Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

«Πώς μπορεί να 'ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει;»

Nelly's

—  Δεν καταλαβαίνω, Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο· πάλι μας μιλάς με παραβολές.
—  Θα καταλάβεις στο γυρισμό, Σαριπούτο. Τώρα, σας είπα, είναι πολλά νωρίς. Χρόνια ζω τη ζωή και τον πόνο του ανθρώπου, χρόνια μεστώνω· ποτέ δεν είχα φτάσει, σύντροφοι, σε τόση ελευτερία. Γιατί; Γιατί πήρα μια μεγάλη απόφαση.
Μια μεγάλη απόφαση, Δάσκαλε; Έκαμε ο Άναντα κι ανασήκωσε το κεφάλι, έσκυψε, φίλησε το άγιο πόδι του Βούδα· ποια απόφαση;
—  Δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στο Θεό, σε αυτό που λέτε εσείς Θεό· δε θέλω να πουλήσω την ψυχή μου στον Πειρασμό, σε αυτό που λέτε εσείς πειρασμό· δε θέλω να πουληθώ σε κανένα. Είμαι λεύτερος! Χαρά σε αυτόν που ξεφεύγει από τα νύχια του Θεού και του Πειρασμού, αυτός, αυτός μονάχα λυτρώνεται.
—  Λυτρώνεται από τι; έκαμε ο Σαριπούτο κι ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του· λυτρώνεται από τι; Ένας λόγος απόμεινε στα χείλια σου, Δάσκαλε, και σε καίει.
—  Δε με καίει, Σαριπούτο, με δροσίζει· δεν ξέρω, συμπαθάτε με, αν αντέχετε, αν μπορείτε να τον ακούσετε χωρίς να σας κυριέψει τρόμος.
—  Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο, πάμε στον πόλεμο, μπορεί να μη γυρίσουμε· μπορεί να μη σε ξαναδούμε· φανέρωσέ μας το στερνό ετούτο λόγο, το στερνό σου· λυτρώνεται από τι;
Αργά, βαριά, σαν κορμί στην άβυσσο, έπεσε από τα σφιγμένα χείλια του Βούδα ο λόγος:
—  Από τη λύτρωση.
— Από τη λύτρωση; Λυτρώνεται από τη λύτρωση; ξεφώνισε ο Σαριπούτο. Δάσκαλέ μου, δεν καταλαβαίνω!
—  Καλύτερα, Σαριπούτο, καλύτερα· αν καταλάβαινες, θα τρόμαζες. Όμως, μάθετέ το, σύντροφοι, ετούτη είναι η λευτεριά η δικιά μου· λυτρώθηκα από τη λύτρωση!
Σώπασε· μα δεν μπορούσε πια να κρατηθεί:
—  Κάθε άλλη λευτεριά, μάθετέ το, είναι σκλαβιά· αν ήταν να ξαναγεννιόμουν, για τη μεγάλη ετούτη λευτεριά θα πολεμούσα: για τη λύτρωση από τη λύτρωση… Μα φτάνει· πρώιμα είναι ακόμα να μιλούμε· θα τα πούμε σαν γυρίσετε από τον πόλεμο, αν γυρίσετε· έχετε γεια!
Ανάσανε βαθιά, έβλεπε τους μαθητές του να κοντοστέκουνται, χαμογέλασε.
—  Τι κάθεστε; είπε· το χρέος σας ακόμα ο πόλεμος, σύρτε να πολεμήστε· έχετε γεια!
—  Καλή αντάμωση, Δάσκαλε, είπε ο Σαριπούτο, πάμε, κι ο Θεός βοηθός!
Ο Άναντα έμεινε ακίνητος· ο Βούδας τον κόχεψε ευχαριστημένος.
—  Εγώ θα μείνω μαζί σου, Δάσκαλέ μου, είπε και κατακοκκίνισε.
—  Άναντα αγαπημένε, έκαμε ο Βούδας, από φόβο;
—  Από αγάπη, Δάσκαλέ μου.
—  Δε φτάνει πια η αγάπη, πιστέ μου σύντροφε· δε φτάνει.
—  Το ξέρω, Δάσκαλέ μου· την ώρα που μιλούσες είδα μια φωτιά ν' αγλείφει το στόμα σου.
—  Δεν ήταν φωτιά, Άναντα, δεν ήταν φωτιά, ήταν ο λόγος. Καταλαβαίνεις, εσύ, μικρέ μου, πιστέ μου φίλε, τον περάνθρωπο τούτο λόγο;
—  Καταλαβαίνω, θαρρώ· γι’ αυτό κι απόμεινα μαζί σου.
—  Τι κατάλαβες;
—  Όποιος λέει πως υπάρχει λύτρωση είναι σκλάβος· γιατί την πάσα στιγμή φλωροζυγιάζει κάθε του λόγο, κάθε του πράξη και τρέμει: Θα σωθώ; Δε θα σωθώ; Θα πάω στον ουρανό; Θα πάω στην Κόλαση; Πώς μπορεί να 'ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει; Όποιος ελπίζει, φοβάται τη ζωή ετούτη, φοβάται τη ζωή την άλλη, κρέμεται μετέωρος και περιμένει την τύχη ή το έλεος του Θεού.
Ο Βούδας έβαλε την απαλάμη στα μαύρα μαλλιά του Άναντα.
—  Μείνε, είπε.
Κάμποση ώρα έμειναν αμίλητοι κάτω από το ανθισμένο δέντρο. Ο Βούδας χάδεψε αργά, πονετικά, τα μαλλιά του αγαπημένου μαθητή.
—  Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή 'ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
Ο Άναντα είχε σκύψει το κεφάλι και δε μιλούσε.
—  Καταλαβαίνεις λοιπόν τώρα ποιος είναι ο τέλειος Λυτρωτής…
Σώπασε, και σε λίγο, παίζοντας ανάμεσα στα δάχτυλά του έναν ανθό που 'χε πέσει από το δέντρο:
—  Ο Λυτρωτής που θα λυτρώσει τους ανθρώπους από τη λύτρωση.



        Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, κεφάλαιο ΚΔ'
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...