Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΔΥΣΣΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΔΥΣΣΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Κλέος και αρετή της Πηνελόπης

 PENELOPE 'THEN DURING THE DAY SHE WOVE THE LARGE WEB,
WHICH AT NIGHT SHE UNRAVELLED -Thomas Seddon 

Με τον νόστο του Οδυσσέα και την εκδικητική εξόντωση των μνηστήρων συμπλέκεται και το κλέος της Πηνελόπης. Απεγνωσμένη η βασίλισσα της Ιθάκης δηλώνει δύο φορές (πρώτα προς τον μνηστήρα Ευρύμαχο και ύστερα προς τον μεταμορφωμένο ξένο της Οδυσσέα) ότι, αν επέστρεφε ο άντρας της, εκείνη θα κέρδιζε μεγαλύτερη ακόμη δόξα (τ 127-128 = σ 254-255):

Αν ήταν να γυρίσει, αν κυβερνούσε πάλι τη ζωή μου,
τότε κι η δόξα μου θ᾽ ανέβαινε ψηλότερα [μεῖζον κλέος] όλα θα πήγαιναν
καλύτερα. Μα τώρα εγώ μαραίνομαι [ἄχομαι], με τόσα βάσανα
που ο δαίμονας κακός μου φόρτωσε.

Όπως ο γιος, έτσι και η μάνα του μετεωρίζεται ανάμεσα στην κρυφή ελπίδα και στη φανερή απογοήτευση, ενώ ο ακροατής και ο μεταμορφωμένος ξένος της Οδυσσέας γνωρίζουν ότι η απραγματοποίητη επιθυμία της βασίλισσας (ο νόστος του άντρα της) είναι ήδη πραγματικότητα και ότι οι λύπες της θα ανήκουν σύντομα στο παρελθόν. Στη δεύτερη ραψωδία ο Αντίνοος υποστήριζε ότι η Πηνελόπη, με τον αναβλητικό δόλο του ιστού, κερδίζει φήμη και καλό όνομα (μέγα κλέος, β 125) παραπλανώντας τους μνηστήρες. Τώρα η βασίλισσα της Ιθάκης εξομολογείται στον ξένο της ότι το κλέος της θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο, αν με τον νόστο του ο άντρας της έβαζε τέλος στο πολύχρονο ἄχος της, εξοντώνοντας τους αλαζονικούς μνηστήρες, που όλα αυτά τα χρόνια την πολιορκούν παρά τη θέλησή της. Στο υποθετικό κλέος της Πηνελόπης εμπεριέχεται και πάλι ο δόλος, καθώς, όπως εξομολογείται στον μεταμορφωμένο ξένο της η περίφρων σύζυγος, ποθώντας τον άντρα της, αναβάλλει τον δεύτερο γάμο της με το τέχνασμα του ιστού, σκαρώνοντας κι αυτή δόλους (τ 137).

Όπως ο δόλος του Οδυσσέα έτσι και ο δόλος της Πηνελόπης στη σχέση του με το κλέος έχει αμφίσημη λειτουργία. Αν η χρήση του δόλου αντιστρατεύεται την παραδοσιακή πολεμική αρετή του ήρωα στη μάχη, ο δόλος της γυναίκας παραβιάζει την παραδοσιακή της αρετή ως πιστής και αφοσιωμένης συζύγου στα του οίκου της. Ωστόσο, η χρήση του δόλου από τις γυναίκες στο οδυσσειακό έπος, τουλάχιστον για τον νεκρό Αγαμέμνονα, θεωρείται αναμενόμενη. Παράδειγμα η δολόμητις γυναίκα του Κλυταιμνήστρα, που τον δολοφόνησε μαζί με τον Αίγισθο, με αποτέλεσμα η πράξη της να αποτελεί «ντροπή» (αἶσχος, λ 433) όχι μόνο για την ίδια αλλά και για όλες της μελλούμενες γυναίκες. Αν και ο δολοφονημένος βασιλιάς, στη συνομιλία του με τον ζωντανό Οδυσσέα στη «Μεγάλη Νέκυια», διαχωρίζει το ήθος της πανούργας γυναίκας του από αυτό της συνετής και έξυπνης Πηνελόπης, αναφερόμενος εντούτοις στον επικίνδυνο χαρακτήρα των γυναικών, προειδοποιεί τον Οδυσσέα να πάρει τα μέτρα του όταν θα συναντήσει τη γυναίκα του (λ 427-434, 441-443, 454-456). Ο δόλος παρά ταύτα των συζύγων του παλατιού της Ιθάκης, παραπέμποντας στην ομοφροσύνη τους (πρβ. ε 181-185), συνδέεται στην έξοδο του έπους με το κλέος αντί με τοαἶσχος.

Odysseus and Penelope by Johann Heinrich Wilhelm Tischbein

Η Πηνελόπη, όπως και ο Οδυσσέας (ι 19-20), εκφέρει σε πρώτο ενικό πρόσωπο το μελλοντικό της κλέος. Όμως η εξασφάλιση της φήμης της, το τέλος του ἄχους της, εξαρτάται ολότελα από τον νόστο του άντρα της. Ωστόσο, και ο Οδυσσέας πρέπει να επιστρέψει στην Πηνελόπη. Και για να το κατορθώσει αυτό, βάζοντας τέλος στα πάθη του, χρειάζεται την έμπιστη αφοσίωση και υποστήριξη της γυναίκας του. Απαραίτητη επομένως προϋπόθεση για την επανένωση του Οδυσσέα και της Πηνελόπης στον συζυγικό τους θάλαμο (ψ 330 κ.ε.) -οριακό σημείο όπου η αμοιβαία ερωτική και διηγητική τους τέρψη έχει χαρακτηριστεί τέλος (και σκοπός) της Οδύσσειας- είναι η αλληλοεξάρτηση. Ένα πρώτο σήμα της, που ανακλάται στον λόγο περί κλέους, εντοπίζεται στην απάντηση που δίνει ο μεταμορφωμένος Οδυσσέας στη γυναίκα του, όταν τον ρωτά για την ταυτότητά του (τ 107-110):

Ω δέσποινά μου, ποιος θνητός στη γη μας την ατέρμονη
ψεγάδι εσένα θα μπορούσε να σου βρει· έφτασε η δόξα σου
ψηλά κι απλώθηκε στον ουρανό [κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει], σαν κάποιου βασιλιά·
άψογος και θεοσεβής, ένα λαό μεγάλο και γενναίο κυβερνά,
με γνώμονα τη δίκαιη κρίση του.

Ο δίχως κλέος και χωρίς όνομα ξένος/άρχοντας της Ιθάκης, παρομοιάζοντας το κλέος της Πηνελόπης με εκείνο ενός άψογου και θεοσεβούς βασιλιά, μεταφέρει χαρακτηριστικά που στερείται προς το παρόν ο ίδιος στη γυναίκα του. Η απελπισμένη βασίλισσα που, δίχως τον κύριο του οίκου της, αντιστέκεται όλα αυτά τα χρόνια με τον δόλο του ιστού στους αλαζόνες μνηστήρες της, δέχεται από τον ξένο επαίτη της ένα κλέος που, όπως του εξαφανισμένου άντρα της, φτάνει μέχρι τον ουρανό. Με τη χρήση της αντίστροφης ως προς το γένος της παρομοίωσης, ο ποιητής εγκαινιάζει μια επική συνθήκη όπου οι σύζυγοι, δοκιμάζοντας ο ένας τον άλλον, αναγνωρίζουν και φέρνουν στην επιφάνεια το απωθημένο κλέος τους. Η Πηνελόπη, στο μεταξύ, εξωραϊσμένη από την πολύβουλη Αθηνά, επινοεί το αγώνισμα της τοξοθεσίας, στο οποίο βγαίνει νικητής, ως ἄριστος μνηστήρας της, ο ξένος ζητιάνος της.

Penelope and the Suitors - VICTOR JOHN ROBERTSON (1892-1903)

Η άκρως ειρωνική, αντιθετικώς συμπληρωματική, σχέση των συζύγων εγκωμιάζεται από τον Αγαμέμνονα στη «Μικρή Νέκυια». Ενώ η σκιά του Αμφιμέδοντα εξιστορεί στον νεκρό Αγαμέμνονα τον αμοιβαίο δόλο των συζύγων (ω 128, 141, 167), που οδήγησε στον άθλιο θάνατο τους μνηστήρες, ο νεκρός βασιλιάς των Αχαιών θεωρεί τον χαμό τους μάλλον κλέος, καθώς μακαρίζει τον Οδυσσέα και επαινεί την αρετή της Πηνελόπης (ω 192-202):

Καλότυχε [ὄλβιε] γιε του Λάερτη, Οδυσσέα πολύτεχνε,
είχες την τύχη εσύ ταίρι σου ν᾽ αποκτήσεις μ᾽ αρετή μεγάλη·
άψογη η Πηνελόπη, του Ικαρίου η κόρη, με φρόνημα αγαθό,
ποτέ τον Οδυσσέα δεν λησμόνησε, ομόκλινό της σύζυγο.
Γι᾽ αυτό και δεν θα σβήσει η ενάρετή της δόξα [κλέος οὔ ποτ᾽ ὀλεῖται ἀρετῆς
για τους θνητούς οι αθάνατοι τραγούδι ωραίο θα στήσουν,
τιμή στη μυαλωμένη Πηνελόπη.
Όχι όπως η δική μου, η κόρη του Τυνδάρεου, που έργα φριχτά
μελέτησε, κι έσφαξε, όπως έσφαξε, τον νόμιμό της άντρα.
Αυτής της μέλλεται τραγούδι μισητό στο στόμα των ανθρώπων, που θα φορτώσει
και στο μέλλον φήμη βαριά [χαλεπὴν φῆμιν] στων γυναικών τη φύτρα,
ακόμη κι αν αποδειχτεί κάποια γυναίκα ενάρετη.

Το εγκώμιο του Αγαμέμνονα τερματίζει στη μορφή κλίμακας σειρά μακαρισμών που εμφανίστηκαν ήδη στο έπος. Στην ανώτερη σκάλα της τοποθετείται ο ὄλβιος Οδυσσέας υπερβαίνοντας, εκτός από τους μάκαρες συμπολεμιστές του, τον μακάρτατον καιὄλβιον Αχιλλέα, ο οποίος κατέκτησε κλέος ἄφθιτον πεθαίνοντας πριν την ώρα του στον πόλεμο της Τροίας. Ο μακαρισμός ωστόσο του ήρωα οφείλεται στην άψογη συμπεριφορά και το αγαθό φρόνημα της γυναίκας του. Στην Πηνελόπη αποδίδει ρητά ο δολοφονημένος βασιλιάς το αθάνατο κλέος, και μόνο μέσω αυτής μπορεί να το οικειοποιηθεί και ο σύζυγός της. Η αντίθεση προς το κλέος που κερδίζουν στον πόλεμο οι ήρωες στην Ιλιάδα είναι χαρακτηριστική, καθώς το κλέος στον επίλογο της Οδύσσειας το καρπώνεται κυρίως για την αρετή στα του οίκου της μια γυναίκα, που δεν εμφανίζεται ποτέ στην Ιλιάδα. Η Οδύσσεια στον επίλογό της πάει να γίνει και Πηνελόπεια.

"H δολοφονία του Αγαμέμνονα" - Pierre-Narcisse Guerin

Με το «ενάρετο» και αθάνατο κλέος της Πηνελόπης οι γενικόλογες προειδοποιήσεις του Αγαμέμνονα προς τον ζωντανό Οδυσσέα να φυλάγεται από το άπιστο φύλο των γυναικών ακυρώνονται. Η μοίρα των δύο αντρών αντιδιαστέλλεται μέσω των γυναικών τους. Η Κλυταιμνήστρα, μνημειωμένη σε μισητό τραγούδι εξαιτίας της φριχτής της πράξης, θα αφήσει βαριά τη φήμη της σ᾽ όλο το γυναικείο φύλο, για να αποδειχθεί όνομα και πράγμα: αυτή που φημίζεται (Κλυται-) για την ικανότητά της να μήδεται «μηχανεύεται» (-μήστρα) ανόσια έργα. Αντίθετα, η πιστή στον άντρα της Πηνελόπη θα αποκτήσει ενάρετη φήμη και άφθαρτη αναγνώριση, που θα διαιωνίζεται σε ωραίο τραγούδι, «συνθεμένο» μάλιστα από τους θεούς. Η δολόμητις σύζυγος του Αγαμέμνονα εκμεταλλεύτηκε την πονηρή της σκέψη όχι μόνο ενόψει της παρασυζυγίας της (όπως η Ελένη) αλλά και του φόνου του άντρα της - πράξεις που θα μείνουν αξέχαστες ως αἶσχος. Αντίθετα, η μυαλωμένη Πηνελόπη χρησιμοποίησε τα δολερά της τεχνάσματα ενόψει της συζυγικής της αφοσίωσης, που επιβραβεύεται με ενάρετο και αθάνατο κλέος. Και στον βαθμό που η «απογείωση» της βασίλισσας της Ιθάκης συμβαίνει μέσα στην επική αοιδή, αναρωτιέται κανείς μήπως το ωραίο τραγούδι που θα στήσουν προς δόξα της οι θεοί είναι η ίδια η Οδύσσεια· αν, κατ᾽ επέκταση, η πρόβλεψη του Αγαμέμνονα για το αθάνατο κλέος της γυναίκας του Οδυσσέα μπορεί να λειτουργήσει και ως πρόγνωση για την τύχη του ποιητή της Οδύσσειας.

Σημασία έχει ότι με τη ρευστή (συχνά αμφίσημη και ειρωνική) χρήση της γλώσσας του κλέους ο ποιητής στην Οδύσσεια κατοχυρώνει τη συνειδητή άμιλλά του με τον ποιητή της Ιλιάδας, χαρακτηρισμένη και ως δημιουργική μίμηση. Το μεταγενέστερο έπος, συνθεμένο προφανώς σε χρόνο που τα ηρωικά ιδεώδη επαναπροσδιορίζονται, φιλοξενεί τον προηγούμενο στον δικό του κόσμο, ενώ ταυτόχρονα διαφοροποιείται, κατορθώνοντας τελικά την υπέρβαση που ενυπάρχει σε κάθε μορφή δημιουργικής ζωής - όχι αποκλειστικά στην τέχνη.

Λ. Πόλκας





Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

ΓΙΑΤΙ Η ΠΑΛΛΑΔΑ ΑΘΗΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΟΝ ΙΣΟΘΕΟ ΟΔΥΣΣΕΑ;


Οι αντιλήψεις του ομηρικού ανθρώπου για τους θεούς του Ολύμπου παρέχονται αποσπασματικά και ευκαιριακά από τον ποιητή στα δύο μεγάλα του έπη: Ιλιάδα και Οδύσσεια. Εκείνος όμως που θέτει μια τάξη στις αντιλήψεις αυτές για τους θεούς και τις θεές είναι ο Ησίοδος. Ο ποιητής, στο γνωστό του έργο “Θεογονία”, προσπαθεί να βάλει μια τάξη στην ακαταστασία που επικρατεί στον κόσμο των θεών. Γι’ αυτόν η δημιουργία του κόσμου αρχίζει από το Χάος. Από αυτό δημιουργείται ο Ουρανός και η Γη, το πρώτο ζευγάρι στον κόσμο των θεών. Ακολουθούν οι άλλες δημιουργίες, ώσπου επικρατεί ο Δίας, ύστερα από αγώνες σκληρούς κατά των τιτάνων. O Ησίοδος πλάθει τους θεούς του Ολύμπου ανθρωπόμορφους, όπως τους φαντάζεται και ο ΄Ομηρος πριν από αυτόν.
Οι θεοί του Ολύμπου, κατά τον ΄Ομηρο, μπορεί να είναι ισχυρότεροι από τον άνθρωπο και αθάνατοι, αλλά δεν παύουν να έχουν κι αυτοί τις αδυναμίες τους, όπως και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι με τη σειρά τους, επειδή έχουν την ανάγκη των θεών, τους λατρεύουν, προσφέροντάς τους θυσίες αιματηρές και αναίμακτες.


΄Ετσι, θεοί και άνθρωποι, πολλές φορές συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε, όταν προφέρουμε το όνομα ενός ήρωα, να φέρουμε συγχρόνως συνειρμικά στο νου μας και τον αντίστοιχο προστάτη του θεό (Πάρης- Αφροδίτη, Οδυσσέας- Αθηνά ).
Ο Οδυσσέας στην Οδύσσεια έχει μια σύμμαχο θεά, η οποία τον συμπαραστέκεται σ' όλες τις δύσκολες στιγμές του και έναν άσπονδο εχθρό, τον Ποσειδώνα, που τον μισεί, γιατί τύφλωσε το γιο του Πολύφημο. Βοηθός και πιστός φύλακας του Οδυσσέα η Αθηνά, σκληρός και πείσμων διώκτης του ο Ποσειδώνας. Η Αθηνά συμπαθεί και προστατεύει τον Οδυσσέα από την αρχή του τρωικού πολέμου έως την επιστροφή του στην Ιθάκη και την αποκατάσταση της τάξης στο βασίλειό του.

Αντίθετα, το μίσος του Ποσειδώνα αρχίζει από τη στιγμή που ο ήρωας τυφλώνει τον Πολύφημο, γιο του Ποσειδώνα, και συνεχίζεται ίσαμε να φτάσει ο Οδυσσέας στην πατρίδα του. Και όσον αφορά στον Ποσειδώνα υπάρχει ένας σοβαρός λόγος που μισεί τον Οδυσσέα, ο γνωστός. Η Αθηνά όμως τι λόγους έχει να συμπαθεί και να συμπαραστέκεται τον Οδυσσέα και την οικογένειά του στις δύσκολες στιγμές; Είναι ένα ερώτημα που θέτει ο ποιητής με τη φωνή του Νέστορα, όταν ο σοφός γέροντας συζητά με τον Τηλέμαχο στο παλάτι του.

"ου γαρ πω ίδον ώδε θεούς αναφανδά φιλεύντας
ως κείνω αναφανδά παρίστατο Παλλάς Αθήνη".(γ,221-222)
"Γιατί δεν είδα από θεούς έτσι άλλη αγάπη ακόμα πιο φανερή
καθώς αυτόν (τον Οδυσσέα) προστάτευε η Παλλάδα".


Αναρωτιέται, λοιπόν, ο γερο-Νέστορας, γιατί δεν μπορεί να εξηγήσει με την πείρα και τη λογική που διαθέτει αυτή τη φανερή αγάπη της Αθηνάς προς τον ήρωα. Στρεφόμενος προς τον Τηλέμαχο του λέγει: “αν σ' αγαπούσε και σένα τόσο η Αθηνά, τότε δεν είχες να φοβηθείς κανένα”. Και δεν είχε άδικο, αφού η Αθηνά σ' όλα τα γεγονότα του έπους ακολουθεί από κοντά τα βήματα του Οδυσσέα και είναι έτοιμη πάντα να του προσφέρει τη βοήθειά της. Αψευδείς μάρτυρες οι πράξεις της σοφής θεάς.
Συγκεκριμένα, στην πρώτη συνέλευση των θεών στον ΄Ολυμπο (α, 47 και εξής), όταν ο Οδυσσέας βασανίζεται καθηλωμένος εφτά χρόνια στο νησί της Καλυψώς, η θεά βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει στη συνέλευση των θεών το θέμα του νόστου του Οδυσσέα, και πετυχαίνει με κοινή απόφαση όλων των θεών, εκτός του Ποσειδώνα, που απουσιάζει στην Αιθιοπία, την έγκριση της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη.
Και επειδή η απόφαση των θεών αργεί να εκτελεστεί, η Αθηνά επεμβαίνει δυναμικά στη δεύτερη συνέλευση των θεών (ε, 2 και εξής) και πείθει το Δία να ενεργοποιήσει τον Ερμή, προκειμένου να υποχρεωθεί η Καλυψώ να επιτρέψει στον Οδυσσέα να επιστρέψει στην πατρίδα του. Αυτή άλλωστε ήταν και η μοίρα του ήρωα, την οποία κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει.
Από την άλλη μεριά φαίνεται πως και ο Οδυσσέας τρέφει μεγάλο σεβασμό απέναντι στη θεά Αθηνά. Απόδειξη της αδυναμίας του αυτής προς τη θεά είναι ότι, κάθε φορά που βρίσκεται ο ήρωας σε δύσκολη θέση, τα βάζει με την κακή του μοίρα και με τους θεούς, που νομίζει πως και πάλι τον ξεγέλασαν. Ποτέ δεν καταφέρεται προσωπικά εναντίον της Αθηνάς. Ακόμη, και στις προσευχές του είναι διακριτικός. Γιατί είναι αλήθεια πως, όταν προσεύχεται, ανάμεσα στους άλλους θεούς που κατά περίπτωση επικαλείται τη βοήθειά τους, πάντα προέχει το όνομα της Παλλάδας Αθηνάς. Ο ήρωας γνωρίζει καλά πόσο του συμπαραστάθηκε η θεά στον Τρωικό πόλεμο και δε διστάζει να το ομολογήσει.


"τούτο δ' εγών εύ οίδα, ότι μοι πάρος ηπίη ήσθα,
είος ενί Τροίη πολεμίζομεν υίες Αχαιών".(ν, 314-15)
"Μα αλήθεια αυτό δεν το ξεχνώ πως με πονούσες πρώτα,
ενόσω πολεμούσαμε οι Αχαιοί στην Τροία".

΄Οταν όμως για κάποιο διάστημα η Αθηνά δεν του δείχνει φανερά τη συμπαράστασή της, τότε ο ήρωας, απογοητευμένος από την εσφαλμένη γνώμη του, διαμαρτύρεται και ζητά να ακούσει τις παρακλήσεις του η θεά.
"νυν δη περ μευ άκουσον, επεί πάρος ούποτ' άκουσας,
ραιομένου, ότε μ' έρραιε κλυτός εννοσίγαιος". (ζ, 325)
"Επειδή στο παρελθόν ποτέ δεν άκουσες την προσευχή μου,
όταν με κατάτρεχε ο ξακουστός Ποσειδώνας, τουλάχιστο άκουσέ με τώρα και βόηθα με".


Το αξιοσημείωτο είναι πως, ενώ απορεί και διαμαρτύρεται για τη δήθεν εγκατάλειψή του από τη θεά, όμως στην ίδια καταφεύγει και της ίδιας τη συνδρομή εκλιπαρεί πάλι.Το παράπονο του ήρωα είναι δικαιολογημένο, γιατί πράγματι η Αθηνά, για να μη δυσαρεστήσει το θείο της Ποσειδώνα, δεν αντιδρά στις άδικες και σε κάποιο σημείο ανεπίτρεπτες ενέργειες του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας. Το εξομολογείται αργότερα η ίδια στον Οδυσσέα σε μια πρόσωπο με πρόσωπο συνομιλία μαζί του:


“δεν ήθελα ναρθώ σε σύγκρουση με τον αδελφό του πατέρα μου”.


Παρόλα αυτά, όταν ο Οδυσσέας κινδυνεύει να πνιγεί έξω από τη Σχερία, η Αθηνά επεμβαίνει αποφασιστικά, χωρίς να υπολογίσει τη δυσαρέσκεια του θείου της, σταματά την τρικυμία και ο Οδυσσέας κολυμπώντας φτάνει στη φιλόξενη χώρα της Ναυσικάς και ξεφεύγει το θάνατο. Η Αθηνά στην περίπτωση αυτή δε γαληνεύει μόνον την τρικυμισμένη θάλασσα, αλλά φωτίζει και το μυαλό του ήρωα να γαντζωθεί στο βράχο και να σωθεί από την ορμή του κύματος. Βέβαια, δε θα πρέπει να ξεχνούμε την όλη δραστηριότητα της θεάς, ώσπου να οδηγήσει τη Ναυσικά στο ποτάμι με την άμαξα και τις παραδουλεύτρες, για να πλύνουν τα ρούχα, ούτε ασφαλώς και την ομίχλη με την οποία σκεπάζει τον ήρωα, ώσπου να φτάσει απαρατήρητος στο παλάτι του Αλκίνοου και της Αρήτης.


"Τονδ' άρα Φαίηκες ναυσικλυτοί ουκ ενόησαν
ερχόμενον κατά άστυ δια σφέας. ου γαρ Αθήνη
εία ευπλόκαμος, δεινή θεός, η ρα οι αχλύν
θεσπεσίην κατέχευε φίλα φρονέουσ' ενί θυμώ"(η, 39-42)
"Κανένας από τους κοσμοξάκουστους Φαιάκους δεν τον είδε
γιατί δεν άφηνε η θεά, η λατευτή Παλλάδα,
και για καλό του με θεϊκό τον σκέπαζε σκοτάδι"


΄Υστερα από τα όσα αναφέραμε αναρωτιέται κανείς, και δικαιολογημένα, γιατί τέλος πάντων αυτή η συμπάθεια και αυτό το ενδιαφέρον της θεάς για ένα θνητό; Μήπως γιατί η Αθηνά μισεί τους Τρώες εξαιτίας του Πάρη ή μήπως γιατί ο Οδυσσέας πρόσφερε πλούσιες θυσίες και προσφορές στο βωμό της Αθηνάς; Πουθενά όμως στο έπος δεν αφήνεται από τον ποιητή να εννοηθεί κάτι τέτοιο. Τι στην αλήθεια συμβαίνει λοιπόν;
Την απάντηση στα εύλογα ερωτήματα του αναγνώστη (ακροατή) φροντίζει να δώσει ο ποιητής σε χρόνο ανύποπτο γι’ αυτόν, κατάλληλο όμως για τον ποιητή. Ο ποιητής αρέσκεται να κρατά σε αγωνία τον αναγνώστη (ακροατή), γι’ αυτό ξεκαθαρίζει και αποσαφηνίζει τα πράγματα με αργό ρυθμό και σε μικρές "δόσεις" θα λέγαμε, ώστε να άρει τις όποιες απορίες του απομένουν ακόμη. Ακολουθεί την τακτική της επιβράδυνσης.


Ο ποιητής δε βιάζεται, αρνείται να υποταχθεί στη λογική και τις απαιτήσεις του ακροατή (αναγνώστη). Δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα και τις απορίες του αναγνώστη, όταν εκείνος, ο ποιητής, θέλει.
Ο Οδυσσέας πέτυχε να μπει απαρατήρητος στο παλάτι του Αλκιίνοου και να πετύχει με την αποκάλυψ της ταυτότητάς του την επιστροφή στην πατρίδα του. Οι Φαίακες τον μεταφέρουν κοιμισμένο στο νησί του, τον αφήνουν στην ακτή και επιστρέφουν στην πατρίδα τους. ΄Όταν όμως κάποτε ξυπνά ο Οδυσσέας και έκπληκτος βλέπει γύρω του έναν τόπο εντελώς άγνωστο σ' αυτόν, κακές σκέψεις παιρνούν από το μυαλό του. Το τοπίο δεν του θυμίζει τίποτε από την Ιθάκη της νιότης του. Η θεά έχει καλύψει την περιοχή με ένα σύννεφο ομίχλης. Και τη στιγμή που ο ήρωας αναρωτιέται σε ποια χώρα πάλι να βρίσκεται, παρουσιάζεται η Αθηνά μεταμορφωμένη σε βοσκό και ζητά να μάθει ποιος είναι και πώς έφτασε ως την Ιθάκη.
Εκείνος, αντί να της απαντήσει ευθέως, της αφηγείται μια πλαστή ιστορία. Ο ήρωας το συνηθίζει αυτό, γιατί έτσι αποφεύγει να πει την αλήθεια και να αποκαλύψει την ταυτότητά του, την οποία προσπαθεί να κρατήσει μυστική με κάθε τρόπο. Η Αθηνά, που αντιλαμβάνεται την πρόθεσή του, αμέσως από από βοσκός μεταμορφώνεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Οδυσσέα σε μια ωραία γυναίκα, η οποία τον πλησιάζει, του πιάνει φιλικά το χέρι και του λέγει:


" Κερδαλέος κ' είη και επίπλοκος ος σε παρέλθοι
εν πάντεσσι δόλοισι, και ει θεός αντιάσειε,
σχέτλιες, ποικιλομήτα,δόλων ατ' ουκ αρ' έμελλες,
ούδ' εν ση περ εών γαίη, λήξειν απατάων
μύθων τε καικλοπίων, οι τι παιδόθεν φίλοι εισίν,
αλλ' άγε μηκέτι ταύτα λεγώμεθα, ειδότες άμφω
κέρδε' επεί συ μεν έσσι βροτών οχ άριστοςαπάντων
βουλή και μύθοισιν, εγώ Δε εν πάσι θεοίσι
μήτι τε κλέομαι και κέρδεσιν, ουδέ σύγ' έγνως
Παλλάδα δ' Αθηναίην, κούρην Διός, ή τε τοι αιεί
εν πάντεσσι πόνοισι παρίσταμαι ηδέ φυλάσσω,
και δε σε Φαιήκεσιν φίλον πάντεσσιν έθηκα.
Νυν αύ δεύρ' ικόμην, ίνα τοι συν μήτιν υφήνω
χρήματά τε κρύψω, όσα τοι Φαίηκεςαγαυοί
ώπασανοίκαδ' ιόντι εμή βουλή τε νόω Τε,
είπω θ' όσσα τοι αίσα δόμοις ένι ποιητοίσι
κήδε' ανασχέσθαι.”(ν 291-307)
" Σοφός και τετραπέρατος θα είναι όποιος σε περάσει
στα χίλια σου τεχνάσματα, θεός κι αν είναι ακόμα.
καημένε, πολυμήχανε και μάστορη στους δόλους,
μήτε μες στην πατρίδα σου τις πονηριές δεν παύεις
κι όσα ψευτόλογα αγαπάς από γεννησιμιό σου.
Μον' έλα, αυτά ας τ' αφήσουμε, το ξέρουμε κι οι δυο μας
ποιο μας συμφέρει, αφού και συ απ' όλους τους ανθρώπους
ο πρώτος είσαι στη βουλή και στη ρητοροσύνη,
κι εγώ για τη σοφία μου και την πολλή μου γνώση
στον ουρανό φημίζομαι στους αθανάτους όλους.
Μα μήτε εσύ δε γνώρισες την Αθηνά Παλλάδα,
τη θυγατέρα του Διός, που παραστέκω πάντα
κοντά σου σ' όλες τις δουλειές και σ' όλα σε προσέχω,
και τους Φαιάκους έκαμα να σ' αγαπήσουν όλοι.
Τώρα πάλε έφτασα κι εδώ βουλή μαζί σου να 'βρω,
να κρύψω αυτούς τους θησαυρούς, που οι ξακουστοί Φαιάκοι
σου δώσανε, όταν έφευγες με φώτιση δική μου,
και να σου πω όσα βάσανα γραφτό είναι να περάσεις
στο αρχοντικό το σπίτι σου".


H σκηνή είναι ομολογουμένως καταπληκτική,Συνομιλεί πρόσωπο με πρόσωπο ένας θνητός με μια αθάνατη θεά, την Αθηνά, τη θεά της σοφίας και επιπλέον, γιατί απαντά στη δική μας απορία αλλά και του Οδυσσέα. Προστατεύει τον Οδυσσέα η θεά, γιατί έχουν πολλά κοινά σημεία οι δυο τους. Εκείνη εξέχει στη γνώση και τη σοφία στον κόσμο των θεών, Εκείνος, αντίστοιχα, στον κόσμο των θνητών. Οι αρχαίοι έλεγαν:


"Ομοιος ομοίω αεί πελάζει" και δεν είχαν άδικο.


Η θεά Αθηνά είναι ειλικρινής μαζί του και του αποκαλύπτει το λόγο που δεν τον βοηθούσε, όταν κινδύνευε από την οργή του Ποσειδώνα. Δεν ήθελε, του λέγει, ναρθεί σε ρήξη με τον αδελφό του πατέρα της. Η αποκαλυπτική αυτή ομολογία της θεάς αφήνει άναυδο τον ήρωα και ικανοποιεί τον ακροατή, αφού η Αθηνά εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις σαν από μηχανής θεός και δίνει λύσεις σε δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευνοούμενοί της, βοηθώντας έτσι και τον ποιητή να συνεχίσει την αφήγηση του επικού μύθου.


΄Οταν, λοιπόν, η ανθρώπινη σοφία συνεπικουρείται από τη θεϊκή και όταν η θεοσέβεια είναι πηγαία και διαρκής, τότε ο άνθρωπος αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες της ζωής με ευκολία και θαυματουργεί.
Η όλη αναφορά μας θα μπορούσε, σε τελευταία ανάλυση, να χαρακτηριστεί και ως ένα δείγμα επιβράδυνσης, την οποία αγαπά, και πολλές φορές εφαρμόζει στο έπος ο ποιητής, για να φτάσει στον αντικειμενικό του σκοπό, όπως αυτός τον σχεδίασε, αφού τίποτε στην τύχη δεν κάνει ο ΄Ομηρος. Αυτό είναι ίσως και μια ακόμη απόδειξη πως το έργο είναι δημιούργημα ενός και μόνου μεγάλου δημιουργού. Ο ποιητής με τον τρόπο του θέτει στον αναγνώστη ερωτήματα, τον κρατά σε αγωνία, αλλά κάποτε, όταν ο ίδιος κρίνει κατάλληλη την περίπτωση, δίνει τις δικές του εξηγήσεις-απαντήσεις, πράγμα που ικανοποιεί τον αναγνώστη και τον λυτρώνει από την αγωνία του.
Πληροφορήθηκε ο Οδυσσέας για τη συμπάθεια που τρέφει η θεά απέναντί του, αλλά μαζί του ενημερώθηκε και ο ακροατής, που ανυπομονούσε να μάθει το λόγο της συμπάθειας και αγάπης της Αθηνάς προς τον προστατευόμενό της Οδυσσέα. Μια ακόμη δικαιολογημένη απορία, δική μας, του Νέστορα και πολλών άλλων, έχει απαντηθεί ικανοποιητικά.
Η απάντηση της Αθηνάς μπορεί να ικανοποίησε τον αναγνώστη, τον Οδυσσέα, το Νέστορα και άλλους, αλλά ταυτόχρονα προκάλεσε ένα νέο μεγάλο ερωτηματικό στον προσεκτικό μελετητή του έπους.
Τελικά, πότε λέγει την αλήθεια η Αθηνά στο έπος, όταν δηλαδή κατηγορηματικά δηλώνει στον Οδυσσέα πως αν δε τον βοήθησε σε δύσκολες στιγμές είναι γιατί δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με τον αδελφό του πατέρα της, τον Ποσειδώνα, ή όταν, χωρίς να υπολογίσει το θεό της θάλασσας, επενέβη, σταμάτησε την τρικυμία και έσωσε τη ζωή του προστατευομένου της Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων;
Είναι ένα ζήτημα υπό εξέταση.




ΔΗΜΗΤΡΗΣ Κ.ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ





Η Επίκληση του Τηλέμαχου στην Αθηνά

Pallas Athena - collection of Vatican Museum

(...) ὁ Τηλέμαχος στ' ἀκρόγιαλο κατέβη,
τὰ χέρια θαλασσόνιψε, κι ἔκαμε δέηση κι εἶπε·


“Ἄκου μ', ἐσὺ ὁ θεός, ποὺ ἐχτὲς στὸν πύργο ἦρθες καὶ μοῦ 'πες
νὰ πάρω πλοῖο καὶ στ' ἀχνὰ τὰ πέλαα ν' ἀρμενίσω,
νὰ μάθω ἂ γύρισε ὁ γονιὸς ποὺ λείπει τόσους χρόνους,

κι ὅμως μποδίζουν οἱ Ἀχαιοί, καὶ μάλιστα οἱ μνηστῆρες,
πού 'ναι μεγάλη ἡ κάκια τους, περίσσια ἡ περηφάνεια.”



**********



Τηλέμαχος δ᾽ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,

χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλὸς εὔχετ᾽ Ἀθήνῃ·

"κλῦθί μευ, ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες ἡμέτερον δῶ
καὶ μ᾽ ἐν νηὶ κέλευσας ἐπ᾽ ἠεροειδέα πόντον
νόστον πευσόμενον πατρὸς δὴν οἰχομένοιο

ἔρχεσθαι· τὰ δὲ πάντα διατρίβουσιν Ἀχαιοί,
μνηστῆρες δὲ μάλιστα κακῶς ὑπερηνορέοντες."




μήρου δύσσεια. θακησων γορ. Τηλεμχου ποδημα.
Ραψωδία β - στοίχοι 260-266


Ο Τηλέμαχος στην Ιθάκη παρακαλεί την Αθηνά για βοήθεια  - Jan Styka

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Η Οδύσσεια με τα μάτια του Jan Styka

Οδυσσέας - Jan Styka

Ραψωδία α : Θεών αγορά. Αθηνάς παραίνεσις προς Τηλέμαχον. Μνηστήρων εὐωχία.
Οι θεοί συνεδριάζουν για την επιστροφή του Οδυσσέα

Το έργο αρχίζει με επίκληση του ποιητή στην Μούσα : ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ / πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν· (Τον άντρα τον πολυμήχανο τραγούδησε, Μούσα, / που πολύ περιπλανήθηκε, όταν πήρε την ιερή πόλη της Τροίας). Δέκα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, κι ενώ όλοι οι άλλοι Αχαιοί γύρισαν στις πατρίδες τους, ο Οδυσσέας βρίσκεται στην Ωγυγία, στο νησί της θεάς Καλυψώς, που θέλει να τον κρατήσει για πάντα κοντά της ενώ αυτός θέλει να επιστρέψει στην Ιθάκη. Οι θεοί συνεδριάζουν στον Όλυμπο, κι επωφελούμενη από την απουσία του Ποσειδώνα, που εχθρεύεται τον ήρωα, η Αθηνά πείθει τον Δία να συναινέσει στην επιστροφή του Οδυσσέα, που του αρκεί να δει να βγαίνει καπνός στην πατρίδα του (καπνὸν ἀποθρῴσκοντα) κι ας πεθάνει (α 58).

Ο Οδυσσέας στις ακτές της Ωγυγίας θρηνεί Για την Πηνελόπη και τον Τηλέμαχο

Σε εφαρμογή του θεϊκού σχεδίου, η Αθηνά κατεβαίνει στην Ιθάκη για να παρακινήσει τον Τηλέμαχο να αναζητήσει τον πατέρα του. Με τη μορφή του Μέντη, ενός πατρικού φίλου, μπαίνει στο παλάτι, όπου οι μνηστήρες γλεντοκοπούν κατασπαταλώντας την περιουσία του Οδυσσέα. Ο Τηλέμαχος υποδέχεται φιλόξενα τον ξένο και η Αθηνά προσπαθεί να τον πείσει πως ο πατέρας του ζει. Τον παρακινεί να καταγγείλει τη συμπεριφορά των μνηστήρων και να πάει στο βασιλιά της Πύλου, το Νέστορα και στο βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο, για να ρωτήσει για τον Οδυσσέα.


Η Πηνελόπη στην βεράντα του παλατιού

Φεύγοντας, η Αθηνά αποκαλύπτεται και ο Τηλέμαχος αναθαρρεί. Ο αοιδός Φήμιος τραγουδά το γυρισμό των Αχαιών από την Τροία, η Πηνελόπη όμως κατεβαίνει πονεμένη και τον καλεί ν' αλλάξει τραγούδι. Ο Τηλέμαχος της μιλά με αυστηρότητα και τη στέλνει πίσω στα διαμερίσματά της. Στη συνέχεια στρέφεται με αυτοπεποίθηση προς τους μνηστήρες, τους λέει να φύγουν από το σπίτι του και τους ανακοινώνει ότι θα φέρει το θέμα στη συνέλευση των Ιθακησίων. Ακολουθεί λογομαχία. Καθώς τελειώνει η πρώτη μέρα του ποιητικού χρόνου της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ξαγρυπνά και αναλογίζεται τις υποδείξεις της Αθηνάς.


Ραψωδία β : Ιθακησίων αγορά. Τηλεμάχου Αποδημία.


Ιθακησίων Αγορά 

Στη συνέλευση που συγκάλεσε ο Τηλέμαχος ζητά από τους μνηστήρες να φύγουν και τους απειλεί με τη θεϊκή τιμωρία για τα ανοσιουργήματά τους. Ο επιφανέστερος των μνηστήρων Αντίνοος κατηγορεί την Πηνελόπη ότι αποφεύγει τον γάμο με δόλο : Δήλωσε ότι θα ξαναπαντρευτεί όταν τελειώσει το σάβανο του πεθερού της Λαέρτη αλλά κάθε βράδυ ξηλώνει ό,τι ύφανε την ημέρα. Οι μνηστήρες καλούν τον Τηλέμαχο να της επιβληθεί. Αυτός ανταπαντά ότι δεν μπορεί να διώξει την μητέρα του απ' το σπίτι, δέχεται όμως να την ξαναπαντρέψει, αν του δοθεί καράβι να ψάξει για τον πατέρα και βεβαιωθεί πως πέθανε τελικά. Δύο αετοί που αλληλοξεσκίζονται ερμηνεύονται από τον μάντη Αλιθέρση ως σημάδι για τη σύντομη επιστροφή του Οδυσσέα και την τιμωρία των μνηστήρων. Οι μνηστήρες βρίζουν και απειλούν το μάντη, το ίδιο και τον Μέντορα, παλιό φίλο του Οδυσσέα, που επικρίνει την απάθεια των Ιθακησίων. Ο μνηστήρας Λεώκριτος δηλώνει πως, ακόμα κι αν γυρίσει ο Οδυσσέας, αυτοί θα τον σκοτώσουν.
Ο Τηλέμαχος στην Ιθάκη παρακαλεί για βοήθεια  - Jan Styka

Ο Τηλέμαχος κατεβαίνει στην ακρογιαλιά και παρακαλεί την Αθηνά να του συμπαρασταθεί. Η Αθηνά εμφανίζεται με τη μορφή του Μέντορα τώρα, τον καθησυχάζει, του δίνει οδηγίες και προσφέρεται να τον βοηθήσει. Ο Τηλέμαχος γυρίζει στο παλάτι και, παρά τις ειρωνείες των μνηστήρων, αρχίζει τις ετοιμασίες. Η Ευρύκλεια, η παραμάνα του, ανησυχεί, τελικά όμως ορκίζεται να μην πει τίποτα στη μητέρα του. Η Αθηνά/Μέντορας βρίσκει καράβι και ναύτες, κοιμίζει τους μνηστήρες και ανακοινώνει στον Τηλέμαχο πως όλα είναι έτοιμα. Το ταξίδι ξεκινά και συνεχίζεται όλη τη νύχτα με τον ευνοϊκό άνεμο που στέλνει η θεά.

Ο Τηλέμαχος αναχωρεί από την Ιθάκη


Ραψωδία γ : Τὰ ἐν Πύλῳ.

Το Λουτρό του Τηλεμάχου - Jan Styka 

Το ξημέρωμα της 3ης μέρας της Οδύσσειας ο Τηλέμαχος και η Αθηνά/Μέντορας φτάνουν στην Πύλο όπου ο βασιλιάς Νέστορας τους υποδέχεται φιλόξενα. Ο Νέστορας θυμάται τον Οδυσσέα και τα βάσανα των Αχαιών με συγκίνηση. Ο ίδιος μαζί με το Μενέλαο απέπλευσαν βιαστικά για να προλάβουν την οργή των θεών, ενώ ο Οδυσσέας και άλλοι έμειναν πίσω για να προσφέρουν πρώτα θυσίες. Απαριθμεί τους Αχαιούς που έμαθε πως έφτασαν στις πατρίδες τους, για τον Οδυσσέα όμως δεν ξέρει τίποτα περισσότερο. Όσο για την κατάσταση στην Ιθάκη, παρακινεί τον Τηλέμαχο να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες με τη βοήθεια της Αθηνάς. Με συνοδό το γιο του Νέστορα, Πεισίστρατο, ο Τηλέμαχος αναχωρεί την επόμενη μέρα με άρμα για τη Σπάρτη.


Η Θυσία προς  Αθηνά  στην Πύλο - Jan Styka


Ραψωδία δ : Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.

Το πρωί της 5ης μέρας φτάνουν στη Σπάρτη και βρίσκουν το Μενέλαο να γιορτάζει διπλό γάμο, του γιου και της κόρης του. Ο Μενέλαος, που δεν ξέρει ακόμη ποιον έχει απέναντί του, εξιστορεί τις επί οκτώ χρόνια περιπλανήσεις του μετά την άλωση της Τροίας και αναφέρεται και στα ακόμη μεγαλύτερα παθήματα του Οδυσσέα. Έμαθε για τις περιπέτειές του αλλά αγνοεί τι απέγινε.


Ο Μενέλαος και η Ωραία Ελένη

Η Ελένη εμφανίζεται και ο Τηλέμαχος αναγνωρίζεται. Όλοι θρηνούν γι΄ αυτούς που έχασαν και η Ελένη ρίχνει στο κρασί το «νηπενθές» για να τους διώξει τον πόνο. Αφηγείται πώς κάποτε αναγνώρισε τον Οδυσσέα, όταν μπήκε κρυφά στην Τροία για να κατασκοπεύσει. Δεν τον κατέδωσε, αντίθετα χάρηκε που τον είδε, αφού ήθελε πια και η ίδια να γυρίσει στη Σπάρτη. Ο Μενέλαος με τη σειρά του αφηγείται πώς ο Οδυσσέας γλύτωσε τους Αχαιούς που ήταν κρυμμένοι στο Δούρειο Ίππο, όταν κινδύνεψαν ν΄ αποκαλυφθούν.

Η πανέμορφη Ιοκάστη, μικρότερη κόρη του Νέστορος 

Την επόμενη μέρα, την 6η της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ρωτάει για τον πατέρα του και περιγράφει την κατάσταση στην Ιθάκη. Ο Μενέλαος εύχεται το θάνατο των μνηστήρων και αφηγείται τον αποκλεισμό του στην Αίγυπτο. Εκεί δάμασε το φοβερό γέροντα της θάλασσας Πρωτέα κι εκείνος, μεταξύ άλλων, του είπε πως ο Οδυσσέας είναι ζωντανός και βρίσκεται στο νησί της Καλυψώς, ποθώντας να γυρίσει πίσω στην Ιθάκη. Ύστερα ο Τηλέμαχος επιστρέφει στην Πύλο.


Le fantôme d'Iphitime console Pénélope - Jan Styka

Στην Ιθάκη οι μνηστήρες πληροφορούνται έκπληκτοι το ταξίδι του Τηλέμαχου και αποφασίζουν να τον σκοτώσουν με δόλο. Η Πηνελόπη μαθαίνει τα νέα και φοβάται πως θα χάσει τώρα και το γιο της. Προσεύχεται στην Αθηνά κι εκείνη φέρνει στον ύπνο της την αδελφή της Ιφθίμη, που την καθησυχάζει με τη διαβεβαίωση πως ο Τηλέμαχος βρίσκεται υπό την προστασία της θεάς. Στο μεταξύ οι μνηστήρες αρματώνουν καράβι και στήνουν την ενέδρα τους στα στενά της Σάμης.
Η μνηστήρες στο Παλάτι της Ιθάκης καταχράζονται την περιουσία του Οδυσσέα


Ραψωδία ε : Ὀδυσσέως σχεδία.


Το μήνυμα του Ερμή στην Καλυψώ

Το πρωί της 7ης μέρας, στη συνέλευση των Θεών, η Αθηνά επενέρχεται στο θέμα του Οδυσσέα και αναφέρει την ενέδρα των μνηστήρων. Ο Δίας στέλνει τον Ερμή στην Ωγυγία με την εντολή προς την Καλυψώ να αφήσει πια τον Οδυσσέα και ανακοινώνει στους θεούς ότι ο Οδυσσέας θα γυρίσει στην Ιθάκη μετά από 20 μέρες ταλαιπωρημένος πάνω σε σχεδία, χωρίς όμως βοήθεια θεών ή ανθρώπων, με πλούσια όμως δώρα από τους Φαίακες.

Η Καλυψώ υπόσχεται αθανασία στον Οδυσσέα

Η Καλυψώ κατηγορεί τους θεούς ότι τη φθονούν, που ερωτεύτηκε ένα θνητό και τους δίνει πολλά παραδείγματα για να τους αποδείξει την ζηλοφθονία τους, τελικά όμως υποχωρεί από φόβο για την οργή του Δία. 


 Calypso, Blonde-Haired Goddess  - Jan Styka -

Τώρα για πρώτη φορά εμφανίζεται ο Οδυσσέας στο ποίημα. Κλαίει όπως κάθε μέρα στην ακρογιαλιά αγναντεύοντας το πέλαγος (νόστον ὀδυρομένῳ, ε 153), όταν η θεά του ανακοινώνει τα καλά νέα. O Οδυσσέας τη βάζει να ορκιστεί ότι δεν έχει κακό σκοπό και, παρά την προειδοποίησή της ότι θα υποστεί κι άλλες ταλαιπωρίες, μένει αμετάπειστος. Μετά το γεύμα περνούν μαζί την τελευταία τους νύχτα.

Η Καλυψώ βρίσκει τον Οδυσσέα νοσταλγώντας την Ιθάκη

Τις επόμενες τέσσερις μέρες ο Οδυσσέας κατασκευάζει σχεδία με τα εργαλεία της Καλυψώς και την πέμπτη μέρα (12η της Οδύσσειας) ξεκινά. Η Καλυψώ του δίνει εφόδια, οδηγίες και ούριο άνεμο για το ταξίδι. Μετά από δεκαεφτά μέρες, τα ξημερώματα της δέκατης όγδοης (29ης), προβάλλουν στον ορίζοντα οι ακτές της Σχερίας, της χώρας των Φαιάκων. Καθώς όμως ο Ποσειδώνας επιστρέφει από τους Αιθίοπες, βλέπει τον Οδυσσέα και οργισμένος σηκώνει φοβερή θαλασσοταραχή. Η σχεδία διαλύεται και ο Οδυσσέας παλεύει με τα κύματα πάνω σε μια σανίδα. Η θεά Λευκοθέα τον συμπονά και του χαρίζει ένα σωσίβιο μαντίλι. Αυτός το ζώνεται, πετά τα ρούχα του και πηδά στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας φεύγει με χαιρέκακη ικανοποίηση, οπότε η Αθηνά επεμβαίνει και κατευνάζει κάπως τη θύελλα.


Ο Οδυσσέας κατασκευάζει την Σχεδία του

Δύο μέρες ακόμα θαλασσοδέρνεται ο Οδυσσέας, ώσπου την τρίτη (31η) καταφέρνει με τη βοήθεια της Αθηνάς να προσεγγίσει την ακτή της Σχερίας και να φτάσει στις εκβολές ενός ποταμού. Προσεύχεται στον ποταμό να τον σώσει και ο ποταμός τον δέχεται. Ο Οδυσσέας, γυμνός και εξαθλιωμένος, βγαίνει στη στεριά και καταφεύγει σ’ ένα δάσος, όπου κοιμάται βαθιά κρυμμένος στους θάμνους.

Ο Οδυσσέας παλεύοντας με τα κύματα


Ραψωδία ζ : Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.

Η Λευκοθέα σώζει τον Οδυσσέα

Όσο ο Οδυσσέας κοιμάται, η Αθηνά πηγαίνει στην πόλη των Φαιάκων και εμφανίζεται στο όνειρο της Ναυσικάς, της κόρης του βασιλιά Αλκίνοου, παίρνοντας τη μορφή μιας φίλης της. Της θυμίζει πως βρίσκεται σε ηλικία γάμου και την προτρέπει να κατέβει στο ποτάμι να πλύνει τα ρούχα της. Το άλλο πρωί (32η μέρα) η Ναυσικά ζητά από τον πατέρα της αμάξι και με τις φίλες της κατεβαίνουν στο ποτάμι. Αφού πλύνουν τα ρούχα, λούζονται, γευματίζουν και παίζουν με το τόπι φωνάζοντας και τραγουδώντας.
Η άφιξη του Οδυσσέα στην Σχερία

Ο Οδυσσέας ξυπνά σαστισμένος και αναρωτιέται πού βρίσκεται. Αποφασίζει να βγει από τους θάμνους κρύβοντας όπως-όπως τη γύμνια του. Τα κορίτσια σκορπίζονται τρομαγμένα, εκτός από τη Ναυσικά, που την εμψυχώνει η Αθηνά. 

Ο Οδυσσέας πίσω από τους θάμνους 

Κρατώντας απόσταση ο Οδυσσέας επαινεί την ομορφιά της κόρης και της εύχεται έναν ευτυχισμένο γάμο. Της περιγράφει την κατάστασή του και την εκλιπαρεί να του δείξει το δρόμο για την πόλη και να του δώσει ένα κουρέλι να σκεπαστεί. Η Ναυσικά αναγνωρίζει την ευγένεια που κρύβει η εξαθλίωμένη όψη του και τον διαβεβαιώνει πως είναι καλοδεχούμενος σ’ αυτή τη χώρα. Φωνάζει στις φίλες της να μη φοβούνται και να περιποιηθούν τον ξένο.

Ο Οδυσσέας συναντάει την Ναυσικά

Ο Οδυσσέας από σεβασμό στις νεαρές κοπέλες λούζεται παράμερα και η Αθηνά τον περιβάλλει με θεϊκή ομορφιά. Θαμπωμένη η Ναυσικά, εύχεται να ’ναι τέτοιος και ο άντρας που θα την παντρευτεί. Καλεί τον Οδυσσέα στο παλάτι, για να μην κακοχαρακτηριστεί όμως, του δίνει οδηγίες να την ακολουθήσει ως το άλσος της Αθηνάς, έξω από την πόλη. Αφού μείνει λίγο εκεί μέχρι να γυρίσει η ίδια στο σπίτι, να ζητήσει να του δείξουν το παλάτι του Αλκίνοου και εκεί να πέσει ικέτης στα γόνατα της βασίλισσας. Η Ναυσικά ξεκινά, οι φίλες της κι ο Οδυσσέας ακολουθούν. Το σούρουπο φτάνουν στο άλσος και ο Οδυσσέας προσεύχεται στην Αθηνά να τον καλοδεχτούν οι Φαίακες.


Η Ναυσικά οδηγεί τον Οδυσσέα στο παλάτι του Αλκίνοου


 Ραψωδία η : Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.

Αθηνά Παλλάδα

Η Ναυσικά φτάνει στο παλάτι και ο Οδυσσέας ξεκινά από το άλσος για την πόλη. Η Αθηνά εμφανίζεται στο δρόμο του με τη μορφή νεαρού κοριτσιού και του δείχνει το δρόμο καλύπτοντάς τον με ομίχλη για να μην αντιμετωπίσει προβλήματα με τους ντόπιους. Του μιλά για τους Φαίακες και τη βασίλισσα Αρήτη και τον συμβουλεύει να απευθυνθεί πρώτα σ’ εκείνη την...
Ο Οδυσσέας φτάνει στο παλάτι και μένει έκθαμβος : χρυσάφι, ασήμι και χαλκός παντού, υφαντά, πλήθος δούλοι κι ένα παραδεισένιο περιβόλι. Μέσα τρώνε και πίνουν οι άρχοντες των Φαιάκων. Πλησιάζει την Αρήτη και τότε εξαφανίζεται η ομίχλη που τον σκέπαζε. Σαστισμένοι οι θαμώνες βλέπουν τον ξένο να πέφτει ικέτης στα πόδια της βασίλισσας παρακαλώντας να τον στείλουν στην πατρίδα του. Μετά την πρώτη αμηχανία, ο Αλκίνοος προσφέρει τη φιλοξενία του και καλεί τους άρχοντες των Φαιάκων να οργανώσουν επίσημη υποδοχή για τον ξένο την επόμενη ημέρα, μήπως και είναι κάποιος θεός. Ο Οδυσσέας διαβεβαιώνει πως δεν είναι θεός και επαναλαμβάνει την παράκλησή του.

Ο Οδυσσέας ενώπιον του Ναού της Αθηνάς

Οι υπόλοιποι Φαίακες φεύγουν. Η Αρήτη τον ρωτά ποιος είναι και πώς έφτασε εκεί. Ο Οδυσσέας αφηγείται με συντομία το ναυάγιό του, την επτάχρονη παραμονή του στην Καλυψώ, το πολυτάραχο ταξίδι του ως στη Σχερία και τη συνάντησή του με τη Ναυσικά, δεν αποκαλύπτει όμως την ταυτότητά του. Ο Αλκίνοος, εντυπωσιασμένος από τον ξένο, εύχεται να τον κάνει γαμπρό του. Υπόσχεται όμως πως οι Φαίακες θα τον οδηγήσουν στην πατρίδα του, αν εκείνος το προτιμά...


Ραψωδία θ : Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.

Το επόμενο πρωί (33η μέρα της Οδύσσειας) συγκεντρώνονται οι άρχοντες των Φαιάκων στη συνέλευση και ο Αλκίνοος παρουσιάζει τον ξένο του, ζητά να ετοιμαστεί καράβι και τους καλεί όλους για το τραπέζι της υποδοχής στο παλάτι. Το παλάτι γεμίζει κόσμο και ο αοιδός Δημόδοκος καταφθάνει. Μετά το φαγητό τραγουδά για μια φιλονικία του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα στην Τροία. Ο Οδυσσέας, που ακούει χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του, συγκινείται, αλλά κρύβει τα δάκρυά του. Για να διασκεδάσει τη θλίψη του ο Αλκίνοος καλεί τα παλληκάρια των Φαιάκων σε αθλητικούς αγώνες.
Όλοι κατεβαίνουν πάλι στην αγορά και οι νέοι διαγωνίζονται στα αθλήματα. Στο τέλος καλούν και τον Οδυσσέα να αγωνιστεί, καθώς φαίνεται ακόμα νέος και δυνατός. Ο Οδυσσέας αρνείται αρχικά, όταν όμως ο Ευρύαλος τον προκαλεί εριστικά, θυμώνει, πιάνει το βαρύτερο δίσκο και τον πετάει μακρύτερα απ’ όλους τους άλλους. Στρέφεται στους άφωνους Φαίακες και τους αποκαλύπτει πως ήταν πρώτος απ’ όλους στον πόλεμο της Τροίας. Ο Αλκίνοος απαντά εκθειάζοντας τις αρετές του λαού του στη ναυσιπλοΐα, το γλέντι και την καλοπέραση.

Ο Δημόδοκος εξιστορεί με τα τραγούδια του τα τεκταινόμενα στην Τροία

Η ένταση χαλαρώνει κι αρχίζει ο χορός. Ο Δημόδοκος τραγουδά τους έρωτες του Άρη και της Αφροδίτης και την επ’ αυτοφώρω σύλληψή τους από τον απατημένο σύζυγο, τον Ήφαιστο : Αόρατα χρυσά δεσμά είχε βάλει στο συζυγικό του κρεβάτι κι όταν παγιδεύτηκαν οι παράνομοι εραστές, κάλεσε τους υπόλοιπους θεούς ως μάρτυρες του παθήματός του. Μόνο αποτέλεσμα όμως ήταν τ’ ασυγκράτητα γέλια των θεών (ἄσβεστος δ᾽ ἄρ᾽ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι, θ 326). Ο Αλκίνοος διαισθάνεται πια πως ο ξένος δεν είναι κάποιος τυχαίος και προτείνει στους άρχοντες των Φαιάκων να του χαρίσουν πολύτιμα δώρα. Ο Ευρύαλος χαρίζει το ξίφος του και συμφιλιώνεται με τον ξένο.
Το σούρουπο καταφθάνουν τα δώρα των υπόλοιπων αρχόντων και όλοι επιστρέφουν στο παλάτι. Μετά το λουτρό ο Οδυσσέας συναντά τη Ναυσικά, που τον θαυμάζει και της υπόσχεται να την τιμά σαν θεά, όταν φτάσει του γυρισμού η μέρα (νόστιμον ἦμαρ, θ 466). Το γλέντι αρχίζει και ο Δημόδοκος πιάνει τη λύρα. Ο Οδυσσέας τον επαινεί και του ζητά να τραγουδήσει για το Δούρειο Ίππο. Για δεύτερη φορά ακούει να υμνούν τα κατορθώματά του στην Τροία και πνίγεται στο κλάμα. Ο Αλκίνοος διακόπτει τον αοιδό και αρχίζει τις ερωτήσεις: ποιος είναι, σε ποια πατρίδα να τον οδηγήσει το καράβι των Φαιάκων, σε ποιες χώρες περιπλανήθηκε; Κι ακόμα, γιατί κλαίει κάθε φορά που ακούει για την Τροία;


Ραψωδία ι : Ἀλκίνου ἀπόλογοι. Κυκλώπεια.


Ο Οδυσσέας τυφλώνει τον Πολύφημο 

Οι ραψωδίες ι-μ είναι σε πρώτο πρόσωπο. Μιλά ο Οδυσσέας στους Φαίακες. Αποκαλύπτει ποιος είναι και εξιστορεί τις περιπλανήσεις και τις περιπέτειές του. Από το Ίλιο ο άνεμος έφερε τα πλοία του Οδυσσέα στους Κίκονες, συμμάχους των Τρώων. Κατέστρεψε και λεηλάτησε την πόλη τους, αλλά οι σύντροφοί του, μεθυσμένοι από κρασί κι από αίμα, δεν ήθελαν να τον ακούσουν και να φύγουν από εκεί. Οι Κίκονες αντεπετέθηκαν κι ο Οδυσσέας αναγκάστηκε να μπει στα πλοία με απώλειες. Θυελλώδεις άνεμοι τους έσπρωξαν στη γη των Λωτοφάγων. Τρεις άντρες του γεύτηκαν τον λωτό που τους έδωσαν οι ντόπιοι, ξέχασαν την πατρίδα τους και ήθελαν να μείνουν εκεί. Τους πήρε διά της βίας και έκαναν βιαστικά πανιά. Ύστερα έφτασαν στη χώρα των Κυκλώπων όπου το ανήσυχο πνεύμα του Οδυσσέα τον έβαλε σε νέες περιπέτειες. Θέλοντας να μάθει τί είδους όντα κατοικούσαν αυτή την χώρα, μπήκε στη σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου που του καταβρόχθισε έξι συντρόφους. Τελικά με τεχνάσματα, μεθώντας, τυφλώνοντας κι εξαπατώντας τον Κύκλωπα, μπόρεσε να διαφύγει.

Ο Πολύφημος καταδιώκει τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του


Ραψωδία κ : Τὰ περὶ Αἰόλου καὶ  Λαιστρυγόνων καὶ Κίρκης.

Οι Λαιστριγόνες  - Jan Styka

Ήρθαν μετά στο νησί του Αιόλου, του θεού των ανέμων. Αυτός τους καλοδέχτηκε κι όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, έκλεισε μέσα σ’ ένα ασκό όλους τους ανέμους και τον έδωσε στον Οδυσσέα. Ελεύθερο άφησε μόνο τον Ζέφυρο, τον δυτικό άνεμο, που θα τους πήγαινε στην πατρίδα. Αλλά η απληστία των συντρόφων του που νόμισαν ότι ο Αίολος του είχε δώσει θησαυρούς, στάθηκε η καταστροφή τους. Ενώ φαινόταν πια η Ιθάκη, άνοιξαν τον ασκό και οι άνεμοι εξαπολύθηκαν. Τους έφεραν στην χώρα των ανθρωποφάγων Λαιστρυγόνων, όπου ο Οδυσσέας έχασε όλα του τα πλοία αύτανδρα εκτός από το δικό του. Ύστερα ήρθαν στην Αία, στο νησί της μάγισσας Κίρκης που μεταμόρφωσε τους συντρόφους του σε χοίρους. Αλλά ο Οδυσσέας, με την βοήθεια του Ερμή, εξουδετέρωσε τα μάγια της θεάς που είχαν στόχο τον ίδιο, έγινε εραστής της και την έπεισε ν’ αποδώσει την ανθρώπινη μορφή στους συντρόφους του. Έμειναν εκεί ένα χρόνο.

Η Κίρκη


Ο Οδυσσέας απειλεί την Κίρκη

Ο Οδυσσέας στο κρεβάτι της Κίρκης

Ραψωδία λ : Νέκυια.
Ο Οδυσσέας συναντά τον Τειρεσία

Ο Οδυσσέας προσπαθεί να αγκαλιάσει την ψυχή της Αντίκλειας 

Καθ’ υπόδειξιν της Κίρκης ο Οδυσσέας πηγαίνει στη χώρα των Κιμμερίων, όπου βασιλεύει το σκοτάδι. Ακολουθώντας τις οδηγίες της θεάς, καλεί τις ψυχές των νεκρών. Ο μάντης Τειρεσίας του αποκαλύπτει ότι ο Ποσειδώνας είναι οργισμένος μαζί του γιατί τύφλωσε τον γιο του Πολύφημο αλλά προλέγει ότι θα σωθεί τελικά, θα τιμωρήσει τους μνηστήρες και θα έχει ήσυχο τέλος σε βαθιά γεράματα. Επίσης προφητεύει και κάποιες άλλες περιπέτειες του Οδυσσέα, μετά την μνηστηροφονία. Οι σύντροφοι που του απέμειναν θα σωθούν κι αυτοί, αν δεν πειράξουν τις αγελάδες του Ήλιου που θα βρουν στο δρόμο τους. Ύστερα εμφανίζεται η ψυχή της μητέρας του, που δεν ήξερε ότι πέθανε, η Αλκμήνη, η Ιοκάστη, η Φαίδρα και η Αριάδνη. Έρχονται μετά οι ψυχές των ανδρών. Ο Αγαμέμνων διεκτραγωδεί το οικτρό του τέλος κι ο Αχιλλέας του λέει ότι θα προτιμούσε να είναι δούλος του πιο φτωχού ανθρώπου, αλλά ζωντανός, παρά βασιλιάς στον Άδη. Εμφανίζονται επίσης οι ψυχές του Μίνωα, του Τάνταλου, του Σίσυφου, του Ηρακλή και άλλων.


Ο Οδυσσέας συνομιλεί με τους νεκρούς συμπολεμιστές του


Ραψωδία μ : Σειρῆνες. Σκύλλα. Χάρυβδις. Βόες Ἡλίου.

Οι Σειρήνες

Επιστρέφοντας από τον Κάτω Κόσμο ο Οδυσσέας περνά πάλι από το νησί της Κίρκης, όπου η μάγισσα του δίνει συμβουλές για ν’ αντιμετωπίσει τα εμπόδια που θα βρει στον δρόμο του. 
Το πλοίο περνά από το νησί των Σειρήνων και, ακολουθώντας τις οδηγίες της Κίρκης, ο Οδυσσέας βουλώνει με κερί τ’ αυτιά των συντρόφων που τον δένουν σφιχτά στο κατάρτι κι ακούει το μαγευτικό τραγούδι τους χωρίς να υποστεί το τραγικό τέλος όσων το είχαν ακούσει. Ύστερα πέρασαν από το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης, όπου τα έξι κεφάλια του φοβερού τέρατος, της Σκύλλας, άρπαξαν έξι συντρόφους του Οδυσσέα. Τέλος έφτασαν στο νησί του Ήλιου. Ο Οδυσσέας επανέλαβε στους συντρόφους την προειδοποίηση του Τειρεσία και της Κίρκης να μη πειράξουν τα βόδια του Ήλιου, αλλά οι άνεμοι ήταν ενάντιοι, οι προμήθειες τελείωσαν και οι άντρες άρχισαν να πεινούν. Τελικά έσφαξαν κι έφαγαν τις αγελάδες την ώρα που ο Οδυσσέας κοιμόταν. Ο Ήλιος παραπονέθηκε στον Δία κι αυτός σήκωσε θύελλα τρομερή και χτύπησε με κεραυνό το πλοίο. Όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα χάθηκαν κι αυτός έφτασε ύστερα από εννιά μέρες, άθλιος ναυαγός, στο νησί των Φαιάκων.


Ανάμεσα στην Σκύλα και την Χάρυβδη

Η σφαγή των Βοδιών του Ήλιου


Ραψωδία ν : Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Ἰθάκην.

Το πλοίο των Φαιάκων

Εδώ τελειώνει η αφήγηση του Οδυσσέα. Οι Φαίακες τον κατευοδώνουν με πλούσια δώρα και τον φέρνουν με το πλοίο τους στην Ιθάκη. Κατά την επιστροφή τους, ο οργισμένος Ποσειδώνας μεταμορφώνει το πλοίο σε βράχο. Η Αθηνά έρχεται και καθοδηγεί τον Οδυσσέα. Του λέει να πάει να συναντήσει τον χοιροβοσκό του τον Εύμαιο και τον μεταμορφώνει σε ελεεινό γέρο ζητιάνο.


Οι Φαίακες εναποθέτουν τον κοιμισμένο Οδυσσέα στην ακτή της Ιθάκης

Ο Οδυσσέας συγκινημένος φιλάει το χώμα της Ιθάκης

Η Αθηνά καθοδηγεί τον Οδυσσέα


Ραψωδία ξ : Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.


Ο Οδυσσέας έρχεται στον Εύμαιο που τον φιλοξενεί εγκάρδια και θρηνεί για τον αφέντη του που χάθηκε πια και για τις προσβολές του οίκου του από τους μνηστήρες. Ο ζητιάνος-Οδυσσέας του λέει πως είναι Κρητικός και διηγείται φανταστικές του περιπέτειες καταλήγοντας ότι ο Οδυσσέας έρχεται πίσω του. Ο Εύμαιος δεν πείθεται αλλά ο Οδυσσέας βεβαιώνεται για την αφοσίωσή του.

Ο Εύμαιος καλωσορίζει τον Οδυσσέα στην καλύβα του


Ραψωδία ο : Τηλεμάχου πρὸς Εὔμαιον ἄφιξις.

Ο Τηλέμαχος προσκαλεί τον Θεοκλύμενο στο πλοίο του

Η Αθηνά παρουσιάζεται στον Τηλέμαχο που είναι ακόμη στην Σπάρτη, τον παρακινεί να επιστρέψει στην Ιθάκη και τον συμβουλεύει πώς ν’ αποφύγει την ενέδρα των μνηστήρων. Ο τηλέμαχος φεύγει με πλούσια δώρα του Μενέλαου και της Ελένης και, πριν μπει στην πόλη της Πύλου, επιβιβάζεται στο πλοίο του και ξεκινά. Μαζί του παίρνει και τον μάντη Θεοκλύμενο, φυγάδα από το Άργος για φόνο που έκανε εκεί. Στην Ιθάκη ο ζητιάνος-Οδυσσέας προσποιείται ότι θέλει να ξεκινήσει αμέσως για το παλάτι αλλά ο Εύμαιος τον συμβουλεύει να περιμένει τον Τηλέμαχο. Μιλά ύστερα για την άθλια ζωή του πατέρα του Οδυσσέα Λαέρτη, για τον θάνατο της μητέρας του από μαρασμό και διηγείται και την δική του θλιβερή ιστορία. Τέλος, φτάνει ο Τηλέμαχος.


Ραψωδία π : Τηλεμάχου ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως.

Ο Τηλέμαχος αναγνωρίζει τον πατέρα του

Ο Εύμαιος φεύγει για ν’ αναγγείλει στην Πηνελόπη την επιστροφή του Τηλέμαχου και η Αθηνά ξαναδίνει στον Οδυσσέα την παραγματική του μορφή. Ο Τηλέμαχος αναγνωρίζει τον πατέρα του, και καταστρώνουν οι δυο τους σχέδια για την εξόντωση των μνηστήρων. Αυτοί από την μεριά τους ετοιμάζουν δικά τους σχέδια για τον θάνατο του Τηλέμαχου που ξέφυγε από την ενέδρα τους. Η Πηνελόπη τα μαθαίνει και τους κατηγορεί κι αυτοί την καθησυχάζουν με απατηλές υποσχέσεις.


Ραψωδία ρ : Τηλεμάχου ἐπάνοδος πρὸς Ἰθάκην.

Η άφιξη του Τηλεμάχου στην Ιθάκη

Ο Τηλέμαχος επιστρέφει στο παλάτι όπου τον υποδέχονται η Πηνελόπη και η τροφός Ευρύκλεια. Διηγείται το ταξίδι του και λέει ότι ο Οδυσσέας είναι ακόμη στο νησί της Καλυψώς. Ο Θεοκλύμενος όμως που έχει έρθει μαζί του προφητεύει ότι ο Οδυσσέας έχει φτάσει και ετοιμάζει όλεθρο για τους μνηστήρες. Ο Εύμαιος και ο ζητιάνος-Οδυσσέας φτάνουν στο παλάτι, όπου ο τελευταίος αναγνωρίζεται από τον γερασμένο σκύλο του Άργο που αμέσως μετά αφήνει την τελευταία του πνοή. Ο Οδυσσέας μπαίνει στην αίθουσα του συμποσίου και με προτροπή του Αντίνοου ζητιανεύει από τους μνηστήρες αλλά ο Αντίνοος τον βρίζει και τον χτυπά. Η Πηνελόπη αγανακτεί με τη συμπεριφορά αυτή και, μαθαίνοντας από τον Εύμαιο ότι ο ξένος είναι ταξιδεμένος και ξέρει για τον Οδυσσέα, ζητά να του μιλήσει. Ο Οδυσσέας φροντίζει ν’ αναβληθεί η συνάντηση για το βράδυ.


Ο Οδυσσέας και ο Εύμαιος κατευθύνονται στο παλάτι και ο Άργος
αναγνωρίζει το αφεντικό του


Ραψωδία σ : Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.

Ο Οδυσσέας διώχνει από το παλάτι τον ζητιάνο Ίρο

Εμφανίζεται και άλλος ζητιάνος, ο Ίρος. Αγανακτεί με τον Οδυσσέα που ζητιανεύει στα μέρη του και τον προκαλεί. Ο Οδυσσέας προσπαθεί να τον αποφύγει αλλά ο Αντίνοος τους παρακινεί να πυγμαχήσουν και αθλοθετεί μάλιστα μόνιμη διατροφή για τον νικητή. Χτυπιούνται και νικά ο Οδυσσέας. Η Πηνελόπη δίνει ελπίδες στους μνηστήρες και τους αποσπά δώρα. Η δούλα της Μελανθώ κι ο εραστής της τελευταίας μνηστήρας Ευρύμαχος, τον κακομεταχειρίζονται.


Ραψωδία τ : Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Τὰ νίπτρα.


Ο τραυματισμός του Οδυσσέα από τον κάπρο

Ο Τηλέμαχος με διάφορες προφάσεις απομακρύνει τα όπλα από την μεγάλη αίθουσα κ’ ύστερα αποσύρεται. Η Μελανθώ αποπαίρνει και πάλι τον Οδυσσέα αλλά η Πηνελόπη την επιπλήττει και αρχίζει να συζητά με τον «ξένο». Του λέει για το τέχνασμα με τον πέπλο, αλλά δηλώνει πως δεν αντέχει πια στις πιέσεις των μνηστήρων και των γονέων της και θα πρέπει να ξαναπαντρευτεί. Ο Οδυσσέας μιλά για τον εαυτό του και της λέει μισές αλήθειες. Στα πλαίσια της φιλοξενίας της Πηνελόπης, η γριά τροφός του Οδυσσέα Ευρύκλεια του πλένει τα πόδια αλλά βλέπει την παλιά πληγή από δόντια κάπρου που είχε και τον αναγνωρίζει. Ο Οδυσσέας της επιβάλλει σιωπή και συνεχίζει την συζήτηση με την Πηνελόπη. Αυτή του λέει ότι θα πάρει άντρα της αυτόν που θα μπορέσει να τεντώσει το τόξο του Οδυσσέα και να διαπεράσει με το βέλος τις εγκοπές των λεπίδων δώδεκα πελέκεων, πράγμα που μόνο ο ίδιος μπορούσε να κάνει.


Η Ευρύκλεια αναγνωρίζει τον Οδυσσέα 


Ραψωδία υ : Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.

Η Πηνελόπη με το Τόξο του Οδυσσέα

Ο Οδυσσέας αγρυπνά μελετώντας τον όλεθρο των μνηστήρων και των γυναικών του παλατιού του που συνήψαν σχέσεις μαζί τους, μέχρι που η Αθηνά «χύνει ύπνο στα ματόφυλλά του». Αλλά ούτε η Πηνελόπη μπορεί να κοιμηθεί. Το πρωί έρχονται βοσκοί του Οδυσσέα που τον περιγελούν αλλά αυτός βεβαιώνεται για την αφοσίωση ενός ακόμη από τους ανθρώπους του, του Φιλοίτιου. Οι μνηστήρες εν τω μεταξύ, προετοιμάζοντας τον χαμό του Τηλέμαχου, περιγελούν τον Οδυσσέα καθώς και τον Θεοκλύμενο που προφητεύει τον χαμό τους.


Ραψωδία φ : Τόξου θέσις.

Η Πηνελόπη αναγγέλλει τον διαγωνισμό του Τόξου









Η Πηνελόπη φέρνει το τόξο και την φαρέτρα με τα βέλη, και καλεί τους μνηστήρες να διαγωνιστούν. Όποιος τεντώσει το τόξο και διαπεράσει με το βέλος τους δώδεκα πελέκεις, θα την κάνει γυναίκα του. Ο Τηλέμαχος επιχειρεί πρώτος για να φανεί άξιος γιος του πατέρα του. Τα καταφέρνει σχεδόν αλλά ο Οδυσσέας του κάνει νόημα κι εγκαταλείπει την προσπάθεια. Οι μνηστήρες αρχίζουν να δοκιμάζουν χωρίς επιτυχία κι ο Οδυσσέας παίρνει παράμερα τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο, αποκαλύπτεται και τους δίνει οδηγίες για την παγίδευση των μνηστήρων. Ο Οδυσσέας ξαναμπαίνει στην αίθουσα, όπου εν τω μεταξύ έχουν αποτύχει όλοι οι μνηστήρες, και ζητά να δοκιμάσει κι αυτός. Ο Αντίνοος αποκρούει το αίτημα περιφρονητικά, αλλά η Πηνελόπη δέχεται, μια και το μόνο που μπορεί να κερδίσει ο ξένος είναι πλούσια δώρα. Ο Τηλέμαχος επεμβαίνει, διώχνει την μητέρα του από την αίθουσα κι επιμένει να δοκιμάσει κι ο ξένος. Ο Εύμαιος δίνει το τόξο στον Οδυσσέα και παραγγέλει στην Ευρύκλεια να κλείσει καλά όλες τις πόρτες. Ο Οδυσσέας τεντώνει εύκολα το τόξο, οι μνηστήρες χλωμιάζουν κι ο Δίας στέλνει βροντή, θεϊκό σημάδι. Το βέλος του Οδυσσέα διαπερνά τους πελέκεις κι ο Τηλέμαχος έρχεται δίπλα του ζωσμένος τα όπλα του.


Ο Οδυσσέας με τον Τηλέμαχο επιτίθενται  στους μνηστήρες 


Ραψωδία χ : Μνηστηροφονία.


Ο Οδυσσέας σκοτώνει τους μνηστήρες

Ο Οδυσσέας πετά τα κουρέλια του, παίρνει άλλο βέλος και σκοτώνει τον Αντίνοο. Λέει στους μνηστήρες ποιος είναι και ότι τώρα θα πληρώσουν για όλα. Ο Ευρύμαχος προτείνει αποζημίωση, ο Οδυσσέας αρνείται κ’ οι μνηστήρες αποφασίζουν ν’ αντισταθούν έστω και με τα κοντομάχαιρά τους. Ο Οδυσσέας τοξεύει και τον Ευρύμαχο κι ο Τηλέμαχος σκοτώνει τον Αμφίνομο. Όσο είχε βέλη ο Οδυσσέας σκότωνε μνηστήρες κ’ ύστερα φόρεσαν πανοπλίες, αυτός, ο Τηλέμαχος, ο Εύμαιος κι ο Φιλοίτιος. Αλλά κ’ οι μνηστήρες οπλίζονται, με προδοσία ενός άλλου βοσκού του Οδυσσέα. Αρχίζει η φονική σύγκρουση και τελικά, με την απαραίτητη βοήθεια της Αθηνάς, οι μνηστήρες εξολοθρεύονται όλοι. Με θάνατο τιμωρούνται επίσης οι δούλες που είχαν σχέσεις με τους μνηστήρες και ο βοσκός που πρόδωσε. Ύστερα ο Οδυσσέας έκανε καθαρμό με θειάφι για το φοβερό φονικό.


Ραψωδία ψ : Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμὸς.

Η Πηνελόπη αναγνωρίζει τον Οδυσσέα

Η Ευρύκλεια φέρνει στην Πηνελόπη την είδηση για την επιστροφή του Οδυσσέα και τον φόνο των μνηστήρων αλλά αυτή δεν μπορεί να την πιστέψει : «Κάποιος θεός τους σκότωσε για τα άνομά τους έργα». Ο Οδυσσέας διατάζει να μη μαθευτεί ακόμη ο φόνος των μνηστήρων στην πόλη και καταστρώνει σχέδια για την άμυνα έναντι των συγγενών τους. Όταν οι δύο σύζυγοι συναντιούνται τελικά, ο ζητιάνος έχει πάλι το παράστημα και την ομορφιά του Οδυσσέα αλλά η Πηνελόπη διστάζει ακόμη και επιχειρεί να του στήσει μια μικρή παγίδα. Προστάζει την Ευρύκλεια να στρώσει στον Οδυσσέα να κοιμηθεί στο νυφικό κρεβάτι που βρίσκεται -δήθεν- έξω από την κρεβατοκάμαρα. Ο Οδυσσέας αγανακτεί : Ποιος ήταν αυτός που μετακίνησε το κρεβάτι του, αλλά και πώς μπόρεσε, που αυτός ο ίδιος το έκανε αμετακίνητο και το στόλισε με χρυσάφι, φίλντισι κι ασήμι ; Μετά από αυτές τις λεπτομέρειες η Πηνελόπη πείθεται επί τέλους κι αγκαλιάζονται κλαίγοντας. Η νύχτα -που η Αθηνά φροντίζει να την επιμηκύνει- περνά με έρωτα και διηγήσεις των παθημάτων τους. Ύστερα ο Οδυσσέας πηγαίνει στην εξοχή για να συναντήσει τον πατέρα του Λαέρτη.


Ραψωδία ω : Νέκυια δευτέρα. Σπονδαὶ. 
Οι ψυχές των νεκρών μνηστήρων οδηγούνται στον Άδη από τον Ερμή

Οι ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων φτάνουν στον Άδη κι εκεί διηγούνται το τι συνέβη στους νεκρούς φίλους του Οδυσσέα, Αχιλλέα, Αγαμέμνονα, Αίαντα. Ο Αγαμέμνων βέβαια κάνει την σύγκριση Πηνελόπης και Κλυταιμνήστρας. Ο Οδυσσέας πηγαίνει στον υπέργηρο πατέρα του Λαέρτη που είχε αποσυρθεί σ’ ένα κτήμα. Παρουσιάζεται σαν ξένος αλλά τελικά φανερώνει ποιος είναι. Όταν η είδηση της σφαγής των μνηστήρων διαδίδεται στην πόλη, οι συγγενείς τους οπλίζονται κι επιτίθενται στον Οδυσσέα και στους δικούς του. Με παρέμβαση της Αθηνάς η επίθεση αποκρούεται και επέρχεται συμφιλίωση.


Ο Οδυσσέας συναντά τον πατέρα του Λαέρτη

Η παρέμβαση της Αθηνάς για συμφιλίωση



Η περίληψη των Ραψωδιών  από την Βικιπαίδεια 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...