Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Ιφιγένεια εν Αυλίδι - Ευριπίδης (Α' Μέρος)


 Iphigenia daughter of Agamemnon 
Herbert Gustave Schmalz 

Η τραγωδία αρχίζει με διάλογο ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και τον γέρο υπηρέτη του: O
 αρχηγός του στόλου των Ελλήνων έχει καλέσει την κόρη του Ιφιγένεια στην Αυλίδα, δήθεν για να την παντρέψει με τον Αχιλλέα, στην πραγματικότητα όμως για τη θυσιάσει στην Άρτεμη,προκειμένου να εξασφαλίσει ευνοϊκό άνεμο για το ταξίδι του στόλου στην Τροία. Τώρα στέλνει τον υπηρέτη του στο Άργος με ένα δεύτερο γράμμα για να ανακαλέσει το πρώτο.
Εμφανίζεται χορός από της γυναίκες της Χαλκίδας και περιγράφει τις συγκεντρωμένες στην Αυλίδα στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Μενέλαος ορμάει στην σκηνή, κατηγορεί τον Αγαμέμνονα για την αλλαγή της απόφασής του και ακολουθεί έντονη φιλονικία ανάμεσα στους δύο αδελφούς. Στο μεταξύ, φθάνει η Ιφιγένεια μαζί με την μητέρα της Κλυταιμνήστρα και τον μικρό αδερφό της Ορέστη. Ο Μενέλαος συγκινείται, προτρέπει τον Αγαμέμνονα να μην θυσιάσει την κόρη του, αλλά τώρα εκείνος είναι αμετάπειστος. ακολουθούν συγκινητικές στιγμές χαιρετισμού προς τον σύζυγο και πατέρα Αγαμέμνονα, που εντείνουν περισσότερο τον πόνο του για την επερχόμενη θυσία.
Η Κλυταιμνήστρα συναντά τον δήθεν γαμπρό της Αχιλλέα, που αποδεικνύεται ανυποψίαστος για τα σχετικά με τον γάμο. Έτσι η Κλυταιμνήστρα και η Ιφιγένεια πληροφορούνται για την αληθινή αιτία του ερχομού τους στην Αυλίδα. Η τραγική μητέρα καταφέρνει να αποσπάσει από τον ήρωα την υπόσχεση ότι θα φροντίσει με όλες του τις δυνάμεις την αποτροπή της θυσίας.
Οι παρακλήσεις της Κλυταιμνήστρας και της κόρης της να μεταπειστεί και να λυπηθεί την Ιφιγένεια αποδεικνύονται μάταιες. Ο Αχιλλέας αποφασίζει να θυσιάσει την ζωή του, για να σώσει την κοπέλα. Η   Ιφιγένεια όμως αρνείται την θυσία του ήρωα, οικειοθελώς προσφέρεται να υπακούσει την εντολή του πατέρα της και να δώσει την ζωή της για το κοινό καλό. Στο τέλος του έργου ένας αγγελιαφόρος έρχεται να ανακοινώσει στην Κλυταιμνήστρα το θαύμα: η Άρτεμης την ώρα της θυσίας, έβαλε στην θέση της Ιφιγένειας μία ελαφίνα και πήρε την κόρη στον ουρανό. Η τραγωδία κλείνει με την αναγγελία  ευνοϊκού ανέμου και την προετοιμασία στου στόλου να ξεκινήσει για την Τροία.


ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ


ΑΓΑΜΕΝΩΝ βασιλιάς του Άργους και αρχηγός του Ελληνικού στόλου που κατευθύνεται στην Τροία.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ γέροντας υπηρέτης του Αγαμέμνονα.
ΧΟΡΟΣ αποτελείται από γυναίκες της Χαλκίδας
ΜΕΝΕΛΑΟΣ αδερφός του Αγαμέμνονα
ΑΓΓΕΛΟΣ Α ανακοινώνει τη άφιξη της Ιφιγένειας
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ σύζυγος του Αγαμέμνονα
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας
ΑΧΧΙΛΕΥΣ γιος του Πηλέα και της θεάς Θέτιδας
ΑΓΓΕΛΟΣ Β ανακοινώνει τα της θυσίας


Σκηνικό
Στρατόπεδο των Ελλήνων στην Αυλίδα, δεσπόζει η σκηνή του Αγαμέμνονα. Ένας γέροντας στέκεται έξω από την σκηνή. Εμφανίζεται στην είσοδο της ο Αγαμέμνονας.



ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Έλα γέρο στο κατώφλι


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Φτάνω. Τι καινούργιο σοφίστηκες Αγαμέμνονα, βασιλιά μου;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ  Θα βιαστείς;


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Βιάζομαι. Αγρυπνούν τα γεράματα με τις ώρες και παραστέκουν στα ορθάνοικτα μάτια μου.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Αυτό τ' αστέρι που αρμενίζει πως το λένε;


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Σείριο. Είναι σιμά στην εφτάστερη πούλια και λάμποντας τρέχει μεσουρανίς 


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ήχος κανείς, ουδέ πουλιού, ουδέ πελάγου. στον Εύριπο βασιλεύει των ανέμων η σιωπή


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Γιατί στριφογυρνάς έξω απ' τη σκηνή σου Αγαμέμνονα βασιλιά μου; Ησυχάζουν στην Αυλίδα πια, οι σκοπιές λουφάζουν στα τείχη. Πάμε μέσα


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Σε ζηλεύω γέρο. Ζηλεύω τον καθένα που πέρασε βίον ακίνδυνο, ανώνυμος και άγνωστος. Δε ζηλεύω καθόλου τους άρχοντες


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Την ομορφιά της ζωής εκεί θα τη βρεις


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ομορφιά γλιστερή. Γλυκά τα αξιώματα, αν όμως πέσουν βαριά σε βουλιάζουν. πότε γυρίζουν τη ζωή τα πάνω κάτω οι θεοί που δε σεβάστηκες, πότε την αφανίζουν σύρριζα ανθρώπων αχάριστες γνώμες


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Δε με γεμίζουν άρχοντες με τέτοια λόγια. ο Ατρέας δε σ' έσπειρε μόνο για να κερδίζεις Αγαμέμνονα. Είναι γραφτό να χαίρεσαι και να λυπάσαι. Γεννήθηκες θνητός, θέλεις δε θέλεις οι βουλές των Θεών έτσι κρίνουν. Στο φως του λύχνου ανοίγεις την πλάκα και γράφεις, την κρατάς ακόμη στα χέρια, ύστερα πάλι σβήνεις τα γράμματα, τη σφραγίζεις, τη σπάζεις πάλι, το βουλοκέρι στο χώμα πετάς, νωπό το δάκρυ χύνοντας.Καμιά δεν άφησες αμφιβολία πως δεν παραλογίζεσαι.
Τι σε πονεί, και τι σε σκιάζει βασιλιά μου;
Έλα φανέρωσε σε μένα το λόγο σου, σ' άνθρωπο θα το πεις καλό και πιστό. Ο Τυνδάρεος τότε με της κυράς σου την προίκα μαζί μ' έστειλε συνοδεία πιστό πανοπροίκι.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Η κόρη του Θέστιου, Λήδα, γέννησε κόρες τρεις, τη Φοίβη, τη Κλυταιμνήστρα τη γυναίκα μου, και την Ελένη. γι' αυτήν ήρθαν γαμπροί λεβέντες απ' της Ελλάδας τα μεγάλα τζάκια. Ο ένας τον άλλον φοβέριζε πως θα' φτανε στο φόνο, αν το κορίτσι δεν έπαιρνε. Ο πατέρας Τυνδάρεος , βρέθηκε στενεμένος, να τη δώσει, να μη τη δώσει, και πως θα βόλευε καλύτερα τα πράγματα, και να, τι σοφίστηκε. να δώσουν οι γαμπροί τα χέρια, να ορκιστούν με σπονδές στους βωμούς μ' αυτή τη δέσμευση, οποιανού θα γιν΄ταν η Τυνδαρίδα γυναίκα, να τον συντρέχουν, αν την άρπαζε κανένας απ' το σπίτι κι απ΄το κρεβάτι τον έδιωχνε, όμοια και ίσα βάρβαρος και Έλληνας, να πάρουν τα όπλα και να ξεθεμελιώσουν τη χώρα του. Καλά και πονηρά τους τύλιξε ο γέρος, κι αφού τους χρέωσε, δίνει στη κόρη το λεύτερο να διαλέξει γαμπρό, όποιον της Αφροδίτης οι γλυκές πνοές κουβαλούσαν. Κι αυτή διαλέγει, που να μην έσωνε να την πάρει, τον Μενέλαο. και ήρθε στη Λακεδαίμονα απ΄τη Φρυγία, ο κριτής των θεών, καταπώς λέγει ο μύθος, στο Άργος, σωστό λουλούδι με το φανταχτερό του φόρεμα, λάμποντας  στο χρυσάφι και στα βαρβαρικά λιλιά. Την πόθησε, τον πόθησε, κι άρπαξε την Ελένη και πήγε στης Ίδης το μαντρί, μια και ήταν στα ξένα  φευγάτος ο Μενέλαος. γυρίζει πίσω αυτός τρελός κι επικαλείται τους όρκους του Τυνδάρεου πως πρέπει να συντρέξουν τον απατημένο. Στα στερνά σηκώνουν οι Έλληνες πόλεμο, τα όπλα πιάνουν και φτάνουν εδώ, στα στενά της Αυλίδας περάσματα, μ' ασπίδες, σκαριά και πλήθος άτια κι άρματα. Κι εμένα στρατηγό , για χάρη του Μενέλαου, διαλέγουν αδελφό του δα. Μακάρι τέτοιο αξίωμα κανένας άλλος να το φορτωνόταν αντίς εγώ. Ο στρατός με τάξη μαζεύτηκε, μα θρονιαστήκαμε κοντά στην Αυλίδα με καιρό αταξίδευτο. Κι ο μάντης Κάλχας, ενώ σταυρώναμε τα χέρια πια , δίνει χρησμό, την Ιφιγένεια, το βλαστάρι μου, να τη σφάξω στην Άρτεμη, που κατοικεί κοντά σ' αυτή τη γη, για να φύγουν τα πλοία και των Φρυγών οι χώρα να ρέψει. Τ' άκουσα εγώ και πρόσταξα να διαλαλήσει φωναχτά ο Ταλθύβιος πως το στράτευμα διαλύεται, πως ποτέ μου δε βάσταγα το παιδί μου να σφάξω. Ο αδερφός μου όμως, λόγους επιστρατεύοντας πολλούς μ' έπεισε τα φρυχτά  να πολεμήσω. Κι έγραψα γράμμα και το' στειλα στη γυναίκα μου τη θυγατέρα να στείλε τάχα του Αχιλλέα νύφη στεφανωτή. Αράδιαζα παινέματα για το λεβέντη κι έλεγα πως δε βολεύει να ταξιδέψει με τους Αχαιούς, αν νύφη δική μας δεν έφτανε πρώτα στη Φθία. Έτσι να πείσω μπορώ τη γυναίκα μου τάζοντας ψεύτικο γάμο της κόρης. οι μόνοι από τους Αχαιούς που τα γνωρίζουν ο Κάλχας είναι, ο Μενέλαος κι ο Οδυσσέας. Έκανα λάθος όμως και τώρα ξαναγράφω τα σωστά σ' αυτό το γράμμα που στο σκοτάδι να λύνω μ' είδες, γέροντα, και πάλι να το δένω. Έλα, πάρε το γράμμα και πήγαινε στο Άργος. Κι ότι γραμμένο κρύβει μέσα στις δίπλες του, καταλεπτώς και με το στόμα θα σου μηνύσω. Είσαι πιστός και στο σπίτι και στο ταίρι μου. Σου στέλνω κι άλλη κοντά στη παλιά τη γραφή, της Λήδας βλαστάρι.


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Μίλα ξεκάθαρα, για να πω τα γραμμένα όμοια και απαράλλαχτα με τη φωνή.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Να μη στείλεις τη κόρη σου στη φτερούγα της Εύβοιας, στης Αυλίδας τον ακύμαντο κόλπο. Μιαν άλλη φορά του παιδιού τις γαμήλιες καίμε λαμπάδες.


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κι ο Αχιλλέας, δίχως γάμου κρεβάτι, δε θ' αστράψει και δε θα βροντήσει, με τη γυναίκα σου και του λόγου σου; Αυτό να τρέμεις, πες μου τι λές;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Του Αχιλλέα πείρα τ' όνομα και όχι τη χάρη. Ούτε για γάμο ξέρει ούτε το στόχο μας, ούτε πως του' ταξα για νύφη το παιδί στην αγκαλιά του να το χαίρεται και στο κρεβάτι ταίρι.


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αποκοτιά πάρα φριχτή, βασιλιά Αγαμέμνονα, φέρνεις την κόρη σου των Δαναών σφαχτάρι και την βαφτίζεις ταίρι του γιου της θεάς.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Αλιά μου, σάλεψε το μυαλό μου και πάει του χαμού, π' ανάθεμα με. σήκω, κάνε κουπιά τα πόδια σου μη σε στραγγίξουνε τα γερατιά.


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τρέχω, βασιλιά μου.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Να μη σταθείς σε πηγές και λαγκάδια ούτε να γλυκαθείς με τον ύπνο.


ΠΡΕΣΥΤΗΣ Χτύπα ξύλο!


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Να βλέπεις καλά περνώντας τα τρίστρατα, πρόσεξε μη γελαστείς και προσπεράσει το γοργότροχο τ΄αμάξι που φέρνει κατά δώθε, στων Δαναών τα καράβια την κόρη μου.


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ  Θα το' χω στο νου μου.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Κι αν απαντήσεις την πομπή, με τα κλειδιά στο χέρι, στο κατώφλι, όρμα και πιάσε γερά τα χαλινάρια και στους βωμούς των Κυκλώπων σύρε τ' αμάξι.


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Εγώ θα το πω, μας πως θα με πιστέψουν η γυναίκα σου και το παιδί; μου το ξηγάς;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Φύλαγε τη σφραγίδα στο γράμμα που κρατάς. Σύρε τώρα, άπλωσαν πια το φως το λευκό η αυγή η λαμπερή και του ήλιου το πύρινο άρμα. 
Συμμερίσου τα πάθη μου.
Κανένας θνητός ως το τέλος τυχερός και μακάριος, ως τώρα κανείς δίχως λύπη δεν ήρθε στον κόσμο.



(φεύγει ο γέρο-υπηρέτης και ο Αγαμέμνονας μπαίνει στη σκηνή του. Μπαίνει ο χορός)



ΧΟΡΟΣ 
Ήρθα στ' ακρογιάλι στης Αυλίδας της αμμουδιά, πέρασα του Εύριπου το στενό πορθμό, τη Χαλκίδα, την πόλη μου παράτησα, μάνα της Αρέθουσας με τ' όνομα που στο γιαλό σιμά κυλάνε τα νερά της. Ήρθα να δω των Αχαιών το τσούρμο, των Αχαιών των ημίθεων τα θαλάσσια ξύλα, που λεν πως παν να πάρουνε την Τροία κι αρμάτωσαν χίλια σκαριά. ο ξανθός ο Μενέλαος και τ΄αδέρφι του, ο παινεμένος Αγαμέμνονας, για να φέρουνε πίσω ξανά την Ελένη. Απ' του Ευρώτα τους Καλαμιώνες την άρπαξε ο γελαδάρης Πάρης της Αφροδίτης χάρισμα, όταν σιμά σε δροσερές πυγές η Κύπρη με την Ήρα και την Αθηνά μάλωναν για τα κάλλη.
Εδιάβηκα κρυφά γοργά τ' άλσος της Άρτεμης με τους βωμούς, άναψα και κοκκίνησα κι ανθίζανε πρωτόγνωρες ντροπές στα μάγουλα μου. Των Δαναών λαχτάρισα να δω τ' ασκέρι, ασπίδες όπλα και σκηνές κι αλόγατα στ' αμάξια. Είδα τους δυό τους Αίαντες να κάθονται μαζί του Οιλέα τον γιο και του Τελαμώνα, της Σαλαμίνας την κορώνα τον Πρωτεσίλαο, να ρίχνει ζάρια, σε πάγκους καθιστοί να χαίρονται διπλές και ντόρτια αντάμα με τον Παλαμήδη, αυτόν που γέννησε ο γιος του Ποσειδώνα. Είδα τον Διομήδη να παιζογελά με τις χαρές του δίσκου, σιμά κοντά τον Μηριόνη του Άρη το βλαστάρι κι ανθρώπου θάμα, του Λαέρτη τον γιο, το βουνίσιο νησιώτη και δίπλα δίπλα το Νιρέα, τ' ομορφόπαιδο.
Τον Αχιλλέα τον γοργοπόδη που τρέχει σαν τον άνεμο, τη Θέτης το παιδί κι ανάθρεφτος του Χείρωνα, τον είδα στα βοτσαλάκια του γιαλού να πιλαλάει πάνοπλος, παράβγαινε πεζός άρμα με τέσσερα άλογα και πέταγε στην νίκη. Ο Εύμηλος του Φέρητα τ' αγγόνι, ηνίοχος φονοκοπούσε, τον είδα να κεντά βαθιά τα όμορφα πουλάρια του με τα χρυσά τους χαλινάρια. Ήταν τα μεσιανά με βούλες τρίχες άσπρες, και τ' ακρινά, τ' απέξω που αντάμα παίρνουν τις στροφές, πυρόξανθα με παρδαλά κοτρίδια, με τούτα πάλευε πάνοπλος του Πηλέα ο γιος πότε κοντά στο μπράτσο τ' αμαξιού πότε στ' αδράχτι.
Μέτρησα και τα καράβια ένα ένα, θώρι θεόρατο, μέλωσαν τα ματάκια τα γυναικεία μου και χόρτασαν χαρές. Άκρην άκρην στο δεξί του στόλου τα παλικάρια ήταν της Φθιώτιδας, οι Μυρμιδόνες με πλοία πενήντα, πολεμικά. Ο στρατός του Αχιλλέα είχε ξόμπλι, ψηλά ψηλά στις πρύμες χρυσές εικόνες, θεές Νεράιδες.
Των Αργείων άλλα τόσα στέκαν δίπλα τους καράβια, καπετάνιοι δυό, ο γιος του Μηκιστέα και του Ταλαού τ' αγγόνι και ο Σθένελος του Καπανέα γιος και παραδίπλα του Θησέα το παιδί μ' εξήντα πλοία της Αττικής. Είχανε τη Θεά Παλλάδα πάνω σ' άρμα μ' αλογάκια φτερωτά, ξόμπλι καλοσημαδιάς για τα ναυτάκια.


Είδα των Βοιωτών τη θαλάσσια δύναμη, πενήντα σκαριά στολισμένα με ξόμπλια. Στων καραβιών τις άκρες είχαν τον Κάδμο να κρατά στο χέρι δράκοντα χρυσό, ο ντόπιος Λήιτος ήταν ο καπετάνιος. Απ' τη Φωκίδα και τη Λοκρίδα άλλα τόσα σκαριά έφερε του Οιλέα ο γιος αφήνοντας το φημισμένο Θρόνιο.
Απ' την Κυκλώπεια Μυκήνα ο γιος του Ατρέα, μάζεψε τσούρμο πολύ για εκατό καράβια μετρημένα, μαζί κι Άδραστος μπροστάρης, στο φίλο φίλος, για να πάρει η Ελλάδα το δίκιο της πίσω για τη φευγάτη απ' το σπίτι της που σε βάρβαρο χαραμίστηκε γάμο. ήρθε απ' τη Πύλο ο Γερήνιος Νέστορας κι είδα στη πρύμη στολίδι, με ταύρου μορφή τον Αλφειό γείτονα του.
Δώδεκα τα σκαριά των Αινιανών κι ο βασιλιάς Γουνέας αρχηγός, κοντά σιμά τ' αφεντικά της Ήλιδας, που τους φωνάζουν Επειούς ο κόσμος όλος, βασιλιάς τους ο Εύριστος. Τα πολεμόχαρα λευκά κουπιά των Ταφίων ο βασιλιάς ο Μέγης κυβερνούσε, του Φυλέα παιδί που τα νησιά τις Εχινάδες άφησε, εκεί που δεν κοτάν οι ναύτες να ζυγώσουν.
Ο Αίαντας της Σαλαμίνας γέννημα και θρέμμα, είχεν αράξει στο ζερβί κι έσμιγε το δεξί πλευρό της άλλης άκρης με δώδεκα καράβια γοργοτάξιδα. Τέτοιον αντίκρισα ναύτη λαό στον κόσμο ακουσμένο. Αν τόνε βάλεις αντίκρυ στις βάρκες των βαρβάρων, πατρίδα δεν θα ξαναδούν ξανά τέτοια σκαριά που είδα ποντοπόρα. Άκουσα κι άλλα πολλά στο σπίτι μου μέσα για τέτοια μάζωμα στρατού και τα κρατώ καλά στη θύμησή μου.



('Ερχονται ο γέρο-υπηρέτης με τον Μενέλαο)



ΜΕΝΕΛΑΟΣ Φύγε, παρα είσαι πιστός στον αφέντη σου


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Με ωραία βρισιά με στολίζεις


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Θα κλάψεις αν κάνεις ότι δεν πρέπει


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Δεν έπρεπε ν' ανοίξεις το γράμμα που κουβαλούσα


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ούτε και συ να κουβαλάς στους Έλληνες δεινά


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Μ' άλλους να πας να τα βάλεις, άσε το γράμμα


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δεν τ' αφήνω


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κι εγώ δεν κάνω βήμα


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Θα σου ματώσω με το ραβδί την κεφαλή σου


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τιμή μου να πεθάνω για τον αφέντη μου


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Κάνε πέρα, είσαι πολυλογάς κι ας είσαι δούλος


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αφέντη μου Αγαμέμνονα, μας αδικούν
Μου άρπαξε το γράμμα σου με το στανιό, μεσ' απ' τα χέρια μου και δεν ακούει το δίκιο



( Βγαίνει από την σκηνή του ο Αγαμέμνονας)



ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ε! Τι καβγάς είναι αυτός, ποιος βρίζει στο κατώφλι;


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δικαιούμαι να μιλήσω πρώτος και όχι αυτός


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Γιατί μαλώνεις μαζί του Μενέλαε, και τον τραβάς;


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Κοίτα με στα μάτια και θ' αρχίσω να μιλώ


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Του Ατρέα γιος, και θα σκιαχτώ και θα κλείσω τα μάτια;


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Βλέπεις αυτό το γράμμα, μαντατοφόρο συμφοράς;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Το βλέπω, και πρώτα πέταξέ το από τα χέρια σου


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Όχι, προτού να δείξω στους Δαναούς τι γράφει μέσα


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Τη βούλα παραβίασες και ξέρεις πριν της ώρας;


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Σε πονεί, φως φανάρι το κακό που κρυφά σκαρώνεις


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Που τον έπιασες; Θεέ μου, τι ξεδιαντροπιά!


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Καρτερούσα να' ρθει το παιδί από τ' Αργος στο στράτευμα


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Να στείνεις δεν ντρέπεσαι στους δικούς μου καρτέρι;


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Το τραβούσε η όρεξη μου, δεν είμαι δούλος σου


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Δεν είναι φοβερό; Δεν μ' αφήνουν να ορίζω το βίος μου;


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Σκέφτεσαι σαν τον κάβουρα, έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Στολίζεις το φαρμάκι σου, γλώσσα κομψή μισητή


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ανισόρροπος ο αστόχαστος νους και θολός για τους φίλους
Θέλω να πω τα λάθη σου, μην οργιστείς
κι αρνηθείς την αλήθεια, κι εγώ δεν θα τεντώσω το σκοινί
Όταν πάλευες να διαφεντέψεις τους Δαναούς για την Τροία - έδειχνες πως δεν το' θελες, μα το' θελε η καρδιά σου - ήξερες να 'σαι ταπεινός, μοίραζες χαιρετούρες,
είχες ορθάνοιχτη την πόρτα σου στους συμπολίτες
τους καλημέριζες με τη σειρά - θέλαν δε θέλαν -
ζητώντας ν' αγοράσεις την αρχή μ' ωραίους τρόπους.
Ύστερα σαν την άρπαξες, άλλαξες τρόπους
φίλος σαν πρώτα δεν ήσουν με τους φίλους
Αμπαρώθηκες ξεκομμένος κι άφαντος. ο καλός  δεν γίνεται στα μεγαλεία του
ν' αλλάξει τρόπους αλλά να μένει σταθερός στις φιλίες του και να συντρέχει με τ' αγαθά
του όσο μπορεί. Το πρώτο βέλος έριξα στην πρώτη σου βρωμιά.
Όταν ήρθες στην Αυλίδα με τον στρατό των Πανελλήνων, δεν ήσουν τίποτα, τα' χες
χαμένα, που σου στερούσαν οι θεοί αγέρα πρίμο, οι Δαναοί μηνούσαν ν' αμολήσεις τα πλοία, να μη ρημάζουν στα χαμένα.
Θόλωσε το μάτι σου κακομοίρικα το μάτι σου, να διαφεντεύεις χίλια σκαριά και τη χώρα
του Πρίαμου να μη σαρώνεις.
Με παρακάλαγες, τι να κάνω; τι να κάνω; Πως θα γλιτώσω; 
για να μη χάσεις τ' αξίωμα κι η δόξα σου σβήσει.
Κι όταν ο Κάλχας προφήτεψε την κόρη στην Άρτεμη να θυσιάσεις για ν' αρμένίσουν οι Δαναοί, γλυκάθηκες και πρόθυμα τάζεις να σφάξεις το παιδί.
Μηνάς στο ταίρι σου με την καρδιά σου και όχι με το στανιό - και μη το πεις - 
να στείλει το παιδί τ' Αχιλλέα κάλπικη νύφη.
Αλλάζεις γνώμη και πιάνεσαι ν' αλλάζεις τη γραφή, πως δεν θα γίνεις φονιάς της θυγατέρας, ωραία πράγματα!
Αυτός εδώ ο ουρανός σ' έπιασε να τα λες.
Μιλιούνια την πάθανε. Σκοτώνονται ν' αρπάξουν την εξουσία και στα στερνά
την παρατάνε κακήν κακώς είτε γιατί δεν άντεξαν του κόσμου την άστοχη κρίση
είτε γιατί δε φτούρησαν να κρατήσουν το νόμο στην πόλη.
Εγώ πιο πολύ για τη δύστυχη Ελλάδα στενάζω που θέλει να γίνει κάτι καλό 
και θα γίνει περίγελο τιποτένιων βαρβάρων για σένα και τη κόρη σου.
Ποτέ πια κυβερνήτης της χώρας και στρατηγός άντρας μονάχα γενναίος,
ο στρατάρχης χρειάζεται νου. Καθένας το κράτος κυβερνά φτάνει να σκέφτεται.


ΧΟΡΟΣ Όταν τ' αδέρφια μαλώνουν, με λόγια πολεμούν τρομερά


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Θέλω να σ' αντικρούσω με λίγα λόγια, δίχως ματιές σκαρφαλωμένες
στην αναίδεια, πιο φρόνημα, αδερφό σ' έχω, ο τίμιος άντρας ξέρει να συγχωρεί.
Πες μου, γιατί φυσομανάς κι αναψοκοκκινίζεις;
Ποιος σ' αδικεί; Τι λαχταράς; Καλή γυναίκα στο κρεβάτι σου;
Δεν μπορώ να σου βρω. Αυτήν που είχες την διαφέντευες άσχημα.
Θα πληρώσω τα λάθη σου χωρίς να φταίω;
Δε λυσσάς για τη δόξα μου, τρώγεσαι να' χεις ωραία γυναίκα στην αγκαλιά
κι αφήνεις γνώση και τιμή στη μπάντα. Ο πονηρός στα πονηρά γλυκαίνεται.
Είχα πρώτα μια γνώμη στραβή, την άλλαξα φρόνημα. Είμαι τρελός;
Εσύ πιότερο που' χασες ταίρι κακό, με του θεού το χέρι, και το θέλεις πίσω ξανά.
Ορκίστηκαν οι βλάκες στον Τυνδάρεο, οι λυσσασμένοι γαμπροί - θεός και η Ελπίδα
πιστεύω, κι αυτό συντέλεσε κι όχι να λες το καμάρι σου - παρ' τους και κάνε πόλεμο,
είναι πρόθυμοι βλάκες.
Ο θεός ανόητος δεν είναι και μπορεί να φωτίσει όρκους κλεμμένους πονηρά δεμένους
στην ανάγκη. Εγώ τα παιδιά μου δε σφάζω, εσύ να χαίρεσαι παράνομα παίρνοντας
πίσω πρόστυχη γυναίκα κι εγώ να λιώνω στο δάκρυ νύχτα και μέρα 
κάνοντας κρίμα κι άδικο στα παιδιά που μεγάλωσα.
Σου τα' πα σύντομα καθαρά και ξάστερα.
Αν εσύ παλάβωσες, εγώ θα διαφεντέψω το βιος μου.


ΧΟΡΟΣ Αντίθετα τώρα ειπώθηκαν λόγια, καλά ειπωμένα, αν σώζουν παιδιά


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αλίμονο, δεν είχα ο δόλιος φίλους


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Αν δεν ήθελες τους φίλους να κάψεις


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Πως θα δείξεις πως ο ίδιος πατέρας μας γέννησε;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ενωμένοι στη φρονιμάδα κι όχι στην αφροσύνη.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Οι φίλοι πρέπει με τους φίλους να συμπάσχουν


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Για το καλό να με ζητάς, μη με παιδεύεις


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Δε θα παλέψεις και λόγου σου για την Ελλάδα;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Μα ποιος θεός σας βάρεσε κι σε και την Ελλάδα;


ΜΕΝΕΛΑΟΣ  Καμάρωνε το σκήπτρο σου, προδότη τ' αδερφού σου.
Εγώ κάτι θα σοφιστώ πηγαίνοντας να βρω τους άλλους φίλους.....



(Έρχεται βιαστικά ο πρώτος αγγελιαφόρος)



ΑΓΓΕΛΟΣ Α Βασιλιά των Πανελλήνων, Αγαμέμνονα, ήρθα φέρνοντας τη κόρη σου,
που στο παλάτι τη φωνάζουν Ιφιγένεια, και η μάνα της είναι μαζί, 
η Κλυταιμνύστρα σου κι ο μικρός Ορέστης, θα χαρείς να τους δεις, 
τόσον καιρό φευγάτος απ' το σπίτι σου.
Ήταν μακρύς ο δρόμος και κοντά σε γάργαρη πηγή δροσίζουν τα γυναικεία ποδαράκια τους, κι αυτές και τα πουλάρια, σε χλοερό γρασίδι τις στρώσαμε να φάνε μια μπουκιά.
Εγώ ήρθα κι έτρεξα πρώτος για να πάρεις τα μέτρα σου.
Ο στρατός το ξέρει πια πως η κόρη σου έφτασε.
- γοργά το μαντάτο μαθεύτηκε γύρω -
Κόσμος πολύς μαζεύτηκε για να δει με τα μάτια του την κόρη. Βλέπεις, η φήμη των τρανών τραβά τα βλέμματα του κόσμου.
Λένε: Γάμος θα γίνει ή κάτι άλλο ή μήπως και λαχτάρησε ο βασιλιάς την κόρη του
και μήνυσε να' ρθει; Άλλοι πάλι λέγαν: 
Στην παντάνασσα της Αυλίδας την Άρτεμη νύφη προσφέρουν το κορίτσι 
και ποιος θα τη χαρεί;
Ελλάτε τώρα κι ετοιμάστε τα κάνηστρα, στεφάνι βάλτε στα μαλλιά 
- κι εσύ, Μενέλαε - και στρώσε τραπέζι γάμου, να λαλήσει το σουραύλι στο κατώφλι,
να στηθεί τρικούβερτος χορός. Ήρθε η ώρα η καλή για τη νυφούλα.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Να' σαι καλά, μα σύρε τώρα μέσα, και τ' άλλα θα πάνε καλά με λίγη τύχη.



(Φεύγει ο αγγελιαφόρος)


Αλιά μου τι να πω και πούθε ν΄αρχίσω, ο δόλιος;
Σε τι ζυγό η ανάγκη μ΄έριξε;
Θεός μας τύλιξε που φάνηκε σοφότερος απ΄τις δικές μου σοφιστείες.
Ο ταπεινός κοσμάκης έχει κάτι πολύτιμο. ξεσπά στο κλάμα κι αφήνει τη γλώσσα του λεύτερη.
Τέτοια στους αφεντάδες δεν φτουράνε.
Ρυθμίζει τη ζωή μας των μεγαλείο το φορτίο και σκλάβοι του όχλου γίναμε.
Ντρέπομαι να δακρύσω, ο δόλιος και πάλι ντρέπομαι να μη δακρύσω στην πιο μεγάλη συμφορά πεσμένος.
Κουράγιο. τι θα πω στη γυναίκα μου;
πως θα τη χαιρετήσω; πως θα τη δω στα μάτια;
Στα πρώτα δεινά φορτώνει καινούργιο χαμό.
ακάλεστη κόπιασε. δεν ήταν αφύσικο να συνοδέψει τη νύφη και στο γαμπρό να παραδώσει τη μοσχοθυγατέρα της - και να με πιάσει κακούργο. Και δύστυχο το κορίτσι, - τι κορίτσι;
ταχιά των Άδη να παντρευτεί - 
το κλαίω. έτσι τ' ακούω να με παρακαλεί:
πατέρα, θα με σκοτώσεις; τέτοιο γάμο να δεις και συ και το συγγενολόι σου.
Κι Ορέστης σιμά κοντά, ξέγνοιαστο βρέφος, θα μπήξει τις φωνές γνοιασμένο.
Αχ! ο Πάρης μ' έχασε κι η παντρειά του με την Ελένη. εκείνος μου' στρωσε το δρόμο.

ΧΟΡΟΣ Σε λυπάμαι κι εγώ. αν και ξένη γυναίκα μπορεί συμφορές βασιλιάδων να κλαίει.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αδελφέ, δωσ' μου ν' αγγίξω το χέρι σου.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Πάρτο και κράτα με. ο δυνατός το χαμένο.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ορκίζομαι στον Πέλοπα, πατέρα του πατέρα μας και γονιό μας τον Ατρέα, 
πως θα μιλήσω με την καρδιά καθαρή και δίχως ψέμματα να πω τον στοχασμό μου.
Όταν είδα τα μάτια σου δάκρυ να τρέχουν σε πόνεσα κι άφησα να κυλήσουνε και τα δικά μου.
Παίρνω πίσω τα λόγια που είπα πριν.
Δεν φοβερίζω πια. είμαι κοντά σου τώρα, και σε παρακαλώ να μη σφάξεις το παιδί σου
κι απ' την καρδιά σου μη το βγάλεις για χάρη μου.
Δεν είναι δίκαιο να στενάζεις κι εγώ να χαίρομαι, οι δικοί σου να χαίρονται κι οι δικοί σου να ζούνε.
Τι θέλω τάχα; Αν λαχταρώ παντρειές, άλλη δε βρίσκω νύφη ντρανταχτή;
Χάνω τον αδερφό μου, τι χειρότερο; και παίρνω την Ελένη, τ' αγκάθι για το ρόδο;
Ήμουν παιδί και ανόητος. μα τώρα ξέρω τι θα πει να σφάζεις τέκνα, μ' άγγιξε και κατάλαβα.
Ύστερα τη σπλαχνίστηκα τη δόλια κόρη, ήρθαν στο  νου μου δεσμοί συγκένειας. αυτή θα σφαχτεί για τις δικές μου παντρειές, τι χρώσταγε το κοριτσάκι στην Ελένη;
Να σηκωθεί να φύγει το στράτευμα.
Σταμάτα να βρέχεις στο πρόσωπο σου δάκρυ, αδερφέ. με παίρνουν κι εμένα τα κλάματα.
Αν αφορά της κόρης ο χρησμός εσένα, εμένα δεν με αφορά σου τον χαρίζω.
Φοβέριζα θα πεις και τώρα κάνω πίσω;
Μιλά το φυσικό μου. Αγαπώ το αίμα της φύτρας μου και μετανιώνω. Κακό δεν είναι ν' αλλάζεις, φτάνει, κάθε φορά να βρίσκεις το καλύτερο.


ΧΟΡΟΣ Μίλησες σαν τον Τάνταλο, το γιο του Δία, με καρδιά, τους προγόνους δεν πρόδωσες.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Χαρά να' χεις,  Μενέλαε. ανέλπιστα και ταιριαστά θεμέλιωσες τον στοχασμό μου. Η ακόρεστη δίψα για βιος και ο έρωτας χωρίζουνε τ' αδέρφια. φτύνω κατάμουτρα τους συγγενείς που μεταξύ τους φαρμακώνονται. Αλλά γυρίζω ξανά στον τροχό της ανάγκης: θα ματώσω το λαιμό του παιδιού μου.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Τι; ποιος σ' αναγκάζει να τη σκοτώσεις;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Όλος ο μαζωμένος στρατός των Ελλήνων.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Όχι, αν τη στείλεις πάλι στ' Άργος.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Αυτό κρύβεται. τ' άλλο δεν κρύβεται.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ποιο, μη φοβάσαι και τόσο πολύ το λαό.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ο Κάλχας θα πει στο στρατό τις μαντείες.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Κι αν πεθάνει; στο χέρι μας είναι.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Το σπέρμα των μαντείων φιλόδοξη λέπρα.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Άχρηστοι, μα προς το παρόν αναγκαίοι.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Δεν φοβάσαι πάλι αυτό που σκέφτομαι;


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αν δεν το πεις, πως να το μαντέψω;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Το σπέρμα του Σίσυφου τα ξέρει όλα.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ο Οδυσσέας σε μας τους δύο ζημιά δεν κάνει.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ανεμοδούρας είναι και λαοπλάνος.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ Είναι φιλόφοξος, κακό κουσούρι.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Δεν τον βλέπεις να στέκεται στη μέση των Αργείων και να αγορεύει για του Κάλχα τις μαντείες, πως έταξα τάχατες στην Άρτεμη σφαχτό και πως μετά τ' αρνήθηκα;
Δε θα σηκώσει το στρατό, δε θα μας εξοντώσει και δε θα βάλει τους Αργείους να σφάξουνε τη κόρη μου; Κι αν φύγω στ' Άργος θα' ρθούν και τα τείχη του Κύκλωπα και θα γκρεμίσουν και τη γη θα ρημάξουν. Τέτοια τα πάθη μου του δόλιου. κλείσαν για μένα οι θεοί τους δρόμους όλους. Μενέλαε, μια χάρη μόνο, αν πας στο στρατό, κοίτα να μην τα μάθει η Κλυταιμνήστρα, πριν να προσφέρω στον Άδη τη κόρη μου, μήπως και λιγοστέψουν των παθών μου τα δάκρυα.
Κι εσείς ξένες, κρατήστε το στόμα κλειστό.



(Φεύγουν όλοι εκτός του χορού)



ΧΟΡΟΣ Καλόμοιροι που πλάγιασαν 
στις Αφροδίτης τα σεντόνια
φρόνιμοι και μετριμένοι, 
που γαληνέψανε 
το ποθοπλάνταχτο κεντρί της. 
όταν τεντώνει του πόθου 
τα δίδυμα τόξα ο ξανθομάλλης έρωτας 
δίνει το ένα ζωή χαρισάμενη 
και τ' άλλο παραζάλη. 
ωραία θεά μου, μη βάλεις 
την παραζάλη στην κάμαρα μου. 
Ας είναι χλιαρό το πάθος μου, 
οι πόθοι λαγαροί
απλά να χαίρομαι τον έρωτα, 
και τις περίσσιες ηδονές τις χαλαλίζω.


Λογής λογής των ανθρώπων οι φύτρες
λογής λογής των ανθρώπων τα καμώματα. μα το καλό και τ' όμορφο διάφανο πάντα
με την καλή ανατροφή θα βρεις αλάθευτα της αρετής το δρόμο.
Έχει σοφία και η ντροπή κι έχει τη  χάρη να γυρνά του νου ώσπου να βρίσκει το σωστό, 
εκεί που γνωστική ζωή στη δόξα την αγέραστη σε φέρνει.
Μεγάλο καλό της αρετής το κυηνήγι. για τις γυναίκες, όταν δεν κρυφοπαίζουν με τον έρωτα και για τους άνδρες πάλι, όταν στη μυριοκέφαλη της αγοράς ισορροπία αυξάνουν της πόλης τη δύναμη.


Ήρθες, Πάρη, γελαδάρης, εσύ που μεγάλωσες συντροφικά με της Ίδης τα λευκά μοσχαράκια. λαλούσες τη φλογέρα σου τη βάρβαρη και φύσαγες στα καλάμια σκοπούς απαράλλαχτους με του Ολύμπου τους Φρυγικούς αυλούς. γελάδες έβοσκες με πρόσβαρους μαστούς κι όταν η κρίση των τριών θεών σε τρέλανε στη  Ελλάδα σε στέλνει.
Εστάθεις μπρος στο μέγαρο με τις δεσιές από το ελεφαντόδοτο κατάματα στις βλεφαρίδες της Ελένης. τον έρωτα σου χάρισες και συνταράχτηκες από τον έρωτα της. Και των θεών η αμάχη έφερε των Ελλήνων την αμάχη με δόρατα και πλοία στης Τροίας την ακρόπολη.


Ω! μεγάλες των μεγάλων ευτυχίες!
Δέστε του Ρήγα το παιδί, την Ιφιγένεια και δέσποινα μου και του Τυνδάρεου την κόρη, την Κλυταιμνήστρα. από μεγάλη βλάστησαν γενιά κι η μοίρα το' φερε να μεγαλώσουν κι άλλο. οι δυνατοί και οι φορτωμένοι βιός στους ταπεινούς μπροστά θεοί φαντάζουν.



(Μπαίνουν μέσα σε άμαξα η Κλυταιμνήστρα, η Ιφιγένεια, ο μικρός Ορέστης και η ακολουθία τους)


Κορίτσια της Χαλκίδας, ελάτε από την άμαξα να κατεβάσουμε στη γη τη Δέσποινα, μην τύχει και γλυστρήσει. μ' ανάλαφρα τα χέρια κι αγάλια σταθερά μην και τρομάξει που μόλις καλωσόρισε η μοσχοθυγατέρα του Αγαμέμνονα. Μην της ταράξουμε και της ζαλίσουμε τις ξένες Αργίτισσες εμείς οι ξένες.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Το παίρνω για καλό ποδαρικό και τα καλά σου λόγια και την καλή σου την καρδιά. κάτι μου λέει μέσα μου πως φέρνω τη νυφούλα σε γάμο λαμπρό. Βγάλτε απ΄ τ' αμάξι της κόρης τα προικιά που κουβαλάμε και μέσα μπάστε τα προσεχτικά. 
Κι εσύ παιδί μου, άσε καρότσα κι άλογα και πάτα στη γη τ' αβρό κι άχαμνο ποδαράκι. 
Εσείς, κοπέλες, στην αγκαλιά σας σηκώστε τη και κατεβάστε τη απ τ' αμάξι.
Δώστε μου χέρι να στηριχτώ κι εγώ σεμνά ν' αφήσω το κάθισμά μου. Εσείς σταθείτε στα ζυγολούρια μπροστά. σκιάζεται δίχως χάδι το πουλάρι. Πιάστε στην αγκαλιά σας και τον Ορέστη, του Αγαμέμνονα το γιο. είναι μωρό ακόμη. Κοιμάσαι γιόκα μου; σε ζάλισε τ' αμάξι;
Ξύπνα, παντρεύουμε την αδελφούλα σου με το καλό.
Παίρνεις άντρα παλικάρι σωστό. συγγενεύεις με θεϊκό σόι της κόρης του Νηρές.
Εδώ κοντά στα πόδια μου κάτσε μικρό μου. 'Ελα στη μάνα σου σιμά και στάσου, Ιφιγένεια, οι ξένες να με δουν και να με μακαρίσουν. Και τώρα μπρος, τον ακριβό πατέρα σου χαιρέτα.


 Iphigenie - Nicolas-André Monsiau (1754-1837)


(Μπαίνει ο Αγαμέμνονας)



ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Μάνα, θα σε προλάβω και μη μου κακιώσεις. στην αγκαλιά μου θα σφίξω το στήθος του πατέρα.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τιμή μου και καμάρι μου, Βασιλιά μου Αγαμέμνονα, ήρθαμε. δεν αψηφήσαμε την εντολή σου.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Καιρό ποθώ, πατέρα, τρεχάτη να' ρθω, ν αγκαλιάσω το στήθος σου. σε λαχτάρησα. μη μου κακιώσεις.


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Με το δίκιο σου, απ' όλα τα παιδιά μου ήσουν το χαϊδεμένο πάντα του πατέρα σου.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Πατέρα μου, σε ξαναβλέπω με χαρά μεγάλη.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Κι εγώ, παιδί μου, για μένα μιλάς εσύ.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Χαρά να' χεις που μ' έφερες κοντά σου, πατέρα.

ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Δεν ξέρω, παιδί μου, τι να πω και τι όχι.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Έλα! μια με κοιτάς χαρούμενος, μια ταραγμένος.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Ο βασιλιάς και στρατηγός, νοιάζεται για πολλά.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Άσε τις έγνοιες, γίνε δικός μου τώρα.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Είμαι δικός σου τώρα, δεν ταξιδεύω αλλού.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Μη σμίγεις τα φρύδια κατσούφικα, γέλα μου.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Να, σε θωρώ και χαίρομαι, δε χαίρομαι; παιδί μου.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Κι όμως τα μάτια σου δάκρυα τρέχουν.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Είναι που φεύγεις για καιρούς μακρυά μας.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ  Δεν ξέρω τι λες, ακριβέ μου πατέρα, δεν ξέρω.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Μυαλωμένα μιλάς και με λιώνεις.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Άμυαλα να σου μιλώ να σε γλυκάνω.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Αλιά μου. δεν αντέχω να σωπαίνω. να σε χαρώ.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Μείνε πατέρα, με τα παιδιά στο σπίτι μας.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Το θέλω, δεν μπορώ και θλίβομαι.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Α! να χαθούν του Μενέλαου και λόγχες και βρωμιές.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Άλλοι θε να χαθούν, κι εγώ χάθηκα πρώτος.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Μας έλειψες καιρό στον κόλπο της Αυλίδας.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Και τώρα κάτι κρατά το στρατό να μη φύγει.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Που κατοικούν οι Φρύγες, πατέρα;


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Εκεί που να μην έσωνε να κατοικεί κι ο Πάρης.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Μ' αφήνεις, πατέρα, και σαλπάρεις γι αλλού;


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Σαλπάρεις κι εσύ παιδί μου, σαν τον πατέρα σου.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Όμορφα θα' ταν να μπαρκάριζα μαζί σου.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Θα πας κι εσύ ταξίδι και θα θυμάσαι το γονιό.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Με τη μάνα μαζί, για μονάχη μου;


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Μονάχη σου, δίχως μάνα και πατέρα.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Σε άλλο με στέλνεις σπιτικό, πατέρα;


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Τσιμουδιά, δεν μιλάνε γι' αυτά τα κορίτσια.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Να' ρθεις αμέσως, πατέρα, μόλις ξεγνοιάσεις με την Τροία.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Εδώ πρέπει να κάνω πρώτα μια θυσία.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Μην αμελήσεις ποτέ τα ιερά και τα όσια.


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Κι εσύ θα τη δεις θα είσαι κοντά στο βωμό.


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Χορό θα στήσουμε γύρω τριγύρω, πατέρα;


ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ Σε ζηλεύω που δε νιώθεις τίποτε. Μπες μέσα στη σκηνή. ματιάζουν τα κορίτσια να βλέπουν, φίλα το χέρι του πατέρα σου που για καιρό μακρυά σου θα μισέψει.
Κόρφοι και μάγουλα, ξανθά μαλλιά, τι βάρος μας φόρτωσαν Τροία κι Ελένη.
Σωπαίνω, σ' άγγιξα και με πήρε των ματιών η βροχή στο κυνήγι. 
Σύρε στο σπίτι, συμπάθα με της Λήδας φύτρα. με πήρε το παράπονο που το κορίτσι μου θα δώσω του Αχιλλέα.
Καλά τα προξενιά, πικραίνουν όμως τους γονιούς, όταν σε ξένο σπίτι ένας πατέρας ξαποστέλνει την προκοπή του.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Παράλογη δεν είμαι να σου βάλω μυαλό.

Το ίδιο θα πάθω κι εγώ, μου φαίνεται, όταν στου γάμου τις χαρές θα την ξεπροβοδίσω. Αυτά καιρός και συνήθεια τα μαλακώνουν. 
Το όνομα του γαμπρού, που' ταξες το παιδί το ξέρω, θέλω να μάθω πούθε κρατεί το σόι του.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ασωπός είχε την Αίγινα θυγατέρα


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Θνητός ή θεός την έκανε γυναίκα του;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ο Δίας, και γέννησε τον Αιακό, άρχοντα της Οινώνης


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τον Αιακό ποιο παιδί των κληρονόμησε;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ο Πηλέας που πήρε του Νηρέα την κόρη


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ο θεός την έδωσε ή την πήρε κλεφτά;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ο πατέρας την έδωσε με προξενιά του Δία


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και που παντρεύτηκαν; στο κύμα του πελάγου;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Στα μέρη του Χείρωνα, στα ριζοβούνια του Πηλίου


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Εκεί που λεν πως κατοικούν οι κένταυροι;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εκεί γιόρτασαν οι θεοί τον γάμο του Πηλέα


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Η Θέτη μεγάλωσε τον Αχιλλέα ή ο πατέρας του;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ο Χείρωνας για να μην πάρει κακές συνήθειες


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Σοφός τον ανάθρεψε και πιο σοφός ο πατέρας του που τον έδωσε


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Τέτοιος άνδρας θα πάρει την κόρη σου


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Χωρίς ψεγάδι. και που κατοικεί στην Ελλάδα;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Στις όχθες του Απιδανού, στην Φθία


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Εκεί θα πάρει το κορίτσι μου;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Αφέντης είναι πια κι αυτός θα κανονίσει


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ευτυχισμένοι να' ναι, ποια μέρα  ο γάμος;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Στη γέμιση του φεγγαριού, με το καλό


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Έκανες στη θεά θυσία πριν το γάμο;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Κοντά στο νου, την ετοιμάζουν τώρα


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Αργότερα θα στρώσεις του γάμου το τραπέζι;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Σα θυσιάσω το σφακτό που πρέπει στους θεούς


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Και που θα στήσουμε των γυναικών το φαγοπότι;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εδώ σιμά, στον Αργείων τα καλόπλωρα πλοία 


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Πρώτα ο θεός, καλά θα βολευτούμε


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ξέρεις τι λέω να κάνω; και να μ' ακούσεις, γυναίκα


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τι πράγμα; παντού και πάντα εγώ σ' ακούω πρόθυμα


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Μια και ο γαμπρός είναι κοντά, εγώ....


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ποιο χρέος μάνας θα κάνεις, δίχως μάνα;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Την κόρη θα παντρέψω με τους Αργείους μαζί


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Κι εγώ που πρέπει να' μαι την ώρα της χαράς


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Να πας να φροντίσεις τ' άλλα κορίτσια στ' Αργος


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ν' αφήσω το παιδί; ποιος θα κρατήσει την λαμπάδα;


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εγώ θα βαστήξω το φως στο ζευγάρι


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Αλλιώς ζητάει το έθιμο, μη το πατάμε


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ωραίο δεν είναι να σεργιανάς μες το στρατό


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ωραίο είναι να παντρεύει τα παιδιά της η μάνα


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Και να μην είναι μόνα τα κορίτσια στο σπίτι


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Τα φυλάνε καλά στο σφαλισμένο δώμα


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Υπάκουσε με


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μα την παντάνασσα θεά του Άργους, τράβα και γνοιάσου τα έξω κι εγώ του σπιτιού, γι αν' χει κάθε τι στο γάμου το κορίτσι



(Η Κλυταιμνήστρα και οι δικοί της μπαίνουν στη σκηνή)



ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Άδικα κόπιασα να ξαποστείλω στη γυναίκα μου, χαμένη ελπίδα. Σοφίζομαι τεχνάσματα να παγιδέψω τους ακριβούς μου και παντού παγιδεύομαι. Θα πάω στο μάντη τον Κάλχα μαζί να σκεφτούμε της θεάς τη βουλή, το χαμό μου και της Ελλάδας το ασήκωτο βάσανο. Πρέπει να' χει στο σπίτι γυναίκα καλή κι αγαθή ο φρόνιμος άνδρας, αλλιώς να μην έχει καθόλου γυναίκα.



(Φεύγει ο Αγαμέμνονας)



ΧΟΡΟΣ  Θα φτάσει στου Σιμόεντα και στις μαλαματένιες του ρουφήχτρες σύσσωμος των Ελλήνων ο στρατός πάνοπλος πάνω στα πλοία, στης Τροίας τον Ίλιο, στη γη του Απόλλωνα, εκεί που λεν πως η Κασάντρα, με δάφνης στέφανο στολίζεται χλωρό και την ξανθή στον άνεμο λύνει πλεξούδα, όταν θεού ριπές προφητικές ψυχανεμίζεται.


Θα σταθούν στο κάστρο της Τροίας οι Τρώες και γύρω τριγύρω στα τείχη, όταν ο πελαγίσιος χάλκινος Άρης στις όχθες του Σιμόεντα σιμώσει χτυπώντας τα κουπιά απάνω στα καλόπλωρα σκαριά του, θέλοντας στην Έλλάδα να φέρει απ' τη χώρα του Πριάμου την αδερφή των Διόσκουρων τ' ουρανού την Ελένη, με των Αχαιών τις λόγχες και τις άτρωτες ασπίδες.


Και σαν το κάστρο των Φρυγών και τους πέτρινους πύργους ματωμένος ο Άρης κυκλώσει κι απ' τη κομμένη κεφαλή ο Ατρείδης τον Πάρη θα σέρνει, απ' άκρη σ' άκρη την πόλη θα λιώσει και γυναίκα και κόρες του Πριάμου με βαρύ μοιρολόι θα ντύσει.


Ε! τότε η Ελένη, του Δία η κόρη, θα κλάψει πικρά που τον άνδρα της πρόδωσε. 

Ποτέ μα ποτέ μητ' εμένα μήδε τα παιδιά των παιδιών μου να βρει σαν κι αυτή τέτοια μοίρα, που στον αργαλειό σκυμμένες μεταξύ τους θα ιστορούνε  οι χρυσοκυράδες των Λυδών και των Φρυγών!

Ποιος θα με σύρει λουσμένη στο δάκρυ, απ΄τις πλεξούδες των ωραίων μου μαλλιών; ποιος θα με κορφολογήσει με πατρίδα ρημαδιό; Κι όλα τούτα για σένα, του στραβολαίμη κύκνου κόρη, αν λένε την αλήθεια πως ο Δίας άλλαξε τη μορφή του σε πετούμενο ή τα γραφτά των ποιητών και του καιρού τα γυρίσματα φόρτωσαν τέτοια τους ανθρώπους παραμύθια.


ΑΧΙΛΛΕΥΣ 
Είναι κάπου εδώ των Αχαιών ο στρατηγός;
Θα του πει κανένας δούλος πως τον ζητεί στο κατώφλι του Πηλέα ο γιος, ο Αχιλλέας;
Άδικα μοιραζόμαστε το καρτέρι στον Εύριπο. άλλοι χωρίς του γάμου ζυγό, αφήσαμε τα σπίτια μας έρημα κι εδώ στο γιαλό καθόμαστε, άλλοι, που παντρεύτηκαν, μείναν χωρίς παιδιά. Κι όμως χωρίς θεού βουλή πάθος τόσο δεινό δεν έπιασε την Ελλάδα να εκστρατεύσει. Ανάγκη να πω το δίκιο μου, μακάρι κι άλλος να πει το δικό του. Άφησα πίσω τα Φάρσαλα και τον Πηλέα και καρτερώ τ' αεράκι στον Εύριπο κρατώντας με τα δόντια τους Μυρμιδώνες. Συχνοπερνούν και λένε:
Αχιλλέα, τι περιμένουμε; Πόσος καιρός θα περάσει για να πάμε στο Ίλιο;
κάνε ότι έχει να κάνεις ή γύρνα πίσω το στρατό. Άσε τους Ατρείδες να βρουν την άκρη.


( Βγαίνει από τη σκηνή του Αγαμέμνονα η Κλυταιμνήστρα)



ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Παιδί της Νηρηίδας άκουσα μέσα τα λόγια σου και βγήκα στο κατώφλι της σκηνής.


ΑΧΙΛΛΕΥΣ Σεβάσμια θεά! τι βλέπω; Ποια να' ναι η πανώρια τούτη γυναίκα;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Απροσδόκητο δεν είναι να μη με ξέρεις; Δεν ανταμώσαμε ποτέ. Παινεύω το σέβας σου


ΑΧΙΛΛΕΥΣ Ποια είσαι; Πως ήρθες στη σύναξη των Δαναών, γυναίκα μέσα στους αρματωμένους;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Της Λύδας κόρη, η Κλυταιμνήστρα, γυναίκα του βασιλιά Αγαμέμνονα


ΑΧΙΛΛΕΥΣ Με λίγα λόγια και καλά μας είπες τ΄απαραίτητα, μα ντρέπομαι ν' αλλάξω λόγια με γυναίκες


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μείνε, μη φεύγεις. Σφίξε το χέρι μου, για να' ναι καλορίζικο το προξενιό.


ΑΧΙΛΛΕΥΣ Το χέρι σου; τι λες; Τον Αγαμέμνονα θα ντρέπομαι αν άγγιζα κάτι που δεν πρέπει


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μα πρέπει και πολύ, θα παντρευτείς την κόρη μου, παιδί της θεάς Νηρηίδας


ΑΧΙΛΛΕΥΣ Τι παντρειές; Μ'αλαλιάζεις γυναίκα. Μπας και παραλοΐζεσαι κι αλλόκοτα μιλάς;


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Είναι σ' όλους φυσικό, όταν μιλούν για γάμο ντρέπονται τους καινούργιους συγγενείς


ΑΧΙΛΛΕΥΣ Δεν αρραβώνιασα ποτέ το παιδί σου, γυναίκα, ούτε κανείς Ατρείδης μου το προξένεψε


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μα τι συμβαίνει; απορείς με τα λόγια μου και τα δικά σου με κάνουν κι απορώ


ΑΧΙΛΛΕΥΣ Ψάξε να βρεις. Ας ψάξουμε μαζί. Κι δυο δε λέμε ψέμματα θαρρώ


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Χαμός με βρήκε. Φως φανερό που προξενεύουν ανύπαρκτο γάμο. πράγματα της ντροπής


ΑΧΙΛΛΕΥΣ Ίσως κανείς τους δυό μας να περίπαιξε. Μην το πάρεις βαριά και σκοτίζεσαι


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Να' σαι καλά, δεν έχω μάτια να σε δω, φάνηκα ψεύτρα. Χωρίς να φταίω την έπαθα


ΑΧΙΛΛΕΥΣ Κι εγώ από σένα. Τον άνδρα σου θα πάω να βρω μες τη σκηνή του τώρα.



(Μισοφαίνεται στη θύρα της σκηνής του Αγαμέμνονα ο γερο-υπηρέτης)




συνεχίζεται....


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...