Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Ύμνος εις την Υπατία


«Στην Υπατία, που στην λάμψη σου, 
στα λόγια σου κλίνω γόνυ και υψώνω το βλέμμα μου 
προς τον έναστρο ουρανό του πνεύματός σου.
Γιατί προς τον ουρανό τοξεύει η πράξη σου, 
προς τον ουρανό οδηγεί των λόγων σου η ομορφιά, 
θεϊκή Υπατία. 
Ω συ των πνευματικών επιστημών υπέρλαμπρο αστέρι».



Παλλαδάς - Ύμνος εις την Υπατία


Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Το Παράπονο....

Γιαλισκάρι, Κέα 

















Εδώ στου δρόμου τα μισά
έφτασε η ώρα να το πω
άλλα είναι εκείνα που αγαπώ
γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα.

Στ' αληθινά στα ψεύτικα
το λέω και τ' ομολογώ.
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
μες στη ζωή πορεύτηκα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά,
πάντα πάντα θα 'ναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.

Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου




Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Αφροδίτη της Μήλου



Για την Αφροδίτη...

Ω, θεά ξενιτεμένη, μελετώντας σε,
Γυρίζει ο νους μου πίσω έναν αιώνα:
Στη νύκτα εκείνη, που αρπαγμένη πέρασες
Μπροστά απ' τον γκρεμισμένο Παρθενώνα.
Απ' τα ζητιάνικα κουρέλια γύμνωσαν
Το θείο κορμί σου βέβηλοι κουρσάροι,
Κι έλαμψες αφρογέννητη και θάμπωσες
Γυμνή, τ' ολόφωτο αττικό φεγγάρι.
Για να σε ξετιμήσουν ανυπόμονα
Τέτοια άφταστη κι αφάνταστη πραμάτεια-
Με των δαυλιών τις φλόγες σε ψηλάφησαν
Δάχτυλα βάρβαρα κι ανάξια μάτια.
Κι όταν θαλασσόδρομη πάλι κίνησες
Για της ατελείωτης σκλαβιάς τις ώρες,
Μια σκλάβα άλλη θυμήθηκαν και σ' έκλαψαν
Του Ερεχθείου οι μαρμάρινες Κόρες.
Ψεύτικη λευτεριά στα ξένα απόχτησες
Τα θεία σου κάλλη δείχνοντας για λύτρα
Και, στερημένη εσύ τ' Ωραίο, γίνηκες
Μεσ' στ' άσκημα του Ωραίου η διαλαλήτρα.
Τι τάχα κι αν σε θρόνιασαν βασίλισσα
Σε μουχλιασμένο στεριανό παλάτι;
Το μάρμαρο σου ανήλιαγο κι αδρόσιστο,
Του Αιγαίου ποθεί το κρυσταλλένιο αλάτι.
Ω! να πατούσες πάλι της πατρίδος σου,
Τα κυματόδεντρα λευκά χαλίκια,
Κι ένα στεφάνι απ' ανθισμένες κάπαρες,
Κι ένα στρωσίδι από βρεγμένα φύκια!
Ω! κι από κάποιο θάμα τα δύο χέρια σου,
Πανώρια, ακέρια ν' άπλωνες πάλι
Τα χέρια σου, που σε ξένον τόπο αν σου' λειπαν
Δεν είχαν τι να σφίξουν στην αγκάλη.

Γεώργιος Δροσίνης 




Λένε ότι αυτό το ποίημα του Δροσίνη βρέθηκε κάτω από το άγαλμα της Αφροδίτης όταν μεταφέρθηκε από την μία αίθουσα σε κάποια άλλη του μουσείου του Λούβρου.





Το χρονικό της αρπαγής του αγάλματος της θεάς του κάλους, της ειρήνης, της αγάπης και της ομορφιάς...


Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ...

ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ - ΓΝΩΘΙ Σ' ΑΥΤΟΝ
ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ
ΕΙ


"Είμαι το πνεύμα, το πανάρχαιο Απολλώνειο πνεύμα, που κατέβη πρώτο από τις χιονοσκέπαστες κορφές της Ιστορίας, ο Άρρην Λόγος, ο όρθιος Δωρικός σκοπός,
ο Πυθικός προαιώνιος Νόμος. Είμαι η αρχή της Ακτινοβολίας της Ευρυθμίας, της Πειθαρχίας, της Απλότητας, της βασικής κάθε ψυχής και λαού Αυτονομίας, είμ'η αρχή της τέλειας Μνήμης. Είμαι το Γνώθι Σαυτόν, το Μηδέν άγαν, είμαι η Χρυσή Τομή και η Τετρακτύς και ο Άκμων, είμαι το προμήνυμα του νέου χορού του καθαρμού απάνω από το πτώμα του φιδιού, που θρέψαν στη σπηλιά της γήινης
ύλης,σκοτεινοί ληθαργημένοι αιώνες.
 
Περιμένω πια την πιο μεγάλη λύτρωσή μου. Θέλω να σαρώσω με μια υπέρτατη αντίσταση, ό,τι μάταιο και ό,τι σάπιο, από το χώμα. Μη μου κλείτε πια τα στήθη σας, τη σκέψη σας και την ακοή σας. Ξεκινήστε. Εβγάτε να συναντηθούμε στην μεγάλη άπλα, που ό,τι τώρα στη φωνή μου, σας φαντάζει φοβερό, αυτού που βρίσκεστε κλεισμένοι, είναι ο Μέλος και το Μέτρο και ο Ρυθμός, όπ'ώχει πλάσει, ό,τι ανώτερο, γλυκύτερο και αδρότερο στο λαό σας και στους λαούς όλου του κόσμου. Είμαι ο ποταμός της Φωτεινής Αγιότητας, που Σας καλεί να ξαναβαφτιστείτε, στα προαιώνια κρυσταλλένια νάματά του.
 
Βοηθήστε με, να σας βοηθήσω.Δεν μ'ακούτε; Ο βρυχηθμός μου έχει πια ωριμάσει μες στους αιώνες. Μην αργείτε. Ελάτε, ελάτε. Ως πότε πια να σας κράζω;"





Άγγελος Σικελιανός
 (Από τον Δελφικό Λόγο) Δελφοί, 18 Οκτωβρίου 1932 


Είμαι καθαρό κρύσταλλο... 
είμαι διάφανη...
είμαι ψυχή αγνή...
άπιαστη...

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

ΥΠΕΡ ΚΥΠΡΙΔΟΣ...



«Παρὰ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος ἵστατο τὸ τῆς Οὐρανίας Ἀφροδίτης, τῆς ἡδυπαθεστάτης καὶ ποθεινοτάτης τῶν θεαινῶν. Οἱ βόστρυχοι τῆς κόμης κῦμα χρυσοῦ ἀπέφθου, ἔστεφον τὴν ἀμβροσίαν κεφαλὴν καὶ τὸ ἀκτινοβόλον τῆς Θεᾶς μέτωπον. Τὸ βλέμμα αὐτῆς, μελιχρὸν καὶ πλῆρες γοητείας, διένεμεν ἔρωτας καὶ ἡδονὰς γλυκείας εἰς τοὺς πιστοὺς αὐτῆς λατρευτάς… 

Πάντες οἱ Θεοὶ ἐσυκοφαντήθησαν, ἀλλ᾽ οὐχὶ ὅσον αὐτή. Πάντων τῶν αἰώνων οἱ ὑποκριταὶ καὶ οἱ ταρτοῦφοι, ὑπὲρ πάσας τὰς Θεὰς τὴν Κύπριδα ἐσυκοφάντησαν.

Δὲν ὑπῆρξε βωμολοχία καὶ ψεῦδος, ὅπερ νὰ μὴ ἐξετόξευσαν κατὰ τῆς ἁπλουστάτης ταύτης καὶ ἀθῳοτάτης θεότητος, ἥτις ἐπλάσθη κατὰ φύσιν, ὡς ἔπρεπε νὰ πλασθῇ, καὶ οὐδὲν ἔγκλημα εἶχε.

Δὲν ὑπῆρξεν ἰλὺς καὶ βόρβορος, δι᾽ οὗ δὲν ἔχραναν τὸ πρόσωπον τῆς Θεᾶς ταύτης οἱ ζοφεροὶ τοῦ μεσαίωνος τρωγλοδύται, δὲν ὑπῆρξε ράκος δι᾽ οὗ δὲν ἐζήτησαν νὰ καλύψωσι τὴν γυμνότητα τῆς περικαλλοῦς ταύτης μορφῆς οἱ σεμνότυφοι ἐκεῖνοι σχολαστικοί!

Καὶ ἐν τῷ κρυπτῷ μὲν ἔθυον εἰς αὐτὴν καὶ εἰς τὸν Διόνυσον καὶ εἰς τὴν ἀγέλην αὐτοῦ, ἐν τῷ φανερῷ δὲ ὕβριζον καὶ διέσυρον. 

Παρηγορήθητι, ἀτυχὴς Θεά, μέχρις οὗ ἔλθῃ ἡμέρα καθ᾽ ἣν πάντες οἱ λατρευταί σου ἀναφανδὸν εἰς σὲ θὰ θύωσι, καὶ οὐδεὶς θὰ τολμᾷ πλέον νὰ σὲ συκοφαντήσῃ…» 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ 
 (Ἱστορικὸ Μυθιστόρημα περὶ τοῦ Γεωργίου Γεμιστοῦ - Πλήθωνος)


Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Της Αθηνάς Ανάγλυφο

Αθηνά Σκεπτόμενη

Πως ακούμπησες άπραγα το δόρυ;

Τη φοβερή σου περικεφαλαία

βαριά πως γέρνεις προς το στήθος, Κόρη;

Ποιός πόνος τόσο είναι τρανός, ω Ιδέα,

για να σε φτάση! Οχτροί κεραυνοφόροι

δεν είναι για δικά σου τρόπαια νέα;


Δεν οδηγεί στο Βράχο σου την πλώρη

του καραβιού σου πλέον πομπή αθηναία;

Σε ταφόπετρα βλέπω να την έχη

καρφωμένη μια πίκρα την Παλλάδα.


Ω! κάτι μέγα, απίστευτο θα τρέχη ...

Χαμένη κλαις την ιερή σου πόλη

ή νεκρή μέσ’ στο μνήμα και την όλη

του τότε και του τώρα, ωιμένα! Ελλάδα;




Κωστής Παλαμάς

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα


Μονογραμμα ΙΙΙ

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Eπειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ' στ' αχανή 
      σεντόνια
Nα μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
      στοές
Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Aκουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό 
      πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά 

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες 
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
      που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το 
      εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ' στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς 
Eίναι νωρίς ακόμη μέσ' στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Nα μιλώ για σένα και για μένα.



Οδυσσέας Ελύτης

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΝΑΓΛΥΦΟ


Πως ακούμπησες άπραγα το δόρυ;
Τη φοβερή σου περικεφαλαία
βαριά πως γέρνεις προς το στήθος, Κόρη;
Ποιος πόνος τόσο είναι τρανός, ω Ιδέα,
για να σε φτάση! Οχτροί κεραυνοφόροι
δεν είναι για δικά σου τρόπαια νέα;
Δεν οδηγεί στο Βράχο σου την πλώρη
του καραβιού σου πλέον πομπή αθηναία;
Σε ταφόπετρα βλέπω να την έχει
καρφωμένη μια πίκρα την Παλλάδα.
Ω! κάτι μέγα, απίστευτο θα τρέχει …

Χαμένη κλαις την ιερή σου πόλη
ή νεκρή μέσ’ στο μνήμα και την όλη
του τότε και του τώρα, ωϊμένα! Ελλάδα;
Κωστής Παλαμάς

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

ΕΡΜΗΣ - ΑΣΤΡΑΠΟΣΙΓΜΑ



Πλανήτης –ὁ Νοῦς μου
σὲ τροχιὰ
γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο σου,
Ἀκατάληπτε…

Ἡ Σπίθα μου
μὲς ἀπὸ Κέλυφος
-σπέρμα θνητῶν-
γύρω ἀπὸ τὸ Φῶς Σου



Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

ΕΛΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΝΘΟΣΤΕΦΑΝΩΜΕΝΗ

ΕΛΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΝΘΟΣΤΕΦΑΝΩΜΕΝΗ- ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΚΑΚΡΙΔΗΣ

ΕΛΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΝΘΟΣΤΕΦΑΝΩΜΕΝΗ- ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΚΑΚΡΙΔΗΣ
ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΕΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΕ ΑΡΧΕΙΟ PDF.


http://didaskaleioellinikotitas.wordpress.com/2014/03/31/%CE%B5%CE%BB%CE%B1-%CE%B1%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CF%84%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%86%CE%B1%CE%BD%CF%89%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%B9%CE%B1/

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΨΥΧΕΣ

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ (ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ)

Ἡ Νοσταλγία δὲν εἶναι αὐτὸ

ποὺ φανταζόμαστε πὼς εἶναι.

Νοστάλγησε! Μὴν φοβηθεῖς νὰ νοσταλγήσεις!

Νοστάλγησε ὅ,τι δὲν ἀξιώθηκες

ἀκόμα νὰ γνωρίσεις… Ὀνειρέψου!

Τὸν Ἑαυτό σου ὀνειρέψου,

ὅπως Ἐσὺ Ἀκέραιο καὶ Σωστὸ τὸν θέλεις

-φτάνει νὰ τὸ θέλεις!



Σὰν πεταλούδα ἄσε τὴν ψυχή σου

νὰ πεταλουδίζει∙ σὰν μέλισσα ἄφησέ Την

ψίχα - ψίχα τὸ Νέκταρ ἀπὸ λουλούδια νὰ μαζεύει.

Μὰ μὴν ἀποξεχαστεῖς!

Στὴν Κυψέλη της πρέπει ἐτούτη νὰ γυρίσει

καὶ Μέλι ἀπὸ τὸ νέκταρ της νὰ κάνει,

ἀλλιῶς τί Μέλισσα θὰ ἦταν;

Τί Πεταλούδα ἡ Ψυχή,

ἂν νὰ πετάει πιὰ δὲν θἄ ‘θελε;



Νοστάλγησε καὶ μὴν ξεχνᾶς

ἐτούτη τὴν Ἐπιστροφή σου!

Ὅσο κι ἂν μὲς στὴν Περιπλάνηση

κάποιος Ἀνθὸς παράωρα σὲ μαγεύει…

Ἀγάπα τον ἀφοῦ καὶ κεῖνος σὲ Ποθεῖ∙

μὰ μὴν ξεχνᾶς: Πεταλούδα σὲ θέλει!
  



Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Ε ρ ω τ ι κ ό ...



Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή....
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα..
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Eίτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος


Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ' άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ' στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ' το παραθυρό σου
Το προσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα..

Μάνος Χατζιδάκης



Μουσική: Ευανθία Ρεπούτσικα - Μοναχικό Παιδί


Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

" ΕΛΕΝΗ' Γιώργος Σεφέρης

Helen of Troy- Evelyn de Morgan, 1898

Το ποίημα Ελένη που ακολουθεί ανήκει στη συλλογή «Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν...» (1955), γράφτηκε όμως, κατά δήλωση του ποιητή, το 1953, όταν ο Σεφέρης ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κύπρο. Ξαναπήγε το 1954 και το 1955. Το 1955 θ’ αρχίσει ο Κυπριακός αγώνας κατά της αγγλικής κατοχής. Ο Σεφέρης από τις θέσεις του στο διπλωματικό σώμα θα παρακολουθήσει από πολύ κοντά τις φάσεις του κυπριακού δράματος.
Για να κατανοήσουμε το ποίημα, πρέπει να έχουμε υπόψη μας πρώτα πρώτα δύο αρχαίους μύθους, που αποτελούν τον πυρήνα του:
α) Ο μύθος του Τεύκρου: Ο Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα, έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, όπου διακρίθηκε ως τοξότης. Όταν επέστρεψε στη Σαλαμίνα, ο πατέρας του δεν τον δέχτηκε, γιατί έκρινε ότι δε συμπαραστάθηκε αρκετά στον αδελφό του Αίαντα, που αυτοκτόνησε, επειδή οι Αχαιοί δεν έδωσαν σ’ αυτόν ως αριστείο τα όπλα του Αχιλλέα. Ο Τεύκρος τότε, υπακούοντας σε χρησμό του Απόλλωνα, έφυγε στην Κύπρο, όπου και ίδρυσε πόλη και της έδωσε το όνομα Σαλαμίνα (κοντά στη σημερινή Αμμόχωστο) ως ανάμνηση της πατρίδας του.
β) Ο μύθος της Ελένης: Σύμφωνα με μια εκδοχή αυτού του μύθου η Αφροδίτη δεν έδωσε στον Πάρη την πραγματική Ελένη, αλλά ένα ομοίωμά της. Την Ελένη τη μετέφερε ο Ερμής, με εντολή της Ήρας, στην Αίγυπτο, στο παλάτι του βασιλιά Πρωτέα, όπου τη συνάντησε ο Μενέλαος επιστρέφοντας από την Τροία. Την εκδοχή αυτή του μύθου διαπραγματεύεται ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ελένη. Στην τραγωδία συναντάει την Ελένη στην Αίγυπτο και ο Τεύκρος, που περνάει από κει ταξιδεύοντας για την Κύπρο.
Ο Σεφέρης προτάσσει ως μότο στο ποίημά του τρία αποσπάσματα της τραγωδίας του Ευριπίδη, που συνοψίζουν τους δύο μύθους:
ΤΕΥΚΡΟΣ: ...στη θαλασσινή Κύπρο, όπου μου όρισε ο Απόλλων να κατοικώ, δίνοντάς της το νησιώτικο όνομα Σαλαμίνα ως ανάμνηση εκείνης της πατρίδος μου (στ. 148-150).
ΕΛΕΝΗ: Εγώ δεν πήγα στην Τρωάδα, ένα είδωλό μου ήταν (στ. 582).
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: Τι λες; Ώστε για μια νεφέλη τραβήξαμε του κάκου τόσα βάσανα; (στ. 706).
Επίσης πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Σεφέρης δεν παραμένει στους αρχαίους μύθους, αλλά τους μεταφέρει στην εποχή μας, δηλαδή τους κάνει να εκφράζουν σύγχρονες εμπειρίες. Και εδώ ας σκεφτούμε ότι ο ποιητής έζησε τους δυο παγκόσμιους πολέμους και τη μικρασιατική καταστροφή, που τον έπληξε ιδιαίτερα, αφού του στέρησε την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σμύρνη, όπου γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια.
Στο ποίημα μιλάει ο Τεύκρος. Πίσω όμως από τα λόγια του συχνά θ’ ακούμε τη φωνή του ποιητή.

ΤΕΥΚΡΟΣ
... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν
Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
.................................................................
ΕΛΕΝΗ
Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.
....................................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ
Τί φῄς;
Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών∙
                                                η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
                                                Το φεγγάρι
βγήκε  απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Που είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ‘λεγε;– η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.
                        Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
πλάσμα ατόφιο∙
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
                        Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών∙
                                                αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

Πλάτρες: χωριό της Κύπρου στις πλαγιές του όρους Τρόοδος, κοσμικό θέρετρο στα χρόνια της αγγλοκρατίας.
γυριογιάλι: ακτή
Τοξότης, Σορπιός: αστερισμοί
ξαστοχώ: αστοχώ
στ. 14-15: το στερνό σπαθί: το σπαθί με το οποίο αυτοκτόνησε ο Αίας, γεγονός που στάθηκε αιτία να εξοριστεί ο Τεύκρος και να εγκατασταθεί στη Σαλαμίνα της Κύπρου (μιαν άλλη Σαλαμίνα).
στ. 17: σαν Αφροδίτη: όπως η Αναδυόμενη Αφροδίτη, που κατά την παράδοση αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας στην Πάφο της Κύπρου (Κύπρις, Παφία).
Πρωτέας: (Πρωτεύς) θαλασσινός δαίμονας, που άλλαζε συνεχώς μορφή και κατά τον Ευριπίδη βασιλιάς της Αιγύπτου.
χείλια: (της ερήμου)∙ εδώ η άκρη (της ερήμου).
στ. 23: ποιητάρη: ο χαρακτηρισμός αυτός του αηδονιού, καθώς και δακρυσμένο πουλί πιο κάτω (στ. 54) ανήκει στον Ευριπίδη. Στην Κύπρο ποιητάρης λέγεται σήμερα ο λαϊκός ποιητής. Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί εδώ μια λέξη τοπική.
στ. 25: σκλάβες Σπαρτιάτισσες: πρόκειται για τις Σπαρτιάτισσες γυναίκες στην Αίγυπτο, που αποτελούν το χορό της τραγωδίας του Ευριπίδη.
Δέλτα: το Δέλτα του Νείλου.
ατόφιος: γνήσιος.
αδερφός: ο Αίας ο Τελαμώνιος.
στ. 52: τι ‘ναι θεός κτλ.: πρόκειται για μετάφραση του στίχου του Ευριπίδη (Ελένη, 1137): «ὅ,τι θεός ἤ μή θεός ἤ τό μέσον, τίς φησ’ ἐρευνήσας βροτῶν» δηλ. ποιος άνθρωπος μπορεί να βρει και να πει τι είναι θεός κτλ.
τάζω: υπόσχομαι (αναφέρεται στη φράση του Ευριπίδη «όπου μου όρισε ο Απόλλων να κατοικώ».

Ανάλυση ποιήματος
Στο ποίημα αυτό αξιοποιείται από το Σεφέρη η μυθικής μέθοδος, δημιουργώντας μια συστοιχία ανάμεσα στα συναισθήματα και τις περιστάσεις που βιώνει ο Τεύκρος με τη συναισθηματική κατάσταση και τις σκέψεις του ίδιου του ποιητή.
Ο Τεύκρος, διωγμένος από την πατρίδα του, φτάνει στην Κύπρο, έχοντας ακόμη νωπές τις πικρές εμπειρίες του Τρωικού Πολέμου. Η συνάντησή του εκεί με την Ελένη, φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο με τη τραγική διαπίστωση πως ο δεκαετής πόλεμος με τους χιλιάδες νεκρούς έγινε για ένα είδωλο, για ένα σύννεφο, αφού η πραγματική Ελένη δεν έφτασε ποτέ στην Τροία.
Ο Γιώργος Σεφέρης φτάνει στην Κύπρο το 1953, έχοντας βιώσει τις τραγικές για την Ελλάδα συνέπειες του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και φυσικά του Εμφυλίου. Οι Έλληνες, που πλήρωσαν για τους πολέμους αυτούς υψηλό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, βρέθηκαν σε στενή συσχέτιση με την Αγγλία, έχοντας αρχικά ως κοινό εχθρό τους Γερμανούς κι αμέσως μετά με την αποφασιστική επέμβαση των αγγλικών (και αμερικανικών) δυνάμεων προκειμένου ο εμφύλιος πόλεμος να μη γείρει προς την πλευρά των κομμουνιστών και κατ’ επέκταση της Ρωσίας.
Η εμπλοκή όμως της Αγγλίας με την πορεία του ελληνικού λαού δεν τερματίζεται εκεί εφόσον ήδη από το 1878 κατέχουν την Κύπρο, χωρίς να δείχνουν καμία διάθεση να την εγκαταλείψουν.  
Το 1953, λοιπόν, είναι μια πολύ σημαντική χρονιά για την Κύπρο, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έχει ξεκινήσει με ένταση τις προσπάθειές του να τερματίσει την Αγγλική κυριαρχία και να κερδίσει για το λαό του το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Η ένοπλη σύγκρουση με τις αγγλικές δυνάμεις θα ξεκινήσει δύο χρόνια μετά, ο ποιητής όμως αντιλαμβάνεται ήδη τα προμηνύματα ενός νέου πολέμου.
Η αντιπολεμική διάθεση της ποιητικής σύνθεσης του Σεφέρη, δεν αποτελεί φυσικά σχόλιο για την επιθυμία του κυπριακού λαού να διεκδικήσει την ελευθερία του, εκφράζει όμως τη γενικότερη σκέψη του ποιητή πως κάποτε θα πρέπει να τεθεί ένα τέρμα στους συνεχείς πολέμους και τις απώλειες χιλιάδων ανθρώπων.
Στα πλαίσια του ποιήματος η φωνή του ποιητή διαπλέκεται με τη φωνή του Τεύκρου, καθώς οι σκέψεις και οι εμπειρίες των δύο ανδρών βρίσκονται σε μια διαρκή συσχέτιση.

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Ο αρχικός στίχος του ποιήματος, παρ’ όλο που τίθεται σε εισαγωγικά δεν αποτελεί δάνειο από κάποιο άλλο κείμενο.
Μια απλή διαπίστωση για το κελάηδημα των αηδονιών θα λειτουργήσει ως το σημείο ένωσης των δυο εποχών και συνάμα ως το μοτίβο που με την επανάληψή του θα συνέχει δομικά το ποίημα. Οι τρεις επαναλήψεις του στίχου αυτού, χωρίζουν το ποίημα σε αντίστοιχες ενότητες, όπου κάθε φορά υπερισχύει είτε η φωνή του Σεφέρη είτε του Τεύκρου.
Το γλυκό κελάηδημα των αηδονιών που ακούει ο ποιητής, ενώ εκφράζει μια γαλήνια ατμόσφαιρα και φέρνει εικόνες ομορφιάς στο νου του αναγνώστη, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα συναισθήματα των βασικών προσώπων του ποιήματος.

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

Ο ποιητής, μη μπορώντας να κοιμηθεί, στρέφει την προσοχή του στο αηδόνι που με το τραγούδι του κυριαρχεί σε όλο το τοπίο και το δίχως άλλο έχει κρατήσει ξύπνιους κι άλλους ανθρώπους σε προγενέστερες εποχές. Απευθύνει, λοιπόν, το λόγο σ’ αυτό το ντροπαλό πουλί που κρύβεται μέσα στα φύλλα των δέντρων και με το τραγούδι του διατρέχει χωρικά και χρονικά τον κυπριακό τόπο. Το εύθυμο τραγούδι του είναι αυτό που δίνει μια μουσική δροσιά, μια αίσθηση ευδαιμονίας στο δάσος, αλλά είναι κι αυτό που συντροφεύει τη δύσκολη πορεία των ψυχών των ανθρώπων που έχουν πεθάνει και γνωρίζουν πως πια δεν μπορούν να επιστρέψουν πίσω.
Κρυμμένο στα φύλλα (τυφλή φωνή) το αηδόνι, συνοδεύει με το τραγούδι του, όχι μόνο την αδιόρατη πορεία των ψυχών αλλά και τις κινήσεις και πράξεις των ζωντανών ανθρώπων -τώρα αλλά και στο παρελθόν- αποτελώντας τη μόνιμη γλυκιά ηχητική υπόκρουση που συνέχει διαχρονικά τον πολυτάραχο βίο του νησιού.
Η φωνή του αηδονιού υπήρξε παρούσα στις παλαιότερες προσπάθειες των κατοίκων να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, κι είναι παρούσα και τώρα που η «ξαγριεμένη σκλάβα», η Κύπρος, είναι έτοιμη να ξεσηκωθεί ξανά. Τα φιλήματα, όπως και κάθε ερωτική διάθεση, είναι παράταιρα, σ’ αυτό το τρικύμισμα της κυπριακής ψυχής που έχοντας για χρόνια ανεχτεί την αγγλική κυριαρχία, βρίσκεται σ’ επαναστατική εγρήγορση.

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Με τη δεύτερη επανάληψη του στίχου, περνάμε από την οπτική του ποιητή, σ’ εκείνη του Τεύκρου, που φτάνει, όπως και ο Σεφέρης, για πρώτη φορά στην Κύπρο.
Η διαχρονική παρουσία των αηδονιών στο νησί, αποτελούν το ποιητικό εύρημα που συνδέει τους συλλογισμούς του ποιητή μ’ εκείνους του Τεύκρου. Όπως στην πρώτη ενότητα τα αηδόνια δεν επιτρέπουν στον ποιητή να κοιμηθεί, έτσι κι ο Τεύκρος, μη μπορώντας να κοιμηθεί, αφήνεται στις σκέψεις του. 

Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών∙

Ο Τεύκρος έχοντας έρθει χωρίς τη δική του θέληση στο νησί, εκφράζει την ενόχλησή του αναρωτώμενος αν γνωρίζει κανείς τις Πλάτρες ή την Κύπρο.
Μετά από δέκα χρόνια συνεχούς πολέμου στην Τροία κι ενώ ήλπιζε πως θα μπορέσει να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στην πατρίδα του, αναγκάζεται να έρθει σ’ αυτό το νησί που ούτε το γνωρίζει, και προφανώς ούτε ήθελε να το γνωρίσει.
Η ζωή του Τεύκρου υπήρξε περιπετειώδης, καθώς τον οδήγησε σ’ ένα μακρινό τόπο να πολεμά για πολλά χρόνια, και φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τις τρέλες ανθρώπων και θεών.
Η αρπαγή της Ελένης, ο θυμός του Αχιλλέα, η αυτοκτονία του Αίαντα, αποτελούν μερικές μόνο από τις τρέλες των ανθρώπων, πίσω από τις οποίες υπήρχε πάντοτε η ακατάπαυστη εμπλοκή των θεών.
Ενδιαφέρον έχει η συσχέτιση που μπορεί να γίνει ανάμεσα στη ζωή του Τεύκρου και του Σεφέρη, υπό την έννοια ότι κι ο ποιητής (ως διπλωμάτης) αναγκάστηκε να ταξιδέψει σε πολλά μέρη και φυσικά να γνωρίσει τις τραγικές συνέπειες που μπορούν να έχουν οι επικίνδυνες τρέλες των ανθρώπων (2ος  παγκόσμιος, εμφύλιος).

                                                η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.

Μετά το τέλος του τρωικού πολέμου, η μοίρα του Τεύκρου καθορίζεται από την αυτοκτονία του αδερφού του Αίαντα (το στερνό σπαθί) κι από το χρησμό του Απόλλωνα που τον φέρνει στην Κύπρο (σ’ αυτό το γυρογιάλι) να ιδρύσει μια νέα Σαλαμίνα.

                                                Το φεγγάρι
βγήκε  απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Που είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Η εμφάνιση του φεγγαριού στο βάθος του ορίζοντα, σαν να βγαίνει μέσα από τη θάλασσα, φέρνει συνειρμικά στη σκέψη του ποιητή τη γέννηση της Αφροδίτης, που σύμφωνα με το μύθο γεννήθηκε στον αφρό της θάλασσας, κοντά στην Κύπρο, όταν ο Κρόνος πέταξε εκεί τα γεννητικά όργανα του πατέρα του Ουρανού, που του τα έκοψε όταν του πήρε τη βασιλεία.
Το φεγγάρι με την εμφάνισή του καλύπτει τον αστερισμό του Τοξότη και καθώς κινείται πλησιάζει και προς τον Αντάρη, το αστέρι που αποτελεί την Καρδιά του Σκορπιού, το φωτεινότερο δηλαδή αστέρι του αστερισμού αυτού.
Με την εμφάνιση, λοιπόν, του φεγγαριού το σκηνικό του ουρανού αλλάζει κι όλα αποκτούν μια διαφορετική εικόνα, γεγονός που δημιουργεί στον Τεύκρο τη σκέψη πως καθετί μπορεί εύκολα να αλλάξει μορφή, ακόμη και η ίδια η πραγματικότητα.
Αναρωτιέται, επομένως, ο ήρωας που είναι η αλήθεια, από τη στιγμή που τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο και καθετί μπορεί να αποκτήσει ανά πάσα στιγμή μια διαφορετική εικόνα. Ο ίδιος, για παράδειγμα, υπήρξε στον πόλεμο τοξότης -και μάλιστα ο καλύτερος που είχε ο ελληνικός στρατός- κι όμως η μοίρα του μοιάζει με αυτή ενός ανθρώπου που δεν πέτυχε το στόχο του (ξαστόχησε). Το ειρωνικό λογοπαίγνιο με τον τοξότη που ξαστοχεί, συνδέεται συνειρμικά με την αναφορά στον αστερισμό του Τοξότη.
Οι σκέψεις του Τεύκρου, που μοιάζει πλέον να ελέγχει εκ νέου όλη του τη ζωή, νιώθοντας πως όλες του οι βεβαιότητες έχουν ανατραπεί, δεν είναι το αποτέλεσμα μόνο της παρατήρησης της επίδρασης που έχει η εμφάνιση του φεγγαριού στην εικόνα του ουρανού, αλλά κυρίως όσων προηγήθηκαν στην Αίγυπτο, όπου ο ήρωας πήγε λίγο προτού έρθει στην Κύπρο.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ‘λεγε;– η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

Η αποστροφή στο αηδόνι, σηματοδοτεί το πέρασμα της διήγησης του Τεύκρου σ’ ένα προγενέστερο χρονικά επίπεδο, μιας και το τραγούδι του αηδονιού λειτουργεί ως το μέσο που συνδέει τις διαφορετικές χρονικές στιγμές, εποχές και οπτικές του ποιήματος.
Μια παρόμοια νύχτα, λέει ο Τεύκρος, στην Αίγυπτο (το ακροθαλάσσι του Πρωτέα) οι Σπαρτιάτισσες σκλάβες (η συνοδεία της Ελένης), ακούγοντας το τραγούδι του αηδονιού, άρχισαν να θρηνούν, κινούμενες προφανώς από συναισθήματα νοσταλγίας. Εκείνο, βέβαια, που προκάλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη για τον ήρωα ήταν η παρουσία της Ελένης ανάμεσά τους. Η γυναίκα που για χρόνια τη διεκδικούσαν πολεμώντας κοντά στον ποταμό της Τροίας, τον Σκάμαντρο, ήταν στην άκρη της ερήμου. Ο ήρωας που, εύλογα, θεώρησε αδιανόητη την εκεί παρουσία της Ελένης φροντίζει να την αγγίξει, προκειμένου να πειστεί, και συνομιλεί μαζί της, θέλοντας να μάθει την αλήθεια.
Η Ελένη αρνείται επίμονα πως βρέθηκε στην Τροία, τονίζοντας όχι μόνο την πλάνη των Ελλήνων, αλλά και τη δική της αθωότητα. Η ίδια ουδέποτε πήγε στην Τροία, και φυσικά ουδέποτε θέλησε να συμβούν όλα αυτά τα δεινά στους Έλληνες πολεμιστές.
Τα λόγια της Ελένης είναι παρμένα από το Φαίδρο του Πλάτωνα, όπου ο φιλόσοφος διασώζει τους στίχους αυτούς από την παλινωδία του Στησίχορου. Ο λυρικός ποιητής είχε συνθέσει ένα ποίημα στο οποίο κατηγορούσε την Ελένη, έπειτα όμως άλλαξε γνώμη (παλινωδία) συνθέτοντας ένα καινούριο στο οποίο αποκαθιστούσε τη φήμη της. Η Ελένη δεν ήταν υπεύθυνη για όσα είχαν συμβεί, μιας και η ίδια δεν έφτασε ποτέ στην Τροία.

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.

Ο Τεύκρος προχωρά σε μια περιγραφή της Ελένης, προκειμένου ο ισχυρισμός του ότι την είδε να αποκτήσει την αναγκαία αληθοφάνεια. Πλούσιο στήθος (βαθύ στηθόδεσμο), λαμπερά ξανθά μαλλιά (τον ήλιο στα μαλλιά) κι ωραίο σώμα, με τις καμπύλες του να δημιουργούν ελκυστικά παιχνίδια φωτοσκίασης, στους ώμους, στους μηρούς και στα γόνατα. Οι ίσκιοι και τα χαμόγελα αναφέρονται στα σημεία του σώματος που προβάλλουν κι σ’ εκείνα που μένουν κρυμμένα, ερεθίζοντας τη φαντασία όποιου αντικρίζει την εξαίσια αυτή γυναίκα. Υπέροχο νεανικό δέρμα και όμορφα μεγάλα μάτια, που δικαιολογούν τον ασίγαστο θαυμασμό που προκαλούσε η Ελένη.
Η περιγραφή του Τεύκρου είναι εκτενέστερη από εκείνη του Ομήρου, ο οποίος προκειμένου να μην υπονομεύσει την ομορφιά της Ελένης με την περιγραφή του, είχε μιλήσει μόνο για τα ξανθά μαλλιά της και άφηνε τους ακροατές του να τη φαντάζονται σ’ όλη της τη θελκτικότητα, παρουσιάζοντας μόνο τις έντονες αντιδράσεις όσων την αντίκριζαν.
Εντούτοις, ακόμη και η αναλυτικότερη περιγραφή που δίνει ο Σεφέρης, μέσω του Τεύκρου, βασίζεται  κυρίως σε υπαινιγμούς για τον ερωτισμό και το κάλλος της Ελένης, χωρίς επί της ουσίας να περιορίζει τη φαντασία του αναγνώστη.

                        Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
πλάσμα ατόφιο∙
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

Η Ελένη, λοιπόν, ήταν στην Αίγυπτο και στην Τροία δε βρισκόταν τίποτε περισσότερο από ένα είδωλό της. Ο Πάρης κοιμόταν μ’ έναν ίσκιο, με μια γυναίκα που δεν ήταν αληθινή, νομίζοντας πως κοιμάται με την πραγματική Ελένη, κι οι Έλληνες σφάζονταν επί δέκα χρόνια, για το ίδιο ανυπόστατο είδωλο.
Μια πλάνη που κινούσε τα νήματα της ζωής των Ελλήνων για δέκα ολόκληρα χρόνια, δημιουργημένη από τους ίδιους τους θεούς.

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
                        Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;

Η πλάνη αυτή των θεών θα προκαλέσει ανείπωτες συμφορές και πόνους στην Ελλάδα, οπού για μια δεκαετία θα θυσιάσει χιλιάδες παιδιά της. Νεκρά σώματα στις θάλασσα, στη γη, χιλιάδες ψυχές που ρίχτηκαν σαν το σιτάρι στις μυλόπετρες. Η παρομοίωση αυτή τονίζει το μεγάλο βασανισμό που υπέστησαν οι Έλληνες, που σκοτώθηκαν μακριά απ’ την πατρίδα τους, έχοντας περάσει πολλαπλές κακουχίες.
Τόσοι ήταν οι νεκροί, ώστε το νερό στις όχθες των ποταμών φούσκωνε το αίμα που έρρεε στη λάσπη. Μια αποτρόπαιη εικόνα, που υπογραμμίζει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τη φρίκη και τη ματαιότητα όλων αυτών θανάτων.
Κι όλα αυτά για το τίποτα, για τον κυματισμό ενός λινού υφάσματος, για ένα σύννεφο, για το τίναγμα των φτερών μιας πεταλούδας, για το πούπουλο ενός κύκνου, για ένα άδειο πουκάμισο, για μιαν Ελένη, που δε βρισκόταν εκεί.
Οι αναφορές του Τεύκρου για τη ματαιότητα του πολέμου, δίνονται με ασύνδετο σχήμα, για να τονιστεί η ακατάπαυστη ροή του λόγου και η ένταση που προκαλείται στον ήρωα όταν συνειδητοποιεί ότι όλες αυτές οι θυσίες έγιναν χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο. Γιατί πέθαναν τόσοι άνθρωποι; Γιατί θυσίασαν τη ζωή τους; Για να διεκδικήσουν ένα αδειανό πουκάμισο;
Κι ο αδερφός μου, αναρωτιέται ο Τεύκρος, κι αυτός ακόμη πέθανε χωρίς λόγο; Η αναφορά στον Αίαντα έρχεται για να υπενθυμίσει το κόστος του πολέμου για τον ήρωα, γιατί παρ’ όλο που ο ίδιος ο Τεύκρος επέζησε, έχασε ωστόσο τον αδερφό του και μαζί το δικαίωμα να δει ξανά την πατρίδα του.
Ο ήρωας στρέφεται εκ νέου στο αηδόνι και με μια τριπλή προσφώνηση, του θέτει το καίριο, μα ρητορικό ερώτημα, που βασανίζει πια την ψυχή του. Τι είναι θεός, τι δεν είναι και τι βρίσκεται ανάμεσα στα δύο. Με την έννοια: υπάρχει θεός ή μήπως δεν υπάρχει, κι αν όχι τότε τι μπορεί να τεθεί στη θέση του.
Η απορία αυτή του Τεύκρου αναδεικνύει τον κλονισμό που έχει συμβεί στην ψυχή του ήρωα σχετικά με την ύπαρξη των θεών και την πραγματική τους φύση. Αν οι θεοί προκάλεσαν τόσες συμφορές στους Έλληνες, για ποιο λόγο να συνεχίσει κανείς να τους εμπιστεύεται ή και να τους πιστεύει.

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»

Με την επανάληψη αυτή του στίχου επιστρέφουμε στο παρόν του Τεύκρου, στην Κύπρο και συνάμα στο παρόν του ποιητή. Το τελευταίο μέρος του ποιήματος που περιέχει το επιμύθιο του ποιήματος μας φέρνει στην ταύτιση των σκέψεων του Τεύκρου και του ποιητή, όπου με βάση την ίδια απάτη των θεών, προβληματίζονται για τις αλήθειες της ζωής.
Ο Τεύκρος έζησε τον δεκαετή Τρωικό Πόλεμο, για χάρη μιας γυναίκας που δεν ήταν πραγματική, για ένα είδωλο. Ενώ, ο Σεφέρης γνώρισε τις πολλαπλές συμφορές των Ελλήνων κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Η σύγχρονη περιπέτεια τον Ελλήνων ξεκίνησε την 28η Οκτωβρίου του 1940 με την έναρξη του πολέμου με την Ιταλία και ολοκληρώθηκε ως ένα βαθμό τον Αύγουστο του 1949 με τη λήξη των εχθροπραξιών του εμφυλίου. Αν και θα πρέπει να τονιστεί πως τα μίση που προκάλεσε ο εμφύλιος συνέχισαν να επηρεάζουν τις ζωές των Ελλήνων για πολλά χρόνια ακόμα.
Κι όπως ο Τεύκρος αναρωτιέται για ποιο λόγο τελικά πολέμησε στην Τροία, έτσι κι ο Σεφέρης αναρωτιέται ποιος ήταν τελικά ο λόγος που οι Έλληνες σκοτώθηκαν κατά χιλιάδες στα πεδία της μάχης, ή έπεσαν νεκροί από την πείνα στα χρόνια της Κατοχής ή ακόμη χειρότερα σφαγιάστηκαν από αδελφικά χέρια στον εμφύλιο. Ποιος ο λόγος που σφράγισε τις ζωές των Ελλήνων; Η εξυπηρέτηση φυσικά των συμφερόντων άλλων χωρών, οι οποίες μπορεί τελικά να πήραν από τους Έλληνες ό,τι ήθελαν αλλά ουδέποτε τους απόδωσαν αυτό που τους ανήκει.
Παρ’ όλο που η Ελλάδα δέχτηκε την παρέμβαση της Αγγλίας και των Η.Π.Α. για την αναχαίτιση του κομμουνιστικού «κινδύνου», εντούτοις οι χώρες αυτές κώφευσαν στο δίκαιο αίτημα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι Έλληνες έγιναν τα μακάβρια πιόνια της κοντόφθαλμης παγκόσμιας πολιτικής, αλλά δεν έλαβαν την υποστήριξη των μεγάλων χωρών, όταν τη χρειάστηκαν περισσότερο.
Είναι σαφής άλλωστε η αίσθηση του ποιητή, όταν έγραφε αυτό το ποίημα το 1953, -τότε δηλαδή που ξεκινούσε ο αγώνας του κυπριακού λαού για την απελευθέρωσή τους από την αγγλική κυριαρχία- ότι η Αγγλία δεν επρόκειτο να συναινέσει και δεν επρόκειτο να δικαιώσει τις επιθυμίες και προσδοκίες των Ελλήνων.

Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών∙

Στην τελευταία αναφορά που γίνεται στο αηδόνι, αυτό παρουσιάζεται δακρυσμένο, συμμεριζόμενο τα συναισθήματα του Τεύκρου, που με πόνο αντιλήφθηκε το μάταιο της ελληνικής θυσίας.
Η όμορφη Κύπρος, που δέχεται τα φιλήματα της θάλασσας, ορίστηκε από τον Απόλλωνα να θυμίζει στον Τεύκρο την πατρίδα του τη Σαλαμίνα μέσα από την ομωνυμία της με τη νέα πόλη που θα ιδρύσει εκεί ο ήρωας. 
Στην Κύπρο, λοιπόν, αράζει ο ήρωας μαζί με το παραμύθι της ωραίας Ελένης, με τη γνώση πλέον της αλήθειας για την εξαπάτηση που υπέστησαν οι Έλληνες, αν είναι βέβαια κι αυτό αλήθεια, μιας και ο ήρωας έχει πλέον αρχίσει να αμφιβάλλει για όλα. Κι αν είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι δε θα εξαπατηθούν εκ νέου με το δόλο των θεών, μπαίνοντας ξανά σε κάποιο μάταιο αγώνα.
Η συνεχής επανάληψη της διερώτησης «αν είναι αλήθεια», που διατυπώνεται εξίσου από τον Τεύκρο και τον Σεφέρη, έρχεται να τονίσει την τρομερή αίσθηση αμφισβήτησης και το ξερίζωμα κάθε πίστης κι εμπιστοσύνης που άφησε πίσω του ο ολέθριος πόλεμος.
Η εξαθλίωση, οι θάνατοι και οι καταστροφές που έφερε μαζί του ο πόλεμος, κλόνισε και την παραμικρή σκέψη των ανθρώπων πως έχουν να κερδίσουν κάτι από αυτόν. Με το σαρωτικό του πέρασμα διέλυσε τα πάντα, και το κυριότερο την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στους «θεούς», σ’ εκείνους τους ισχυρούς ανθρώπους που έλαβαν για λογαριασμό τους την απόφαση να τους σύρουν σ’ αυτόν τον φρικτό παραλογισμό.

                                                αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

Το επιμύθιο του ποιήματος ανήκει στον Σεφέρη, ο οποίος παρατηρώντας την πορεία του λαού του, όπως και την πορεία των προγόνων του, αμφιβάλλει για το αν οι άνθρωποι μαθαίνουν ποτέ από τα λάθη τους. Όπως εξαπατήθηκαν οι Έλληνες στα χρόνια του Τεύκρου, κι όπως εξαπατήθηκαν οι Έλληνες στα χρόνια του ποιητή, είναι δυστυχώς πολύ πιθανό να εξαπατηθούν εκ νέου οι άνθρωποι του μέλλοντος και να βιώσουν, χωρίς πραγματικό λόγο, τη λαίλαπα του πολέμου.
Αν είναι αλήθεια, αναρωτιέται ο ποιητής, ότι δε θα βρεθεί κάποιος άλλος Τεύκρος στο μέλλον ή κάποιος άλλος άνθρωπος, οποιοσδήποτε απλός άνθρωπος, που έχοντας δει ένα ποτάμι να γεμίζει με νεκρούς κι έχοντας βιώσει τον πόνο ενός πολύχρονου πολέμου, δε μάθει τελικά πως όλα όσα έζησε, όλα τα χρόνια που θυσίασε, όλοι οι νεκροί που θρήνησε, όλα έπεσαν στο κενό, όλα έγιναν χωρίς κανέναν απολύτως λόγο.
Αν είναι αλήθεια πως δε θα βρεθεί κάποιος άλλος άνθρωπος να πολεμήσει για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη. 

Γιώργος Σεφέρης «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο»



 http://latistor.blogspot.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...