Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΜΗΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΜΗΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Κάμαρα από ξύλο Ελιάς


Η Ευρύκλεια έτρεξε και έφερε το νέο στην Πηνελόπη, ότι ο Οδυσσέας ήταν στο σπίτι και εξόντωσε όλους τους μνηστήρες. Η Πηνελόπη όμως αρχικά δεν την πίστεψε. Η Ευρύκλεια επέμεινε με τέτοια θέρμη που η καρδιά της Πηνελόπης μαλάκωσε και άρπαξε την Ευρύκλεια από τα χέρια, χωρίς να μπορεί ακόμα να το πιστέψει.
Η Πηνελόπη σαστισμένη άκουσε την Ευρύκλεια να διηγείται πώς παρουσιάστηκε μπροστά της ο Οδυσσέας σαν ζητιάνος, και πώς είχε σχέδιο να σκοτώσει όλους τους μνηστήρες όπως κι έκανε.
Η Πηνελόπη κατέβηκε τη μεγάλη σκάλα και συνάντησε τον γιο της. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε κι εκείνος βοηθήσει τον πατέρα του να σκοτώσει τους μνηστήρες και δεν ήταν κάποια θεϊκή παρέμβαση που τους εξόντωσε. «Μάνα, μη στέκεσαι έτσι μόνη σου και πήγαινε να αγκαλιάσεις τον άντρα σου που σε περιμένει», της είπε.
Ο Τηλέμαχος τότε ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του και έστησε μου τους πιστούς τους υπηρέτες χορό και πανηγύρι, για να μη φανεί σε όσους περνούσαν απ’έξω ότι έγινε μακελειό και σκοτώθηκαν τα περισσότερα αρχοντόπουλα της Ιθάκης. Έτσι πολλοί πίστεψαν ότι η Πηνελόπη είχε διαλέξει κάποιον από τους μνηστήρες για άντρα της.
Ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη αντάμωσαν, όμως ακόμα και τότε η Πηνελόπη δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον άντρα της μετά από τόσα χρόνια στον πόλεμο και τη θάλασσα. Ήθελε και άλλες αποδείξεις. Αποδείξεις και απαντήσεις σε ερωτήματα που μόνο οι δυο τους γνώριζαν.
«Πες μου, πώς να πιστέψω για άντρα μου έναν άγνωστο στην όψη και να τον οδηγήσω στο κρεβάτι που έφτιαξε ο Οδυσσέας πριν φύγει για την Τροία...»
«Ναι, εγώ έφτιαξα το κρεβάτι μας», απάντησε ο Οδυσσέας. Το έφτιαξα από το ξύλο της ελιάς που φύτρωσε στην αυλή μας, το επένδυσα με δέρμα βοδιού, και το διακόσμησα με χρυσό και μάλαμα.


Η Πηνελόπη με αυτά τα λόγια σιγουρεύτηκε. Αυτός ήταν ο Οδυσσέας, ο άντρας της, ο κύριος του σπιτιού που είχε επιστρέψει. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και φιλήθηκαν, ξανά και ξανά χωρίς να μπορούν να χορτάσουν ο ένας τον άλλον. Στις πολλές ώρες που έμειναν έτσι μέσα στην κάμαρά τους, ο Οδυσσέας της διηγήθηκε τα βάσανά του και τις περιπέτειές του. Το ταξίδι για την επιστροφή στην Ιθάκη όμως είχε τελειώσει και θα ζούσαν επιτέλους ευτυχισμένοι μαζί.

https://sites.google.com/site/epistrofistinithaki/rapsody-psi


Οδύσσεια - Ραψωδία Ψ

απόσπασμα

(....)
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια:
«δαιμόνι᾿, οὔτ᾿ ἄρ τι μεγαλίζομαι οὔτ᾿ ἀθερίζω
οὔτε λίην ἄγαμαι, μάλα δ᾿ εὖ οἶδ᾿ οἷος ἔησθα
ἐξ Ἰθάκης ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο.
ἀλλ᾿ ἄγε οἱ στόρεσον πυκινὸν λέχος, Εὐρύκλεια,
ἐκτὸς ἐϋσταθέος θαλάμου, τόν ῥ᾿ αὐτὸς ἐποίει:
ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ᾿ εὐνήν,
κώεα καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα.»
ὣς ἄρ᾿ ἔφη πόσιος πειρωμένη: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ὀχθήσας ἄλοχον προσεφώνεε κεδνὰ ἰδυῖαν:
«ὦ γύναι, ἦ μάλα τοῦτο ἔπος θυμαλγὲς ἔειπες:
τίς δέ μοι ἄλλοσε θῆκε λέχος; χαλεπὸν δέ κεν εἴη
καὶ μάλ᾿ ἐπισταμένῳ, ὅτε μὴ θεὸς αὐτὸς ἐπελθὼν
ῥηϊδίως ἐθέλων θείη ἄλλῃ ἐνὶ χώρῃ.
ἀνδρῶν δ᾿ οὔ κέν τις ζωὸς βροτός, οὐδὲ μάλ᾿ ἡβῶν,
ῥεῖα μετοχλίσσειεν, ἐπεὶ μέγα σῆμα τέτυκται
ἐν λέχει ἀσκητῷ: τὸ δ᾿ ἐγὼ κάμον οὐδέ τις ἄλλος.
θάμνος ἔφυ τανύφυλλος ἐλαίης ἕρκεος ἐντός,
ἀκμηνὸς θαλέθων: πάχετος δ᾿ ἦν ἠύ̈τε κίων.
τῷ δ᾿ ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, ὄφρ᾿ ἐτέλεσσα,
πυκνῇσιν λιθάδεσσι, καὶ εὖ καθύπερθεν ἔρεψα,
κολλητὰς δ᾿ ἐπέθηκα θύρας, πυκινῶς ἀραρυίας.
καὶ τότ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπέκοψα κόμην τανυφύλλου ἐλαίης,
κορμὸν δ᾿ ἐκ ῥίζης προταμὼν ἀμφέξεσα χαλκῷ
εὖ καὶ ἐπισταμένως, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνα,
ἑρμῖν᾿ ἀσκήσας, τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ.
ἐκ δὲ τοῦ ἀρχόμενος λέχος ἔξεον, ὄφρ᾿ ἐτέλεσσα,
δαιδάλλων χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἠδ᾿ ἐλέφαντι:
ἐκ δ᾿ ἐτάνυσσα ἱμάντα βοὸς φοίνικι φαεινόν.
οὕτω τοι τόδε σῆμα πιφαύσκομαι: οὐδέ τι οἶδα,
ἤ μοι ἔτ᾿ ἔμπεδόν ἐστι, γύναι, λέχος, ἦέ τις ἤδη
ἀνδρῶν ἄλλοσε θῆκε, ταμὼν ὕπο πυθμέν᾿ ἐλαίης.»
ὣς φάτο, τῆς δ᾿ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
σήματ᾿ ἀναγνούσῃ τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ᾿ Ὀδυσσεύς:
δακρύσασα δ᾿ ἔπειτ᾿ ἰθὺς δράμεν, ἀμφὶ δὲ χεῖρας
δειρῇ βάλλ᾿ Ὀδυσῆϊ, κάρη δ᾿ ἔκυσ᾿ ἠδὲ προσηύδα:
«μή μοι, Ὀδυσσεῦ, σκύζευ, ἐπεὶ τά περ ἄλλα μάλιστα
ἀνθρώπων πέπνυσο: θεοὶ δ᾿ ὤπαζον ὀϊζύν,
οἳ νῶϊν ἀγάσαντο παρ᾿ ἀλλήλοισι μένοντε
ἥβης ταρπῆναι καὶ γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι.
αὐτὰρ μὴ νῦν μοι τόδε χώεο μηδὲ νεμέσσα,
οὕνεκά σ᾿ οὐ τὸ πρῶτον, ἐπεὶ ἴδον, ὧδ᾿ ἀγάπησα.
αἰεὶ γάρ μοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισιν
ἐρρίγει μή τίς με βροτῶν ἀπάφοιτο ἔπεσσιν
ἐλθών: πολλοὶ γὰρ κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν.
οὐδέ κεν Ἀργείη Ἑλένη, Διὸς ἐκγεγαυῖα,
ἀνδρὶ παρ᾿ ἀλλοδαπῷ ἐμίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ,
εἰ ᾔδη ὅ μιν αὖτις ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν
ἀξέμεναι οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἔμελλον.
τὴν δ᾿ ἦ τοι ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον ἀεικές:
τὴν δ᾿ ἄτην οὐ πρόσθεν ἑῷ ἐγκάτθετο θυμῷ
λυγρήν, ἐξ ἧς πρῶτα καὶ ἡμέας ἵκετο πένθος.
νῦν δ᾿, ἐπεὶ ἤδη σήματ᾿ ἀριφραδέα κατέλεξας
εὐνῆς ἡμετέρης, ἣν οὐ βροτὸς ἄλλος ὀπώπει,
ἀλλ᾿ οἶοι σύ τ᾿ ἐγώ τε καὶ ἀμφίπολος μία μούνη,
Ἀκτορίς, ἥν μοι δῶκε πατὴρ ἔτι δεῦρο κιούσῃ,
ἣ νῶϊν εἴρυτο θύρας πυκινοῦ θαλάμοιο,
πείθεις δή μευ θυμόν, ἀπηνέα περ μάλ᾿ ἐόντα.»
ὣς φάτο, τῷ δ᾿ ἔτι μᾶλλον ὑφ᾿ ἵμερον ὦρσε γόοιο:
κλαῖε δ᾿ ἔχων ἄλοχον θυμαρέα, κεδνὰ ἰδυῖαν.
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἀσπάσιος γῆ νηχομένοισι φανήῃ,
ὧν τε Ποσειδάων εὐεργέα νῆ᾿ ἐνὶ πόντῳ
ῥαίσῃ, ἐπειγομένην ἀνέμῳ καὶ κύματι πηγῷ:
παῦροι δ᾿ ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἤπειρόνδε
νηχόμενοι, πολλὴ δὲ περὶ χροὶ̈ τέτροφεν ἅλμη,
ἀσπάσιοι δ᾿ ἐπέβαν γαίης, κακότητα φυγόντες:
ὣς ἄρα τῇ ἀσπαστὸς ἔην πόσις εἰσοροώσῃ,
δειρῆς δ᾿ οὔ πω πάμπαν ἀφίετο πήχεε λευκώ.
καί νύ κ᾿ ὀδυρομένοισι φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
εἰ μὴ ἄρ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη.
νύκτα μὲν ἐν περάτῃ δολιχὴν σχέθεν, Ἠῶ δ᾿ αὖτε
ῥύσατ᾿ ἐπ᾿ Ὠκεανῷ χρυσόθρονον, οὐδ᾿ ἔα ἵππους
ζεύγνυσθ᾿ ὠκύποδας, φάος ἀνθρώποισι φέροντας,
Λάμπον καὶ Φαέθονθ᾿, οἵ τ᾿ Ἠῶ πῶλοι ἄγουσι. (....)


Νεοελληνική απόδοση:

(....)Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:

«Καημένε, δε μεγαλοπιάνουμαι κι ουδέ αψηφώ κανένα
κι ουδέ ξαφνίζουμαι᾿ τη θύμηση κρατώ πως ήσουν τότε,
σαν έφευγες με το μακρόκουπο καράβι απ᾿ την Ιθάκη.
Μον᾿ έλα, Ευρύκλεια, το κλινάρι του γοργά να στρώσεις όξω
απ᾿ την καλόχτιστή μας κάμαρα, που 'χε μονάχος χτίσει'
όξω τη στέρια κλίνη σύρτε του, και βάλτε και στρωσίδια,
φλοκάτες και προβιές και λιόφωτα να σκεπαστεί σεντόνια.»
Αυτά είπε εκείνη δοκιμάζοντας τον άντρα της, μα τούτος
συχύστη κι είπε στη γυναίκα του τη γνωστικιά αναμμένος:
«Γυναίκα, αλήθεια, αυτός ο λόγος σου μες στην καρδιά με αγγίζει!
Ποιος το κλινάρι μετασάλεψε; Καλός τεχνίτης να 'ταν,
και πάλε θα του 'ρχόταν δύσκολο! Μόνο θεός μπορούσε,
αν ήθελε, να 'ρθεί κι ανέκοπα να το μετασαλέψει.
Μα απ᾿ τους θνητούς που ζουν δε γίνεται τη θέση να του αλλάξει
κανείς, κι ας είναι απά στα νιάτα του᾿ το τορνευτό κλινάρι
τρανό σημάδι κρύβει᾿ τα 'φτιαξαν τα χέρια τα δικά μου.
Φύτρωνε δέντρο, ελιά στενόφυλλη, μες στον αυλόγυρο μας,
ξεπεταμένο κι ολοφούντωτο, χοντρό σα μια κολόνα.
Και πήρα κι έχτισα τρογύρα του την κάμαρα με πέτρες
πυκνές ως πάνω, και τη σκέπασα καλά καλά με στέγη'
κι αφού της πέρασα πορτόφυλλα καλαρμοσμένα, στεριά,
έκοψα απάνω της στενόφυλλης ελιάς κλαδιά και φούντα,
και τον κορμό απ᾿ τη ρίζα κλάδεψα, προσεχτικά, πιδέξια
με το σκεπάρνι πελεκώντας τον, με στάφνη ισιώνοντας τον,
κλινόποδο να γένει, κι άνοιξα με το τρυπάνι τρύπες.
Κει πάνω το κλινάρι εστήριξα, καλά πλανίζοντας το,
και με το μάλαμα το πλούμισα, το φίλντισι, το ασήμι!
τέλος λουριά από βόδι ετάνυσα, που απ᾿ την πορφύρα άστραφταν.
Το μυστικό σου το φανέρωσα σημάδι, μα δεν ξέρω
αν το κλινάρι ακόμα στέκεται, γυναίκα, για κανένας
το λιόδεντρο απ᾿ τη ρίζα του 'κοψε και του άλλαξε τη θέση.»
Αυτά είπε, κι εκείνης τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά της,
τ᾿ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα'
και χύθη ομπρός θρηνώντας, έριξε τα δυο της χέρια γύρω
στυυ αντρός της το λαιμό, του φίλησε την κεφαλή και του 'πε:
«Μη μου κακιώνεις! Σέ όλα το 'δειξες το πιο ξύπνο πως έχεις
μυαλό, Οδυσσέα! Μα αλήθεια βάσανα πολλά οι θεοί μας δώκαν,
που ζούλεψαν και δε μας αφήκαν τη νιότη να χαρούμε
ο ένας του άλλου και να γεράσουμε μαζί συντροφεμένοι.
Όμως αλήθεια μην οργίζεσαι και μη χολιας μαζί μου,
που μόλις σ᾿ είδα, την αγάπη μου δε σου 'δειξα σαν τώρα'
ποτέ η καρδιά μαθές στα στήθη μου δεν έπαψε να τρέμει,
μην έρθει κάποιος με τα λόγια του θνητός και με πλανέσει'
τι άνομα κέρδη να σοφίζουνται πολλούς θα βρεις στον κόσμο.
Κι η Ελένη η αργίτισσα δε θα 'σμιγε, του γιου του Κρόνου η κόρη,
μ᾿ έναν αλλόξενο, στην κλίνη του για να χαρεί τον πόθο,
αν κάτεχε πως πίσω σπίτι της μια μέρα θα τη φέρναν
οι γιοι των Αχαιών οι αντρόκαρδοι στην πατρική της χώρα.
Όμως θεά σ᾿ αυτές τις άπρεπες δουλειές την είχε σπρώξει'
πιο πριν μαθές δεν της δυνάστευε τα φρένα τούτη η τύφλα
η ξορκισμένη, οπούθε κίνησαν και τα δικά μας πάθη.
Μα τώρα που έτσι κατακάθαρα μου τα 'πες τα σημάδια
της κλίνης μας, που δεν τα κάτεχε κανείς στον κόσμον άλλος
ξον από μας τους δυο, το αντρόγενο, και μια μονάχα βάγια,
την Αχτορίδα, που απ᾿ τον κύρη μου, για δω ως κινούσα, πήρα,
και που στης στεριάς μας της κάμαρας παράστεκε την πόρτα,
τώρα με πείθεις, όσο αλύγιστη καρδιά κι αν κρύβω εντός μου!»
Είπε, κι ακόμα πιο του ξάναψε του θρήνου τη λαχτάρα,
την ακριβή, πιστή γυναίκα του στην αγκαλιά ως κρατούσε.
Πως χαίρουνται στεριά αντικρίζοντας στη θάλασσα όσοι πλέκουν,
τι ο Ποσειδώνας το καλόφτιαστο τους τσάκισε καράβι,
που το βασάνισαν τα κύματα τα φοβερά κι οι άνεμοι,
και λίγοι απ᾿ την ψαριά τη θάλασσα γλιτώνουν κολυμπώντας,
να βγουν στο σκρόγιαλο, κι απάνω τους πολλή έχει πήξει αρμύρα,
κι όπως στεριά πατούνε, χαίρουνται, που το χαμό ξέφυγαν —
όμοια κι εκείνη αναντρανίζοντας το ταίρι της χαιρόταν,
κι ουδ᾿ έλεγε να βγάλει τ᾿ άσπρα της βραχιόνια απ᾿ το λαιμό του.
Η Αυγή θα πρόβαινε η χρυσόθρονη κι ακόμα θα θρηνούσαν,
αν η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, δέ στοχαζόταν άλλα:
Τη Νύχτα αντίσκοψε στα πέρατα της δύσης, να μακρύνει,
και την Αυγή τη ροδοδάχτυλη στον Ωκεανό κρατούσε,
κι ουδέ να ζέψει τα γοργόφτερα πουλάρια της, το Λάμπο
και το Φαέθοντα, την άφηνε, στη γη το φως να φέρουν. (....) 

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

TO OΝEIΡO TΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ

 Odysseus and Penelope - Johann Heinrich Wilhelm Tischbein


Θεατρικό Σχεδίασμα βασισμένο στην “Οδύσσεια”
(Ραψωδία τ - 535 επ.)

του Γιώργου Λαθύρη

ΠΡΟΣΩΠΑ: ΑΦΗΓΗΤΗΣ, ΠΗΝΕΛΟΠΗ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, ΑΕΤΟΣ

*****

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Οδυσσέας - αυτός που “σεύει” την Οδό..., που αναζητά τον Δρόμο της Επιστροφής -βρίσκεται ήδη στο παλάτι, μεταμφιεσμένος σε Ζητιάνο!
Η Πηνελόπη από την στιγμή που ο νόμιμος Σύζυγός της φτάνει στην Ιθάκη, δέχεται έναν καταιγισμό από όνειρα, που επιτείνουν την δραματική κατάστασή της... Πολιορκημένη από τους πολυάριθμους Μνηστήρες, η Ψυχή - Πηνέλοψ... -η Σωσμένη από τα Νερά, όπως το ίδιο το όνομά της αποκαλύπτει- νιώθει κοντά την παρουσία του Πνεύματος - Οδυσσέα αλλά δεν είναι ακόμα σε θέση να Τον αναγνωρίσει... Πολλοί προσπάθησαν να την ξεγελάσουν στα δύσκολα χρόνια της Προσπάθειάς της να κρατήσει καθαρή την θέση Εκείνου...
Γι’ αυτό και τώρα, που αυτός κοντά της βρίσκεται -μεταμφιεσμένος σε Ζητιάνο για να δοκιμάσει την πίστη της- αυτή σαν σε ξένο του απευθύνεται και ζητάει από αυτόν, το Όνειρο της -αν μπορεί- να της το εξηγήσει...



ΠΗΝΕΛΟΠΗΞένε, εσύ που από μακρυά έρχεσαι και την πείρα της ζωής κουβαλάς στους ώμους σου, άκου αυτό μου τ’ όνειρο να μου το ξεδιαλύνεις...
Στο σπίτι μου ήμουνα κι απ’ το νερό είκοσι χήνες βγήκαν έξω κι άρχισαν να τρώνε στάρι... Και μένα η καρδιά μου χαιρόταν να τις βλέπω... Μα ξαφνικά, ένας αετός με δύναμη πάνω τους χύμηξε και μία - μία, κόβοντάς τους το λαιμό, τις εξολόθρευσε όλες! Κι ύστερα στον γαλάζιο αιθέρα πέταξε κι έφυγε. Κι εγώ, μέσα στ’ όνειρο μου θρηνούσα για την συμφορά, γιατί έχασα απ’ τον αετό τις χήνες... Μα εκείνος πάλι γύρισε κι έκατσε στου Παλατιού τη στέγη και με ανθρώπινη φωνή άρχισε να με παρηγορεί και να λέει:

ΑΕΤΟΣ: Έχε θάρρος Πηνελόπη! Κι αυτό που είδες δεν ήταν ψεύτικο όνειρο, μα όνειρο που θ’ αληθέψει, γιατ’ είναι σαν να έχει κιόλας γίνει... Οι χήνες είναι οι Μνηστήρες κι ο Αετός εγώ, ο άνδρας σου είμαι, που θάνατο σκληρό ήρθα να φέρω στους Μνηστήρες!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ: ...Αυτά είπε κι αμέσως ξύπνησα απ’ τον γλυκό τον ύπνο...

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Και τότε, ο πολυμήχανος Οδυσσέας έτσι της απάντησε:

ΟΔΥΣΣΕΑΣ: Κυρά, κανένας δεν μπορεί αλλιώς να εξηγήσει τ’ όνειρο, παρά όπως ο ίδιος ο Οδυσσέας μες στ’ Όνειρο σου -σαν αετός- το εξήγησε...
Πως θάνατος προσμένει τους Μνηστήρες κι απ’ το γραφτό της Μοίρας του κανείς δεν θα γλυτώσει!

ΑΦΗΓΗΤΗΣΜα, η συνετή Πηνελόπη με λόγια σοφά του αποκρίθηκε...
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Αχ, Ξένε... Υπάρχουν όνειρα τρελλά, αξεδιάλυτα. Κι όσα ονειρεύονται οι Θνητοί δεν αληθεύουν όλα. Γιατ’ είναι των ονείρων δυό οι Πύλες: η μιά είναι κεράτινη κι η άλλη φιλντισένια... Κι όσα όνειρα περνούν απ’ την φιλντισένια την λεία πύλη, όλα ξεγελούν τον άνθρωπο με τις ψεύτικες εικόνες που φέρνουν... Ενώ, όσα περνούν από την κεράτινη την ελικοειδή πύλη, βγαίνουν αληθινά στους ανθρώπους εκείνους που τα βλέπουν... Μα εμένα, τ΄ όνειρο μου αυτό το πικρό, φοβάμαι πώς δεν ήρθε από εκεί που τόση χαρά θα μού ‘φερνε...
Αχ, Ξένε, κοντεύει η αδυσώπητη αυγή και μένα τα βλέφαρά μου τα βαραίνει ο ύπνος... Μα δεν μπορούν οι άνθρωποι πάντα άυπνοι να μένουν, αφού τέτοια μοίρα όρισαν οι Αθάνατοι απάνω στον καθένα σε τούτη τη ζωοδότρα Γή...




Σημείωση:Το θεατρικό αυτό μονόπρακτο σχεδιάστηκε από τον Γιώργο Λαθύρη και παρουσιάστηκε γιά πρώτη φορά στο Κέντρο γιά την Αρμονική Ανάπτυξη του Ανθρώπου (3Α), στο Νέο Ηράκλειο Αττικής, στις 27 Μαΐου 1992, και με αυτό το έργο ξεκίνησε τις εργασίες της η Θεατρική Ομάδα ΡΟΔΑ, υπό την διεύθυνση της κ. Μαρίας Περετζή. Ακολούθως, παρουσιάστηκε πολλές φορές σε διάφορους χώρους και από διαφορετικές Ομάδες.



http://www.heliodromion.gr/palaio/Odyssey.htm 

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ ΑΧΙΛΛΕΩΣ




Ομήρου "Ιλιάδα", Ραψωδία Π, στίχοι: 233 επ.

«Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε Πελασγικὲ τηλόθι ναίων
Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ
σοὶ ναίουσ᾽ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι,
ἠμὲν δή ποτ᾽ ἐμὸν ἔπος ἔκλυες εὐξαμένοιο,
τίμησας μὲν ἐμέ, μέγα δ᾽ ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν,
ἠδ᾽ ἔτι καὶ νῦν μοι τόδ᾽ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ·
αὐτὸς μὲν γὰρ ἐγὼ μενέω νηῶν ἐν ἀγῶνι,
ἀλλ᾽ ἕταρον πέμπω πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσι
μάρνασθαι· τῷ κῦδος ἅμα πρόες εὐρύοπα Ζεῦ,
θάρσυνον δέ οἱ ἦτορ ἐνὶ φρεσίν! »

«Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη στην Δωδώνην
πέρα την κακοχείμωνην, όπου από σε προσφέρουν
οι άλουτοι, χαμόκοιτοι Σελλοί ρήματα θεία,
ως έδωκες ακρόασιν εις τες ευχές μου πρώτα,
κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα,
και τώρα πάλιν την εξής ευχήν ευδόκησέ μου.
Ότι αν και μένω εγώ μακράν κλεισμένος στα καράβια,
ιδού στέλνω τον φίλον μου με Μυρμιδόνων πλήθη.
Δόξαν λαμπρήν, βροντόφωνε Κρονίδη, απόστειλέ του,
θάρρος στα στήθη βάλε του!...» 

( Ποιητική Απόδοση: Ι. Πολυλάς)

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Η ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ ΚΑΙ Η ΤΥΦΛΟΤΗΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ



Κατά την διάρκεια της μελέτης μας είδαμε κάποιες αναφορές στα Ομηρικά Επη, όπου και έγινε αντιληπτό ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν είναι δύο απλά ποιήματα τα οποία απαριθμούν κάποια έπη, αλλά περιέχουν σημαντικότατες κοσμολογικές και θεολογικές έννοιες, τις οποίες ο Θεολόγος Ομηρος πολύ έντεχνα έκρυψε κάτω από το πέπλο αφ'ενός μεν του Τρωικού Πολέμου ( Ιλιάδα) και αφ'ετέρου τωνπεριπλανήσεων και των ταλαιπωριών που υπέστη ένας από τους βασικότερους ήρωες του Τρωικού Πολέμου για να επιστρέψει στην πατρίδα του ( Οδύσσεια) .

Ετσι λοιπόν αναλύσαμε και αποκαλύψαμε την κρυμμένη σημασία κάποιων σημείων που περιγράφονται στα Ομηρικά Επη.

Στην πορεία της μελέτης μας θα συναντήσουμε και θα θίξουμε και διάφορα άλλα σημεία, με τα οποία αφ'ενός μεν θα αποκαλυφθεί η θεολογική διάνοια που κρύβεται πίσω από το όνομα Ομηρος και αφ'ετέρου η συνέχεια της θεολογικής και κοσμολογικής Ελληνικής παράδοσης.

Προς το παρόν ας δούμε ποιός ακριβώς είναι ο σκοπός κάθε ενός από τα Ομηρικά Επη, ώστε να διευρύνουμε την συνειδητότητα μας για να τα προσεγγίζουμε κάτω από την σωστή οπτική.

Μας λέει λοιπόν ο Πρόκλος στα Σχόλια στην Πολιτεία του Πλάτωνα (1.175 ) :

"Νομίζω δηλαδή πως οι μύθοι θέλουν να συμβολίσουν με την Ελένη όλη την ωραιότητα του κόσμου της γένεσης που έλαβε υπόσταση με την δημιουργία, ωραιότητα για την οποία ξεσπά μέσα σε όλο τον χρόνο ο πόλεμος των ψυχών, μέχρι την στιγμή που οι πιο νοερές ψυχές (= Ελλήνες ), επικρατώντας των άλογων μορφών της ζωής ( = Τρώες ), οδηγηθούν από τον κόσμο τούτο στον εκεί τόπο (= νοητό),απ΄όπου ξεκίνησαν καταρχάς".

Ο δε Ερμείας στα Σχόλια του στον Φαίδρο ( 214.18 ) μας αναφέρει :

"Οι θεωρητικότερον δε εξηγησάμενοι την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν και την άνοδον...διο, φασίν, εν τη Ιλιάδι, επειδή η ψυχή πολεμείται εκ της ύλης, μάχας και πολέμους και τα τοιάυτα εποίησεν, εν δε τη Οδυσσεία..παραπλέοντα τας Σειρήνας και εκφεύγοντα την Κίρκην, τους Κύκλωπας, την Καλυψώ και πάντα τα εμποδίζοντα προς αναγωγήν ψυχής και μετά ταύτα απελθόντα εις την πατρίδατουτέστιν εις το νοητόν."


Σταχυολογώντας δε μερικά σημεία που αναλύει ο Πρόκλος, παίρνουμε μια ιδέα για το τι ακριβώς σημαίνουν οι διάφορες περιγραφές των Ομηρικών επών :

"Ο Οδυσσέας μετά τον γυρισμό στην πατρίδα του, του ζητείται να πολεμήσει κάποιους βαρβάρους, αλλά αυτός αρνείται, δηλαδή η ψυχή αναμιμνησκόμενη τι πέρασε διστάζει να ξανακατεβεί μήπως και υποπέσει σε λάθη".
Πρόκλος - Σχόλια στον Παρμενίδη 1030.1

"Ο Νους ( = δηλαδή το νοητό ) είναι το μυστικό λιμάνι της ψυχής, στο οποίο η ποίηση οδηγεί τον Οδυσσέα μετα την πολλή περιπλάνηση της ζωής".
(η ψυχή-Οδυσσέας γυρνά στο νοητό από όπου προήλθε)
Πρόκλος - Σχόλια στον Παρμενίδη 1035.34

"Για αυτό ( ο άνθρωπος ) πρέπει να απογυμνωθεί από το σαρκίο το οποίο είναι περιβεβλημένος, όπως ο Οδυσσέας από τα κουρελιασμένα ρούχα του και να μην ενδύεται πλέον"
( ο σκοπός της ψυχής είναι να απαλλαγεί από τουςχιτώνες που έχει ενδυθεί για να μπορέσει να ενωθεί ξανά με την πηγήτης που είναι το νοητό )
Πρόκλος - Σχόλια στον Κρατύλο 155

( Στην πορεία της μελέτης μας θα αναλύσουμε και άλλα ενδιαφέροντα σημεία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας )
Με άλλα λόγια η Ιλιάδα αλληγορεί την δημιουργία του κόσμου και την κάθοδο των ψυχών στον αισθητό κόσμο, ενώ η Οδύσσεια αλληγορεί την προσπάθεια και την πορεία που καλείται η κάθε ψυχή να ακολουθήσει ώστε να επιστρέψει στον Πατέρα της στο νοητό!!!

Για αυτό λοιπόν και δεν θα εκπλαγούμε από την αποκάλυψη που μας κάνει ο Πρόκλοςότι η τυφλότης του Ομήρου είναι συμβολική μιας και ο Ομηρος μας αποκαλύπτειύψιστες θεολογικές και κοσμολογικές έννοιες, για την απόκτηση των οποίων δεν χρειάζονται οι αισθήσεις μας, αλλά μόνο η νόηση μας.

"Ο Ομηρος, αντίθετα, ακολουθώντας μιαν άλλη και τελειότερη, κατά την γνώμη μου,κατάσταση της ψυχής, απομακρυνόμενος από το κατ' αίσθηση ωραίο και τοποθετώντας τη νόηση του πάνω από κάθε ορατή και φαινομενική αρμονία, υψώνοντας μάλιστα τον νού της ψυχής του προς την αόρατη και πραγματική υπαρκτή αρμονία και οδηγημένος στην αληθινή ωραιότηταέχασε το φως του, όπως λένε εκείνοι που συνηθίζουν κάτι τέτοια μυθολογήματα.... είναι πάντως ολοφάνερο ότι οι μυθοπλάστες δικαιολογημένα λένε ότι τυφλώθηκε εκείνος που αγαπά την θέαση τέτοιων πραγμάτων στον κόσμο, αυτός που από τα φανερά πράγματα και τις απεικονίσεις ανυψώθηκε προς την απόκρυφη για τις αισθήσεις μας θέασηΑφού λοιπόν κάποιοι έκρυβαν μέσω των συμβόλων κάθε φορά τηνπερί των όντων αλήθεια, έπρεπε και η παράδοση σχετικά με αυτούς να μεταδοθεί στους μεταγενεστέρους με τρόπο κυρίως συμβολικό". 
Πρόκλος - Σχόλια στην Πολιτεία 1.174

( Αλλωστε και η λέξη μυστήρια προέρχεται από το ρήμα μύω που σημαίνει κλείνω τα μάτια. Κλείνω τα μάτια γιατί δεν μου χρειάζονται ανοιχτά, μιας και σε ότι μυηθώ, θα μυηθώ με την νόηση μου και θα αποφύγω τις αισθήσεις που θα μου δώσουν απατηλή εικόνα και γνώση)

Προσωπική γνώμη του γράφοντος είναι ότι πολύ πιθανόν λοιπόν το όνομαΟμηρος να ετυμολογείται από το Ο+μη+ορών αυτός που δεν βλέπει }

Αποκαλυπτικός είναι και ο Πορφύριος στον επίλογο του έργου του "Περί του εν Οδυσσεία των Νυμφών Αντρου" :

"Δεν πρέπει, λοιπόν, να θεωρηθούν οι ερμηνείες που παρετέθησαν παραπάνω ότι είναιαπατηλές και γεννήματα φαντασιόπληκτων. Αλλ' αφού αναλογιστούμε την μεγάλη αξία της παλαιάς σοφίας και πόσον μεγάλη υπήρξε η φρόνηση του Ομήρου και η ακρίβεια του, να μην τα θεωρήσουμε άχρηστα, αλλά να αναγνωρίσουμε ότι κάτω από τον μύθο αλληγορούνται από τον Ομηρο οι θειότερες εικόνες.

Διότι δεν ήταν δυνατόν παρά να πλάσσει μια επιτυχή ολοκληρωμένη εικόνα, προσαρμόζοντας ορισμένα αληθινά στοιχεία".



http://empedotimos.blogspot.com

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ



Οι Θεοί ποτέ δεν έπαψαν να προσφέρουν τους αειφόρους καρπούς τους σε αυτή την Ιερή Χώρα.
Οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν και εδέχοντο τα δώρα των Θεών, γι΄ αυτό και αναδείχθηκαν ως παγκόσμιοι ηγήτορες σε όλους τους τομείς. 
Οι σημερινοί Έλληνες, παρασυρόμενοι από αλλότριες δυνάμεις και ενεργώντας υπό το κράτος μιας συνεχιζόμενης πνευματικής κατοχής 17 περίπου αιώνων, "αρνήθηκαν" τους πατρώους Θεούς και τα δώρα τους...

http://www.heliodromion.gr/palaio/bhall.htm

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Ο ΟΜΗΡΟΣ: ΕΔΩ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Η ΠΟΙΗΣΗ

\

ΣΠΑΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΕΚΜΗΡΊΩΣΗΣ ΤΟΥ 1969.
Η ΤΑΙΝΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΕΠΗ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ , ΤΗΝ ΙΛΙΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ .
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΟΠΟΥ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΝ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ .
ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ΣΠΑΝΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΗΘΗΚΕ ΜΟΝΟΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Πού 'σαι Αχιλλέα; Ήρθε η ώρα, σήκω!

Achilles Triumphant - Franz Matsch

Δεν παίζονται αυτοί οι τύποι...
Για μένα εκείνο που μετράει στην χώρα αυτή δεν είναι ούτε η αρχαία φιλοσοφία, ούτε το θέατρο, ούτε η δημοκρατία, η επιστήμη κ.λπ. - πάνω απ' όλα μετράνε οι αιώνιες μορφές: ο Θησέας, ο Ιάσωνας, ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας, η Ελένη, η Ιφιγένεια, η Ηλέκτρα.
Δεν παίζονται.
Μικρός ήμουν ο Θησέας. Θυμάστε καθόλου εκείνη την στιγμιαία εσωτερική απορία - μπροστά στην εικόνα του: εγώ ποιός είμαι;
Και μπροστά στην Ιφιγένεια: σ' εμένα θα πη το ναί;
Πόσο μεγάλο, σαν εκστρατεία κατά της Τροίας, πρέπει νά 'ναι αυτό που θα κάνω, αυτό που θα γίνω, για να μου πή η Ιφιγένεια: ναί!
Τα θυμάστε;
Τι φοβερό - τι δώρο μοναδικό - ν' αναρωτιέσαι παιδί - μπροστά σε αυτές τις αιώνιες μορφές!


Ἀνδρέας Φαρμάκις
24-12-2006


Οι ήρωες του Ομήρου είναι ήρωες. Δημιουργούν το πανανθρώπινο πρότυπο του ηρωϊσμού και περιγράφουν τις παγκόσμιες αξίες του. Δεν υπάρχει πουθενά, σ' όλον τον πλανήτη, άλλος σαν τον Αχιλλέα. Στέκεται σε μια από τις κορυφές - αιώνιο παράδειγμα. Αν ήταν μνημείο θά 'ταν υπό την προστασία της Ουνέσκο και θά 'χε 7.000.000 επισκέπτες τον μήνα. Σαν την Ακρόπολι και παραπάνω. Τώρα είναι ένας άνθρωπος - χαμένος στο βάθος της ιστορίας - ανασταίνεται μόνο όταν τον έχουμε ανάγκη, μ' άλλα ονόματα: Αθανάσιος Διάκος, Καραϊσκάκης, Αυξεντίου, Σολωμός Σολωμού...

Πού 'σαι Αχιλλέα; Ήρθε η ώρα, σήκω!


Ἀνδρέας Φαρμάκις
29-8-2002
Αχίλλειον

είπα ότι η πιο τραγική κι η πιο ωραία σκηνή στον Όμηρο, είναι εκείνη με το γέροντα βασιληά, που μόνον ως πατέρας, πέφτει στα πόδια του θεϊκού φονιά. ο Πρίαμος δεν πάει να ζητήσει το γιό του από έναν δολοφόνο, όμως. πάει να τον ζητήσει από έναν Ενάρετο Άνδρα. ο παππούς Όμηρος για να διδάξει την Αρετή, περνά ένα χεράκι (αναφορές και στοιχεία) την Κακία και βάζει ένα μέτρο-πρότυπο Αρετής. Μέτρο της Αρετής, είν' ο Αχιλλέας. Θεανθρώπινο πρότυπο.

ο Αχιλλέας είναι παρορμητικό αγόρι. γιατί; άι ντοντ νόου. πάντως είναι (και σίγουρα κάτι θέλει να πει ο ποιητής, αλλά τώρα μου διαφεύγει). όμως είναι και μεγαλόφρων (μετά τη θύελλα που πέρασε πάνω από τη γη και την περιγράφει ο παππούς Όμηρος, «αυτό που στάθηκε όρθιο πάνω στη γη ήταν η αλήθεια των θεών κι η μεγαλοφροσύνη των ανθρώπων. όμως, ο ποιητής δεν δείχνει με το δάχτυλο (σ.σ. για να μη μπερδευτούν οι κνίτες) -μας αφήνει να βιώσουμε την πραγματικότητα, που είναι πιο σοφή κι από τη μεγαλύτερη σοφία» λέει ο Σάντεβαλντ [*]. νάτος ο Αχιλλέας).

λοιπόν που ήμουν; α, μάλιστα! ο παρορμητικός Αχιλλέας έχει θυμώσει, τά 'χει πάρει στο κρανίο διότι ο μαλάκας ο αρχιστράτηγος δεν του δίνει το κορίτσι του. τι είν' ο αρχιστράτηγος; το πρότυπον του μεντιοκράτη εξουσιαστή. έχει «την επιτακτική ανάγκη για επιβολή που νοιωθουν όσοι δεν μπορούν ως πρόσωπα να γεμίσουν τη μεγάλη θέση που κατέχουν». Τι θυμός είναι αυτός; θυμός του ενάρετου και δίκαιου. γι' αυτό ο παππούς Όμηρος καλεί από την αρχή τη θεά να τραγουδήσει το θυμό του Αχιλλέα. Γιατί ο θυμός είναι ο άνθρωπος στη θεανθρώπινη φύση του Αχιλλέα και παράλληλα είναι δίκαιος θυμός. ο Αχιλλέας δεν ειναι ένα πεισματάρικο κωλόπαιδο. είναι ένας άνδρας που διεκδικεί την αξιοπρέπεια, την τιμή του και άρα το τιμητικό δώρο του (το κορίτσι).

ο Αχιλλέας, λοιπόν, ξαναγίνεται θεϊκός, ένθεος, σε δύο φάσεις. η μία, είν' ο θάνατος του Πάτροκλου. Εκεί καταριέται το θυμό που νοιώθει και συμφιλιώνεται με τον ηλίθιο τον Αγαμέμνονα, αλλά δεν ξαναγίνεται θεός -απλώς πεθαίνει ως άνθρωπος. δεν νοιώθει τίποτε. βρε, δεν πά' να λυθηκε το πρόβλημα, να τον γεμίσαν δωρα, να δικαιώθηκε; σκασίλα του μεγάλη. είναι νεκρός από τον πόνο -ο Αχιλλέας ως φίλος αποτελεί πρότυπο αιώνιο. όμως είναι νεκρός. ως νεκρός εκ του πόνου σκοτώνει τον Έκτορα. ως θεός τιμωρός. εδώ ανατέλει ένας αλλοιωμένος θυμός -ο Αχιλλέας γίνεται από αυτό το θυμό «δαίμονι ίσος» (Φ227). το τέλος του θυμού επισφραγίζεται από έναν θάνατο ανθρώπου και τον εξευτελισμό του νεκρού. 



αφού εκδικήθηκε το φίλο του, αφού η μήνι έπαυσε, κανονικά θα έπρεπε ο Ποιητής να σταματήσει. όμως, καλλιτέχνης είν' αυτός ο οποίος ξέρει πού να σταματά, ε; κι ο Ποιητής είν' η τέχνη ακέραια. δεν αρκεί η πολεμική δόξα (που έτσι κι αλλοιώς, ο Αχιλλέας την «κέρδισε» μες απ' τον πόνο και το σπαραγμό -η λέξη κέρδισε δεν του ταιριάζει, δεν κέρδισε τίποτε), δηλαδή το συμβατικό τέλος (ως τελειωθέν). το αληθινό τέλος, το τέλειον, είναι η έκφραση της γενναιοφροσύνης και της μεγάλης ψυχής του ανθρώπου του θεϊκού. του θεϊκού φονιά. εκεί πρέπει να ξαναγυρίσουμε. κι αυτό γίνεται μες από τον υιικό ρόλο προς τον Πρίαμο και, μαζί, το ρόλο εκείνου που αποκαθιστά την τιμή του νεκρού (λεπτομέρεια: πριν από αυτό, έχει τιμήσει τους ευγενώς κι ασκόπως αγωνισθέντες, στη γιορτή που ακολουθεί την ταφή του δικού του νεκρού, του Πάτροκλου). Ο Αχιλλέας είναι ο τιμημένος άνδρας, ο ηθικός κι ακέραιος, που κλαίει μαζί με τον γέροντα ικέτη Πρίαμο για το χαμό του Έκτορα, που παρηγορεί (αυτός, ο φονιάς) τον πατέρα του θύματός του (ενός θύματος αντίστοιχα γενναίου και δικαίου αλλά χωρίς το πάθος ψυχής, τη θεία φύση του Αχιλλέα).
έτσι, ο Αχιλλέας νικά τον Αχιλλέα. Αλλά δεν παύει να είναι Αχιλλέας. χιντ: και τώρα θυμώνει, αλλά ελέγχει το θυμό του και προειδοποιεί τον γέροντα (όταν ο Πρίαμος βιάζεται να πάρει το νεκρό του) λέγοντάς του πως «δεν πρέπει να τον ερεθίσει περισσότερο στον πόνο του αλλοιώς θε να ξεχάσει την εντολή του Δία» (για απόδοση δικαιοσύνης προς το νεκρό). Και ενώ ο θυμός μοιάζει να ανατέλει, ο Αχιλλέας πετάγεται «σαν λιοντάρι» από τη θέση του και κάνει ο ίδιος αυτό που ζητούσε ο Πρίαμος και εξαιτίας του οποίου τον κατσάδιασε. Αμέσως αυτός ετοιμάζει για μεταφορά τον Έκτορα, καθαρό, μυρωμένο, ντυμένο σαν πριγκηπόπουλο. κι ύστερα προσφέρει δείπνο στον γέροντα βασιληά και καμαρώνουν ο ένας τον άλλο (η αρετή του γέροντα κι η αρετή του νέου).


Δεν ξέρω άλλον ήρωα σαν τον Αχιλλέα. και δεν ξέρω ακόμη μεγαλύτερη προσβολή και πόνο, από κείνο που φέρνει η προσβολή των ιερών μας -πρώτα των θυσιασθέντων αδελφών και συντρόφων.

Σημείωσις, από τον Σάντεβαλντ και πάλι: μετά την παράδοση του νεκρού Έκτορα, η φύσι, οι άνθρωποι κι οι θεοί συμφιλιώνονται. «ο Πρίαμος και ο κήρυκάς του, πλαγιάζουν στον πρόδρομο(σ.σ. ο Πρίαμος δεν είχε κοιμηθεί από την ώρα που σκοτώθηκε ο Έκτορας), ενώ ο Αχιλλέας που η μητέρα του στην αρχή της Ραψωδίας τον είχε συμβουλέψει να κοιμηθεί πάλι με γυναίκα (Ω130), πλαγιάζει πάλι στο πλευρό εκείνης που στάθηκε η αφορμή κάθε διαφωνίας και αναστάτωσης: της Βρισηίδας. και οι θεοί- έξω από τον «νυχτερινό Ερμή» που έχει ακόμη να συνοδέψει τον Πρίαμο πίσω στην Τροία -κοιμούνται όλη τη νύχτα δαμασμένοι από έναν ύπνο που τους ξεκουράζει (Ω677κκ). Έχουν ξεπεράσει κι αυτοί τις εσωτερικές τους διαφωνίες και έτσι μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη μεγαλόπνοη σύλληψη του ποιητή: με το ίδιο μέτρο που ο Αχιλλέας γιατρεύεται από το θυμό του, επιστρέφει ο κόσμος ολόκληρος στην αρμονία της ύπαρξης, που κέρδος της έχει τη ζωή.»
Λαμπρινὴ Θωμᾶ
17-12-2003

ΠΗΓΗ: ΚΡΑΤΥΛΟΣ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...