Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΟΥΣΑΙΟΥ: Τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον (Κείμενο)

Hero and Leander's farewell -  William Turner

Τραγούδησε, θεά, τον λύχνον, τόν μάρτυρα κρυφών ερώτων, καί τον νυκτερινόν κολυμβητήν τών νυμφικών τραγουδιών, πού διαπλέουν τήν θάλασσαν, καί τόν σκοτεινόν γάμον, πού δέν τόν είδε ή άθάνατη ‘Ηώς (ή αύγή), καί τήν Σηστόν καί τήν ‘Αβυδον, όπου έγινε ο νυκτερινός γάμος τής Ηρούς. 
‘Ακούω μαζί τον Λέανδρον, πού κολυμβά καί τόν λύχνον, τόν λύχνον πού άναγγέλλει τήν ύπηρεσίαν (τήν έκδούλευσιν) τής ‘Αφροδίτης, τόν άγγελιαφόρον, πού έτοιμάζει τόν γάμον τής Ήρούς, ή όποία παντρεύεται τήν νύκτα, τόν λύχνον, τήν χαράν τού έρωτος, τόν οποίον μακάρι νά ώδηγούσε ό αίθέριος Ζεύς ύστερα από τόν νυκτερινόν άθλον (τό νυκτερινόν κατόρθωμα) είς τήν συνάθροισιν τών άστρων, Καί να άποκαλέση αυτόν νυμφικόν άστρον τών ερώτων, διότι ύπήρξε βοηθός (ό λύχνος) ερωτομανών πόνων• καί διεφύλαξε τήν άγγελίαν (τήν άποστολήν του ώς άγγελιαφόρου) τών ακατασιγάστων ερώτων, μέχρις ότου εφύσηξε φοβερός εχθρικός άνεμος. 
Αλλά έλα, θεά, τραγούδησε μαζί μ’ έμένα το σύγχρονο τέλος τού λύχνου, πού έσβησε, καί τού Λεάνδρου, πού χάθηκε. 
‘Η Σηστός καί ή Άβυδος ήσαν απέναντι, πλησίον είς την θάλασσαν, καί είναι πόλεις γειτονικές ό δέ “Ερως, τεντώνοντας τά τόξα του, έρριξε ένα βέλος έναντίον καί τών δύο πόλεων κι’ έφλόγισε ένα νέον καί μίαν παρθένον• καί τό όνομά των ήτο Λέανδρος ό θελκτικός καί ή παρθένος ‘Ηρώ. 
Καί ή μέν ‘Ηρώ κατοικούσε είς τήν Σηστόν, ό δέ Λέανδρος είς τήν πόλιν τής ‘Αβύδου, καί ήσαν καί οί δύο των πανέμορφα άστέρια είς τάς δύο πόλεις, όμοια μεταξύ των. ‘Εσύ δέ, έάν κάποτε περάσεις άπό εκεί, να αναζητήσεις για χάρη μου κάποιον πύργον, όπου κάποτε εστέκετο ή Σηστιάς (ή έκ Σηστού καταγομένη) ‘Ηρώ, κρατούσα στά χέρια ένα λύχνον: καί καθοδηγούσε τόν Λέανδρον• 

Hero (Iseult) Charles E. Perugini
ν’ αναζητήσης επίσης τόν πορθμόν (τό πέρασμα) τής αρχαίας ‘Αβύδου, πού ακούεται ό θόρυβος τής θαλάσσης, όταν είναι ταραγμένη, καί ό όποίος κλαίει (θρηνεί) ακόμη την μοίραν καί τόν έρωτα τού Λεάνδρου. 
Αλλά άπό πού ό Λέανδρος, πού είχε τό σπίτι του στήν “Αβυδο, έπόθησε τήν ‘Ηρώ καί παρέσυρε καί έκείνην είς τά δίχτυα τού πόθου; ‘Η ‘Ηρώ, μιά χαριτωμένη παρθένος, πού έτυχε νά έχη θεότρεφτο αίμα, ήταν ιέρεια τής Κύπριδος (τής ‘Αφροδίτης), καί ήταν άπειρος άπό γάμους, καί κατοικούσε είς ένα πύργον τών προγόνων της πλησίον τής γειτονικής θαλάσσης, καί ήταν μιά άλλη βασίλισσα Κύπρις• άπό φρονιμάδα δέ καί συστολή ποτέ δέν συναναστράφηκε συγκεντρωμένες γυναίκες, ούτε ποτέ έλαβε μέρος σε χορό πού προσφέρει χαρά είς τίς νέες τής δικής της ηλικίας, επειδή απέφευγε τις ζηλότυπες κατηγορίες τών γυναικών• 
καί πράγματι οι γυναίκες είναι ζηλότυπες για την χαρά τών άλλων’ 
άλλά πάντοτε εξευμένιζε την Κυθέρειαν Άφροδίτην, καί πολλές φορές κατεπράϋνε μέ θυσίες καί τόν “Ερωτα μαζί μέ τήν επουρανίαν μητέρα του, επειδή έτρεμε (εφοβείτο) τήν φλογεράν φαρέτραν του. 
‘Αλλ ούτε μέ αύτόν τόν τρόπον κατόρθωσε νά αποφύγη τά βέλη του πού αποπνέσυν φωτιά. 
‘Εφθασε λοιπόν ή παλλαϊκή εορτή τής Κύπριδος, τήν όποίαν τελούν είς τήν Σηστόν πρός τιμήν τού Αδώνιδος καί τής Κυθερείας, κι’ έσπευδαν να έλθουν είς τήν αγίαν ήμέραν όλοι μαζί, όσοι κατοικούσαν είς τά άκρα τών νησιών, πού περιβάλλονται άπό τήν θάλασσαν• άλλοι μεν άπό τήν Αιμονίαν καί άλλοι άπό τήν θαλασσινήν Κύπρον• ούτε καμμιά γυναίκα παρέμενε είς τις πόλεις τών Κυθήρων ούτε κανείς πού νά μή χορεύη εις τα πτερά τού ευώδους (τού μυρωδάτου) Λιβάνου• 
ούτε κανείς άπό τούς περιοίκους έλειψε τότε άπό την εορτή, ούτε κάτοικος τής Φρυγίας ούτε αστός τής γειτονικής ‘Αβύδου, ούτε κανείς νέος πού αγαπάει τις κοπέλλες διότι πράγματι εκείνοι (οι νέοι), πηγαίνουν πάντοτε όπου γίνεται λόγος δι’ εορτή, τρέχουν εσπευσμένως εκεί όχι τόσον δια να 
προσφέρουν θυσίας εις τούς θεούς, όσον δια τα κάλλη (δια να δουν τα κάλλη) τών παρθένων, πού συγκεντρώνονται εκεί (εις τον τόπον τής εορτής). 

Η δε παρθένος ‘Ηρώ επορεύετο (επήγαινε) εις τον ναό τής θεάς, ακτινοβολούσα με τήν λάμψη τού ωραίου προσώπου της, καί έμοιαζε σάν λευκομάγουλη ανατέλλουσα σελήνη, ενώ τα άκρα τών λευκών παρειών της κοκκίνιζαν κυκλικά σάν το δίχρωμο ρόδο, όταν βγαίνει από τούς κάλυκες αληθινά θα μπορούσε κανείς να πει ότι εις τα μέλη τής Ήρους ανεφάνει ένα τοπίον άπό ρόδα διότι το χρώμα τών μελών της έκοκκίνιζε• ένώ δέ έβάδιζε κάτω από τα σφυρά τής κόρης μέ τόν λευκόν χιτώνα έλαμπαν ρόδα• 
καί πολλές Χάριτες άπέρρεαν άπό τό σώμα (τής Ηρούς). Οι δε παλαιοί είπαν ψέματα ότι τρείς Χάριτες έγεννήθησαν• καί το μάτι τής Ηρούς γελαστό άνθιζε σάν τα μάτια εκατό Χαρίτων. 
‘Αληθινά ή Κύπρις (ή ‘Αφροδίτη) βρήκε ίέρειαν, πού ήτο αντάξιά της. 
Ετσι αυτή (ή ‘Ηρώ), αναδειχθείσα πρώτη μεταξύ πολλών γυναικών ως ιέρεια τής Κύπριδος, εφαίνετο σάν νέα Κύπρις. 
Είσεχώρησε δέ (ή ‘Ηρώ) είς τάς απαλάς φρένας (είς τά μαλακά μυαλά) τών νέων• καί δέν υπήρχε κανείς άνδρας, πού να μη επιθυμούσε να έχει την ‘Ηρώ μαζί στο δικό του κρεββάτι. 
Κι’ αύτή βέβαια, όπου κι’ αν περιεφέρετο μέσα εις τόν ναόν μέ τα ωραία θεμέλια, είχε ώς άκόλουθον τόν νούν καί τα μάτια καί τάς επιθυμίας τών ανδρών• 
καί κάποιος μεταξύ τών νέων κατελήφθη άπό θαυμασμόν καί είπε τα έξής λόγια: 
Επήγα καί εις την Σπάρτην καί είδα τήν πόλιν ιής Λακεδαίμονος, όπου ακούομεν διά τήν μάχην καί τον άγώνα τών χαρών• 
τέτοια όμως νέα ποτέ δεν είδα, τόσον ωραία καί τρυφερή 
καί ίσως ή Κύπρις έχει μίαν άπό τις νεώτερες Χάριτες, 
Εκουράσθηκα να την παρατηρώ, αλλά όμως δέν έχόρτασα νά τήν βλέπω. 
Είθε αμέσως να πεθάνω, αφού προηγουμένως ανεβώ εις το κρεβάτι της Ήρούς’ 
Δέν θά επιθυμούσα εγώ να είμαι θεός εις τον Όλυμπο, εάν είχα δική μου σύζυγο εις το σπίτι μου την ‘Ηρώ. 
‘Εάν όμως δεν αρμόζει εις εμέ να θωπεύω την δική σου ιέρεια, 

Hero - Ernst Oskar Simonson-Castelli 
είθε, ω Κυθέρεια, να μου δώσεις όμοια νέα σύζυγο (σάν την ‘Ηρώ). 
Αυτά περίπου έλεγε κάποιος από τούς νέους• κι• άλλος από εδώ, άλλος από εκεί αποκρύπτων τήν πληγήν του (τό ερωτικόν τραύμα) είχε καταληφθή υπό ερωτικής μανίας άπό το κάλλος τής κόρης. 
‘Αλλά εσύ, δυστυχισμένε Λέανδρε, καθώς είδες τήν ώραίαν κοπέλλα, δέν ήθελες νά βασανίζης τό μυαλό σου μέ κρυφά κεντρίσματα, αλλά κατενικήθης απροσδόκητα από τα βέλη, πού αποπνέουν φωτιά, καί δεν ήθελες να ζείς αποχωρισμένος από την περικαλλή (τήν ωραιοτάτη) ‘Ηρώ. 
Μαζί δέ μέ τάς άκτίνας τών βλεφάρων της έμεγάλωνε καί ή έρωτική φωτιά (τού Λεάνδρου), καί ή καρδιά του έκόχλαζε άπό τήν όρμήν τού άκατανικήτου πυρός. 
Διότι τό περιπόθητον κάλλος αψόγου γυναικός καθίσταται όξύτερον είς τούς άνθρώπους άπό ένα πτερωτό βέλος• 
καί τό μάτι (τό κοίταγμα μέ τό μάτι) είναι ό δρόμος• από τις βολές τού ματιού γλιστράει ή πληγή (ή ερωτική πληγή) καί βαδίζει πρός τήν καρδιά τού ανδρός. 
Κατέλαβε δέ τότε αυτόν (τόν Λέανδρον) έκπληξις, αναίδεια, τρόμος, ντροπή• έτρεμε μέν ή καρδιά του, ή δέ ντροπή ήταν δυνατόν νά τόν κυριεύση• 
έκ τής έκπλήξεως τό είδος (ή μορφή του) ήταν άριστον, ο έρωτας όμως τόν άπεχώρισεν άπό τήν έντροπήν• 
καί μέ θάρρος άποκλίνων λόγω τού έρωτός του πρός τήν αναίδεια βάδιζε ήσυχα (μέ ηρεμία) καί έστάθηκε άπέναντι άπό τήν κόρην’ 
καί κοιτάζοντας λοξά έρριξε περιστροφικώς δολερές ματιές, παραπλανώντας τό μυαλό τής κοπέλλας μέ νεύματα, χωρίς νά όμιλή: 
Αυτή δε, καθώς αντελήφθηκε τόν δόλιον πόθον τού Λεάνδρου, έχαιρε γιά τήν δόξα• μέ ήσυχίαν (μέ ήρεμίαν) δέ καί αύτή πολλές φορές δέν άπέκρυψε τήν δική της ερωτική ματιά, καί με νεύματα κρυφά έπρόδιδε εΙς τόν Λέανδρον (τήν έρωτικήν της έπιθυμίαν). 
Καί πάλιν όμως ή κόρη οπισθοχωρούσε’ αλλά ή καρδιά εκείνου έθερμάνθη (ζεστάθηκε), διότι άντελήφθη ή κόρη τόν πόθον του καί δέν τόν άπέκρουσε. 
‘Εφ’ όσον μέν λοιπόν ό Λέανδρος άναζητούσε λαθραίαν ώραν, (ώραν μυστικήν, εύκαιρίαν διά νά πλησιάση κρυφά τήν ‘Ηρώ), ή ‘Ηώς έσταμάτησε τό φώς καί κατέβαινεν εις τήν δύσιν• 
άπό δέ τήν άπέναντι περιοχήν άρχισε νά φωτίζη ό άστήρ “Εσπερος μέ τήν βαθειά σκιά του. 



Τότε έκείνος (ό Λέανδρος) έπροχώρησε πλησίον πρός τήν κόρην, καθώς είδε νά ξεπηδά μαύρη όμίχλη• 
καί μέ ήρεμίαν έπίεζε τά ρόδινα δάκτυλα τής κόρης εστέναζε από τό βάθος (τής καρδιάς του) κατά τρόπον, που δέν είναι δυνατόν νά πή κανείς• έκείνη όμως σιωπηλά, σάν ώργισμένη άπέσπασε (έτράβηξε) τό ρόδινο χέρι της. 
‘Εκείνος όμως, όταν άντελήφθη τά ένδοτικά νεύματα τής κόρης, θαρραλέα έσυρε (έτραβούσε) μέ τά χέρια του τόν πολυποίκιλον χιτώνα καί τήν ώδήγησε είς τούς σκοτεινούς χώρους τού πολυτελούς ναού, 
Καί μέ όκνηρά βήματα τόν άκολουθούσε ή παρθένος ‘Ηρώ, παριστάνουσα ότι δέν ήθελε, καί ξεφώνησε, άπειλούσα τόν Λέανδρον μέ γυναικεία λόγια: 
Ξένε, διατί φέρεσαι μέ μανίαν; διατί, δυστυχισμένε, σύρεις (τραβάς) έμέ τήν παρθένον; πάρε άλλον δρόμον, καί άφησε τόν ίδικόν μου χιτώνα, διά νά άποφύγης τήν όργήν τών πλουσίων γονέων μου. 
Δέν άρμόζει σέ σένα νά έγγίζης τήν ίέρειαν τής θεάς Κύπριδος• είναι άδύνατον νά φθάσης εις τό κρεββάτι παρθένου. Αυτά τού είπε απειλητικά ή ‘Ηρώ, πού έμοιαζαν μέ παρθενι κά λόγια. 
“Οταν όμως ό Λέανδρος ήκουσε τά άπειλητικά γυναικεία λόγια, κατάλαβε ότι αύτά ήσαν σημάδια (άποδείξεις), πού δείχνουν αί παρθένες. όταν ύποχωρούν όταν θέλουν. Καί πράγματι όταν αί γυναίκες άπειλούν τούς νέους, αύταί οι άπειλαί είναι άφ’ έαυτών άγγελοι (ένδείξεις) έρωτικών συνομιλιών. 
Αφού δέ έφίλησε τόν εύώδη καλλίχρωμον αύχένα τής κόρης, κτυπημένος άπό τήν μανίαν τού έρωτικού πόθου, τής είπε αύτά τά λόγια Εσύ είσαι γιά μένα ή άγαπητή Κύπρις ύστερα από τήν Κύπριν καί ή ‘Αθηνά ύστερα άπό τήν Αθηνάν, 
διότι έγώ δέν σέ θεωρώ ίσην μέ τίς γήϊνες γυναίκες, άλλά σέ παρομοιάζω μέ τάς θυγατέρας τού Διός, υιού τού Κρόνου. Εύτυχής ήτο έκείνος, πού σε έσπειρε, καί ευτυχισμένη ή μητέρα, πού σ’ έγέννησε, 

καί μακαριωτάτη ή κοιλιά, πού σέ κυοφορούσε. ‘Αλλ’ άκουσε τις παρακλήσεις μου καί εύσπλαχνίσου (λυπήσου) τόν ίσχυρόν πόθον μου. 
‘Εσύ σάν ίέρεια πού είσαι τής Κύπριδος, πρέπει νά άσκής τά έργα τής Κύπριδος. “Ελα έδώ καί τέλεσε τά θέσμια τού γάμου. Δέν άρμόζει εις τήν Άφροδίτην νά ύπηρετήται άπό παρθένον. 
‘Η Κύπρις δέν θερμαίνεται μέ τάς παρθένους. ‘Εάν όμως θελήσης νά μάθης τά έρωτικά θέσμια τής θεάς καί τις άληθινές τελετουργίες, ύπάρχει ό γάμος καί τό κρεββάτι. Σύ δέ, έάν άγαπάς τήν Κυθέρειαν, άποδέξου τόν εύχάριστον θεσμόν τών έρώτων, πού θέλγουν τόν νούν καί έμέ τόν ίδικόν σου ίκέτην πρόσεχε, καί, άν θέλης, πάρε με σύζυγόν σου, έμέ πού μέ έπιασε γιά χάρι σου μέ τά ιδικά σου βέλη ό “Ερως, όταν μέ συνήντησε. 
- Ετσι ό ταχύς ‘Ερμής μέ τό χρυσό κηρύκειον έφρόντισε νά είναι ύπηρέτης ό γενναίος ‘Ηρακλής είς τήν νύμφην Ίορδανίαν. •Αλλά έμένα έστειλε σέ σένα ή Κύπρις καί δέν μέ ώδήγησεν ό σοφός ‘Ερμής. 
Δέν έχεις λησμονήσει τήν Άταλάντην, τήν κόρην άπό τήν Άρκαδίαν, πού κάποτε άπέφυγε τό κρεββάτι, όταν τήν άγάπησε ό Μελανίων, έπειδή έφρόντιζε τήν παρθενικότητά της• άφού όμως έθύμωσε ή ‘Αφροδίτη, έκείνον πού δέν τόν είχε ποθήσει προηγουμένως, τόν έβαλε όλόκληρον σ’ όλη της τήν καρδιά. 
Πείσου καί σύ, άγαπητή μου, στά λόγια μου, διά νά μή διεγείρης τήν όργήν τής ‘Αφροδίτης. 
Αυτά τα λόγια είπε (ό Λέανδρος) καί παρέπεισε τό μυαλό τής κόρης, καίτοι αύτή έφαίνετο ότι ήρνείτο, καί παρεπλάνησε τήν καρδιά της μέ λόγια, πού τα γεννάει ο έρως. 
‘Η Παρθένος δέ άμίλητη (άφωνος) έμπηξε τήν ματιά της στήν γή, καί άπέκρυπτε άπό ντροπαλότητα ιήν παρειάν της (τό πρόσωπόν της), πού είχε κοκκινίσει, καί έξυνε τήν έπιφάνειαν τής γής μέ τά πόδια της, καί πολλές φορές έντρεπομένη συνέδεε τόν χιτώνά της γύρω άπό τούς ώμους της. 
Διότι όλα αύτά προανήγγελλαν ότι έπείσθη (άπό τα λόγια τού Λεάνδρου), ή δέ σιωπή άποτελεί ύπόσχεσιν ότι ή κόρη είχε πεισθή. 
Είχε πλέον δεχθή (ή Ηρώ) καί τό γλυκόπικρο ερωτικό κέντρισμα, καί ή καρδιά της έθερμαίνετο (ζεσταίνονταν) μέ τήν γλυκειά φωτιά (φλόγα) τού έρωτος. 

Καί θαμβώθηκε άπό τήν όμορφιά τού περιπόθητου Λεάνδρου. 
‘Εφ’ όσον μέν λοιπόν ή ‘Ηρώ είχε προσηλωμένα τά μάτια της είς τήν γήν, άλλο τόσο καί ό Λέανδρος δέν άπέκαμε νά βλέπη μέ τά έρωτομανή μάτια του τόν αύχένα τής κόρης μέ τό άπαλόν χρώμα. 
Κα άργά όπηύθυνε πρός τόν Λέανδρον γλυκειά φωνή, ένώ άπέσταζε από τό πρόσωπόν της ύγρή κοκκινάδα άπό ντροπή, καί τού είπε: 
Ξένε, ίσως καί πέτρα θά μπορέσης να σηκώσης μέ τό ίδικό σου λόγια. Ποιός σού έμαθε τούς δρόμους των πλανερών λόγων; 
Ωϊμέ! Ποιός σέ έφερε είς τήν πατρίδα μου; “Ολα όμως αύτά ματαίως τα ξεφώνησες• διότι πώς εσύ, πού είσαι ένας περιπλανώμενος ξένος καί άναξιόπιστος, θά έλθης εις έρωτικήν έπαφήν μέ έμέ; 

Ηρώ και Λέανδρος. - Πιέρ-Κλωντ Ντελόρμ
Άναφανδόν (φανερά) δέν ήμπορούμεν νά κάμωμεν (νά τελέσωμεν) ίερούς γάμους• διότι αύτό δέν θά άρεσε εις τούς γονείς μου• άν όμως θελήσης νά παραμένης εις τήν πατρίδα μου ώς ξένος, πού θά έρχεσαι συχνά, δέν μπορείς κατά τό σκότος νά άποκρύπτης τήν Άφροδίτην. Διότι ή γλώσσα τών όνθρώπων είναι φιλοκατήγορος καί τό έργον πού έκτελεί κάποιος σιωπηρά, τό άκούει είς τάς τριόδους (είς τά τρίστρατα). 
Αλλάς πές μου, καί μή τό κρύψης, τό όνομά σου καί τήν πατρίδα σου, διότι τό ίδικόν μου δέν σου διαφεύγει, είναι τό περίφημον Ηρώ. 
Η κατοικία μου είναι ένας περιβόητος ύψηλότατος πύργος, όπου διαμένω μονάχη μέ κάποιαν ύπηρέτριαν, έμπρός άπό τήν πόλιν Σηστόν, έπάνω άπό τίς όχθες τής Θαλάσσης μέ τά βαθειά κύματα, καί έχω γείτονα τήν θάλασσαν, κι αύτά όλα έγιναν σύμφωνα μέ τίς μισητές επιθυμίες τών γονέων μου. 
Ούτε ύπάρχουν πλησίον μου συνομήλικες, ούτε χοροί νέων παρευρίσκονται• άλλά πάντοτε, νύκτα καί μέρα, βουίζει στά αύτιά μου ό θόρυβος τής άνεμοδαρμένης Θαλάσσης. 
Αφού είπε αύτά, άπέκρυψε τό ρόδινο πρόσωπόν της μέ τεμάχιον πανιού, επειδή καί πάλιν ήσθάνετο ντροπή διά τά λόγια της. ‘Ο δέ Λέανδρος, κτυπημένος άπό τό μυτερό κεντρί τού πόθου, έσκέπτετο, πώς θά ήμπορέση νά διεξαγάγη τόν έρωτικόν άγώνα. 



Διότι ό δολοπλόκος Ερως, άφού κατανικήσει μέ τά βέλη του ένα άνδρα, καί πάλιν αύτός θά θεραπεύση τήν πληγήν τού άνδρός• καί είς έκείνους πού βασιλεύει, αυτός, πού δαμάζει τά πάντα, είναι καί ό σύμβουλός των• αύτός ό ίδιος βοήθησε τότε καί τόν Λέανδρον, πού κατείχετο άπό τόν πόθον (πρός τήν ‘Ηρώ).
Αφού δέ άργά ώμίλησε, είπε λόγια πολυμήχανα: Παρθένε, για τόν έρωτά μου πρός έσένα θά περάσω καί τό άγριον κύμα, άκόμη καί άν παφλάζη όπως τό πύρ καί άν τά νερά είναι άκατάλληλα για ταξίδι (λόγω τρικυμίας). 
Επιζητών τό δικό σου κρεββάτι δέν τρομάζω τό βαρύ κύμα, ούτε φοβούμαι τόν ήχηρόν θόρυβον τής Θαλάσσης. Αλλά πάντοτε έρχόμενος κατά τήν νύκτα ώς ύγρός σύζυγος (ώς σύζυγος πού προέρχεται άπό τά νερά τής Θαλάσσης) θά κολυμβώ εις τόν Ελλήσποντον, πού έχει ισχυρά ρεύματα• διότι ή πόλις τής ‘Αβύδου δέν είναι μακρυά άπό τήν απέναντι εύρισκομένην ίδικήν σου πόλιν. 
Μόνον ένα λύχνον γιά μένα βάλε νά φωτίζη άπό τόν ύψηλόν σου πύργον άπό άπέναντι κατά τήν ώραν πού σκοτεινιάζει, διά νά γίνω, άφού άντιληφθώ (τόν λύχνον), πλοίον μεταφέρον τόν ‘Ερωτα, έχων ώς άστέρα (καθοδηγήσεως) τόν ίδικόν σου λύχνον. 
Καί κοιτάζοντας (παρατηρώντας) έγώ αύτόν (τόν λύχνον), δέν θά δω ούτε τόν Βοώτην πού δύει, ούτε τόν θρασύν Ώρίωνα ούτε τόν άβρεκτον άστέρα, πού έλκει τήν ‘Αμαξαν• καί θά φθάσω είς τό γλυκύ άγκυροβόλι τής πατρίδος σου, πού είναι στήν άπέναντι άκτή. 
‘Αλλά φυλάξου. άγαπητή μου, άπό τούς άνέμους, πού φυσούν σφοδρά, μήπως σβήσουν αύτόν τόν λύχνον, τόν όδηγόν τού βίου μου, πού μού φέρει τό φώς, καί σύ τό ίδικόν μου πραγματικόν όνομα, σού λέγω ότι τό όνομά μου είναι Λέανδρος, σύζυγος τής καλλίζωνης Ήρούς. 
Ετσι αύτοί (ό Λέανδρος καί ή Ηρώ) συνεφώνησαν νά σμίξουν σέ κρυφούς γάμους, καί έδωσαν άμοιβαίως βεβαίωσιν, ότι θά διαφυλάξουν (θά διατηρήσουν μυστικήν) καί τήν νυκτερινήν έρωτικήν όμιλίαν (έπαφήν) καί τήν άγγελίαν τών γάμων θά κάμουν μέ τάς μαρτυρίας τού λύχνου• 
αύτή μέν νά έκτείνη άναμμένο τό φώς τού λύχνου, αύτός δέ νά διαπλεύση τά μεγάλα κύματα. 

‘Αφού δέ διήλθον όλονύχτιες ακόρεστες έρωτικές έπαφές, έχωρίσθησαν μεταξύ των έξ άνάγκης παρά τήν θέλησίν των• έκείνη μέν διέμενε είς τόν ίδικόν της πύργον, άύτός δέ κατά μίαν σκοτεινήν νύκτα, αφού έλαβε σήματα άπό τόν πύργον, διά νά μή παραπλανηθή, έπλεε πρός τήν εύρείαν περιοχήν τής ‘Αβύδου μέ τά ίσχυρά θεμέλια. 
Καί νοσταλγούσαν όλονύκτιες κρυφές έρωτικές συνομιλίες, καί πολλές φορές ηύχήθησαν νά έλθη ή νυμφική νύχτα (ή νύχτα πού θά ήρχοντο εις έρωτικήν έπαφήν). 
Είχεν έλθει πλέον τό σκοτάδι τής νυκτός μέ τό μαύρο πέπλο, πού φέρει τόν ύπνον εις τούς άνθρώπους, όχι όμως καί εις τόν Λέανδρον, ό όποίος κατείχετο άπό τόν πόθον (πρός έρωτικήν άπόλαυσιν). 
Αλλά άνέμενε κοντά εις τίς άκτές τής πολυθορύβου θαλάσσης άγγελίαν λάμπουσαν (φωτεινήν) — μεταδιδομένην μέ τό φώς τού λύχνου — τών γάμων, παραμονεύων τήν μαρτυρίαν τού πολυκλαύστου λύχνου, πού ήτο ό άγγελιαφόρος, ό όποίος βλέπει μακρυά, ό άγγελιαφόρος για τό κρυφό κρεββάτι. 
Καθώς όμως ή ‘Ηρώ είδε τήν σκοτεινή μαυρίλα τής μαύρης νυκτός, άναψε τόν λύχνον• καί μέ τό άναμμα τού λύχνου ό “Ερως έφλόγισε τήν καρδιά τού Λεάνδρου, ό όποίος έβιάζετο 
ένώ δέ έκαίετο ό λύχνος, μαζί μ’ αύτόν έκαίετο καί ό Λέανδρος. 
Άκούων δέ πλησίον τής θαλάσσης τόν πολυθόρυβον βόμβον τών μαινομένων κυμάτων, κατ’ άρχάς μέν έτρεμε, έπειτα όμως, αφού έλαβε θάρρος, είπε αύτά τά λόγια περίπου ώς παρηγορητικά τής καρδιάς του: 
Είναι φοβερός ό “Ερως, καί ό πόντος όμως είναι άμείλικτος (σκληρός)• αλλά τής θαλάσσης είναι τό νερό, έμέ όμως μέ φλογίζει έσωτερικώς ή φωτιά τού “Ερωτος. 
‘Αρπαξε τό πύρ, καρδιά μου, καί μή φοβήσαι τό νερό, πού τρέχει (ρέει) άφθόνως. “Ελα γιά χάρι μου είς φιλικήν έπαφήν (μέ τό νερό)’ διατί λοιπόν ύπολογίζεις τά κύματα; 
Δέν γνωρίζεις, ότι ή ‘Αφροδίτη είναι σπαρμένη (γεννημένη) στή θάλασσα καί ότι αύτή είναι κυρίαρχος τού πόντου (τής Θαλάσσης) καί τών ίδικών μας θλίψεων;
‘Αφού ό Λέανδρος είπε αύτά τά λόγια άπέβαλεν άπό τά άξιέραστα μέλη του (άπό τό άξιέραστο σώμά του) καί μέ τά δύο χέρια του τόν πέπλο καί τόν έσφιξε στό κεφάλι του καί έπήδησεν άπό τήν άκτήν καί ρίχτηκε στήν θάλασσα. 

Hero Looking for Leander -
William Wetmore 1819-1895
Κι’ έσπευδε συνεχώς πρός τόν λύχνον, πού έλαμπε άπό τό άπέναντι μέρος, καί ήτο αύτός μόνος καί κωπηλάτης καί καράβι πού έπλεε καί έκινείτο από μόνο του. 
‘Η δέ ‘Ηρώ άπό ύψηλά από τόν άπόκρημνον πύργον της έφερε τό φώς (βαστάζουσα τόν λύχνον), καί άπό όπου ό άνεμος έφυσούσε ίσχυρές αύρες, πολλές φορές έσκέπαζε τόν λύχνον μέ ένα πανί. μέχρις ότου ό Λέανδρος. άφού ύπέστη πολλές ταλαιπωρίες, έβαλε πόδι εις τήν άκτήν, όπου άγκυροβολούν τα πλοία. Καί τότε άνέβασε αύτόν εις τόν πύργον της• άπό τις θύρες δέ τού πύργου άγκάλιασε σιωπηλά τόν γαμβρόν, πού άσθμαινε (άνέπνεε δύσκολα), καί ένώ έσταζε αύτός άκόμη άφρισμένες σταγόνες τής θαλάσσης, τόν ώδήγησε είς τό βάθος τού νυμφικού παρθενικού δωματίου. 
Καί έκαθάρισε όλη τήν έπιδερμίδα του, καί τό σώμά του τό άλειφε μέ λάδι εύοσμο, ρόδινον, καί έξήλειψε τήν όσμήν, πού άπέπνεε τό σώμά του άπό τήν άλμύραν τής Θαλάσσης. 
‘Ενώ δέ άκόμη ό Λέανδρος άνέπνεε μέ δυσκολίαν, έχύθηκε έπάνω του είς τά καλοστρωμένα νυμφικά κρεββάτια καί τού έλεγε λόγια, πού άγαπούν οί άνδρες (Πού άρέσουν είς τούς άνδρες), (ή λόγια ένδεικτικά τής άγάπης της πρός τούς άνδρες): 
Γαμβρέ μου, πολλά ύπέφερες, καί σού είναι πολύ τό άλμυρό νερό καί ή όσμή άπό τό ψάρια τής πολυθορύβου Θαλάσσης• έλα έδώ, καί άπόθεσε τούς ίδρώτάς σου είς τούς ίδικούς μου κόλπους. Αυτά τού είπε έκείνη• κι αύτός άμέσως τής έλυσε τήν ζώνην, καί έφήρμοσαν τούς νόμους τής Κυθέρειας πού έχει καλές διαθέσεις. 
Ητο γάμος, άλλά χωρίς χορόν ήτο κρεββάτι (γαμήλιος πράξις), άλλά χωρίς ύμνους• κανείς άοιδός δέν είπε εύφημιστικό τραγούδι πρός τιμήν τής “Ηρας, πού προστατεύει τόν γάμον• 
δέν άστραποβόλησε τό φώς τών λαμπάδων είς τό νυμφικό κρεββάτι ούτε κανείς έπήδησε σέ χορό, μέ γρήγορες πολλές κινήσεις, ούτε ό πατέρας της έτραγούδησε τό γαμήλιο τραγούδι ούτε ή σεβαστή μητέρα της’ άλλ’ άφού έστρωσε τό κρεββάτι σέ ώρες, πού τελειώνουν οί γάμοι, ή σιωπή έστησε τόν νυμφικόν θάλαμον καί ή ομίχλη (ή σκοτεινιά) έφρόντισε τήν νύμφην• 

The Meeting of Hero and Leander - John Gibson 
ή νύχτα ήταν έκείνη που παρεσκεύασε εις αυτούς τόν γάμον, ούτε ποτέ ή Ηώς (τό φώς τής ήμέρας) είδε τόν Λέανδρον ώς γαμβρόν είς τό πολυφημισμένα κρεββάτια• καί κολυμπούσε πάλιν πρός τήν περιοχήν τής Αβύδου, πού ήτο άπέναντι (άπό τήν Σηστόν), άνατινέων άκόμη άχόρταστος τούς όλονύκτιους γάμους. 
Η δέ ‘Ηρώ μέ τόν έλικοειδή πέπλον, λησμονούσα τούς ίδικούς της γονείς, κατά μέν τήν ήμέραν ήτο παρθένος, κατά δέ τήν νύκτα γυνή (γυναίκα παντρεμένη). Καί οί δύο τους πολλές φορές ηύχήθησαν νά κατέβη είς τήν δύσιν ή Ηώς (νά νυκτώση). 
Ετσι αύτοί (ό Λέανδρος καί ή ‘Ηρώ) άποκρύπτοντες τήν έρωτικήν των άνάγκην, έτέρποντο μεταξύ των άπό τήν κρυφήν Κυθέρειαν. 
Αλλά έζησαν όλίγον χρόνον, καί ούτε άπέλαυσαν έπί πολύ μεταξύ των τούς πολυπλανεμένους γάμους των• 
άλλ• όταν ήλθεν ή έποχή τού παγερού χειμώνος, πού δονούνταν φρικτές οι πολυστρόβιλες θύελλες, τα δέ άσταθή βάθη καί τά ύγρά θεμέλια τής θαλάσσης τά έτράνταζαν συνεχώς οί άνεμοι, πού φυσούν τόν χειμώνα, καί έμαστίγωναν όλην τήν θάλασσαν μέ λαίλαπας• ένώ δέ ήδη χτυπιόταν άπό τά κύματα ή θάλασσα, άνέσυρε μαύρο καράβι άπό τήν είς δύο διηρημένην ξηράν, έπειδή ό ναύτης ήθελε νά αποφύγη τήν χειμερινήν καί μή παρέχουσαν έμπιστοσύνην θάλασσαν. 
‘Αλλά ούτε ό φόβος τής χειμερινής θαλάσσης σέ ήμπόδισε, ίσχυρόκαρδε Λέανδρε• ή ύπηρεσία όμως τού πύργου, πού έσήμαινε (πού σού έκαμνε σήματα) τό συνειθισμένο φώτισμα τών γάμων, σέ παρώτρυνε νά άδιαφορήσης διά τήν μαινομένην θάλασσαν, ή άσπλαγχνος καί άναξιόπιστος. • Αλλ’ είθε ή δυστυχής ‘Ηρώ διαρκούντός τού χειμώνος (κατά τήν διάρκειαν τού χειμώνος) νά έμενε μακρυά άπό τόν Λέανδρον καί νά μή άναπτε πλέον τόν όλιγοχρόνιον άστέρα (τόν λύχνον) τών κρεββατιών (γιά τό κρεββάτι). 
Αλλά τήν έξηνάγκασε ό πόθος καί ή μοίρα• έπειδή δέ ήτο μαγευμένη, άναβε τό δαυλί γιά τίς μοίρες, καί δέν άναβε πλέον τό δαυλί των Έρώτων. 

Ήταν νύχτα, όταν άνεμοι πνέοντες μέ πολύ μεγάλην σφοδρότητα,
άνεμοι, πού έρριιπαν άκόντια μέ τα χειμερινά φυσήματα. έπέπεσαν όμαδικά επάνω στήν ακρογιαλιά. 
Τότε άκριβώς καί ό Λέανδρος, μέ τήν ελπίδα τής νύμφης, πού είχε συνηθίσει, 
παρεσύρετο έπάνω είς τά νώτα τών κακόηχων θαλασσίων κυμάτων. 
Ήδη τό ένα κύμα έκυλίετο έπάνω εις τό άλλο καί τό νερό άνακατωνόταν• 
ό πόντος άνεμειγνύετο μέ τόν αίθέρα και από όλες τίς μεριές άνεσηκώνετο ή βοή τών άλληλομαχομένων κυμάτων• ό Εύρος έπνεεν έναντίον τού Ζεφύρου, καί ό Νότος άφινε μεγάλας απειλάς εναντίον τού Βορρά• 
καί ό κρότος τής πολυθορύβου Θαλάσσης ήτο άκατάπαυστος. 
0 δέ δυστυχής Λέανδρος μέσα στούς άδυσώπητους θαλασσοστροβίλους πολλές φορές παρεκάλεσε τήν θαλασσινήν Άφροδίτην καί πολλές πάλιν φορές τόν ίδιον τόν άνακτα τής Θαλάσσης, τόν Ποσειδώνα• 
καί δέν άφησεν άμνημόνευτον τόν Βορέαν τής Αττικής νύμφης• 
άλλά κανείς άπ’ αύτούς δέν τόν έβοήθησε, καί ό ‘•Ερως δέν άπέκρουσε τάς μοίρας. 
Κτυπούμενος δέ ό Λέανδρος άπό παντού άπό τήν άκαταγώνιστον όρμήν τών έγειρομένων κυμάτων έφέρετο άπό έδώ καί από εκεί, ή όρμή δέ τών ποδών του έγονάτισε (έκάμφθη), καί ή δύναμις τών διαρκώς (άδιακόπως) κινουμένων χεριών του ήτο άκλόνητος. 
Καί πολύ νερό έρρεε (έτρεχε) αύτομάτως άπό τόν λαιμόν του, καί έπιε άχρηστο άλμυρό ποτό άπό τήν άπέραντη θάλασσα• 
καί τότε έσβησε ό πικρός άνεμος τόν λύχνον καί μαζι μ’ αύτόν καί τήν ψυχήν (τήν ζωήν) καί τόν έρωτα τού πολυταλαιπωρημένου Λεάνδρου. 
Εκείνη δέ, έπειδή άκόμη άργοπορούσε (ό Λέανδρος), έστέκετο μέ ξαγρυπνημένα μάτια ταραγμένη από τίς πολύκλαυστες άνησυχίες της. 
Καί ήλθεν ή Αυγή, καί ή Ηρώ δέν είδε τόν γαμβρόν, καί παντού έστρεφε τά μάτια της είς τήν εύρείαν έπιφάνειαν τής θαλάσσης, 

μήπως άτενίση τόν σύζυγόν της περιπλανώμενον κάπου, ενώ έσβηνεν ό λύχνος. Οταν όμως είδε νεκρόν τόν σύζυγόν της πλησίον εις τήν βάσιν (είς τά θεμέλια) τού πύργου, κόμματιασμένον έπάνω εις τούς βράχους, διέρρηξε (έξέσχισε) τόν ώραίον χιτώνα γύρω 
άπό τά στήθη της κι έπεσε άπό τόν ύψηλόν πύργον μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω μετά πολλού θορύβου. 
Κι’ άπέθανε ή ‘Ηρώ έπάνω εις τόν χαμένον σύζυγόν της, άπέλαυσε δέ ό ένας τόν άλλον καί κατά τήν τελευταίαν καταστροφήν.

Hero and Leander -Henry Hugh Armstead c.1875















Σημείωση: Η απόδοση του κειμένου στην νεοελληνική γλώσσα είναι του καθηγητή διδάκτορος της Φιλολογίας Σπύρου Μαγγίνα.
Εγκυκλοπαίδεια του "ΗΛΙΟΥ", Τόμος τα Ορφικά του Ιωάννη Δ. Πασσά


Το ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΔΩ



Έρως και Ψυχή

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

ΜΟΥΣΑΙΟΥ: ΗΡΩ ΚΑΙ ΛΕΑΝΔΡΟΣ



ΕΧΩΝ ΣΕΘΕΝ ΑΣΤΕΡΑ ΛΥΧΝΟΝ...
Μοῦνον ἐμοὶ ἕνα λύχνον ἀπ' ἠλιβάτου σέο πύργου
ἐκ περάτης ἀνάφαινε κατὰ κνέφας, ὄφρα νοήσας
ἔσσομαι ὁλκὰς Ἔρωτος ἔχων σέθεν ἀστέρα λύχνον.

Μουσαίος, Ηρώ και Λέανδρος (στ. 210-212)

ΤΟΝ ΛΥΧΝΟ ΣΟΥ ΕΧΟΝΤΑΣ ΓΙ' ΑΣΤΕΡΙ...
Μόνο ένα λύχνο για μένα ψηλά από τον ηλίβατο πύργο σου
από πέρα, άναβε μές στο σκοτάδι, ώστε μόλις τον εννοήσω
να γίνομαι τού Έρωτος ολκός, τον λύχνο σου έχοντας για αστέρι!
Απόδοση: Γιώργος Λαθύρης

ΜΕ ΤΟΝ ΛΥΧΝΟ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥ...
Με το λύχνο του άστρου, στους ουρανούς εβγήκα.
Στο αγιάζι των λειμώνων, στη μόνη ακτή του κόσμου.
Που να βρω την ψυχή μου, το τετράφυλλο δάκρυ!
Ελύτης, Άξιον Εστί 

Βλ. http://heliodromion.blogspot.com/2009...

Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Music: Evanthia Remboutsika

Βιντεο-δημιουργία: ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ
Video-creation: HELIODROMION 

Βλ. http://heliodromion.blogspot.com/2009...



Η Ηρώ και ο Λέανδρος αποτελούν το πασίγνωστο ομώνυμο δράμα της Ελληνικής μυθολογίας. Η Ηρώ ήταν ιέρεια της Αφροδίτης η οποία κατοικούσε σε ένα πύργο στην πόλη της Σηστού, στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου. Ο Λέανδρος, ένας νεαρός από την Άβυδο, στην απέναντι όχθη του στενού, την ερωτεύθηκε, και κάθε βράδυ περνούσε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο για να είναι μαζί της. Η Ηρώ με μόνη βοηθό την πιστή τροφό της, άναβε μία λάμπα κάθε νύχτα στην κορυφή του πύργου της, για να τον οδηγεί, και όταν έφθανε ασθμαίνων η ίδια τον υποδεχόταν στην ακτή.
Πριν όμως ξημερώσει ο Λέανδρος επέστρεφε στη Άβυδο προκειμένου να επανέλθει το επόμενο εσπέρας. Κάποτε όμως ήλθε η άσχημη εποχή του Χειμώνα και οι δύο εραστές υποβλήθηκαν στον σκληρό χωρισμό με την αμοιβαία όμως υπόσχεση να επαναβρεθούν στις αρχές της επόμενης Άνοιξης. Παρά ταύτα όμως το επόμενο εσπέρας συνέβει το μοιραίο. Είτε διότι η Ηρώ λησμόνησε τις υποσχέσεις της και ήθελε πάλι τον Λέανδρο κοντά της, είτε διότι η γριά τροφός παρασύρθηκε εκ της συνήθειας, ο λύχνος βρέθηκε πάλι αναμμένος.
Ο Λέανδρος όταν τον είδε από την Άβυδο εξέλαβε το φως ως ερωτική πρόσκληση. Αμέσως έπεσε στη παγωμένη και ανεμοδαρμένη θάλασσα για να μεταβεί στη φίλη του. Ενώ όμως εκείνος πάλευε με τα κύματα ο άνεμος έσβησε τον λύχνον οπότε έχασε τον προσανατολισμό του και παρασυρόμενος από τα κύματα πνίγηκε. Το πρωί το πτώμα του ξεβράστηκε στη ακτή της Σηστού. Αλλόφρων η Ηρώ όταν έμαθε το δυστύχημα έσπευσε και ρίφθηκε στη θάλασσα αγκαλιάζοντας τον νεκρό αγαπημένο της, μη κολυμβούσα όμως βυθίστηκαν. Αργότερα οι τραγικοί αυτοί εραστές εκβράσθηκαν αγκαλιασμένοι στην ακτή, όπου οι κάτοικοι τους έθαψαν σε κοινό τάφο.

Οι αρχαίοι ουδέποτε αμφέβαλαν για την ιστορικότητα του γεγονότος που επειδή η Ηρώ ήταν ιέρεια η ιστορία αυτών των εραστών "στολίσθηκε" με θεϊκές προεκτάσεις, παρεμβολές θεών κλπ. Ο γιατρός Αντίπατρος που έζησε στα τελευταία προ Χριστού έτη βεβαιώνει ότι είδε τον τάφο τους.
Το συμβάν αυτό εξύμνησαν κορυφαίοι ποιητές όπως ο Μουσαίος (5ος μ.Χ. αι) στο επιγραφόμενο αριστούργημά του "Τα καθ΄ Ηρώ και Λέανδρον"(*), ο Βιργίλιος, ο Οβίδιος, ο Μαρτιάλης κ.ά.



Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Τ ο Ό ν ε ι ρ ο


                   
Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό στ’ όνειρο που είδα χθες το βράδυ
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ κι εγώ από την άλλη
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ ήμουνα εγώ κι από την άλλη
έτοιμος να μου αποκριθώ και να ρωτήσω πάλι
κι ύστερα χάθηκα μακριά, χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια,
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά, χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας, έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας.

Κι είδα ένα παιδί, μικρό παιδί που έπαιζε και μου `ριχνε στα ζάρια
το ύστερο του πόθου μου φιλί, τα πρώτα παιδικά μου χάδια
κι εκεί εκείνη τη στιγμή άκουγα να τραγουδάνε εντός μου,
ο ύπνος με το θάνατο μαζί, τραγούδια του ερωτός μου
κι ύστερα πάλι ξαφνικά, χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια,
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά, χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας.

Κι είδα τις ελπίδες μας σκιές, βάδιζαν αμίλητα εμπρός μου,
σύμβολα, σημεία και μυστικές μορφές αυτού του μάταιου κόσμου
και είκοσι αιώνες σκοτεινοί έφταναν στο τέλος τους πια τώρα
κι από `ναν κόσμο σ’ άλλονε τελικά, εμείς, περνάμε, λέει, ώρα την ώρα
κι ύστερα πάλι ξαφνικά, χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια,
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά, χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας, έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας.

Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό στ’ όνειρο που είδα χθες το βράδυ
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ κι εγώ από την άλλη
πες μου τι είν’ αυτά που βλέπω εδώ, πρόφτασα να πω στον εαυτό μου,
μη μιλάς μον’ κοίτα και πέρνα λέει αυτός και βγήκα από τ’ όνειρό μου.


Στοίχοι - Μουσική: Δήμος Μούτσης

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Ε ρ ω τ ι κ ό ...



Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή....
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα..
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Eίτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος


Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ' άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ' στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ' το παραθυρό σου
Το προσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα..

Μάνος Χατζιδάκης



Μουσική: Ευανθία Ρεπούτσικα - Μοναχικό Παιδί


Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Απόλλων και Αθηνά θεραπευταί του Ολυμπιακού Δωδεκαθέου

Apollo And Minerva - Simon Julien De Parme 

Mε το τρίπτυχο του "γνώθι σαυτόν", του "μηδέν άγαν" και του "μέτρον άριστον", οΑπόλλων καθοδηγεί την υγεία μας και μας αποκαλύπτει τον τρόπο της αυτοθεραπείας. 

Θεραπευτής των θεών, ο Απόλλων υποδεικνύει στούς θνητούς τα μέσα της αυτοθεραπείας, διά της ψυχολογίας του βάθους. Όμως σήμερα η ψυχολογία του βάθους δέν είναι βαθυτέρα του απολλωνείου "γνώθι σαυτόν", ούτε σοφωτέρα του "μηδέν άγαν" και του "μέτρον άριστον". Οι δύο αυτές παραινέσεις συνοδεύουν το "γνώθι σαυτόν" και επιτρέπουν στον νού μας να αναγνωρίζη τις ελλείψεις και τις υπερβολές του, ώστε να προβαίνη σε αυτοθεραπεία, διακρίνοντας και εξισορροπώντας υπερβολές και ελλείψεις....
Το Μαντείον των Δελφών, με τα τρία προαναφερθέντα παραγγέλματα, δεσπόζει και σήμερα με την θεραπευτική του δύναμη στην διάνοιά μας, εφ' όσον επιθυμούμε να κρατάμε τα ηνία της υγείας, ως απολλώνιοι ηνίοχοι. 
Τό αρχαιότατο "γνώθι σαυτόν" συνωδεύετο από την θήλεια θεά της σοφίας, την Παρθένο Αθηνά. Απόλλων και Αθηνά είναι οι Παιώνιοι θεοί, θεραπευταί του Ολυμπιακού Δωδεκαθέου, οι οποίοι από κοινού παρουσιάζουν τάς ιδιότητας και τα σύμβολά των διά να αντιμετωπίσωμε τα πάθη της ψυχής μας.
Διά της υπερβολής και της οπτικής αναπαραστάσεως των παθών σε μυθολογικά τέρατα, όπως τα βλέπομε στούς ναούς, στά αγάλματα και στά αγγεία, μας αφυπνίζουν και μας αναγκάζουν να καθαρίσωμε την ψυχή μας. Ο δέ καλύτερος καθαρμός είναι "ο κριτικός έλεγχος των κινήτρων των πράξεων και της συμπεριφοράς μας", λέγει ο Σωκράτης στον διάλογο "Σοφιστή", 

Στό φυσικό πεδίο τα συναισθηματικά πάθη των υπερβολών και των ελλείψεών μας, είναι της δικαιοδοσίας του Ποσειδώνος. Τέκνα Ποσειδώνος, τα θαλάσσια τέρατα, γεννήματα φαντασιώσεων (Ανταίος, Κερκύων, Βούσιρις, Άμυκος, Πολύφημος, Προκρούστης, Έρυξ κ. ά.) εξέρχονται απειλητικά και ύπουλα από την θάλασσα του βίου γιά να μας καταπνίξουν. 

Όμως οι ορθές επιλογές είναι της δικαιοδοσίας της θεάς Αθηνάς, τελευταίο θεϊκό τέκνο του Διός, κατά τον Ησίοδο. 
Μόνο η σοφία της Αθηνάς μπορεί να καθοδηγήση την λογική μας, περιορίζοντας την δράση του Ποσειδώνος, δήλα δή τα συναισθηματικά μας τέρατα, όταν η τρίαινά του συνταράσσει διά της τρικυμίας των παθών την ψυχή μας. 

Η θεά Αθηνά συνοδεύει τις ηρωϊκές ψυχές (Ηρακλή, Θησέα, Περσέα, Βελλεροφόντη, Οδυσσέα κ. ά.), που δίδουν την καθημερινή μάχη της ζωής στον πλανήτη μας, με επίγνωση του νόμου της ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Και εμείς, καθ' ομοίωσίν των, είμεθα ηρωϊκές ψυχές, όταν προσπαθούμε να απαλλαγούμε από τα τέρατα της ψυχής μας και να αυτοθεραπευθούμε με την βοήθεια της λογικής/Αθηνάς. 

Πώς όμως θα δοθή η μάχη αυτή, κατά των ψυχικών ασθενειών, γιά να καταστή αυτοθεραπεία (περίπτωση Ηρακλέους, Περσέως, Οδυσσέως) και να μή καταλήξη σε αυτοκαταστροφή (περίπτωση Βελλεροφόντου); 

Η θεά Αθηνά γεννάται πάνοπλος. Η πανοπλία της - το κράνος, η ασπίς και το ακόντιο - αφ' ενός την προστατεύει και αφ' ετέρου την καθιστά άκρως επιθετική, διότι στον Ομηρικό της Ύμνο περιγράφονται τα εξής τρομερά γεγονότα, τα οποία έπονται της γεννήσεώς της :

".... η θεά Αθηνά με πανοπλία, χρυσή, πολεμική, με βία ξεπηδά από την κεφαλή του πατέρα της Διός, σείοντας το οξύ της ακόντιο. και τότε φρικτά τραντάζεται ο ψηλός Όλυμπος απ' την οργή της γλαυκομάτας και η γή τριγύρω βουΐζει τρομερά και ο πόντος γίνεται κατακόκκινος και ξεχύνεται ταραγμένος αιφνίδια, καθώς ακόμη και ο γιός του Υπερίονα, ο ήλιος, σταματά τους γοργόποδους ίππους. Η τρομερή αναταραχή σταματά μόνον όταν η γλαυκομάτα πετά τα όπλα της τα θεϊκά και τότε χαίρεται ο πολύνοος Ζεύς". 

Ως λέγει ο Όμηρος: 

"....γήθησε δέ μητίετα Ζεύς". 

Από την πρώτη στιγμή της εμφανίσεώς της Αθηνάς στον υλικό κόσμο τονίζεται η τρομερή της οργή, καθώς εξέρχεται από την κεφαλή του πατέρα της, του Διός/νού.  

Γιά να καταστή άξια η διάνοια να φορέση την ολόχρυση πανοπλία της Αθηνάς και να προξενήση το πανικό στά ορατά στοιχεία της φύσεως (γή, πόντο, αέρα/Όλυμπο, πύρ/ήλιο με τους "ωκύποδας ίππους", με τα γρήγορα άλογα), είναι απαραίτητο ο νούς του έμφρονος και ελλόγου όντος να κατέχη συνολικά όλες τις προηγηθείσες ιδιότητες θεαινών και τέκνων του Διός.


Γνωρίζομε από τον Ησίοδο ("Θεογονία" στ. 886 - 943), ότι η μητέρα της Αθηνάς, η θεά Μήτις, είναι η πρώτη νόμιμη σύζυγος του Διός/νού. Αυτή συλλαμβάνει και κυοφορεί την Αθηνά. Η κυοφορία όμως δέν καταλήγει σε τοκετό, εάν προηγουμένως δέν γεννηθούν από οκτώ άλλες θεές, νομίμους συζύγους, είκοσι έξ θεία τέκνα. 

Σύζυγοι και τέκνα του Διός/νού είναι οι θείες ιδιότητες, οι οποίες συγκροτούν την έννοια της σοφίας και βασίζονται σε διαφορετικές αρμοδιότητες της δικαιοσύνης.Όλες πρέπει να τις έχη αφομοιώσει η διάνοιά πρίν εξοπλισθή και κάνη την εμφάνισή της στό φυσικό σύμπαν. Η δράση της θεάς Αθηνάς είναι απολύτως μυστηριακή γιά τους απαίδευτους, διαυγεστάτη όμως και ευκρινής γιά τους επαΐοντες του κύκλου των εννέα συζύγων και είκοσι επτά τέκνων του Διός. 

32 = 9, οι σύζυγοι και 33 = 27, τα τέκνα
έχουν άθροισμα 32 + 33 = 62 ή 9 + 27 = 36.


Οι αριθμοί δέν αφήνουν αμφιβολίες γιά την ίδια πάντα αριθμοσοφική γνώση των προγόνων μας, την συσχετισμένη με την πανταχού παρούσα ισχύ της Τετρακτύος, του αριθμού 36,εν συνδυασμώ μετά του Ζωδιακού Κύκλου των 36 δεκανών (10ο κεφάλαιο του βιβλίου ΑΡΡΗΤΟΙ ΛΟΓΟΙ, Θεοί, Σύμβολα, Αρχέτυπα των Ελλήνων). 

Η μητέρα της Αθηνάς είναι η Μήτις/φρόνησις, η πρώτη και πλέον απαραίτητος ιδιότης, βάσις γιά την εφαρμογήν της δικαιοσύνης από τον νού/Δία. Συνεπώς ο λόγος, που ο Ζεύς καταπίνει την πρώτη του σύζυγο είναι η αλληγορική έκφρασις της αφομοιώσεως της φρονήσεως, η οποία απαιτεί μακρά περίοδο κυοφορίας. Κατά το διάστημα αυτό προστίθενται οι απαραίτητες άλλες ιδιότητες/σύζυγοι/τέκνα μέχρι την ολοκλήρωση της κυοφορίας και γέννηση της Αθηνάς/σοφίας, όχι πλέον από την μητέρα της, φρόνηση, αλλά από τον πατέρα της νού. 

Μέ την πρώτη εμφάνιση της Αθηνάς/σοφίας στό φυσικό πεδίο, το σύμπαν φθάνει σε παροξυσμό αναταραχής, εξ αιτίας της τρομερής της οργής, κατά τον Όμηρο.
 Ποιός είναι ο λόγος της οργής της Αθηνάς/σοφίας; 

Ο νούς του ελλόγου όντος, το οποίον συνέλαβε μέσω της φρονήσεως και εκυοφόρησε τα τριάντα έξ βήματα της δικαιοσύνης, φθάνει την στιγμή της γεννήσεως εις την συνειδητοποίησι της μεγάλης γνώσεως. "Εξαίφνης", με το κτύπημα της σφύρας του Ηφαίστου/φάους ηλίου/φυσικού φωτός στην κεφαλή του Διός/νού, ο νούς του θνητού, καθ' ομοίωσίν του Διός, "βλέπει" και νοεί, ως η Αθηνά, τα τεκταινόμενα των ομοίων του θνητών. Αντιλαμβανόμενος την ασυδοσίαν και την εγωπάθειά των φλογίζεται τότε ο νούς του ελλόγου όντος και εξοργίζεται. Διότι αντιλαμβάνεται την επερχόμενη καταστροφή του φυσικού σύμπαντος, που το φιλοξενεί και οφείλει να λάβη μέτρα αμυντικά (κράνος και ασπίδα), καθώς και όπλο επιθετικό (ακόντιο) γιά να επιβιώση. 

Η πρώτη αξίωσις του έμφρονος και ελλόγου όντος είναι το δικαίωμά του στην υγεία, την ψυχοσωματική και την ψυχονοητική. Αυτή σήμερα απειλείται και ως μονάς/άτομο και ως σύνολο/ανθρωπότης. Δέν εξαιρούνται δέ ούτε τα βασίλεια των ζώων, λόγω της χρήσεως των μεταλλαγμένων τροφών και των φυτών, λόγω των φυτοφαρμάκων και όχι μόνον. 

Η οργή της Αθηνάς είναι η οργή της διανοίας μας, όταν "εξαίφνης" αντιλαμβανόμεθα την άμεσο επερχομένη καταστροφή. Είναι η υπόδειξίς της, ότι μόνον με την χρήση της πανοπλίας της θα σώσωμε, τόσο την υγεία μας, όσο και την υγεία του πλανήτου μας από τον όλεθρο των σεισμών και των καταποντισμών, εξ αιτίας της αφροσύνης, των ελλείψεων και των υπερβολών των κρατούντων..... 

Η πανοπλία της Αθηνάς έχει τάς εξής προληπτικάς ιδιότητας κατά των ασθενειών: 

Τό κράνος προστατεύει την διάνοια από την εξωτερική φαντασίωση και τους υποβολιμιαίους, ασύστατους φόβους, αλλά και ταυτοχρόνως απαιτεί την επαγρύπνησή μας, διότι η θεά σπανίως εμφανίζεται άνευ κράνους. Συμβουλεύει να μή το εγκαταλείπωμε ποτέ, ώστε να μή βυθισθούμε στον ύπνο της αδιαφορίας, της προσωπικής ευμάρειας και του εφησυχασμού. Με κράνος στην κεφαλή, ο ύπνος είναι αδύνατος. 

Η ασπίς θωρακίζει το συναισθηματικό μας είναι, ώστε να μή αποδεχόμεθα εκφοβισμούς πάσης φύσεως και πλανώμενα τα σπλάχνα μας (π λ ά ν α   τα 
σ π λ ά χ - ν α) να απορρυθμίζωνται από το συμ - π α θ η - τικό και το παρα - συμ - π α θ η - τικό μας σύστημα, το συμ + π ά σ χ ο ν με την ψυχήν μας. Οι φοβίες/π ά θ η ταράζουν τους βιολογικούς μας κύκλους, προξενώντας φυσικές ασθένειες στό σώμα μας και έχουν την αιτία τους στον ασταθή συναισθηματικό μας κόσμο, στά ποσειδώνεια τέρατα του συναισθηματικού μας βίου. 

Τό ακόντιο, ".... σείσασ' οξύν άκοντα". Η διάνοιά μας σείει το οξύ ακόντιο, εναντίον εκείνων, που επιβουλεύονται την υγεία μας, τόσο την σωματική, όσον και την ψυχονοητική. Δηλώνομε, διά του ακοντίου της Αθηνάς, ότι δέν θα επιτρέψωμε την παραπλάνησή μας και είμεθα έτοιμοι διά πόλεμο μέχρις εσχάτων. 

"Τό ακόντιο, ο   ά κ ω ν   ήτο είδος ακοντίου, βραχύτερον και ελαφρότερον δόρατος ή έγχους και εχρησίμευε ιδία εις αθλητικά παιχνίδια ή εις το κυνήγιον". 

"Τό ά κ ο ς ήτο ιαματικό ή θεραπευτικό μέσον, γιατρικό".

(Μέγα Λεξ. όλης της Ελλ. Γλ., Δ, Δημητράκου). 


Η αυτή ρίζα α κ - , του ά κ - ο ν τ ο ς και του ά κ - ε ο ς, μπορεί αφ' ενός να τραυματίση και να προξενήση τον πόνο και τον θάνατο, αλλά και ταυτοχρόνως να θεραπεύση. Η Ελληνική Γλώσσα, διά της ομοιοπαθητικής, δηλώνει τα εξής με το α κ ό ν τ ι ο της Αθηνάς:

Μέ αυτό το επιθετικό όπλο, το α κ ό ν τ ι ο, εμφανίζεται γιά πρώτη φορά στην διάνοιά μας, η δυνατότης να φονεύσωμε το τέρας των παθών μας, αλλά και με το ά κ ο ς/γιατρικό να αυτοθεραπευθούμε διά της σοφίας της, που είναι η σοφία του όφεως.
 Ο όφις είναι το κατ' εξοχήν σύμβολον επί του αγάλματός της, της Παρθένου Αθηνάς, του φιλοτεχνηθέντος υπό του Φειδίου εντός του Παρθενώνος εις τον Ιερόν Βράχον της Ακροπόλεως. 

Σ Ο Φ Ι Α   =   Ο Φ Ι Σ + Α (θηνάς)


Τά δέ σύμβολα του Απόλλωνος, το τόξο και η λύρα, είναι το μέν τόξο το όπλο με το οποίο θα σκοπεύσωμε με ακρίβεια τα πάθη/τέρατα της ψυχής, (τήν δράκαινα Πυθώ), και να τα φονεύσωμε, η δέ επτάχορδη λύρα είναι το θείο όργανο με το οποίο θα επουλώσωμε τις πληγές μας, εναρμονίζοντας τους επτά χιτώνες μας με τις επτά χορδές της. 

Τά αρχαία μας σύμβολα, καθώς και οι αντίστοιχες παραινέσεις μπορούν να υποδείξουν στον ικέτη του Απόλλωνος και της Αθηνάς, των δύο Παιωνίων θεών, τον τρόπο της αυτοθεραπείας από τα τέρατα, τα πάθη της ψυχής μας. 



Α λ τ ά ν η, Π. Φ., ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2005

ΑΛΤΑΝΗ

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Το θυμικό μέρος της ψυχής και η σημασία της Ευθυμίας

Ο ΗΝΙΟΧΟΣ 


Μες από τα βάθη του χρόνου, ο σοφός Πλούταρχος μας παραδίδει έναν αξιόπιστο πλοηγό που αποδεικνύεται εξαιρετικά πολύτιμος για το ταξίδι μας σε μια ταραγμένη εποχή, όπως αυτή που ζούμε. Διαπιστώνουμε ότι ο άνθρωπος, στην διαδρομή των αιώνων, παρά τις αλλαγές που σημειώνονται στο εξωτερικό του περιβάλλον, εξακολουθεί να ταλανίζεται από τους ίδιους ψυχικούς παράγοντες, οι οποίοι σήμερα όχι μόνον έχουν ενταθεί, αλλά και πολλαπλασιασθεί επικίνδυνα.
Παρασυρμένος από την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας και εστιασμένος σχεδόν αποκλειστικά στην βαρειά ύλη, ο σημερινός άνθρωπος έχει λησμονήσει τελείως την ψυχική του ανάπτυξη γι΄ αυτό και δεν κατανοεί την αιτία της κακοδαιμονίας του. Η ψυχική ανάπτυξη της πλειονότητας των ανθρώπων σήμερα σταματάει απότομα και σε πολύ μικρή ηλικία. Το σώμα αναπτύσσεται, αλλά δεν αναπτύσσεται παράλληλα και η ψυχή. Αυτό οφείλεται κυρίως στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και επικρατήσει, και οι οποίες αντιστρατεύονται τον άνθρωπο στην ουσία του. Mέσα σε μια ατμόσφαιρα “χειραγώγησης” είναι φυσικό ο άνθρωπος να ασφυκτιά και να αγωνιά. Έτσι γεννιέται ξανά στους καιρούς μας η ουσιαστική ανάγκη της Φιλοσοφίας.
Η Ελληνική Φιλοσοφία, σαν ένας μαγικός κρίκος γεφυρώνει το υπάρχον χάσμα μεταξύ Θρησκείας και Επιστήμης. Μέ τον στιβαρό διαχρονικό της λόγο, μας ωθεί διαρκώς προς το ουσιώδες και μας υποδεικνύει τρόπους απεγκλωβισμού της ζωής μας από τα επουσιώδη. Και το ουσιώδες είναι η ψυχική ανάπτυξη και ενοποίηση, η αρμονία, το ευ της ψυχής, του θυμού, της διαθέσεως. Ο θυμός η θυμικόν η θυμοειδές μέρος είναι η σφαίρα εκείνη της ψυχής που περικλείει το συναίσθημα και την βούληση. Ο Έλληνας άνθρωπος είναι βαθιά συναισθηματικός. Γι΄ αυτό και συχνά υποφέρει. Αυτό σημαίνει ότι το συναίσθημά του είναι εγκλωβισμένο, αλλά τουλάχιστον είναι ακόμα ζωντανό. Αν ακολουθήσει την κατάλληλη αγωγή, θα θεραπευτεί και θα γίνει υγιές. Η ευθυμία θα επικρατήσει εντός του και το χαμόγελο, που είναι το εξωτερικό γνώρισμα της ευθυμίας, θα ανθίσει στα χείλη του. Άνθρωποι η και ολόκληροι λαοί, που μπήκαν σε αντεξελικτικους κύκλους και νέκρωσαν το συναίσθημά τους, δεν έχουν σημειώσει καμμία πρόοδο και χωρίς να το γνωρίζουν έχουν απλώς μετατραπεί σε χιμαιρικά όντα.
Ο θυμός, στην αρχαία του σημασία, δεν ταυτίζεται με ό,τι σήμερα γνωρίζουμε ως “συναίσθημα του θυμού”, αλλά αναφέρεται σε ολόκληρο το κέντρο του συναισθήματος, που αποτελεί και τον πυρήνα της υπάρξεώς μας. Με αυτή την έννοια, απεικονίζει την εν γένει διάθεσή μας και μοιάζει να είναι η απορροή αυτού που είμαστε.
Το ευ είναι μόριο του λόγου, ένα τροπικό επίρρημα, το οποίο προστιθέμενο σε μια λέξη αποδίδει το ύψιστο των δυνατοτήτων της και αναδεικνύει το άριστον της εννοίας της. Για παράδειγμα: βουλή - ευβουλία, γένος - ευγένεια, γλώσσα - ευγλωττία, έξις - ευεξία, ημέρα - ευημερία, καιρός - ευκαιρία, λαβή - ευλάβεια, λόγος - ευλογία, μένος - ευμένεια, μάρη - ευμάρεια, μορφή - ευμορφία, νόμος - ευνομία, πόρος - ευπορία, ρυθμός - ευρυθμία, σέβας - ευσέβεια, στόχος - ευστοχία, τύχη - ευτυχία, χειρ - ευχέρεια, φυή - ευφυία, θυμός - ευθυμία, κ.α.
Το ευ αποτελεί διαρκή στόχο του Φιλοσόφου ο οποίος ακονίζει την αντίληψη και την αίσθησή του μέσα στην ανισορροπία των πραγμάτων και καταστάσεων της ζωής. Αυτό αποτυπώνεται και στην αρχαία ευχετική φράση: “Το ευ νικάτω”, που σημαίνει: Ας νικήσει το καλό. Ας υπερισχύει το αγαθό!
Κατά την Πλουτάρχεια Διδασκαλία, τα μέρη της ψυχής είναι 5:
1. φυτικόν η θρεπτικόν
2. αισθητικόν
3. επιθυμητικόν
4. θυμοειδές
5. λογιστικόν
Αναλυτικότερα η διαίρεση αυτή παρουσιάζεται στο έργο “Περί του Ει του εν Δελφοίς” (κεφ. 13):
“ει την ψυχήν αυτήν κατά φύσιν διαιροις, πρώτον αυτής και αμαυρότατόν εστί το θρεπτικον δεύτερον δε το αισθητικόν ειτα το επιθυμητικον ειτ΄ επί τούτω το θυμοειδές· εις δε την του λογιστικού δύναμιν εξικομένη και τελεώσασα την φύσιν ώσπερ εν ακρω τω πέμπτω καταπέπαυται”.

Αν διαιρέσεις την ίδια την ψυχή σύμφωνα με την φύση της, το πρώτο και σκοτεινότερο μέρος της είναι το θρεπτικόν, δεύτερο το αισθητικόν, έπειτα το επιθυμητικόν και ακολούθως το θυμοειδές· φτάνοντας όμως στην ικανότητα του λογιστικού και τελειοποιώντας την φύση, έχει σταματήσει στον ανώτερο και πέμπτο βαθμό.
Η πενταμερής διαίρεση της ψυχής είναι μια επέκταση της τριμέρειας (τριμερούς διαιρέσεως). Ο Πλάτων μας παραδίδει την διαίρεση της ψυχής σε τρία κύρια μέρη (λογιστικόν, θυμοειδές, επιθυμητικόν) και δίνει μια παραστατική εικόνα περί της φύσεως εκάστου μέρους και του τρόπου με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους (Φαίδρος ή Περί Kαλού, κεφ. 25 & 34).
Η ψυχή μοιάζει με ένα άρμα, συρόμενο από ένα ζεύγος πτερωτών ίππων και οδηγούμενο από έναν ηνίοχο. Το λογιστικό και κατ΄ εξοχήν ανθρώπινο μέρος εκφράζει ο ηνίοχος, ενώ τα δύο ιππόμορφα μέρη εκφράζονται από το θυμοειδές (λευκός ίππος) και το επιθυμητικόν (μαύρος ίππος). Ο πρώτος “απληκτος, κελεύσματι μόνον και λόγω ηνιοχειται” (οδηγείται χωρίς χτυπήματα, μόνον από τα κελεύσματα και τους λόγους του ηνιόχου). ενώ ο δεύτερος “μάστιγι μετά κέντρων μόγις υπείκων” (μόλις που συγκρατείται από το μαστίγιο και τα κεντρίσματα). Η αντίθεση αυτή μεταξύ των δύο “αλόγων” μερών της ψυχής γεννά το εσωτερικό δράμα της ζωής του κάθε ανθρώπου.
Ο Πλούταρχος στο έργο του “Πλατωνικά Ζητήματα” (Ζήτημα Θ΄) αποσαφηνίζει περαιτέρω το είδος της σχέσεως μεταξύ των μερών της ψυχής, λέγοντας ότιχαρακτηριστικό του θυμοειδούς η θυμικού μέρους είναι να κυβερνάται και να κυβερνά, του λογιστικού μέρους μόνο να κυβερνά, ενώ του επιθυμητικού μέρους μόνο να κυβερνάται. Έτσι, αναδεικνύεται η ενδιάμεση φύση του θυμικού και γίνεται φανερός ο λόγος για τον οποίο αποτελεί το “κλειδί” για την ενοποίηση του συνόλου της ψυχής: “τω δε θυμοειδει το αρχεσθαι και το αρχειν κατά φύσιν εστίν, υπηκόω μεν οντι του λογισμου κρατουντι δε και κολάζοντι την επιθυμίαν, όταν απειθη τω λογισμω” (η πειθαρχία και η αρχηγία ανήκουν στην φύση του θυμικού, αφού αυτό υπακούει στην λογική, ενώ εξουσιάζει και τιμωρεί την επιθυμία όταν εκείνη επαναστατεί προς την λογική).
Εξάλλου, υπερβαίνοντας κάθε περιορισμό που ενδεχομένως να δημιουργεί η δοθείσα εικόνα, ο Πλούταρχος σημειώνει καταληκτικά ότι: “τα της ψυχής μόρια δει μη τοις τόπος καταβιάζεσθαι μήδε τοις ονόμασιν, αλλά την δύναμιν και την αναλογίαν εξετάζειν” (τα μέρη της ψυχής δεν πρέπει να περιορίζονται από τις θέσεις και τα ονόματα, αλλά να εξετάζεται η δύναμις και η αναλογία τους).
Για ν΄ αποκτήσει “φώτιση” και να γίνει η ψυχή μας ένα πεντάκτινο λαμπερό άστρο, θα πρέπει να ενοποιήσει και αναπτύξει και τα 5 μέρη της:
Η ευθυμίη (ιωνικός τύπος) είναι λέξη ομηρική, και σημαίνει “καλή διάθεση, καλή καρδιά, μεγάλο θάρρος”. πρώτος έγραψε “Περί Ευθυμίης” ο Δημόκριτος ο οποίος της απέδωσε πιο συγκεκριμένη σημασία, ανάγοντάς την σε τελικό σκοπό της ζωής. Ως ευθυμία όρισε την κατάσταση εκείνη κατά την οποία η ψυχή είναι απαλλαγμένη από πάθη και βρίσκεται σε ενότητα με όλα τα μέρη της. Ως συνώνυμα της ευθυμίας χρησιμοποίησε και τους όρους ευεστώ (ευστάθεια), ειρήνη, αρμονία, συμμετρία, αταραξία, αθαυμαστία, αθαμβία. Πρόκειται για ανώτερες καταστάσεις της ψυχής που προέρχονται από αρμονικές κινήσεις των ατόμων της και συνοδεύονται από συναισθήματα χαράς, βαθιάς ικανοποίησης και εμπιστοσύνης.
Από τον Δημόκριτο και μετά, το θέμα έτυχε επεξεργασίας και από άλλους. Σημαντική είναι η συμβολή του πυθαγορείου φιλοσόφου Ιππάρχου (4ος αι. π.X.) ο οποίος έγραψε “Περί Ευθυμίας”, αλλά και του στωϊκου φιλοσόφου Παναιτίου (2ος αι. π.X.), ο οποίος είχε συγγράψει σχετική πραγματεία “Περί Ησυχίας της ψυχής”. Δημιουργήθηκε Έτσι μια παράδοση, που εμπλούτισε την προσέγγιση του θέματος. Ο Πλούταρχος βασίζεται πάνω σε αυτήν την παράδοση και την αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο.
Η ευθυμία ως αρίστη κατάσταση του θυμικού κέντρου της ψυχής εξετάζεται στο παρόν έργο μέσα σε είκοσι μεστά κεφάλαια, με τρόπο ζεστό, φιλικό και άμεσο. Ο Πλούταρχος δεν “ηθικολογεί” γενικά και αόριστα· αναφέρεται σε συγκεκριμένες εκφάνσεις της καθημερινότητας. Χρησιμοποιεί με τέχνη τον πλούτο της γραπτής παράδοσης, παραθέτοντας γνώμες από έξοχους άνδρες και συγγραφείς της αρχαιότητας τις οποίες εύστοχα συσχετίζει με τις δικές του πρωτότυπες ιδέες και παρατηρήσεις.
Το σύγγραμμα αυτό επέδρασε καταλυτικά στον στοχασμό πολλών μεταγενέστερων οι οποίοι χρησιμοποίησαν στα έργα τους ακόμα και ολόκληρα μέρη.
Tην ευθυμία οφείλει κανείς να την αναζητήσει εντός του, έχει εσωτερική διάσταση, αλλά δεν μπορεί να διατηρηθεί αν αγνοήσουμε τις εξωτερικές συνθήκες, τους εξωτερικούς παράγοντες. Οι ανθρώπινες σχέσεις, τα υλικά μέσα και αποκτήματα, ο πλούτος και η έλλειψή του, τα τυχαία γεγονότα κλπ. είναι παράγοντες τους οποίους οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας. Αν κανείς αποδειχθεί ικανός να σταθεροποιήσει και ενοποιήσει την εξωτερική ζωή του, αυτό θα επιδράσει θετικά και στην ενοποίηση της εσωτερικής ζωής του· θα τον βοηθήσει στο να αποκτήσει εσωτερικής συνοχή και ένα είδος “εσωτερικού βάρους”.
Η ενοποίηση του ψυχισμού είναι ένα δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα θαυμαστό έργο. Πάντα επίκαιρο και επιτακτικό σήμερα όσο ποτέ. Το παρόν σύγγραμμα είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο για το δύσκολο αυτό έργο και συχνά θα χρειαστεί ν ανατρέξει κανείς σε αυτό για έμπνευση και καθοδήγηση...
Γιώργος Λαθύρης
( Από την Εισαγωγή του στο έργο "Περί Ευθυμίας" τού Πλουτάρχου, αρχαίο κείμενο - απόδοση - σχόλια).

ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...