κοσμολογικό και τέλος το θεολογικό ερώτημα . Με την απάντηση των ψυχολογικών ερωτημάτων, ασχολούνται εμπεριστατωμένα πρώτοι οι Προσωκρατικοί (κατά το λεγόμενο χρονικά) φιλόσοφοι, ακολουθεί ο Σωκράτης και ο μαθητής του Πλάτων, καθώς και ο Αριστοτέλης
.
  α) Θαλής ο Μιλήσιος εξ Ιωνίας (624-546 π.Χ).
 Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι της Μιλήτου συνηθίζουν να δίδουν μια ορθολογιστική και πνευματική φύση στην Ψυχή. Αυτή, διαφέρει από την ύλη και υπάρχει αυτοτελώς ως μορφή πνευματική. Υπάρχει για να δίδει μορφή στην ύλη, έξω από την ύλη. Συγκεκριμένα ο Θαλής, αν και δεν ασχολείται συστηματικά με το Ψυχολογικό ζήτημα, εντούτοις μέσω των φυσικών διατυπώσεων του σχετικά με τον εξωτερικό φυσικό κόσμο μας, θέτει την βάση της Επιστημονικής μελέτης της Ψυχής μέσω της μεθόδου της λογικής παρατήρησης. Διατυπώνει την ρήση πως, Τα πάντα γύρω μας είναι έμψυχα δείχνοντας την σύνδεση της Ψυχής με την έννοια και το φαινόμενο της Ζωής και της λειτουργίας της. Η διαπίστωση του αυτή προφανώς υποκινείται, από την συστηματική μελέτη των φαινομένων της φύσης, που τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως τα πάντα γύρω μας έχουν ζωή. Έτσι για τον Ίωνα φιλόσοφο, η Ψυχή είναι στην ουσία η ίδια η Ζωή.
  β) Αναξίμανδρος ο Μιλήσεις εξ Ιωνίας (611-545-διχως να είναι σίγουρο- π.Χ).
 Για τον Αναξίμανδρο Ψυχή, ως πηγή Ζωής και ύπαρξης των πάντων, είναι η έννοια της δικαιοσύνης. Τα φυσικά στοιχεία(νερό, γη, αέρας, φωτιά) διαμάχονται το ένα το άλλο, προκείμενου κάποιο από αυτά να επικρατήσει, φέροντας όμως καταστροφή του κόσμου μεσώ της ισχύς του. Η δικαιοσύνη λοιπόν, είναι μια έννοια που δύναται να εξασφαλίσει την σχετική ισορροπία μεταξύ των αντίμαχων στοιχείων. Εφόσον η ισορροπία πλέον υπάρχει, το πρώτο για τον Αναξίμανδρο “ουδέτερο, απεριόριστο, ακαθόριστο” φυσικό στοιχείο, το άπειρο, μετατρέπεται στα υπόλοιπα τέσσερα στοιχεία και με τις κατάλληλες επιδράσεις δίδει τελικώς το φαινόμενο της ζωής.
 γ) Αναξιμένης ο Μιλήσιος εξ Ιωνίας (585-525-δίχως να είναι σίγουρο- π.Χ).
 Ομού με τον Θαλή και τον Αναξίμανδρο, ο Ίωνας φιλόσοφος Αναξιμένης δεν ασχολείται συστηματικά με την Ψυχή. Εντούτοις, διαπιστώνει μέσα από την θεωρία του γύρω από την αρχή του κόσμου , πως Ψυχή, πνοή ζωής-πηγή ζωής του ανθρώπου και της φύσης, είναι ο αέρας ως φυσικό στοιχείο. Έτσι η Γη δημιουργείται από τις συχνές μετατροπές του αέρα, σε νερό και σε χώμα. Κατά συνέπεια όλα τα όντα επάνω στην γη, οφείλουν την ύπαρξη τους στον αέρα6. Αυτός λοιπόν είναι η Ψυχή τους, η αιτία της Ύπαρξης και της ζωής. τους.
Με τον Αναξιμένη, κλείνει ο κύκλος των Μιλησίων φιλοσόφων οι οποίοι περιληπτικά, αντιλαμβάνονται την πρώτη πηγή ζωής των πάντων, την Ψυχή, “…με τρόπο Υλοζωικό(νερό, αέρας…ύλη)”7. Η Προσωκρατική(κατά το χρονικά λεγόμενο) “φιλοσοφική ψυχολογία”, όμως, δεν ολοκληρώνεται εδώ. Μετά την Υλίκη θεώρηση της Μιλήτου, βαδίζουμε σε μια διαφορετική αντίληψη σχετικά με την πρώτη πηγή ζωής(Ψυχή) που σταδιακά απομακρύνεται από τον Υλισμό:
  δ) Πυθαγόρας εκ Σάμου (570-496 π.Χ) και η (κατά τον Αριστοτέλη) σχολή των Πυθαγορείων.
 Το πέρασμα από τον Υλισμό, των Ιώνων φιλοσόφων γίνεται με τον Πυθαγόρα τον Σάμο ο οποίος κατά κύριο λόγο έδρασε στον Κρότωνα της κάτω Ιταλίας. Η ερμηνεία της Ψυχής ως πηγή της ζωής, εδώ, γίνεται μέσω των Μαθηματικών και συγκεκριμένα μέσω των αριθμών. Ο αριθμός, είναι η αρχή των όλων. Δίδει την ζωή. Δημιουργεί. Αυτό παρατηρείται στις ανθρώπινες υπάρξεις και σώματα, τα οποία διέπονται από μια τάξη αριθμητική στην οποία και δομούνται8. Ο αριθμός δημιουργείται ως εξής: Αρχικώς υπάρχει η τελεία η οποία δεν έχει κανενός είδους έκταση και διάσταση. Κατά την συνέχεια από την τελεία δημιουργείται μια γραμμή. Η γραμμή, δημιουργεί μια επιφάνεια με αποτέλεσμα τη τελική ύπαρξη ενός αριθμού9: Το 1, το 2, το 10, το 4 κ.ο.κ. Οι αριθμοί, από την δημιουργία τους και έπειτα, αρχίζουν να διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο εξουσίας σε ολόκληρο το σύμπαν. Δημιουργούν την ζωή(=”λειτουργούν” δηλαδή, κατά τον Πυθαγόρα, ως Ψυχή) και την εμπλουτίζουν με νόμους. Βασικό μέρος στην Πυθαγόρειο θεωρία, κατέχουν οι ιδιότητες της Ψυχής. Κάτι το οποίο δίδει ζωή, είναι αδύνατο να μην έχει ή να χάνει την ζωή. Κατά τον συλλογισμό αυτό, των Πυθαγορείων, εισάγεται μια βασική ιδιότητα και δυνατότητα της Ψυχής, η έννοια της Μετεμψύχωσης. Η Ψυχή ως αστείρευτη δύναμη ζωής, προέρχεται από κάτι Απόλυτο. Από κάτι Τέλειο και Αθάνατο. Ο Πυθαγόρειος αυτός θεός δίδει στην Ψυχή την ευκαιρία να ομοιωθεί με αυτόν και να επιστρέψει στην αρχική πηγή της(θεότητα…). Έτσι η Ψυχή μετά-βαίνει(Μετεμψύχωση) από σώμα σε σώμα, από ύλη σε ύλη10 είτε Ανθρώπων, είτε Ζωών προκείμενου, μέσω αυτού, να βρει τις πύλες προς την θέωση και τον θεό(προφανώς σε Πυθαγόρειο αριθμητική μορφή θα νοείται ο θεός). Ο Πυθαγόρας μαζί με τους μαθητές του, ίδρυσαν την σχολή των Πυθαγορείων. Μετά τον θάνατο του οι μαθητές του, αναλαμβάνουν την διατήρηση της διδασκαλίας του. Από αυτούς διακρίνονται κυρίως οι Αλκμαίων και Φιλόλαος, όχι μόνο για την διδασκαλία των Πυθαγορείων θεωριών αλλά και για την εισαγωγή νέων απόψεων σχετικά με τα μαθηματικά και τις γενικότερες επιστήμες.
Μετά τον θάνατο του Πυθαγόρα και την συνέχιση της διδασκαλίας του, από τους μαθητές εμφανίζεται στην “Ελέα της Κάτω Ιταλίας, αποικίαν των Φωκέων” η σχολή των Ελεατών, με βασικούς εκπρόσωπους τους, Ξενοφάνη τον θεολόγο(570-480 περίπου π.Χ), Παρμενίδη(539-470 περίπου π.Χ) και τον μαθητή του Ζήνων(495 ή 490-430 π.Χ). Ο συγγραφέας κρίνει, κυρίως με βάση τις ιστορικό-κριτικές φιλοσοφικές αναφορές, πως η σχολή της Ελέας δεν προσφέρει μια απάντηση ή θεωρία στο ζήτημα Περί Ψυχής που ερευνούμε, καθώς δεν κάνει συστηματική αναφορά και λόγο επάνω στο ζήτημα μας. Τούτο βέβαια, δεν σημαίνει απόρριψη της σημαντικότητας των Ελεατών φιλοσόφων! Εντούτοις, λόγος Περί Ψυχής γίνεται, εν συνεχεία και κατά την χρονική περίοδο δράσης των Ελεατών, από έναν άλλο Προσωκρατικό(κατά το χρονικά λεγόμενο) φιλόσοφο, τον Εφέσιο Ηράκλειτο.
  ε) Ηράκλειτος εξ Εφέσου (περίπου 544-484 π.Χ).
 Ο “σκοτεινός” (όπως τον αποκάλεσαν), Εφεσιος φιλόσοφος Ηράκλειτος, δίδει μεσω της θεωρίας του περί δομής του κόσμου, την κατ αυτόν πηγή ζωής, την ερμηνεία της Ψυχής και της σχέσης με τον άνθρωπο, τον κόσμο και τον θάνατο. Για τον Ηράκλειτο, η αρχή του κόσμο και η πηγή της Ζωής είναι ο πόλεμος: “Πόλεμος πάντων πατήρ. Μέσα στα πράγματα ενοικούν αντίθετες δυνάμεις. Ο σιωπηλός αγώνας μεταξύ των είναι η γενεσιουργός δύναμη των όντων(=”Ζωή).” Έναν τέτοιο πόλεμο δεν πρέπει να τον αποστέργει κανείς, διότι η ειρήνη θα σήμαινε καταστροφή. Θα ήταν μια μακάβρια ειρήνη χωρίς ζωτικό και δημιουργικό σκοπό: άρρεν και θήλυ παράγουν νέα ζωή, σύμφωνα και φωνήεντα διαμορφώνουν τη γλώσσα….. τοιουτοτρόπως επιτυγχάνεται η ενότητα των αντίθετων, η συμφιλίωση των αντί-κειμένων και η σύνθεση…..”
Ο πόλεμος, λοιπόν, μεταξύ όλων, μεταξύ των πάντων(άνδρας-γυναίκα, φωνήεν-σύμφωνο κλπ) , κατά τον Ηράκλειτο, είναι η αρχή του κόσμου. Η βασική αιτία-πνοή-πηγή Ζωής. Ο πόλεμος για τον Έφέσιο, είναι θεωρητικά η Ψυχή(=”πηγή” της Ζωής). Εντούτοις, περνά και στις ιδιότητες και στην δομή της ανθρώπινης Ψυχής, δίδοντας της βέβαια καθαρά μεταφυσικό χαρακτήρα. Η Ψυχή έχει τεράστιο εύρος και βάθος. Για τον Ηράκλειτο σκοπός του ανθρώπου, είναι η ανακάλυψη του εαυτού του, η ανακάλυψη όλου αυτού του συνεχούς Ψυχικού βάθους μέχρις το τέλος του(βλέπε την γνωστή ρήση του: “Εδιζησάμην εμεωυτόν”= Αναζήτησα τον εαυτό μου!). Ο φιλόσοφος βέβαια τονίζει, πως το ταξίδι για την πλήρη ανεύρεση του τέλους, τω ορίων της Ψυχής, είναι δύσκολο, μάλλον ακατόρθωτο από τον άνθρωπο(“Τα έσχατα σύνορα της Ψυχής, όσο και αν προχωρήσεις, δεν θα δυνηθείς να τα ευρείς οποιαδήποτε μέθοδο κι αν ακολουθήσεις. Τόσο βαθειά είναι η ουσία της”…). Στην συνέχεια ο Ηράκλειτος προβαίνει στην αναλυτική παρουσίαση των ιδιοτήτων, των συστατικών, της προέλευσης και της κατάληξης της Ψυχής. Η Ψυχή, αποτελείται -είναι- από το πυρ. Την φωτιά. H Ψυχή για να συνεχίσει να υπάρχει, πρέπει να μένει στέγνη, γεμάτη φωτιά. Τότε, το σώμα που την κατέχει παρουσιάζει μια σειρά αρετών(=”δύναμη,” θάρρος, ανδρεία κ.α.). Σε αντίθετη περίπτωση: “…ανήρ οκόταν μεθυσθη άγεται υπό παίδος ανήβου, σφαλλόμενος, ουκ επαΐων όκη βαίνει, υγρήν την ψυχήν έχων”. Όταν αρχίσει να υγραίνεται(ακόμα και από εξωτερικούς παράγοντες όπως φαίνεται, ποτό!) αρχίζει και ο σταδιακός θάνατος(έλλειψη αισθήσεων, αδυνατότητα κρίσης, εκφυλισμός, κλπ). Η Ψυχή βιώνει τον θάνατο, όταν μετατραπεί πλήρως σε νερό. Όταν χάσει την δυνατότητα του πυρός. Επειδή η Ψυχή, χρησιμοποιεί το σώμα ως “καταφύγιο”, όταν αυτή υγρανθεί, μετατραπεί σε νερό, κατά συνέπεια το σώμα αρχίζει να παγώνει, χάνοντας την δυνατότητα πυρός. Με αυτόν του τον συλλογισμό ο Εφέσιος φιλόσοφος ολοκληρώνει την “φιλοσοφική ψυχολογία΄20΄ του δίδοντας στην Ψυχή έναν χαρακτήρα σχέσης με την Φύση(φυσικοί νόμοι, φυσικά στοιχεία όπως νερό, φωτιά κ.α) και με τον Πόλεμο.
  στ) Εμπεδοκλής εκ του Ακράγαντα της Σικελίας (490-430 π.Χ).
 Ο Εμπεδοκλής, όντας κατά βάση φυσικός φιλόσοφος, αποπειράται να ερμηνεύσει την δημιουργία και λειτουργία του κόσμου και να δώσει απάντηση στο ψυχολογικό ερώτημα ως ερώτημα, 1ον από πού πηγάζει η Ζωή και 2ον ποια και τι είναι, η πηγή Ζωής(=”Ψυχή)” του ανθρώπου. Ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος έχει μια “συνθετική-συνδυαστική θεώρηση”21 σχετικά με τον κόσμο. Η θεώρηση αυτή απορρίπτει, κατ αρχάς, την ύπαρξη ενός μόνο θεμελιώδους στοιχείου ως πρώτου αίτιου και πηγής δημιουργίας. Αντ΄ αυτού, και σε αντίθεση με τους προηγούμενους φιλοσόφους, ο Εμπεδοκλής θέτει “τέσσερα στοιχεία αρχέγονα, ριζώματα, ως αρχήν του κόσμου”: Αυτά είναι, το πυρ, το ύδωρ, ο αήρ και η γη. Τα τέσσερα αυτά στοιχεία, στο έργο “Περί Φύσεως” του φιλοσόφου, παρουσιάζονται με θεϊκή μορφή. Ως οι Ολύμπιοι θεοί. Ο Ζευς(Δίας) είναι το πυρ. Η Νήστις είναι το ύδωρ. Η Ήρα ο αήρ και ο Αιδωνεύς η γη. Τα στοιχεία έχουν την δυνατότητα να μπορούν να “αναμειγνύονται” και να κινούνται σε δυο δυνατές κατευθύνσεις: Την απωθητική και την ελκυστική. Αντιστοίχως τα ονομάζει, Νείκος και Φιλότητα. Και εδώ δίδει το φιλοσοφικό ορισμό της Ψυχής. Πνοή-πηγή Ζωής και δημιουργίας του Κόσμου(=”Ψυχή)” είναι ο συνδυασμός(μείξη) των τεσσάρων θεϊκών στοιχείων καθώς και οι χρονικές περίοδοι Νείκους και Φιλότητας μεταξύ τους. Για την διασφάλιση του κόσμου και την μη-καταστροφή, έχουν τεθεί όρια και μέτρα μεταξύ του Νείκους και της Φιλότητας. Αν και υπάρχουν περίοδοι που το ένα υπερισχύει του αλλού(αντίστοιχα κάθε φορά), εντούτοις τα όρια ποτέ δεν δύνανται να ξεπερασθούν ώστε να επέλθει η καταστροφή. Εκτός αυτών, ο φιλόσοφος μεταβαίνει και σε μια “ειδική” μελέτη του τρόπου λειτουργίας της Ζωής, της Ψυχής, του ανθρώπου. Για αυτόν, μεγάλη σημασία λαμβάνουν οι ανθρώπινες αισθήσεις και ο τρόπος με τον οποίον αντιλαμβάνονται τον έξω από τον φορέα τους(=”άνθρωπος)” κόσμο. Στους “Καθαρμούς” συγκεκριμένα, ο Εμπεδοκλής κάνει λόγο για την “άσχημη Μοίρα της ανθρώπινης Ψυχής, η οποία από το στάδιο της πρωταρχικής Ευδαιμονίας εκπίπτει στην περιοχή της απογνώσεως και της περιπλανήσεως ως την ευλογημένη ώρα του εξιλασμού της24(=”προφανώς” εννοεί τον θάνατο-σημείωση δική μου-). Η Ψυχολογία του Εμπεδοκλή, συχνά έχει χαρακτηρισθεί ως “Εσχατολογική”25και ως “δαιμονολογία”26 από τους εκάστοτε μελετητές, λόγω του περιεχομένου της(=”πνοή” ζωής οι τέσσερις θεϊκές δυνάμεις-στοιχεία, αρκετά πεσιμιστική διάθεση σχετικά με την ανθρώπινη Ψυχή, λόγος περί θανάτου ως λύτρωσης κ.α.).
  η) Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος (500-428 π.Χ).
 Ο Αναξαγόρας ξεκινά την θεωρία του, αναφερόμενος στην αρχική πηγή Ζωής και δημιουργίας. Θεωρεί πως για να προκληθεί ένα δημιούργημα(κόσμος, Σύμπαν κλπ) είναι αναγκαία η “μείξη και ο διαχωρισμός των στοιχείων και κατά συνέπεια δεν υπάρχει γένεση και φθορά”27, ομού δηλαδή με τον Εμπεδοκλή. Τα στοιχεία που συνδυάζονται και αναμειγνύονται, όμως, δεν είναι συγκεκριμένα αλλά “…άπειρα και πλήθος και σμικρότητα…”28. Ο συνδυασμός, οδηγεί στην ύλη, στον κόσμο. Η Ύλη σαν βασικά και κύρια συστατικά, αποτελείται από “σπέρματα” όπως τα ονόμασε ο ίδιος ο Αναξαγόρας. “Σπέρματα απείρου μικρότητος και παντός είδους, χρώματος ή οσμής και γεύσεως, υπό την μορφήν απείρως μικρών και ουδέποτε ελαχίστων συστατικών μορίων… υφίστανται εξ αρχής σε όλα μέσα τα πράγματα(σαρξ, τρίχες, χρυσός, οστά κ.α). Aυτή λοιπόν είναι η Ψυχή, ως αρχή Ζωής, κατά τον Αναξαγόρα: Ο συνδυασμός των διάφορων στοιχείων προκείμενου να δοθεί, η ζωή, η ύλη, ο κόσμος, το σύμπαν. Εκτός αυτών ο Κλαζομένιος φιλόσοφος, εντρυφεί περισσότερο στην έννοια της δημιουργίας, με την αναφορά του στον Νου δίδοντας έναν καθαρά Ψυχολογικό-πνευματικό ορισμό. Ο Νους, είναι μια νοητική αρχή. Είναι η πρώτη αιτία. Η έννοια του Νου είναι αρκετά συναφής με αυτήν της λογικής. “Ο Νους είναι αμιγής και τα κινεί όλα σκοπίμως. Ο χαρακτήρας του είναι τελολογικός…” και “…εν παντί παντός μοίρα ένεστι πλην νου, έστιν οισι δε και νους ένι…”. Ο Νους, έχει χαρακτήρα πνευματικό, άϋλο. Δεν έχει καμία σχέση με την ύλη. Την “αντιστρατεύεται”.
Αν και ο Αναξαγόρας, δεν ασχολείται συστηματικά και ειδικά με την έννοια της Ψυχής, ως ξεχωριστή οντότητα κλπ, εντούτοις ο συγγραφέας τον αναφέρει λόγω της μελέτης στην αρχική πηγή Ζωής, κάτι που στην “φιλοσοφική ψυχολογία”, που εξετάζουμε στην Αρχαιότητα, έχει τον όρο και την σημασία της Ψυχής.
Η “φιλοσοφική ψυχολογία”, μετά την συμβολή του Αναξαγόρα, μας οδηγεί σε μια άλλη χρονική περίοδο. Στην χρονική περίοδο, των Ατομικών φιλοσόφων. Οι “ατομικοί φιλόσοφοι” είναι ο Λεύκιππος και ο μαθητής του Δημόκριτος, οι οποίοι στο πλαίσιο της θεωρίας τους σχετικά με την δομή της ύλης, διατύπωσαν, κατά συνέπεια, την δική τους Ψυχολογία.
  θ) Λεύκιππος ο Μιλήσιος (ακμάσας γύρω στα 440/435 π.Χ) και ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης (460-370 π.Χ, δεν είναι σίγουρο).
 Ο Λεύκιππος και ιδίως ο Δημόκριτος είναι εκείνοι οι οποίοι, στο πλαίσιο ερμηνείας της ύλης και των υλικών σωμάτων(=”του” κόσμου δηλαδή-σημείωση δική μου-), διατυπώνουν την ρηξικέλευθη και άκρως επιστημονική, Ατομική θεωρία. Η ύλη αποτελείται από ά-τομα. Τα ά-τομα είναι σωματίδια τα οποία είναι “αμετάβλητα, αδιαίρετα, άτμητα”…
και …”η πολλαπλότητα του κόσμου των φαινομένων εξηγείται από το διαφορετικό σχήμα, τη διαφορετική τάξη και θέση ή τροπή των πολύπλοκα συνδεδεμένων ατόμων…” . Τα άτομα κινούνται μέσα σε έναν κενό χώρο, και με …”τις αλλεπάλληλες συγκρούσεις τους, δημιουργούν, καινούργιους συνδυασμούς και νέες μορφές σωμάτων…”35. Οι δυο φιλόσοφοι εξηγούν με αυτόν τον τρόπο την Ψυχή, ως έννοια πηγής ζωής, και τον υλικό κόσμο. Εκτός αυτών, ο Δημόκριτος προβαίνει σε μια πιο συστηματική ανάλυση της ανθρώπινης Ψυχής(και γενικότερα…), σε μια συστηματική Ψυχολογία, μέσω της ατομικής θεωρίας στο συνολικό κοσμοείδωλο του.
Αρχικά, δίδεται η δομή, το περιεχόμενο, τα συστατικά της Ψυχής. “Η ψυχή αποτελείται από άτομα σφαιροειδή, όμοια προς τα μικρά ξύσματα τα ορατά εις τας ακτίνας του ηλίου, αίτινες εισέρχονται εις μέρος σκοτεινόν… Η ψυχή, ως οντότητα, αποτελείται δηλαδή, από τα ίδια συστατικά της ύλης. Αποτελείται, από ά-τομα. Αυτά έχουν ένα ιδιαίτερο σχήμα. Λεπτό και σφαιροειδές. Η Ψυχή, για τον Δημόκριτο, είναι η πηγή ζωής. Σκεπτόμενος, στην Ατομική θεωρία, τι είναι αυτό που κάνει τα σωματίδια(ά-τομα) να κινούνται στον κενό χώρο αναπτύσσοντας ταχύτητα και συγκρουόμενα να δίδουν υλικές μορφές και ζωή, καταλήγει πως αυτή η δύναμη, που προκαλεί την κίνηση, είναι η Ψυχή. Τα ά-τομα που αποτελούν την Ψυχή, δίδουν ζωή στο σώμα, μεσώ της μεταφοράς εκ του αέρος. Το σώμα(ύλη) δημιουργείται από τις συγκρούσεις των σωματιδίων και λαμβάνει, δηλαδή, ζωή πάλι μέσω των Ψυχικών σωματιδίων(ά-τομα της Ψυχής). Αυτό ισχύει για ολόκληρη την φύση. Η Ψυχή έχει τον μόνο ζωοποιό ρόλο και δυνατότητα στο όλο σύμπαν. Όλη η ύλη δίχως αυτήν, δεν έχει καμία απολύτως δυνατότητα ζωής. Εξ ου και η γνωστή ρήση του Δημοκρίτου: “Οι άνθρωποι πρέπει να προσέχουν περισσότερο την Ψυχή, παρά το σώμα.” Καθώς τα (ψυχικά) σωματίδια, συγκεντρώνονται για να δώσουν ζωή στην ύλη, κάποια από αυτά σχηματίζουν μια μεγάλη μάζα η οποία ονομάζεται διάνοια. Είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να μάθει, να κατακτήσει την γνώση. Εκτός της διανοίας, υπάρχει και άλλος τρόπος γνώσης. Οι αισθήσεις. Εδώ ο Δημόκριτος, αναδεικνύει για άλλη μια φορά την δύναμη της Ψυχής. Λέγει χαρακτηριστικά, όπως διασώζονται από τον Σέξτο τον Εμπειρικό: …”Γνώμης δε δύο εισίν ιδέαι, η μεν γνησίη, η δε σκοτίη. και σκοτίης μεν τάδε σύμπαντα, όψις, ακοή, οσμή, γεύσις, ψαύσις. η δε γνησίη, αποκεκριμένη δε ταύτης…” και …”όταν η σκοτίη μηκέτι δύνηται μήτε ορην… τότε επιγίγνεται η γνησίη άτε όργανον έχουσα του νωσαι λεπτότερον…”. Η “σκοτεινή γνώση”, είναι η γνώση που προσφέρουν οι αισθήσεις(αφή, ακοή κλπ) ενώ η “καθαρή γνώση” η γνήσια είναι αυτή που πηγάζει από την διάνοια. Και τούτο γιατί, προφανώς, η διάνοια συντίθεται από την Ψυχή ως μοναδική πηγή ζωής. Η Ψυχή, τέλος, μπορεί να προσφέρει δυνατότητα ίασης των προβλημάτων (υγείας) του σώματος(=”πρόκειται” όπως φαίνεται για μια μορφή αθανασίας της Ψυχής κατά τον Δημόκριτο-σημείωση δική μου-).

Ἑκηβόλος


Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Ορφικός Ύμνος Ηους

EOS - Bourguereau
Ακουσε με συ η θεά, πού φέρεις εις τους ανθρώπους την ημέραν πού δίδει το φως συ η Ηώς η λαμπροφέγγουσα πού γίνεται κόκκινη στον κόσμο, η αγγελιαφόρος του μεγάλου θεού του ένδοξου Τιτάνος, συ η όποια κατά την ανατολήν σου διώχνεις της νυκτός την μαυρόχρωμη πορεία και την εξαποστέλλεις εις τα βάθη της γης, συ πού είσαι οδηγός εις τα έργα των ανθρώπων και εξυπηρετείς τον βίον των με σένα χαίρεται το γένος των θνητών ανθρώπων και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος αποφεύγει την ιδικήν σου όψιν (να βλέπη εσένα), αφού είσαι ανωτέρα από κάθε άλλην, όταν απομακρύνης από τα βλέφαρα των τον γλυκύν ύπνον
και κάθε άνθρωπος ευχαριστείται να σε βλέπη, καθώς και κάθε ερπετόν και όλα τα άλλα γένη των τετραπόδων ζώων. των πουλιών και των θαλασσινών, πού ανήκουν σε πολλά είδη
διότι προσπορίζεις εις τους ανθρώπους όλον τον χρόνον την αυγήν, πού είναι κατάλληλος προς εργασίαν για να ζήσουν. Αλλά εσύ η μακαρία ή αγνή είθε να αύξησης εις τους μύστας το ιερόν φώς.

Κλῦθι, θεά, θνητοῖς φαεσίμβροτον ἦμαρ ἄγουσα, Ἠὼς λαμπροφαής, ἐρυθαινομένη κατὰ κόσμον, ἀγγέλτειρα θεοῦ μεγάλου Τιτᾶνος ἀγαυοῦ, ἣ νυκτὸς ζοφερήν τε καὶ αἰολόχρωτα πορείην ἀντολίαις ταῖς σαῖς πέμπεις ὑπὸ νέρτερα γαίης· ἔργων ἡγήτειρα, βίου πρόπολε θνητοῖσιν· ἧι χαίρει θνητῶν μερόπων γένος· οὐδέ τίς ἐστιν, ὃς φεύγει τὴν σὴν ὄψιν καθυπέρτερον οὖσαν, ἡνίκα τὸν γλυκὺν ὕπνον ἀπὸ βλεφάρων ἀποσείσηις, πᾶς δὲ βροτὸς γήθει, πᾶν ἑρπετὸν ἄλλα τε φῦλα τετραπόδων πτηνῶν τε καὶ εἰναλίων πολυεθνῶν· πάντα γὰρ ἐργάσιμον βίοτον θνητοῖσι πορίζεις. ἀλλά, μάκαιρ᾽, ἁγνή, μύσταις ἱερὸν φάος αὔξοις.

EOS - GODDESS OF THE DAWN

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Όνειρο ήταν....



Όνειρο ήταν ψυχή μου....
Όνειρο ήταν....
τώρα πια ξημέρωσε μία λαμπερή ροδοδάχτυλη Αυγή...

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα


Μονογραμμα ΙΙΙ

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Eπειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ' στ' αχανή 
      σεντόνια
Nα μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
      στοές
Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Aκουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό 
      πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά 

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες 
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
      που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το 
      εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ' στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς 
Eίναι νωρίς ακόμη μέσ' στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Nα μιλώ για σένα και για μένα.



Οδυσσέας Ελύτης

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ

Η οντολογική προδιαγραφή του έρωτος, έτσι όπως αυτή αναδεικνύεται στον πλατωνικό διάλογο «Συμπόσιον»

 Ιωάννα Κοτσώρη,
Υπ. Διδάκτωρ Φιλολογίας Παν. Πελοποννήσου
 Ο Πλάτων αποτελεί έναν από τους κορυφαίους στοχαστές της παγκόσμιας ιστορίας. Η φιλοσοφική του σκέψη έχει αναμφίβολα σημαδέψει κατά τρόπο ανεπανάληπτο το στοχασμό γενικότερα στο πλαίσιο της δυτικής αλλά κατά προέκταση και σε έναν βαθμό και της παγκόσμιας φιλοσοφίας.
Το συγγραφικό έργο του Πλάτωνος θα λέγαμε πως είναι αρχικά μνήμη και φήμη, εξιδανικευτική του βίου και του θανάτου και του ήθους και της σκέψης εν γένει του ανθρώπου που τον σημάδεψε πνευματικά: του Σωκράτους. Την ίδια στιγμή, σε αυτό το ίδιο έργο, εκδιπλώνεται με μαεστρία και με ανάπτυξη, η οποία είναι ευμέθοδη και πολύπτυχη, η διδασκαλία του ίδιου του Πλάτωνος.
Η φιλοσοφία του Πλάτωνος είναι σε απόλυτη εχθρότητα προς κάθε δογματισμό, προς κάθε στατική θεώρηση. Όργανό της είναι η ερώτηση, σκοπός της ερώτησης είναι η ανα-ζωοποίηση όλων των δεδομένων που μπορούν να αποτελέσουν θέμα για τη σκέψη μας. Μόνο όταν αρχίζει ο άνθρωπος να ερωτά γιατί αυτό και όχι εκείνο, γιατί αυτό έτσι και όχι αλλιώς, εμφανίζονται τα αντικείμενα τα οποία αφορά η ερώτηση στην πραγματική τους δυναμικότητα. Μόνον ό, τι είναι προβληματικό έχει κάποια αξία, μόνον εκείνο που μας γίνεται πρόβλημα είναι άξιο να ελκύσει την προτίμησή μας, την αγάπη μας, το μίσος μας, τη συμπάθειά μας και την αντιπάθειά μας.
Τα πλατωνικά έργα, εκτός από την Απολογία Σωκράτους και τις Επιστολές, είναι γραμμένα σε μορφή διαλόγου και παράλληλα εμφανίζονται κατά κάποιο τρόπο σαν μια ζω­ντανή συζήτηση μεταξύ δύο συζητητών με κεντρική φιγούρα των έργων σχεδόν πάντα (εκτός από την περίπτωση του έργου Νόμοι) να εμφανίζεται ο Σωκράτης, ακόμα και όταν φαίνεται να είναι ένας απλός ακροατής.
Την ίδια στιγμή, είναι χαρακτηριστικό πως σε αυτούς τους διαλόγους, ο αναγνώστης παρακολουθεί όλες τις ιδέες και απόψεις τις οποίες εκφράζει ο καθένας από τους συμμετέχοντες ομιλητές. Ο Πλάτων στο τέλος, και μέσα από το παιχνίδι της αντιπαράθεσης των επιχειρημάτων και των λεκτικών σχημάτων, δείχνει προτίμηση προς συγκεκριμένες θέσεις, οι οποίες εκφράζονται με το στόμα του διδασκάλου του Σωκράτους.
Στο Συμπόσιον ο Πλάτων ακολουθεί μια μέθοδο εντελώς ιδιαίτερη, γιατί, ενώ οι άλλοι διάλογοι είναι δυνατόν να έχουν συντεθεί σύμφωνα με μια μέθοδο διαλεκτικής πορείας και επιτρέπουν απόηχους προγενέστερων απόψεων, στο Συμπόσιον μπορεί να εξεικονίζει μια πορεία αποκάλυψης, κριτικής και ανάλυσης για να φτάσει στην αποκάλυψη της αλήθειας του έρωτα.
Το χρόνο της συγγραφής του Συμποσίου μπορούμε να υπολογίσουμε από το λόγο του Αριστοφάνη, στον οποίο αναφέρεται στο έτος 385 π.Χ.. Το Συμπόσιον ανήκει σε μια περίοδο της ζωής του Πλάτωνος θεμελιώδους σημασίας για την εξέλιξη της σκέψης αλλά και της ψυχικής του κατάστασης. Μόλις είχε γυρίσει από το πρώτο του ταξίδι (388 π.Χ.) και είχε ιδρύσει την Ακαδημία. Μετά το δράμα του 399 π.Χ., την καταδίκη δηλαδή και το θάνατο του Σωκράτους, η επιτυχία της Ακαδημίας ήταν τόσο μεγάλη ώστε ένα πλήθος συγκλονίζει το κήρυγμά του. Ο Έρως γίνεται χειραγωγός προς τη φιλοσοφία, λαχτάρα μαζί και χαρά, πόθος και όλβος του απολύτου[1].
Το συγκεκριμένο κείμενο είναι μια αφήγηση κάποιου ατόμου, του Απολλόδωρου, προς κάποιον φίλο του τον Εταί­ρο, ενώ κατευθύνονται προς την Αθήνα περί το 400 π.Χ. ζώντος του Σωκράτους. Το Συμπόσιον του Αγάθωνα πραγματοποιήθηκε το 416 π.Χ., όπως μας ενημερώνει ο συγγραφέας, η αναδιήγηση περί το 400 π.Χ. και η συγγραφή περί το 385 π.Χ.. Προς τι αυτό; Ο Πλάτων μας μεταφέρει σε μια εποχή δόξας και ακμής της πόλης και ήθελε να περιγράψει μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ευτυχίας. Ο Σωκράτης απέχει πολύ, 17 ολόκληρα χρόνια από τη συμφορά του 399 π.Χ.. Είναι ακόμα γελαστός και αγαπητός, τύπος γεμάτος παραδοξότητες στη διαγωγή και στα λόγια του, αλλά πάντως ο περιζήτητος σύντροφος, ο εύθυμος συζητητής . Όλη αυτή η αναπόληση των ωραίων ημερών και η υποδήλωση της θλιβερής συνέχειας δεν είναι παρά ένα σκηνικό βάθος, από το οποίο θα προβάλλει περισσότερο ανάγλυφη η προσωπικότητα του Σωκράτους.
Από τη βραδιά που ακούστηκαν οι ερωτικοί λόγοι χρόνια πια έχουν περάσει. Ό, τι ήταν συμπτωματικό έχει σβήσει και έχει μετατοπιστεί στη σκοτεινιά της λήθης. Έτσι θα παρουσιαστεί μόνο ό,τι ήταν αξιομνημόνευτο, ό, τι ξεφεύγοντας από το τυχαίο αξίζει να τοποθετηθεί στον κόσμο που αντιστέκει στη λήθη και στο θάνατο. Και είναι αυτό λόγοι ερωτικοί: όχι στη σημασία ότι πρόκειται για «λόγους περί έρωτος», αλλά στη σημασία ότι μέσα από αυτούς ακούγεται η φωνή και η ομιλία του ίδιου του έρωτος, αποκαλυπτική αυτοεμφάνιση της θεϊκής οντότητας μέσα στην περιοχή του ανθρώπινου λόγου.
Οι λόγοι περί Έρωτα είναι το κύριο περιεχόμενο του Συ­μποσίου. Το υποδηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στην αρχή (172b «τῶν ἄλλων τῶν τότε ἐν τῷ συνδείπνῳ παραγενομένων, περί τῶν ἐρωτικῶν λόγων τίνες ἦσαν»). Η συζήτηση αρχίζει με το λόγο του Φαίδρου, που υποστηρίζει, ότι ο Έρωτας είναι ένας από τις αρχαιότερες θεότητες. Ενώ ένας πιστός φίλος είναι η μεγαλύτερη ευτυχία, ο έρωτας είναι αυτός που μας κάνει να κάνουμε τις ηρωικότερες πράξεις. Ο Έρωτας είναι μέγας θεός και αυτή η διακήρυξη θα αποτελέσει το σύνθημα όλων των κατοπινών λόγων, μέχρι ότου ο Σωκράτης αποδείξει ότι ο έρωτας είναι όχι θεός, αλλά δαίμων3 .
Ο Παυσανίας φέρνει τον έρωτα σε σχέση με τη θεά Αφροδίτη, και υποστηρίζει ότι όπως η Αφροδίτη έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεϊκή, έτσι και ο έρωτας έχει δύο μορφές. Ο σαρκικός έρωτας αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση, ενώ ο ανώτερος έρωτας επιφέρει την παντοτινή ένωση με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη.
Ο γιατρός Ερυξίμαχος από ιατρικής άποψης βλέπει τον έρωτα σαν μια συγκυρία τεσσάρων ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο σώμα: η ζέστη, το κρύο, η πίκρα και η γλύκα. Ο Αριστοφάνης επιχειρεί να αποδείξει τη δύναμη του έρωτα με το μύθο των σφαιρικών ανθρώπων, που ήταν ερμαφρόδιτοι. Είχαν τόσο μεγάλη δύναμη, που οι θεοί τούς έκοψαν στην μέση και από τότε το ένα μισό ανα­ζητάει το άλλο. Ο Αγάθων με μεγάλη ρητορική ικανότητα και με τη βοήθεια λογικών αποδείξεων λέει πως ο έρωτας είναι ένας θεός που είναι αιώνια νεαρός, τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός. Προς τιμή του τραγουδάει και έναν ύμνο. Είναι εκείνος που μιλά για τον έρωτα καθεαυτόν και όχι για τον έρωτα ως θεσμό. Μας προετοιμάζει για τις θεωρίες της Διοτίμας: την υπέρβαση δηλαδή της διανθρώπινης σχέσης προς τις αιώνιες πραγματικότητες, που θα αποτελέσει την ειδική εισφορά της Διοτίμας.
Εκείνη την στιγμή παρουσιάζεται ο Σωκράτης, συγκεντρωμένος στις σκέψεις του, καθυστερεί και λησμονείται. Δημιουργεί έτσι την ατμόσφαιρα του μυστηριώδους, εντός της οποίας πρέπει να ακουσθούν τα μυσταγωγήματα της Διοτίμας. Ο Σωκράτης εμφανίζεται στην είσοδο τελευταίος, τελευταίος όχι από ματαιόδοξη επιθυμία να αφήσει να τον περιμένουν, αλλά από την ζήτηση της αλήθειας.
Ο Ερυξίμαχος έχει δίκιο: το θέμα το έχουν εξαντλήσει οι προλαλήσαντες, από άποψης ρητορικής. Ένα μόνο μένει για το Σωκράτη: η αλήθεια. Έτσι για μας οι προηγούμενοι λόγοι παρουσιάζονται ως κάτι αρνητικό και ολόκληρη η αισθηματολογία τους ως ανεδαφική, αφού δεν έχει ό, τι εξασφαλίζει νόημα και διάρκεια σε κάθε είδους συγκίνηση: την αλήθεια. Η περιέργεια του αναγνώστη αυξάνει. Πρόκειται να ακούσει κάτι όχι απλώς ανώτερο από τα λεχθέντα, αλ­λά και τελείως διαφορετικό. Και αισθάνεται ο αναγνώστης μαζί με τους παριστάμενους την αγωνία κατ αρχάς, αν θα τηρήσει ο Σωκράτης την υπόσχεσή του, και την ανακούφιση μαζί, όταν επιτέλους αποφασίζει να μιλήσει4.
Ο Σωκράτης ανησυχεί αν θα έχει τίποτα να προσθέσει σε όσα ωραία ειπώθηκαν. Η ειρωνεία την οποία χρησιμοποιεί ο Σωκράτης και η οποία στη συνέχεια του διαλόγου θα εκ­φραστεί μέσα από το στόμα και τα λεγόμενα της Διοτίμας, είναι στοιχείο αλλαγής με την οποία θα διαφανεί η διαφορά με τα όσα έχουν ειπωθεί για τον Έρωτα έως τώρα και με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο θαυμασμός μας. Εξαίρεται περισσότερο η σπουδαιότητα των ανακοινωμένων, καθ’ όσον προβάλλουν από ένα φευγαλέο πλήθος άλλων λόγων, οι οποίοι αφήνονται στο ημίφως και την αοριστία. Νιώθουμε, πώς όλοι οι προηγούμενοι λόγοι, που με τόση χλιδή ειπώθηκαν, μαραίνονται, γιατί η ρίζα τους δεν ήταν φιλοσοφική, δηλαδή δεν έφτανε ως την ιδέα5.
Ο Σωκράτης λέει ότι δεν ξέρει να πει τίποτα και δηλώνει ότι οφείλει στη δασκάλα του, τη Διοτίμα, τις απόψεις του για τον έρωτα, ως πόθο και κίνητρο για το ωραίο και αληθινό. Στο ίδιο έργο ο Σωκράτης αναφέρεται σ’ αυτήν ως δασκάλα του λέγοντας ότι ήταν ιέρεια στην Μαντίνεια και ότι ανέβαλε για δέκα έτη με θυσίες το λοιμό το 440 π.Χ.. Ο Πλάτων βέβαια δεν ανέφερε τυχαία αυτό. Πρόθεσή του ήταν να δείξει σε συγκεκριμένο της κατόρθωμα ότι κατείχε και η ίδια τη δαιμόνια εκείνη δύναμη, την οποία αποδίδει στους μάντεις και να προσδώσει κατά αυτόν τον τρόπο κύρος στις αποκαλύψεις της. Σε ένα μεγάλο μέρος ο λόγος του είναι η αφήγηση του διαλόγου περί Έρωτος που είχε με αυτήν. Ουσιαστικά πρόκειται για το λόγο και τη διδασκαλία της Διοτίμας. Το διάλογο αυτό ο Σωκράτης μεταφέρει στους φίλους του, διδάσκοντας ό, τι ο ίδιος είχε προηγουμένως μάθει για τον Έρωτα από αυτήν, η οποία «σε αυτό το θέμα ήταν πολύ σοφή» (201d «ταϋτά τε σοφή ήν και άλλα πολλά»).
Ο Έρωτας λοιπόν δεν είναι ωραίος όπως οι Θεοί αλλά ούτε και άσχημος. Είναι κάτι ανάμεσα, όπως η σωστή δοξασία μεταξύ της γνώσης και της άγνοιας (202 a «ἔστιν τι μεταξύ σοφίας και ἀμαθίας»). Είναι λοιπόν ανάμεσα στους ανθρώπους και στους Θεούς (202d «μεταξύ θνητοῦ και ἀθανάτου»). Ένας δαίμονας μεσάζων και οι άνθρωποι επι­κοινωνούν με τους Θεούς μέσω αυτού, χρησιμοποιώντας την Ιερατική και τη Μαντική τέχνη.
Ο Έρωτας είναι γιος του Πόρου και της Πενίας, που η σύλληψή του έγινε στα γενέθλια της Αφροδίτης (203c «ἅτε οὖν Πόρου καί Πενίας ὑιός ὤν ὁ Ἔρως ἐν τοιαύτῃ τύχῃ καθέστηκεν»). Έτσι είναι πάντα φτωχός, άσχημος και στερημένος. Κυνηγάει όμως τα ωραία και τα αγαθά με ορμή, ανδρεία και εξυπνάδα. Αγαπάει τη γνώση και είναι εφευρέτης της. Πάντα φιλοσοφεί. Το αντικείμενο του Έρωτα εί­ναι η παντοτινή κατοχή του αγαθού και η αθανασία (206 a «Ἔστιν ἄρα συλλήβδην, ἔφη, ὁ ἔρως τοῦ τό ἀγαθόν αὐτῷ εἶναι ἀεί»). Και η αθανασία αρχικά επιτυγχάνεται μέσα από την αναπαραγωγή των σωμάτων, που διαιωνίζει το εί­δος (206c «ἔστι δε τοῦτο θεῖον τό πρᾶγμα, καί τοῦτο ἐν θνητῷ ὄντι τῷ ζῴῳ ἀθάνατον ἔνεστιν, ἡ κύησις καί ἡ γέννησις. τά δε ἐν τῷ άναρμόστῳ ἄδύνατον γενέσθαι»).
Αυτός όμως που εγκυμονεί ψυχικά δηλαδή (φρόνηση, δι­καιοσύνη, σωφροσύνη) αναζητάει μια όμορφη, έξυπνη και ευγενική ψυχή για να γεννήσει τις αρετές του. Στη συνέχεια το γεννημένο ανατρέφεται από κοινού και αυτό δημιουργεί ένα πιο σπουδαίο δεσμό από αυτό των παιδιών και μια πολύ πιο σταθερή φιλία.
Αυτά βέβαια τα παιδιά (οι αρετές) είναι πιο ωραία και πιο αθάνατα ώστε καθένας θα προτιμούσε τέτοια να γεννή­σει και όχι ανθρώπινα. Για παράδειγμα τα «παιδιά» του Λυκούργου σώζουν τη Σπάρτη και οι «νόμοι» του Σόλωνα σώζουν και γεννούν αρετή στην Αθήνα. Γι’ αυτά τα παιδιά τους έχουν τιμηθεί και τους έχουν αφιερωθεί πολλά ιερά (209e «τίμιος δε παρ’ ὑμῖν καί Σόλων διά τήν ταῶν νόμων γέννησιν, καί ἄλλοι ἄλλοθι πολλαχοῦ ἄνδρες, καί ἐν Ἕλλησι καί ἐν βαρβάροις, πολλά καί καλά ἀποφηνάμενοι ἔργα, γεννήσαντες παντοίαν ἀρετήν»).
Στη συνέχεια σ’ αυτό το λόγο η Διοτίμα διδάσκει στο Σωκράτη το σωστό δρόμο για τη μύηση στα «τέλεια και εποπτικά» μυστήρια του Έρωτα. Πρώτα λοιπόν πρέπει από νεαρή ηλικία κάποιος να πλησιάσει νέους με ωραία σώματα, να αγαπήσει κάποιον και σ’ αυτόν να γεννήσει ωραίους λόγους, μετά να διευρύνει την αγάπη του προς όλα τα ωραία σώματα, ανακαλύπτοντας την ομορφιά του είδους, έπειτα ν’ ανακαλύψει την ομορφιά των ψυχών που είναι ανώτερη από αυτή των σωμάτων και που εκδηλώνεται στους ωραίους τρόπους ζωής και στους νόμους (210a «δεῖ γάρ, ἔφη, τόν ὀρθῶς ἰόντα ἐπι τοῦτο τό πρᾶγμα ἄρχεσθαι μέν νέον ὄντα ἰέναι ἐπι τά καλά σώματα, και πρῶτον μέν, ἐάν ὀρθῶς ἡγῆται ὁ ἡγούμενος, ἑνός αὐτόν σώματος ἐρᾶν καί ἐνταῦθα γεννᾷν λόγους καλούς»).
Στη συνέχεια αναζητώντας την ομορφιά των επιστημών, θα στρέψει το βλέμμα του στη μια και μοναδική επιστήμη (210e «Ὅς γάρ ἄν μέχρι ἐνταῦθα πρός τά ἐρωτικά παιδαγωγηθῇ, θεώμενος ἐφεξῆς τε καί ὀρθῶς τά καλά, πρός τέλος ἤδη ἰών ταῶν ἐρωτικῶν ἐξαίφνης κατόψεταί τι θαυμαστόν τήν φύσιν καλόν»). Την επιστήμη της ομορφιάς καθ’ αυτής. Με αυτό λοιπόν το δρόμο της παιδεραστίας φτάνει κανείς ως τη θέαση της ίδιας της ιδέας της ομορφιάς ώστε να μπορεί πια να γεννήσει όχι είδωλο αρετής παρά αληθινή αρετή. Έτσι θα γίνει αγαπημένος στους Θεούς και αθάνατους περισσότερο από κάθε άλλον.
Ακολουθεί ο λόγος του Αλκιβιάδη που θα εγκωμιάσει τον ίδιο τον Σωκράτη. Αναφέρει ότι ο Σωκράτης ήταν ο μόνος που τον έκανε να ντραπεί, εκθειάζει την ανωτερότητα και τις αρετές της ανδρείας και της φρόνησης του Δαιμόνιου Σωκράτους, που όμοιος ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει.
Στο Συμπόσιον ο έρως αποκαλείται δαίμων και, ως τέτοιος ευρίσκεται «εγκαθιδρυμένος» μεταξύ του θείου και του κοσμικού χώρου, μεταξύ δηλαδή θεού ή θεών και ανθρώπων. Ως ενδιάμεση αυτών οντότητα, είναι σαφές πως αντλεί την καταγωγή του από τους θεούς και μάλλον, ως προς τις οντολογικές αναφορές του, έρχεται να επιτελέσει έναν εργαλειακού τύπου ρόλο, αφού αποβλέπει στην αναγωγή των κατωτέρων όντων προς την ευδαιμονία, προς την περιοχή δηλαδή των ανωτέρων υποστάσεων. Οπότε, ως ενδιάμεση οντότητα διαθέτει χαρακτήρα ενοποιητικό. Κατά την γνωσιολογική εκδοχή τής εν λόγω θέσης, ο έρως ως ενδιάμεση οντότητα ενέχει στην υπόστασή του χαρακτηριστικά γνωρίσματα των δύο ακραίων υποστάσεων και, επί του προκειμένου, της σοφίας και της αμαθείας. Οπότε ο έρως χαρακτηρίζεται και ως φιλόσοφος, καθότι θα «γευματίσει» μετά της σοφίας, εάν και εφόσον υπερβεί την αρνητική όψη που τον διακατέχει, εκείνη της αμαθείας. Αναφορικά με την ανθρώπινη ψυχή η ανωτέρω άποψη σημαίνει πως η ίδια θα είναι σε θέση, εφόσον το γνωστικό μέρος της πληρωθεί διά της φιλοσοφίας, διά του φιλοσοφικού δηλαδή έρωτος, να διάγει και εγκόσμιο βίο ευδαίμονα αλλά και, έτι περαιτέρω, θείο.
Ο πλατωνικός έρωτας έχει πολλά χαρακτηριστικά του Σωκράτη. Είναι πάντα άπορος, δεν είναι μαλακός, ούτε όμορφος αλλά τραχύς. Είναι πάντα ξυπόλητος και άστεγος. Είναι ανδρείος, τολμηρός, κυνηγάει πάντα την ομορφιά και την καλοσύνη. Είναι όμως, δεινός κυνηγός και παγιδευτής, εφευρετικός. Είναι σε όλη του τη ζωή φιλόσοφος, είναι ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ενσυνείδητη άγνοια. Ο πλατωνικός Σωκράτης είναι σαν να γνέφει στον έφηβο να αφή­σει τα βάναυσα και να βαδίσει προς τα θεία.. Η ψυχή του Σωκράτη είναι γεμάτη πάθος και έρωτα γα τη νεότητα και με αυτά ανασκαλεύει την ψυχή του εφήβου, αποφεύγοντας ο ίδιος να είναι ένας ψυχρός ορθολογιστής6.
Συμπέρασμα
 Βλέπουμε λοιπόν ότι για τη Φιλοσοφία ο Έρωτας ταυτίζεται με τη δύναμη που τείνει στην ολοκλήρωση και στην κατάκτηση της αθανασίας. Σαν πρωταρχική ελκτική δύναμη ο Θεός Έρωτας είναι μια δύναμη ικανή να ταξινομεί και να δίνει ζωή στα πάντα. Πλάθει διαφορετικά σκαλοπάτια από ένα λεπτότατο ουρανό σε μια απτή γη, όπου σε κάθε επί­πεδο υπάρχει και μια διαφορετική μορφή Έρωτα.
Και για να φτάσουμε στην ουσία του Έρωτα, πρέπει να μάθουμε να ανακαλύπτουμε τη σκάλα ανάβασης ξεκινώντας από την ομορφιά. Αυτή που υπάρχει στα σώματα, στις ψυχές, στις δράσεις, στους Νόμους της φύσης, στην Επιστήμη και στην Τέχνη και ακόμα πιο πέρα φτάνουμε στο Ωραίο καθ’ αυτό, στην αγνή ιδέα, στην αφηρημένη ομορφιά καθαρή και άψογη, η οποία όμως συμπίπτει και με το Καλό, το Δίκαιο και το Αληθές. Με τον έρωτα υπερνικάει η ανθρώπινη ατέλεια τον εαυτό της, και , επειδή η παιδεία δε θέλει τίποτα άλλο παρά να φέρει τον άνθρωπο προς την ολότητά του, είναι φανερό, ότι ο έρωτας είναι ο θεμελιωτής της παιδείας.

Βιβλιογραφία
Αρχαία Ελληνική Γραμματεία
  Συκουτρής,  Ιω.,  [1934]   1966,  Πλάτωνος Συμπόσιον, εκδόσεις Εστία, Αθήνα
Ξενόγλωσση
Stewart, J.A., 1905, Myths of Plato: The two Symposium Myths, MacMillan, London, σελ. 428- 434
  1. Taylor, A.E., 1990, Πλάτων-Ο άνθρωπος και το έργο του, μτφ. Αρζόγλου Ι., εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα,, σελ. 250-279
Ελληνόγλωσση
Πλάτων, 1999, Συμπόσιον, μτφ. – εισαγωγή- σχόλια  Δεδούσης Β., προλεγόμενα Γεωργούλης, Κ., εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα
  1. Πλάτων,    2004,    Συμπόσιον,    Εισαγωγή,    μετάφραση, σχόλια Υπόμνημα, Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη
  2. Δεσποτόπουλος Κ. Ι., 1997, Φιλοσοφία του Πλάτωνος, εκδόσεις Ακαδημία Αθηνών- Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας, Αθήνα
  3. Θεοδωρακόπουλος Ι., 2009, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, εκδόσεις Εστία, Αθήνα
  Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φιλοσοφείν», Ιούνιος 2014 (10)
  [1] Συκουτρής Ι, 2009, σ. 19.
2 Συκουτρής Ι, 2009, σ. 23.
4 Συκουτρής Ι, 2009, σ.σ. 144-145.
5 Θεοδωρακόπουλος Ι. 1964,  σ. 260
6 Θεοδωρακόπουλος Ι, 1964, σ. 113.

Ἑκηβόλος


Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

ΔΙΟΣ ΑΣΤΡΑΠΑΙΟΥ - Δαιμόνια Νύμφη


Κικλήσκω μέγαν, αγνόν, ερισμάραγον, περίφαντον, 
αέριον, φλογόεντα, πυρίδρομον, αεροφεγγή, 

άστράπτοντα σέλας νεφέων παταγοδρόμωι αυδήι, 
φρικώδη, βαρύμηνιν, άνίκητον θεόν άγνόν, 
άστραπαίον Δία, παγγενέτην, βασιλήα μέγιστον, 
ευμενέοντα φέρειν γλυκερήν βιότοιο τελευτήν.

Ορφικός Ύμνος Διός Αστραπέως


Προσκαλώ τον μέγαν, τον άγνόν, πού δυνατά βροντά, τον oνομαστόν, τον αέριον τον φλογερόν, πού συγκλονίζει με το πυρ αυτόν πού λάμπει στον αέρα. πού αστράφτει εις το φως των νεφών με φωνήν πού τρέχει με iσχυρόν κρότον, πού προκαλεί φρίκη (ανατριχίλα),  εσέ τον πάρα πολύ ωργισμένον τον αγνόν θεόν τον αστραφτερόν Δια, τον γεννήτορα των πάντων, τον μέγιστον βασιλέα, αυτόν παρακαλώ να μας φέρη με ευμένειαν γλυκύτατον τέλος του βίου.

Κικλήσκω μέγαν, ἁγνόν, ἐρισμάραγον, περίφαντον, ἀέριον, φλογόεντα, πυρίδρομον, ἀεροφεγγῆ, ἀστράπτοντα σέλας νεφέων παταγοδρόμωι αὐδῆι, φρικώδη, βαρύμηνιν, ἀνίκητον θεὸν ἁγνόν, ἀστραπαῖον Δία, παγγενέτην, βασιλῆα μέγιστον, εὐμενέοντα φέρειν γλυκερὴν βιότοιο τελευτήν.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...