Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Το ασχημόπαπο που έγινε Κύκνος

H παραμυθένια αλληγορία της ψυχής που επιλέγει τον δύσκολο μοναχικό δρόμο...
μέχρι που μετά από κακουχίες, κακοποιήσεις και βάσανα 
ολοκληρώνει τον κύκλο της,  αγγίζει την απόλυτη Ομορφιά 
και συνειδητοποιεί την πραγματική υπόστασης της...


Η εξοχή ήταν υπέροχη το καλοκαίρι. Στο κάμπο είχε μαζευτεί το άχυρο και είχε τοποθετηθεί σε μεγάλους σωρούς. Από ψηλά έκοβε βόλτες ο πελαργός με τα κόκκινα πόδια και τιτίβιζε στα αιγυπτιακά, μια γλώσσα που είχε μάθει από την μητέρα του.


Γύρω από το κάμπο και τα χωράφια υπήρχαν απέραντα δάση και στη μέση του κάμπου υπήρχαν βαθιές λίμνες. Πραγματικά η εξοχή ήταν υπέροχη! Κάτω από τον ζεστό ήλιο ξεπρόβαλε επιβλητικός ένας πύργος ιπποτών που περιβαλλόταν από τάφρους με μεγάλο βάθος. Από τα τείχη του πύργου και μέχρι το νερό των τάφρων υπήρχαν αναρριχώμενα φυτά, τόσο ψηλά που από κάτω τους χωρούσαν να σταθούν όρθια μικρά παιδιά. Η βλάστηση ήταν τόσο έντονη σε κείνο το σημείο όση και στο πιο πυκνό δάσος. Εδώ λοιπόν είχε κάνει την φωλιά της μία πάπια και κλωσούσε τα αυγά για να βγουν τα μικρά της. Η πάπια είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της, καθώς είχε περάσει πολύς καιρός που κλωσούσε και σπάνια δεχόταν επισκέψεις.


Επιτέλους έσπαζαν τα αυγά, το ένα μετά το άλλο. «Πι, πι!» έλεγαν τα πουλάκια, όλοι οι κρόκοι είχαν ζωντανέψει και από τα αυγά προεξείχαν κεφαλάκια.


«Ραπ, ραπ, γρήγορα, γρήγορα!» φώναξε η πάπια και τα παπάκια σκουντουφλούσαν και έβαζαν όλες τους τις δυνάμεις να τρέξουν. Όλα τους φαινόταν τόσο περίεργα που κοιτούσαν γύρω-γύρω προς όλες τις κατευθύνσεις.


«Πόσο μεγάλος που είναι ο κόσμος» έλεγαν τα μικρά, καθώς τώρα είχαν πολύ περισσότερο χώρο να κινηθούν από ότι μέσα στο αυγό.


«Ακόμα δεν βγήκες από το αβγό σου και νομίζεις ότι είδες ολόκληρο τον κόσμο!» είπε περιπαικτικά η μητέρα. «Ο κόσμος πάει πιο πέρα και από την άλλη πλευρά του κήπου και μέχρι το κτήμα του παπά, ωστόσο εκεί δεν έχω πάει ούτε και εγώ!» Για να προσθέσει καμαρώνοντας: «Τι όμορφα που είσαστε όλα μαζί!». Τότε σηκώθηκε και έκπληκτη αναφώνησε: «Όχι δεν τα έχω όλα τα παπιά μου! Το μεγαλύτερο αυγό είναι ακόμη στη φωλιά. Πόσο άραγε θα χρειαστεί ακόμη; Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι!» είπε και κάθισε πάλι.
«Λοιπόν τι κάνεις;» ρώτησε μια γριά πάπια που ήρθε για επίσκεψη.
«Ένα από τα αυγά έχει καθυστερήσει» είπε η πάπια, η οποία συνέχισε να κλωσάει. «Ούτε που φάνηκε η παραμικρή τρυπούλα σε αυτό το αυγό. Αλλά έλα να δεις τα άλλα τα παπιά. Είναι τα ομορφότερα παπάκια τα οποία έχω δει ποτέ!»
«Για να δω το αβγό που δεν λέει να ανοίξει» είπε η γριά «Να δεις που είναι αβγό γαλοπούλας. Έτσι με κορόιδεψαν και μένα κάποια φορά και είδα και έπαθα με τα μικρά. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο φοβόταν το νερό. Στην αρχή δεν μπορούσα να τα χορτάσω όσο και να μάζευα, όσο και αν τάιζα, όσο και να μάλωνα όσο και να βοηθούσα. 
– Άσε να δω το αβγό! Ναι είναι αυγό γαλοπούλας! Παράτησε το και μάθε τα άλλα τα παιδιά σου να κολυμπάνε!» «Θα μείνω να κλωσίσω ακόμη λίγο!» απάντησε η πάπια. «Τόσο καιρό κάθησα στο αβγό, δεν πειράζει αν καθίσω λγάκι ακόμη!»
«Καθένας με τα γούστα του!» είπε η γριά πάπια και αποχαιρέτισε.


Επιτέλους άνοιξε και το μεγάλο αβγό και εμφανίστηκε το μικρό από μέσα. «Πι, πι!» είπε το μικρό και βγήκε από το τσόφλι. Ήταν πολύ μεγάλο και εμφανέστατα άσχημο. «Υπερβολικά μεγάλο παπάκι» σκέφτηκε η μαμά πάπια «Κανένα από τα άλλα παπιά δεν μοιάζει με αυτό. Μήπως είναι πραγματικά μία μικρή γαλοπούλα; Σύντομα θα το μάθω. Θα πρέπει να πέσει στο νερό και αν δεν θέλει ακόμη, θα το ρίξω εγώ η ίδια μέσα!»
Ο καιρός την επόμενη μέρα ήταν υπέροχος! Ο ήλιος έκαιγε πάνω στα πράσινα φυτά. Η μαμά πάπια εμφανίστηκε με όλη την οικογένεια της στα κανάλια.
«Πλατς!» πήδηξε μέσα στο νερό. «Ραπ, ραπ!» φώναξαν τα παπάκια καθώς το ένα μετά το άλλο έπεφταν και αυτά πίσω της. Αν και αρχικά έπεσαν με το κεφάλι μέσα στο νερό, αμέσως ξεπρόβαλλαν στην επιφάνεια και άρχισαν να κολυμπάνε περήφανα. Τα πόδια τους άρχισαν να κολυμπάνε από μόνα τους και όλα φαινόταν να βρίσκονται στο στοιχείο τους. Ακόμη και ο άσχημος, γκρίζος νεοσσός κολυμπούσε μαζί τους.
«Όχι δεν είναι γαλόπουλο!» είπε τότε. «Πόσο όμορφα χρησιμοποιεί τα πόδια του και πόσο ίσια κρατάει το σώμα του. Ραπ, ραπ θα σας παρουσιάσω στην αυλή με τις πάπιες. Μόνο προσέξτε να μείνετε κοντά μου μη σας πατήσει κανείς και προσέχτε την γάτα!»
Έτσι μπήκαν στην αυλή με τις πάπιες όπου επικρατούσε μεγάλη φασαρία. Δύο οικογένειες τσακωνόταν για ένα κεφάλι χελιού αλλά τελικά το πήρε η γάτα.
«Βλέπετε έτσι είναι ο κόσμος» είπε η μαμά πάπια και έκανε πως αρπάζει κάτι στον αέρα με το ράμφος, καθώς ήθελε και αυτή να πιάσει το κεφάλι του χελιού. «Να χρησιμοποιείτε τα πόδια σας, κοιτάξτε να κάνετε γρήγορα και σκύψετε μπροστά στη γριά πάπια που είναι εκεί. Είναι η πιο αξιοσέβαστη από όλες. Στις φλέβες τις ρέει ισπανικό αίμα. Όπως βλέπετε φοράει ένα κόκκινο πανί γύρω από το πόδι της. Αυτό είναι κάτι το πραγματικά όμορφο και η μεγαλύτερη αναγνώριση την οποία μπορεί να λάβει μία πάπια. Το κάθε καλοαναθρεμμένο παπάκι ανοίγει τα πόδια του μακριά το ένα από το άλλο, ακριβώς όπως ο πατέρας και η μητέρα! Βλέπετε έτσι! Σκύψτε τώρα τον σβέρκο σας και πείτε: «Ραπ!»


Αυτό ακριβώς και έκαναν τα παπάκια, οι άλλες πάπιες τις παρατηρούσαν και έλεγαν: «Για κοιτάξτε! Τώρα μας ήρθε και το συγγενολόι, σαν να μην ήμασταν ήδη αρκετοί! Πουφ, πως είναι έτσι το ένα παπί! Αυτό δεν θα το ανεχτούμε!» Και αμέσως πήγε μία πάπια και το δάγκωσε στον σβέρκο!
«Άσ’ το ήσυχο!» είπε η μητέρα, «δεν πείραξε κανέναν!»
«Μα είναι τόσο μεγάλο και τόσο παράξενο,» είπε η πάπια που το είχε δαγκώσει, «και για αυτό θα πρέπει να το διώξουμε μακριά!»
«Όμορφα παιδάκια έχει η μανούλα!» είπε με στόμφο η γριά πάπια με το πανί γύρω από το πόδι της. «Όλα με εξαίρεση του ενός, το οποίο είναι κακορίζικο. Θα ευχόμουν να μπορούσε να αναστρέψει το κλώσημα!»
«Αυτό δεν γίνεται μεγαλειοτάτη!» απάντησε η μητέρα. «Δεν είναι όμορφο, αλλά έχει καλό χαρακτήρα και κολυμπάει το ίδιο καλά όπως και τα υπόλοιπα, θα τολμούσα να πω καλύτερα και από τα υπόλοιπα. Πιστεύω ότι με το καιρό και όσο θα μεγαλώνει θα φτιάξει το μέγεθος και η εμφάνιση του. Έτσι και αλλιώς παπί είναι δεν θα το ενοχλήσει ιδιαίτερα η ασχήμια του!»
«Τα άλλα παπάκια είναι γλυκύτατα!» λέει η γριά. «Κάντε σαν να βρίσκεστε στο σπίτι σας και αν βρείτε κανένα κεφάλι χελιού, τότε μπορείτε να μου το φέρετε!» Και έτσι η αυλή έγινε το σπίτι τους.
Ωστόσο το φτωχό παπί το οποίο είχε βγει τελευταίο από το αυγό και το οποίο ήταν τόσο μα τόσο άσχημο, δεν περνούσε καθόλου καλά. Το δάγκωναν, το έφτυναν και το κορόιδευαν τόσο η πάπιες όσο και η κότες. «Είναι πολύ μεγάλο» έλεγαν όλες. Ακόμη και γάλος που είχε γεννηθεί έχοντας στα πόδια του σπιρούνια και για αυτό νόμιζε ότι είναι ο καίσαρας ενώ όλοι οι υπόλοιποι τον νόμιζαν τρελό, φύσηξε και ξεφύσηξε σαν ιστιοφόρο πριν ορμήξει προς το μικρό για να του φωνάξει: «γλου, γλου, γλου». Το παπάκι δεν ήξερε που να σταθεί και που να βρεθεί. Ήταν θλιμμένο που ήταν τόσο άσχημο και είχε γίνει ο περίγελος όλης της αυλής.

Από την πρώτη μέρα η συμπεριφορά όλων προς το παπί ήταν απαίσια και γινόταν κάθε μέρα και χειρότερη. Όλοι κυνηγούσαν το καημένο το παπάκι, ακόμη και τα αδέρφια του το περιγελούσαν και του έλεγαν «μακάρι να σε έπαιρνε η γάτα αηδιαστικό πλάσμα!» και η μητέρα αναστέναζε: «μόνο να είχες φύγει μακριά!» Οι πάπιες το δάγκωναν, οι κότες το τσιμπούσαν ακόμη και το κορίτσι που έφερνε την τροφή το κλοτσούσε.
Έτσι πέταξε πάνω από τον φράκτη. Τα πουλάκια τα οποία ήταν στους θάμνους φοβήθηκαν και πέταξαν ψηλά. «Η ασχήμια μου τα τρόμαξε!» σκέφτηκε το παπάκι και έκλεισε τα μάτια του, παρόλα αυτά όμως συνέχισε να τρέχει. Έτσι έφτασε σε ένα μεγάλο έλος στο οποίο έμεναν οι αγριόπαπιες. Εδώ έμεινε την νύχτα, γιατί ήταν πολύ κουρασμένο και στεναχωρημένο.

Το πρωί πέταξαν οι αγριόπαπιες ψηλά και αντίκρισαν τον νέο τους συγκάτοικο. «Τι μέρους του λόγου είσαι εσύ;» το ρώτησαν. Το παπάκι γυρνούσε προς όλες τις πλευρές και χαιρετούσε όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
«Είσαι αποκρουστικά άσχημο» του είπαν οι αγριόπαπιες «αλλά αυτό δεν πειράζει όσο δεν παντρεύεσαι μέλος της οικογένειάς μας!» Το καημένο παπάκι είχε άλλες έννοιες από την παντρειά. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να του επιτραπεί να ξαπλώνει στην ακτή και να πίνει από το νερό του έλους.
Μετά από δύο μέρες παραμονής στο έλος, ήρθαν δύο άγριες χήνες. Για την ακρίβεια δύο χηνόπουλα, καθώς δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που βγήκαν από αυγό τους και για αυτό ήταν ακόμη αρκετά αυθόρμητα.
«Άκου συνάδελφε, είσαι τόσο άσχημο που τυπικά είσαι όμορφο και για αυτό εμείς μπορούμε να σε ανεχτούμε. Θέλεις να έρθεις μαζί μας και να γίνεις ο οδηγός του σμήνους μας;» ρώτησαν το παπάκι.
«Μπαμ, μπαμ!» ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί και τα χηνόπουλα έπεσαν νεκρά. Το νερό του έλους κοκκίνισε από το αίμα. «Μπαμ, μπαμ» ξανακούστηκαν πυροβολισμοί, και σμήνη ολόκληρα από αγριόχηνες σηκώθηκαν από το έλος και μετά ξανακούστηκαν πυροβολισμοί. Ήταν μεγάλο κυνήγι, οι κυνηγοί καθόταν δεξιά αριστερά γύρω από το έλος. Μερικοί μάλιστα είχαν ανεβεί πάνω στα κλαδιά των δέντρων.
Ο μπλε καπνός από μπαρούτι περνούσε σαν σύννεφο μέσα από τα δέντρα και στάθηκε ψηλά πάνω από το νερό. Τα κυνηγόσκυλα στριμωχνόταν να μπουν μέσα στο έλος. Πόσο τρόμαξε στα αλήθεια το παπάκι! Γύρισε το κεφάλι για να το κρύψει μέσα στη φτερούγα του. Τότε ένας τεράστιος σκύλος στάθηκε μπροστά του. Η γλώσσα του σκύλου του κρεμόταν μέχρι κάτω και τα απαίσια μάτια του γυάλιζαν. Σχεδόν ακουμπούσε το παπί με την μουσούδα του, έδειξε τα κοφτερά του δόντια και -πλατς -αποτραβήχτηκε χωρίς να το πειράξει.
«Δόξα τον Θεό» αναστέναξε το παπί, «είμαι τόσο άσχημο που ακόμη και ο σκύλος δεν θέλει να με δαγκώσει!»
Έτσι έμεινε ξαπλωμένο ενώ τα σκάγια διέσχιζαν τον αέρα και από παντού ακουγόταν τουφεκιές. Μόνο αργά το μεσημέρι ησύχασε η κατάσταση, αλλά το καημένο το παπάκι δεν τολμούσε να σηκωθεί. Κάθισε και περίμενε για αρκετές ώρες ακόμη πριν κοιτάξει τριγύρω και μετά άρχισε να τρέχει με όλες του τις δυνάμεις να βγει από το έλος.
Κατά το απόγευμα έφτασε σε μια φτωχική αγροικία. Ήταν τόσο άθλια η κατάσταση της, που και η ίδια δεν ήξερε από ποια πλευρά να πέσει και έτσι έμενε όρθια. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε βροχή και ο αέρας φυσούσε έντονα. Έτσι το παπάκι έπρεπε να καθίσει για να μην το παρασύρει ο αέρας, και η κακοκαιρία ολοένα και χειροτέρευε. Τότε παρατήρησε ότι η πόρτα είχε ανασηκωθεί και κρεμόταν στραβά από τον ένα μεντεσέ. Έτσι κάτω από την πόρτα έμενε μια χαραμάδα αρκετά μεγάλη ώστε να μπορέσει το παπί να μπει στην αγροικία και αυτό ακριβώς έκανε.
Εδώ έμενε μια γριά με τον γάτο της και την κότα της. Ο γάτος, τον οποίο η γριά έλεγε γιόκα, μπορούσε να σχηματίσει με την πλάτη του γέφυρα και να πλέκει. Ακόμη αν του χάιδευαν το τρίχωμα πετούσε σπίθες. Η κότα είχε πολύ κοντά πόδια και για αυτό την λέγανε κοντοποδαρού.
Το πρωί παρατήρησαν αμέσως το ξένο παπί οπότε ο γάτος άρχισε να πλέκει και η κότα να κακαρίζει.
«Τι είναι αυτό πάλι;» αναρωτήθηκε η γριά και καθώς δεν έβλεπε καλά, νόμιζε ότι το παπάκι ήταν μια παχιά πάπια. «Αυτό είναι καταπληκτική μπάζα» είπε «καθώς τώρα θα μπορώ να έχω αυγά πάπιας. Αρκεί να μην είναι αρσενικιά! Αυτό θα το δούμε σύντομα.»
Έτσι αποφάσισε να κρατήσει το παπάκι δοκιμαστικά για τρεις εβδομάδες. Διάστημα στο οποίο δεν έκανε ούτε ένα αβγό.
Καθώς ο γάτος ήταν ο κύριος του σπιτιού και η κότα η κυρία, η κότα ρώτησε: «Μπορείς να κάνεις αυγά;» «Όχι» απάντησε το παπί. «Τότε δεν έχεις λόγο σε αυτό το σπίτι» ανταπάντησε η κότα.
Ο γάτος ρώτησε: «Μπορείς να κάνεις γέφυρα με την πλάτη σου; Μπορείς να πλέκεις; Μπορείς να πετάς σπίθες;» «Όχι» απάντησε το παπί, «Τότε δεν μπορείς να έχεις άποψη όταν μιλάνε μεταξύ τους νοήμονα άτομα!» συμπέρανε ο γάτος.
Το παπάκι στεναχωριόταν και καθόταν στη γωνιά του. Τότε αυθόρμητα σκέφτηκε τον καθαρό αέρα και την λιακάδα. Νοστάλγησε να κολυμπήσει στο νερό και έτσι αποκάλυψε την επιθυμία του στο κοτόπουλο. «Τι είναι αυτά που λες;» απάντησε αυτό, «τι περίεργες σκέψεις είναι αυτές; Άρχισε να κάνεις αυγά ή να πλέκεις να δεις για πότε θα σου περάσουν!»
«Μα είναι υπέροχα να κολυμπάς στο νερό!» διαμαρτυρήθηκε το παπάκι, «υπέροχα να δροσίζεις το κεφάλι σου στα κύματα ή να βουτάς μέχρι τον βυθό!»
«Ναι θα πρέπει να είναι καταπληκτική διασκέδαση!» είπε το κοτόπουλο ειρωνικά, «έχεις χαζέψει! Ρώτα τον γάτο που είναι ο εξυπνότερος από όσους γνωρίζω, αν του είναι τόσο ευχάριστο να κολυμπάει στο νερό ή να κάνει βουτιές!»
«Δεν με καταλαβαίνετε!» είπε το παπάκι.
«Αν δεν σε καταλαβαίνουμε εμείς, τότε ποιος μπορεί να σε καταλάβει! Δεν θα πιστεύεις βέβαια ότι είσαι εξυπνότερο από τον γάτο και από μένα. Κοίταξε να μάθεις να κάνεις αβγά, να πλέκεις και να πετάς σπίθες!»


«Νομίζω ότι θα βγω να περιπλανηθώ στον κόσμο!» Απάντησε το παπάκι.
«Αυτό να κάνεις!» ανταπάντησε η κότα.
Έτσι το παπάκι έφυγε και πήγε να κολυμπήσει στο νερό. Έκανε βουτιές αλλά λόγω της ασχήμιας του όλα τα υπόλοιπα ζώα το παρέβλεπαν.
Όταν έφθασε το φθινόπωρο τα φύλλα στο δάσος έγιναν κίτρινα και καφέ, η καταιγίδες τα έπαιρναν και τα στριφογυρνούσαν στον αέρα και το κρύο άρχισε να γίνεται αισθητό. Τα σύννεφα κρεμόταν βαριά, φορτωμένα με χιόνι και χαλάζι και πάνω στον φράχτη στεκόταν ένα κοράκι που έκρωζε από το κρύο «κρα, κρα!». Κανείς κρύωνε και μόνο με την ιδέα. Η κατάσταση για το παπάκι δεν ήταν καθόλου καλή.



Ένα απόγευμα ενώ το ηλιοβασίλεμα φώτιζε με υπέροχα χρώματα τον ουρανό, ένα σμήνος από λαμπερά μεγάλα πουλιά ξεπρόβαλε πίσω από τους θάμνους. Το παπάκι δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφα πουλιά. Ήταν ολόλευκα με μεγάλους λυγερούς λαιμούς. Ήταν κύκνοι. Έβγαζαν μία παράξενη κραυγή, άπλωναν τις φανταχτερές φτερούγες τους και πετούσαν από τις κρύες περιοχές στις θερμότερες πάνω από ανοιχτές θάλασσες. Πετούσαν τόσο ψηλά που το ασχημόπαπο αισθανόταν πολύ παράξενα και μόνο που τα έβλεπε.
Δεν μπορούσε να ξεχάσει τα φανταχτερά, όμορφα πουλιά. Μόλις χάθηκαν στον ορίζοντα βούτηξε μέχρι τον βυθό και όταν ξεπρόβαλε πάλι στην επιφάνεια αισθάνθηκε περίεργα. Δεν ήξερε πως λεγόταν αυτά τα πουλιά, ούτε για το που πήγαιναν αλλά τα αγάπησε όσο δεν είχε αγαπήσει ποτέ κανέναν. Αμέσως αισθάνθηκε ζήλια. Πως αλήθεια τόλμησε να ευχηθεί να αποκτήσει τέτοια ομορφιά; Θα ήταν ήδη ευτυχισμένο αν το ανεχόταν στην παρέα τους οι πάπιες. Καημένο άσχημο ζώο.
Όσο περνούσε ο καιρός ο χειμώνας αγρίευε! Το παπάκι έπρεπε να κολυμπάει ακατάπαυστα ώστε να εμποδίσει το πάγωμα του νερού. Κάθε νύχτα όμως η τρύπα μέσα στην οποία κολυμπούσε μίκραινε όλο και περισσότερο. Το κρύο ήταν πια τσουχτερό και το παπάκι έπρεπε να χρησιμοποιεί συνεχώς τα πόδια του ώστε να εμποδίσει το πάγωμα του νερού. Τελικά κουράστηκε και έμεινε ακίνητο. Τότε όλο το νερό πάγωσε και το παπάκι έμεινε εγκλωβισμένο μέσα στον πάγο.
Την επόμενη μέρα το πρωί ένας περαστικός αγρότης παρατήρησε το φτωχό ζώο. Πήγε έσπασε τον πάγο με το ξύλινο παπούτσι του, έσωσε το ζώο και το πήγε στη γυναίκα του. Τότε το παπάκι ξαναζωντάνεψε.
Τα παιδιά θέλανε να παίξουν μαζί του. Αλλά το παπάκι νόμιζε ότι θα το πονέσουν και από τον φόβο του πήγε κατευθείαν πάνω στην κούπα με το γάλα έτσι που το γάλα πιτσίλισε σε όλο το σπιτικό. Μετά πέταξε και πήγε πάνω στο ράφι με το βούτυρο και από κει στο βαρέλι με το αλεύρι και μετά πάλι στο αέρα. Η γυναίκα φώναζε και το κυνηγούσε με την τσιμπίδα του τζακιού, και τα παιδιά έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο κυνηγώντας το παπάκι ενώ γελούσαν και φώναζαν. Ευτυχώς που ήταν ανοιχτή η πόρτα και έτσι το παπάκι πετάχτηκε έξω και μπόρεσε να σωθεί στο απάτητο χιόνι ανάμεσα στους θάμνους. Εκεί λοιπόν έμεινε ξαπλωμένο και εξουθενωμένο.

Το παπάκι έμεινε μόνο του και θα ήταν θλιβερό να εξιστορήσουμε πως πέρασε μέχρι να περάσει ο χειμώνας. Ώσπου μια μέρα ενώ στεκόταν μέσα στις καλαμιές του έλους, άρχισε πάλι να εμφανίζεται η ζεστασιά του ήλιου. Οι κορυδαλλοί τραγουδούσαν και η άνοιξη είχε πια καταφθάσει.


Τότε άνοιξε τα φτερά του και άρχισε να τα χτυπάει τόσο δυνατά όσο ποτέ και το σώμα του εκτοξευόταν με κάθε χτύπημα όλο και πιο μακριά Πριν καν καταλάβει το πως είχε βρεθεί σε έναν μεγάλο κήπο. Εκεί βρισκόταν ανθισμένες μηλιές και μοσχοβολούσαν πασχαλιές που έγερναν τα μακριά πράσινα κλαδιά τους στα κανάλια που έτρεχαν ανάμεσα τους. Ω, πόσο υπέροχα ανοιξιάτικος ήταν ο καιρός. Από ένα ξέφωτο ήρθαν κολυμπώντας τρεις πανέμορφοι, λευκοί κύκνοι. Με λαμπερά φτερά γλυστρούσαν ανάλαφρα πάνω στο νερό. Το παπάκι αναγνώρισε τα όμορφα πουλιά και αισθάνθηκε μια παράξενη αδιαθεσία.

«Θα πετάξω στο μέρος αυτών των βασιλικών πουλιών και θα με δαγκώσουν μέχρι να πεθάνω. Δεν θα μου συγχωρέσουν που ενώ είμαι είμαι τόσο άσχημο θα τολμήσω να τα πλησιάσω. Αλλά καλύτερα να σκοτώσουν αυτά παρά να με δαγκώνουν οι πάπιες, να με τσιμπάνε οι κότες, να με κλοτσάει το κορίτσι που ταΐζει και να περνάω τα πάνδεινα όλο τον χειμώνα!» Αμέσως πέταξε πάνω στο νερό και μετά πήγε κολυμπώντας προς τα λαμπερά πουλιά, τα οποία όρμηξαν με αναστηλωμένα τα φτερά κατά πάνω του.
«Σκοτώστε με, εμπρός σκοτώστε με» είπε το καημένο το ζώο και έγειρε το κεφάλι του στο νερό αναμένοντας τον θάνατο, όμως τι ήταν αυτό που αντίκρισε να καθρεφτίζεται στο νερό; 




Είδε την εικόνα του να σχηματίζεται στο νερό, αλλά δεν ήταν πια ένα πλαδαρό, γκρίζο πουλί, άσχημο και αποκρουστικό. Όχι ήταν το ίδιο ένας κάτασπρος κύκνος με υπέροχα φτερά.
Ακόμη και αν έχεις γεννηθεί σε μια αυλή γεμάτη με πάπιες, αν προέρχεσαι από αυγό κύκνου, τότε κύκνος θα γίνεις! Χάρη στις κακουχίες που είχε τραβήξει και την απόρριψη που είχε νιώσει, το νεαρό ζώο ήξερε να εκτιμήσει την τύχη του να είναι τόσο όμορφο και η ομορφιά του να είναι ευπρόσδεκτη από όλους. Οι μεγάλοι κύκνοι φτάσανε στο νεαρό πουλί και το χάιδευαν με το ράμφος τους.

Τότε ήρθαν μερικά παιδιά στον κήπο. Πετούσαν ψωμί και σπόρους στο νερό, και το μικρότερο φώναζε: «κοιτάξτε εκεί είναι ένας καινούριος!» Και τα υπόλοιπα παιδάκια συμφώνησαν πανηγυρίζοντας: «ένας νέος, ένας νέος κύκνος εμφανίστηκε»


Χειροκροτούσαν και χόρευαν μετά έφεραν την μητέρα και τον πατέρα τους. Έριχναν ψωμί και γλυκά στο νερό και όλοι έλεγαν: «Ο νέος είναι ο ομορφότερος, τόσο νέος και τόσο αρχοντικός!» Όλοι οι υπόλοιποι κύκνοι υποκλινόταν μπροστά του.

Τότε ο νεαρός κύκνος αισθάνθηκε ντροπή και έκρυψε το κεφάλι του μέσα στις φτερούγες του, αισθανόμενος τόσο περίεργα που και ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει. Αισθάνθηκε μεγάλη ευτυχία αλλά καθόλου υπερηφάνεια, καθώς μία καλή καρδιά δεν αισθάνεται ποτέ υπερηφάνεια. Θυμόταν όταν όλοι τον κορόιδευαν και τώρα άκουγε όλους να λένε ότι είναι το ωραιότερο από όλα τα ωραία πουλιά. Οι πασχαλιές έσκυβαν προς το μέρος του στο νερό, ο ήλιος έλαμπε ζεστός και δροσιστικός. Τίναξε τα φτερά του, ο λεπτός λαιμός σηκώθηκε και από καρδιάς πανηγύριζε: «Τόση τύχη δεν τολμούσα ούτε να την ονειρευτώ όταν ήμουν ακόμη το ασχημόπαπο!»






Μόνο ένας Κύκνος μεταμορφώνεται σε Κύκνο...!

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

«Πώς μπορεί να 'ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει;»

Nelly's

—  Δεν καταλαβαίνω, Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο· πάλι μας μιλάς με παραβολές.
—  Θα καταλάβεις στο γυρισμό, Σαριπούτο. Τώρα, σας είπα, είναι πολλά νωρίς. Χρόνια ζω τη ζωή και τον πόνο του ανθρώπου, χρόνια μεστώνω· ποτέ δεν είχα φτάσει, σύντροφοι, σε τόση ελευτερία. Γιατί; Γιατί πήρα μια μεγάλη απόφαση.
Μια μεγάλη απόφαση, Δάσκαλε; Έκαμε ο Άναντα κι ανασήκωσε το κεφάλι, έσκυψε, φίλησε το άγιο πόδι του Βούδα· ποια απόφαση;
—  Δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στο Θεό, σε αυτό που λέτε εσείς Θεό· δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στον Πειρασμό, σε αυτό που λέτε εσείς πειρασμό· δε θέλω να πουληθώ σε κανένα. Είμαι λεύτερος! Χαρά σε αυτόν που ξεφεύγει από τα νύχια του Θεού και του Πειρασμού, αυτός, αυτός μονάχα λυτρώνεται.
—  Λυτρώνεται από τι; έκαμε ο Σαριπούτο κι ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του· λυτρώνεται από τι; Ένας λόγος απόμεινε στα χείλια σου, Δάσκαλε, και σε καίει.
—  Δε με καίει, Σαριπούτο, με δροσίζει· δεν ξέρω, συμπαθάτε με, αν αντέχετε, αν μπορείτε να τον ακούσετε χωρίς να σας κυριέψει τρόμος.
—  Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο, πάμε στον πόλεμο, μπορεί να μη γυρίσουμε· μπορεί να μη σε ξαναδούμε· φανέρωσέ μας το στερνό ετούτο λόγο, το στερνό σου· λυτρώνεται από τι;
Αργά, βαριά, σαν κορμί στην άβυσσο, έπεσε από τα σφιγμένα χείλια του Βούδα ο λόγος:
—  Από τη λύτρωση.
— Από τη λύτρωση; Λυτρώνεται από τη λύτρωση; ξεφώνισε ο Σαριπούτο. Δάσκαλέ μου, δεν καταλαβαίνω!
—  Καλύτερα, Σαριπούτο, καλύτερα· αν καταλάβαινες, θα τρόμαζες. Όμως, μάθετέ το, σύντροφοι, ετούτη είναι η λευτεριά η δικιά μου· λυτρώθηκα από τη λύτρωση!
Σώπασε· μα δεν μπορούσε πια να κρατηθεί:
—  Κάθε άλλη λευτεριά, μάθετέ το, είναι σκλαβιά· αν ήταν να ξαναγεννιόμουν, για τη μεγάλη ετούτη λευτεριά θα πολεμούσα: για τη λύτρωση από τη λύτρωση… Μα φτάνει· πρώιμα είναι ακόμα να μιλούμε· θα τα πούμε σαν γυρίσετε από τον πόλεμο, αν γυρίσετε· έχετε γεια!
Ανάσανε βαθιά, έβλεπε τους μαθητές του να κοντοστέκουνται, χαμογέλασε.
—  Τι κάθεστε; είπε· το χρέος σας ακόμα ο πόλεμος, σύρτε να πολεμήστε· έχετε γεια!
—  Καλή αντάμωση, Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο, πάμε, κι ο Θεός βοηθός!
Ο Άναντα έμεινε ακίνητος· ο Βούδας τον κόχεψε ευχαριστημένος.
—  Εγώ θα μείνω μαζί σου, Δάσκαλέ μου, είπε και κατακοκκίνισε.
—  Άναντα αγαπημένε, έκαμε ο Βούδας, από φόβο;
—  Από αγάπη, Δάσκαλέ μου.
—  Δε φτάνει πια η αγάπη, πιστέ μου σύντροφε· δε φτάνει.
—  Το ξέρω, Δάσκαλέ μου· την ώρα που μιλούσες είδα μια φωτιά ν' αγλείφει το στόμα σου.
—  Δεν ήταν φωτιά, Άναντα, δεν ήταν φωτιά, ήταν ο λόγος. Καταλαβαίνεις, εσύ, μικρέ μου, πιστέ μου φίλε, τον περάνθρωπο τούτο λόγο;
—  Καταλαβαίνω, θαρρώ· γι’ αυτό κι απόμεινα μαζί σου.
—  Τι κατάλαβες;
—  Όποιος λέει πως υπάρχει λύτρωση είναι σκλάβος· γιατί την πάσα στιγμή φλωροζυγιάζει κάθε του λόγο, κάθε του πράξη και τρέμει: Θα σωθώ; Δε θα σωθώ; Θα πάω στον ουρανό; Θα πάω στην Κόλαση; Πώς μπορεί να 'ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει; Όποιος ελπίζει, φοβάται τη ζωή ετούτη, φοβάται τη ζωή την άλλη, κρέμεται μετέωρος και περιμένει την τύχη ή το έλεος του Θεού.
Ο Βούδας έβαλε την απαλάμη στα μαύρα μαλλιά του Άναντα.
—  Μείνε, είπε.
Κάμποση ώρα έμειναν αμίλητοι κάτω από το ανθισμένο δέντρο. Ο Βούδας χάδεψε αργά, πονετικά, τα μαλλιά του αγαπημένου μαθητή.
—  Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή 'ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
Ο Άναντα είχε σκύψει το κεφάλι και δε μιλούσε.
—  Καταλαβαίνεις λοιπόν τώρα ποιος είναι ο τέλειος Λυτρωτής…
Σώπασε, και σε λίγο, παίζοντας ανάμεσα στα δάχτυλά του έναν ανθό που 'χε πέσει από το δέντρο:
—  Ο Λυτρωτής που θα λυτρώσει τους ανθρώπους από τη λύτρωση.



        Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, κεφάλαιο ΚΔ'

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Το σύννεφο και ο αμμόλοφος


Ένα νεαρό σύννεφο γεννήθηκε στο μέσο μιας μεγάλης καταιγίδας στη Μεσόγειο. Αλλά δεν πρόλαβε να μεγαλώσει εκεί, ένας δυνατός άνεμος έσπρωξε όλα τα σύννεφα προς την Ανατολή.
Μόλις έφτασαν στην ήπειρο, το κλίμα άλλαξε στον ουρανό έλαμπε ένας γενναιόδωρος ήλιος και από κάτω τους εκτεινόταν η χρυσαφένια άμμος της ερήμου Σαχάρα. Ο άνεμος συνέχισε να τα σπρώχνει προς τα δάση του Νότου, καθώς στη έρημο δεν βρέχει σχεδόν ποτέ.
Ωστόσο, τα νεαρά σύννεφα είναι σαν τους νεαρούς ανθρώπους. Το σύννεφό μας λοιπόν αποφάσισε ν” απομακρυνθεί από τους γονείς του και τους μεγαλύτερους φίλους του για να γνωρίσει τον κόσμο.
- Τι κάνεις εκεί; Φώναξε ο άνεμος. Η έρημος είναι όλη ίδια!
Γύρνα στο σμήνος και θα πάμε στο κέντρο της Αφρικής, όπου υπάρχουν εκθαμβωτικά βουνά και δέντρα!
Αλλά το νεαρό σύννεφο, ανυπότακτο από τη φύση του, δεν υπάκουσε. Χαμήλωσε σιγά-σιγά, έως ότου κατάφερε να αιωρηθεί σε μια γενναιόδωρη και γλυκιά αύρα και να πλησιάσει τη χρυσαφένια άμμο. Αφού τριγύρισε αρκετά, πρόσεξε ότι ένας από τους αμμόλοφους του χαμογελούσε. Είδε ότι κι εκείνος ήταν νέος, πρόσφατα σχηματισμένος από τον άνεμο που μόλις είχε περάσει. Την ίδια στιγμή ερωτεύτηκε την χρυσή του κόμη.
- Καλημέρα, είπε. Πώς είναι η ζωή εκεί κάτω;
- Έχω την συντροφιά των άλλων αμμόλοφων, του ήλιου, του ανέμου και των καραβανιών που περνούν από δω πότε-πότε. Μερικές φορές κάνει πολλή ζέστη, όμως είναι υποφερτή. Και πώς είναι η ζωή εκεί πάνω;
- Κι εδώ υπάρχει άνεμος και ήλιος, αλλά το πλεονέκτημα είναι ότι μπορώ και τριγυρνάω στον ουρανό και να μαθαίνω πολλά πράγματα.
- Για μένα η ζωή είναι σύντομη, είπε ο αμμόλοφος. Όταν ο άνεμος επιστρέψει από τα δάση, θα εξαφανιστώ.
- Και αυτό σου προκαλεί θλίψη;
- Μου δίνει την εντύπωση ότι δεν χρησιμεύω σε τίποτα.
- Κι εγώ αισθάνομαι το ίδιο. Μόλις περάσει ο επόμενος άνεμος θα πάω στο Νότο και θα μεταμορφωθώ σε βροχή. Αυτή είναι η μοίρα μου ωστόσο.
Ο αμμόλοφος δίστασε, αλλά τελικά είπε:
- Ξέρεις ότι εμείς εδώ στην έρημο τη βροχή την λέμε «παράδεισο»;
- Δεν ήξερα ότι μπορούσα να μεταμορφωθώ σε κάτι τόσο σημαντικό, είπε το σύννεφο γεμάτο περηφάνια.
- Έχω ακούσει πολλούς μύθους από γέρικους αμμόλοφους. Λένε ότι μετά τη βροχή καλυπτόμαστε από χλόη και λουλούδια. Εγώ όμως ποτέ δεν θα μάθω τι είναι αυτό, γιατί στην έρημο βρέχει πολύ σπάνια.
Ήταν η σειρά του σύννεφου να διστάσει. Αμέσως μετά όμως του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.
- Αν θέλεις, μπορώ να ρίξω πάνω σου βροχή. Αν και μόλις έφτασα, σ' έχω ερωτευθεί και θα θελα να μείνω εδώ για πάντα.
- Όταν σε είδα για πρώτη φορά στον ουρανό κι εγώ σε αγάπησα, είπε ο αμμόλοφος. Αν όμως μεταμορφώσεις την ωραία λευκή κόμη σου σε βροχή, θα πεθάνεις.
- Η Αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ, είπε το σύννεφο. Μεταμορφώνεται. Κι εγώ θέλω να σου δείξω τον παράδεισο.
Άρχισε λοιπόν να χαϊδεύει τον αμμόλοφο με μικρές σταγόνες και παρέμειναν μαζί μέχρι που εμφανίστηκε το ουράνιο τόξο. Την επόμενη μέρα ο μικρός αμμόλοφος ήταν καλυμμένος με λουλούδια. Κάποια σύννεφα που περνούσαν με προορισμό την Αφρική νόμισαν ότι εκεί ήταν ένα κομμάτι του δάσους που έψαχναν κι έριξαν κι άλλη βροχή. Λίγα χρόνια μετά, ο αμμόλοφος είχε μεταμορφωθεί σε όαση, η οποία δρόσιζε τους περαστικούς με τη σκιά των δέντρων της.

Paulo Coelho


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...