Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Ο ΟΜΗΡΟΣ: ΕΔΩ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Η ΠΟΙΗΣΗ

\

ΣΠΑΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ ΤΕΚΜΗΡΊΩΣΗΣ ΤΟΥ 1969.
Η ΤΑΙΝΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΕΠΗ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ , ΤΗΝ ΙΛΙΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ .
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΟΠΟΥ ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΝ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ .
ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ ΣΠΑΝΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΗΘΗΚΕ ΜΟΝΟΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Διονύσου Γέννησης


ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΣ * BIRTH OF DIONYSUS

Σοί, Βάκχε, τάνδε μούσαν αγλαΐζομεν, 
Απλούν ρυθμόν χέοντες αιόλω μέλει, 
Καινάν, απαρθένευτον, ού τι ταίς πάρος 
Κεχρημέναν ωδαίσιν, αλλ' ακήρατον...
(κατάρχομεν τόν ύμνον.)

Μουσική Επανασύνθεση: Πέτρος Ταμπούρης
Υμνωδία: Νίκος Ψαριανός

Η ΜΕΝ ΓΑΡ ΙΠΤΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ ΟΥΣΑ ΨΥΧΗ... ΟΤΙ ΕΝ ΑΚΜΑΙΟΤΑΤΑΙΣ ΚΙΝΗΣΕΣΙΝ ΑΙ ΝΟΗΣΕΙΣ ΑΥΤΗΣ ΟΥΣΙΩΝΤΑΙ... ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΟΞΥΤΑΤΗΝ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ ΦΟΡΑΝ... ΥΠΟΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟΝ ΚΡΑΔΙΑΙΟΝ ΔΙΟΝΥΣΟΝ. (ΠΡΟΚΛΟΣ, ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΠΛΑΤΩΝΟΣ "ΤΙΜΑΙΟΝ")

Βιντεο-δημιουργία: ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ
Video-creation: HELIODROMION

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Ορφικός Ύμνος Διονύσου

(θυμίαμα στύρακα)
Ψηφιδωτό δάπεδο με κεφαλή Διονύσου στο κέντρο, από ρωμαϊκή έπαυλη (2ος μ.Χ. αιώνας)

Τον Διόνυσον προσκαλώ, 
τον θορυβώδη πού φωνάζει ευά (επιφώνημα ενθουσιώδες), 
τον πρωτογενή, πού έχει δύο φύσεις, 
και εγεννήθη τρεις φορές, 
τον Βακχικόν βασιλέα, 
τον ζώντα εις τους αγρούς, 
τον ανέκφραστον. 
τον απόκρυφον, 
πού έχει δύο κέρατα και δύο μορφάς τον γεμάτο από κισσό, 
πού έχει πρόσωπο ταύρου, 
τον πολεμικόν τον βακχικόν. 
τον αγνόν. 
πού τρώγει ωμά κρέατα, 
τον τριετή, 
πού τρέφει τα σταφύλια και έχει για πέπλο βλαστάρια. 
Ω Ευβουλέα, πολυμήχανε, 
πού εγεννήθης στα απερίγραπτα κρεββάτια του Διός και της Περσεφόνης αθάνατε δαίμονα (θεέ) άκουσε, μακάριε, την φωνήν μου και σπεύσε με γλυκύτητα και με προσήνεια. έχων ευμενή διάθεσιν μαζί με τις καλλίζωνες συντρόφους σου (τις Μαινάδες και τις Βάκχες).

Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον, 
εὐαστῆρα, 
πρωτόγονον, διφυῆ, 
τρίγονον, 
Βακχεῖον ἄνακτα,   
ἄγριον, 
ἄρρητον, 
κρύφιον, 
δικέρωτα, δίμορφον, κισσόβρυον, 
ταυρωπόν, 
Ἀρήιον, 
εὔιον, 
ἁγνόν, 
ὠμάδιον, 
τριετῆ,
βοτρυηφόρον, ἐρνεσίπεπλον. 
Εὐβουλεῦ, πολύβουλε, Διὸς καὶ Περσεφονείης ἀρρήτοις λέκτροισι τεκνωθείς, ἄμβροτε δαῖμον· κλῦθι, μάκαρ, φωνῆς, ἡδὺς δ᾽ ἐπίπνευσον ἀμεμ[φ]ής εὐμενὲς ἦτορ ἔχων, σὺν ἐυζώνοισι τιθήναις.


Τα Ορφικά
Εγκυκλοπαίδια του Ήλιου

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Πού 'σαι Αχιλλέα; Ήρθε η ώρα, σήκω!

Achilles Triumphant - Franz Matsch

Δεν παίζονται αυτοί οι τύποι...
Για μένα εκείνο που μετράει στην χώρα αυτή δεν είναι ούτε η αρχαία φιλοσοφία, ούτε το θέατρο, ούτε η δημοκρατία, η επιστήμη κ.λπ. - πάνω απ' όλα μετράνε οι αιώνιες μορφές: ο Θησέας, ο Ιάσωνας, ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας, η Ελένη, η Ιφιγένεια, η Ηλέκτρα.
Δεν παίζονται.
Μικρός ήμουν ο Θησέας. Θυμάστε καθόλου εκείνη την στιγμιαία εσωτερική απορία - μπροστά στην εικόνα του: εγώ ποιός είμαι;
Και μπροστά στην Ιφιγένεια: σ' εμένα θα πη το ναί;
Πόσο μεγάλο, σαν εκστρατεία κατά της Τροίας, πρέπει νά 'ναι αυτό που θα κάνω, αυτό που θα γίνω, για να μου πή η Ιφιγένεια: ναί!
Τα θυμάστε;
Τι φοβερό - τι δώρο μοναδικό - ν' αναρωτιέσαι παιδί - μπροστά σε αυτές τις αιώνιες μορφές!


Ἀνδρέας Φαρμάκις
24-12-2006


Οι ήρωες του Ομήρου είναι ήρωες. Δημιουργούν το πανανθρώπινο πρότυπο του ηρωϊσμού και περιγράφουν τις παγκόσμιες αξίες του. Δεν υπάρχει πουθενά, σ' όλον τον πλανήτη, άλλος σαν τον Αχιλλέα. Στέκεται σε μια από τις κορυφές - αιώνιο παράδειγμα. Αν ήταν μνημείο θά 'ταν υπό την προστασία της Ουνέσκο και θά 'χε 7.000.000 επισκέπτες τον μήνα. Σαν την Ακρόπολι και παραπάνω. Τώρα είναι ένας άνθρωπος - χαμένος στο βάθος της ιστορίας - ανασταίνεται μόνο όταν τον έχουμε ανάγκη, μ' άλλα ονόματα: Αθανάσιος Διάκος, Καραϊσκάκης, Αυξεντίου, Σολωμός Σολωμού...

Πού 'σαι Αχιλλέα; Ήρθε η ώρα, σήκω!


Ἀνδρέας Φαρμάκις
29-8-2002
Αχίλλειον

είπα ότι η πιο τραγική κι η πιο ωραία σκηνή στον Όμηρο, είναι εκείνη με το γέροντα βασιληά, που μόνον ως πατέρας, πέφτει στα πόδια του θεϊκού φονιά. ο Πρίαμος δεν πάει να ζητήσει το γιό του από έναν δολοφόνο, όμως. πάει να τον ζητήσει από έναν Ενάρετο Άνδρα. ο παππούς Όμηρος για να διδάξει την Αρετή, περνά ένα χεράκι (αναφορές και στοιχεία) την Κακία και βάζει ένα μέτρο-πρότυπο Αρετής. Μέτρο της Αρετής, είν' ο Αχιλλέας. Θεανθρώπινο πρότυπο.

ο Αχιλλέας είναι παρορμητικό αγόρι. γιατί; άι ντοντ νόου. πάντως είναι (και σίγουρα κάτι θέλει να πει ο ποιητής, αλλά τώρα μου διαφεύγει). όμως είναι και μεγαλόφρων (μετά τη θύελλα που πέρασε πάνω από τη γη και την περιγράφει ο παππούς Όμηρος, «αυτό που στάθηκε όρθιο πάνω στη γη ήταν η αλήθεια των θεών κι η μεγαλοφροσύνη των ανθρώπων. όμως, ο ποιητής δεν δείχνει με το δάχτυλο (σ.σ. για να μη μπερδευτούν οι κνίτες) -μας αφήνει να βιώσουμε την πραγματικότητα, που είναι πιο σοφή κι από τη μεγαλύτερη σοφία» λέει ο Σάντεβαλντ [*]. νάτος ο Αχιλλέας).

λοιπόν που ήμουν; α, μάλιστα! ο παρορμητικός Αχιλλέας έχει θυμώσει, τά 'χει πάρει στο κρανίο διότι ο μαλάκας ο αρχιστράτηγος δεν του δίνει το κορίτσι του. τι είν' ο αρχιστράτηγος; το πρότυπον του μεντιοκράτη εξουσιαστή. έχει «την επιτακτική ανάγκη για επιβολή που νοιωθουν όσοι δεν μπορούν ως πρόσωπα να γεμίσουν τη μεγάλη θέση που κατέχουν». Τι θυμός είναι αυτός; θυμός του ενάρετου και δίκαιου. γι' αυτό ο παππούς Όμηρος καλεί από την αρχή τη θεά να τραγουδήσει το θυμό του Αχιλλέα. Γιατί ο θυμός είναι ο άνθρωπος στη θεανθρώπινη φύση του Αχιλλέα και παράλληλα είναι δίκαιος θυμός. ο Αχιλλέας δεν ειναι ένα πεισματάρικο κωλόπαιδο. είναι ένας άνδρας που διεκδικεί την αξιοπρέπεια, την τιμή του και άρα το τιμητικό δώρο του (το κορίτσι).

ο Αχιλλέας, λοιπόν, ξαναγίνεται θεϊκός, ένθεος, σε δύο φάσεις. η μία, είν' ο θάνατος του Πάτροκλου. Εκεί καταριέται το θυμό που νοιώθει και συμφιλιώνεται με τον ηλίθιο τον Αγαμέμνονα, αλλά δεν ξαναγίνεται θεός -απλώς πεθαίνει ως άνθρωπος. δεν νοιώθει τίποτε. βρε, δεν πά' να λυθηκε το πρόβλημα, να τον γεμίσαν δωρα, να δικαιώθηκε; σκασίλα του μεγάλη. είναι νεκρός από τον πόνο -ο Αχιλλέας ως φίλος αποτελεί πρότυπο αιώνιο. όμως είναι νεκρός. ως νεκρός εκ του πόνου σκοτώνει τον Έκτορα. ως θεός τιμωρός. εδώ ανατέλει ένας αλλοιωμένος θυμός -ο Αχιλλέας γίνεται από αυτό το θυμό «δαίμονι ίσος» (Φ227). το τέλος του θυμού επισφραγίζεται από έναν θάνατο ανθρώπου και τον εξευτελισμό του νεκρού. 



αφού εκδικήθηκε το φίλο του, αφού η μήνι έπαυσε, κανονικά θα έπρεπε ο Ποιητής να σταματήσει. όμως, καλλιτέχνης είν' αυτός ο οποίος ξέρει πού να σταματά, ε; κι ο Ποιητής είν' η τέχνη ακέραια. δεν αρκεί η πολεμική δόξα (που έτσι κι αλλοιώς, ο Αχιλλέας την «κέρδισε» μες απ' τον πόνο και το σπαραγμό -η λέξη κέρδισε δεν του ταιριάζει, δεν κέρδισε τίποτε), δηλαδή το συμβατικό τέλος (ως τελειωθέν). το αληθινό τέλος, το τέλειον, είναι η έκφραση της γενναιοφροσύνης και της μεγάλης ψυχής του ανθρώπου του θεϊκού. του θεϊκού φονιά. εκεί πρέπει να ξαναγυρίσουμε. κι αυτό γίνεται μες από τον υιικό ρόλο προς τον Πρίαμο και, μαζί, το ρόλο εκείνου που αποκαθιστά την τιμή του νεκρού (λεπτομέρεια: πριν από αυτό, έχει τιμήσει τους ευγενώς κι ασκόπως αγωνισθέντες, στη γιορτή που ακολουθεί την ταφή του δικού του νεκρού, του Πάτροκλου). Ο Αχιλλέας είναι ο τιμημένος άνδρας, ο ηθικός κι ακέραιος, που κλαίει μαζί με τον γέροντα ικέτη Πρίαμο για το χαμό του Έκτορα, που παρηγορεί (αυτός, ο φονιάς) τον πατέρα του θύματός του (ενός θύματος αντίστοιχα γενναίου και δικαίου αλλά χωρίς το πάθος ψυχής, τη θεία φύση του Αχιλλέα).
έτσι, ο Αχιλλέας νικά τον Αχιλλέα. Αλλά δεν παύει να είναι Αχιλλέας. χιντ: και τώρα θυμώνει, αλλά ελέγχει το θυμό του και προειδοποιεί τον γέροντα (όταν ο Πρίαμος βιάζεται να πάρει το νεκρό του) λέγοντάς του πως «δεν πρέπει να τον ερεθίσει περισσότερο στον πόνο του αλλοιώς θε να ξεχάσει την εντολή του Δία» (για απόδοση δικαιοσύνης προς το νεκρό). Και ενώ ο θυμός μοιάζει να ανατέλει, ο Αχιλλέας πετάγεται «σαν λιοντάρι» από τη θέση του και κάνει ο ίδιος αυτό που ζητούσε ο Πρίαμος και εξαιτίας του οποίου τον κατσάδιασε. Αμέσως αυτός ετοιμάζει για μεταφορά τον Έκτορα, καθαρό, μυρωμένο, ντυμένο σαν πριγκηπόπουλο. κι ύστερα προσφέρει δείπνο στον γέροντα βασιληά και καμαρώνουν ο ένας τον άλλο (η αρετή του γέροντα κι η αρετή του νέου).


Δεν ξέρω άλλον ήρωα σαν τον Αχιλλέα. και δεν ξέρω ακόμη μεγαλύτερη προσβολή και πόνο, από κείνο που φέρνει η προσβολή των ιερών μας -πρώτα των θυσιασθέντων αδελφών και συντρόφων.

Σημείωσις, από τον Σάντεβαλντ και πάλι: μετά την παράδοση του νεκρού Έκτορα, η φύσι, οι άνθρωποι κι οι θεοί συμφιλιώνονται. «ο Πρίαμος και ο κήρυκάς του, πλαγιάζουν στον πρόδρομο(σ.σ. ο Πρίαμος δεν είχε κοιμηθεί από την ώρα που σκοτώθηκε ο Έκτορας), ενώ ο Αχιλλέας που η μητέρα του στην αρχή της Ραψωδίας τον είχε συμβουλέψει να κοιμηθεί πάλι με γυναίκα (Ω130), πλαγιάζει πάλι στο πλευρό εκείνης που στάθηκε η αφορμή κάθε διαφωνίας και αναστάτωσης: της Βρισηίδας. και οι θεοί- έξω από τον «νυχτερινό Ερμή» που έχει ακόμη να συνοδέψει τον Πρίαμο πίσω στην Τροία -κοιμούνται όλη τη νύχτα δαμασμένοι από έναν ύπνο που τους ξεκουράζει (Ω677κκ). Έχουν ξεπεράσει κι αυτοί τις εσωτερικές τους διαφωνίες και έτσι μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη μεγαλόπνοη σύλληψη του ποιητή: με το ίδιο μέτρο που ο Αχιλλέας γιατρεύεται από το θυμό του, επιστρέφει ο κόσμος ολόκληρος στην αρμονία της ύπαρξης, που κέρδος της έχει τη ζωή.»
Λαμπρινὴ Θωμᾶ
17-12-2003

ΠΗΓΗ: ΚΡΑΤΥΛΟΣ

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Ο ανώτατος άθλος του ανθρώπου... ΈΡΩΣ...





Αρχικώς θα τονίσουμε ότι αφενός το ισχυρότερο όπλο του ανθρώπου, η σημαντικότερη δυνατότητα, που του δόθηκε στον αγώνα του να προσεγγίσει του “Είναι” (όντως ύπαρξη), την τελειότητα & το όλον, είναι ο Έρως : Άλλωστε όπως λέγει ο Σωκράτης του «Συμποσίου, 192.e.10 – 193.a.1» : «Του ολοκλήρου η επιθυμία και η ορμή έχει το όνομα έρως – τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα»!.

Άλλωστε ο αιώνας του σύμπαντος αισθητοποιεί την κίνησή του απάνω στην διαδοχική ταλάντωση που ενεργεί το φαινόμενο του αφανισμού και της ξαναδημιουργίας. Έτσι το σημείο που σχεδόν συναγγίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη με έναν απο τους βαθύτερους νόμους της φύσης είναι το ενικό γεγονός του έρωτα και του θανάτου. [1]

Αφετέρου ότι η ουσία της ανθρώπινης φύσης συνοδεύεται σταθερά από την «αρχή του Αντιθέτου». Άλλωστε «ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίην» έλεγε ο Ηράκλειτος (απ. Νο.8).

Ο αυθεντικός έρωτας, δηλ., προϋποθέτει την υποταγή στην αρχή της κοσμικής αντίφασης.

Το ίδιο όμως και ο ίμερος, η αντιφατική σύσταση της ερωτικής ορμής, χαρακτηρίζεται από δύο συστατικές αρχές : την ηδονή και τη οδύνη ως στέρηση & κορεσμός μαζί, λαχτάρα και αποστροφή μαζί, δάκρυ και γέλωτας μαζί – «δακρυόεν γελάσασα» στον Όμηρο![2]

Μάλιστα η Σαπφώ – η αιολική ποιήτρια που ο ερωτικός της άθλος ταυτίζεται με τα έργα του Ηρακλή - είχε εφεύρει νέα μονάδα μέτρησης του ίμερου, την οποία δίνει η οργανική σύγκραση του “πόθου” και του “πόνου”. Όλη η ποίηση της Σαπφώς είναι αυτό το αρχιμήδειο «εύρηκα» της ερωτικής Φυσικής.

Κατά αυτή την έννοια η ουσία του Ίμερου είναι ο «πόθος» ως αμφίσημο έρεισμα του «πάθους». Από το «ποθώ» που αντιστοιχεί στο «έχειν και μη έχειν» (που ως άλλο σωκρατικό «Ἐν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα» καταδεικνύει την γνώση της απουσίας και την άγνοια της παρουσίας, ή την παρουσία της άγνοιας και την απουσία της γνώσης.) και στο «πάσχω» που δηλοί το Ηρακλείτειο «εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν – είμεθα και δεν είμεθα» (που καταδεικνύει την οντολογική πραγματικότητα του ανθρώπου : είμαστε της στιγμής : μια αείροη παρουσία – απουσία.). Μάλιστα ο ίμερος στον Όμηρο, στην Ιλιάδα ραψωδία Ψ’ σ. 14, είναι γείτονας του θρήνου : «και μεταξύ τους η Θέτις τον ίμερο του γόου όρθωσε – μετὰ δέ σφι Θέτις γόου ἵμερον ὦρσε».

Ως εκ τούτων μόνο ο ερωτικός δεσμός που πληρούται από την οδύνη του θανάτου είναι γνήσιος, μιας και μόνο τότε η ερωτική πλησμονή είναι ευγένεια της πενίας και αρχέγονη στέρηση απέναντι στο τέλειο και στο απόλυτο, στις αρχετυπικές καταβολές του όντος. Με άλλα λόγια μόνο ο ερωτικός δεσμός που στο σμίξιμο έχει την ένταση και την ποιότητα που μετριέται και βρίσκεται ισόμετρη προς την ένταση και τη σκληρότητα του θανάτου! Άλλωστε η ταύτιση του έρωτα και του θανάτου, κατά το ηρακλείτειο «Άδης και Διόνυσος εν και το αυτό - ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος», πρακτικά σημαίνει ότι η ερωτική ζωή είναι συνυφασμένη με τον πόνο. Ένα είδος πόνου ζωντανού, που δεν γαυριά, αλλά ούτε πραΰνεται ούτε μετριάζεται ούτε τελειώνει [3] – (εξ ου και η συνηθισμένη μορφή του έρωτα της υπερ-πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι ολονυκτία καρικών γυναικών & σκηνοπηγία πτωμάτων).

Μάλιστα, για του λόγου το αληθές, μέσα στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης υπάρχουν πάμπολα παραδείγματα που το αποδεικνύουν. Υπάρχει, όμως, ένα παράδειγμα που το δείχνει με ξεκάθαρο τρόπο: είναι η συναπαντή του Φάουστ και της Μαργαρίτας. Με αυτή, ο Γκαίτε θα χτίσει έναν μεγάλο έρωτα στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης. Έναν έρωτα που θα τον εξορύξει από τα κρύσταλλα της μεγάλης έμπνευσης. Τα υλικά του θα τα λάβει από τη στέρνα του Ομήρου με την Ανδρομάχη, του Δάντη με τη Βεατρίκη, του Πλάτωνα με τη Διοτίμα, του Σαίξπηρ με την Ιουλιέττα, του Ευριπίδη με την Μήδεια και την Άλκηστη. Και όχι αλλιώτικα, παρά καθώς όλοι εκείνοι οι μεγάλοι ερωτολόγοι, την ουσία του έρωτα θα την αποκαλύψει στην καταστροφή και την οδύνη.

Εν ολίγοις, ο Γκαίτε μας ξαναέδωσε με τη σειρά του το απόσταγμα της παλαιής σοφίας: ο έρωτας που δε φέρνει μέσα του σπόρο τη συφορά και το θάνατο είναι θέμα της κωμωδίας!

Έτσι καθώς θα τελειώσει η τρυφερή ιστορία, η μικρή Μαργαρίτα θα βρεθεί χρεωμένη με πολλαπλό άγος. Θα σκοτώσει το εξώγαμο μωρό της. Θα φαρμακώσει τη μητέρα της. Θα σταθεί αφορμή να σφαχτεί ο στρατιώτης αδερφός της. Θα δικάσει τον εαυτό της να της κοπεί το κεφάλι από τον ουδέτερο δήμιο. Και όλα αυτά τα φοβερά θα τα κάνει η Μαργαρίτα. Η παιδίσκη η ακηλίδωτη. Που πριν απαντήσει τον έρωτα, έζησε καθαρή όσο μια σταγόνα δροσιάς στο κύπελλο της αυγής. 

Ο ορισμός, λοιπόν, που δόθηκε στον έρωτα, και που όλοι οι ποιητές τον διατύπωσαν με τα δικά τους λόγια ο καθένας, είναι ο ακόλουθος : έρωτας είναι τέχνη του να φεύγεις, έτσι που η σφαγή που νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από την σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις. Αν εκείνος πονάει τρεις, εσύ να πονέσεις εννιά.[4]

Φανταστείτε μια ερωτευμένη γυναίκα (ή έναν ερωτευμένο νέο αντίστοιχα) που περιμένει τον εραστή/αγαπημένο της (ή την ερωμένη/αγαπημένη του αντίστοιχα), ο πόνος της έλλειψης που νιώθει….. δεν συγκρίνεται με τίποτα.

Η γυναίκα όμως είναι η ευνοημένη της ερωτικής εκλογής, οι δεσμοί της με τον ίμερο/έρωτα είναι πολύ πιο οικείοι και ισχυροί από τους δεσμούς του άντρα και η μετοχή της στο ερωτικό αγαθό της χορηγεί ηγεμονικά προνόμια. Ακόμα και σε καθαρά υλική σφαίρα την ευαισθησία της στις προσβολές του ρίγους, που συνοδεύει την γενετήσια πράξη, χαρακτηρίζει εύνοια. Η Ελληνική μυθολογία μας παραδίδει την σχετική διένεξη των φύλων και την κρίση του ερμαφρόδιτου Τειρεσία, ο οποίος ελεεινολόγησε την ηδονιστική πενία του αρσενικού. «Αν είναι δέκα τα μερίδια ευχαρίστησης κατά την συνουσία, το ένα ανήκει στον άνδρας και τα υπόλοιπα στην γυναίκα – δέκα μοιρῶν περὶ τὰς συνουσίας οὐσῶν τὴν μὲν μίαν ἄνδρας ἥδεσθαι, τὰς δὲ ἐννέα γυναῖκας» είπε ο Τειρεσίας. [5]

Στον έρωτα δηλ. όλα γίνονται για το θηλυκό! Η Φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατελείωτη προσφορά, και θεία στέρηση για το θηλυκό. Πάντα, όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας : γιατί όταν το θηλυκό είναι θηλυκό, την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη, την έχει ο άντρας. Στην διαλεκτική με τον έρωτα η γυναίκα λαμβάνει 1 μέρος ερωτικής απουσίας & 9 μέρη ερωτικής παρουσίας, ενώ ο άνδρας το αντίστροφο (εξ ου και άλλοτε ο ένας και άλλοτε ο άλλος δεν “χορταίνουν” την πείνα τους, και το αποτέλεσμα είναι γνωστό).

Όμως o έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δυο όψεις του ίδιου προσώπου : επί παραδείγματι ένας δημοτικός 15-σύλλαβος που λέγει: «Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχει να διαλέξεις» αλλά κυρίως ο Ηράκλειτος που έλεγε: «Άδης και Διόνυσος εν και το αυτό - ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος» το επικυρώνει και κάνει τον Έρωτα να είναι η ιερογλυφική ονομασία του θανάτου και αντίστροφα! Ως εκ τούτου, και παραφράζοντας τα λόγια του Τειρεσία, αν «είναι δέκα τα μερίδια ερωτικού πόνου (μικρού θανάτου), το ένα ανήκει στον άνδρα και τα υπόλοιπα στην γυναίκα» : η σφαγή που βιώνει η γυναίκα, ο πόνος που νιώθει, ο βαθμός που πάσχει είναι ανάλογος.

Στην διαλεκτική με τον ερωτικό πόνο - ως μικρό θάνατο – η γυναίκα λαμβάνει 1 μέρος θανατηφόρου παρουσίας και 9 μέρη θανατηφόρου απουσίας, ενώ ο άνδρας το αντίστροφο – εξ ου και τον θάνατο οι γυναίκες τον αντιμετωπίζουν ξεσκίζοντας τα μάγουλά τους, κυρίως όμως με γοερά μοιρολόγια που σε ένταση και δυναμική δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα την ερωτική κορύφωση!

Εξ όλων αυτών συμπεραίνουμε ότι ο ερωτικός πόνος της «απαρνημένης» είναι ο ανώτατος άθλος του ανθρώπου και μόνο αυτός αρκεί για να την ανυψώσει ως τα γόνατα των θεών !! [6]

Κατά αυτή την έννοια λέμε ότι το τιμιότερο έργο που θα είχε να παρουσιάσει ο άνθρωπος σαν απολογία μπροστά στην θεότητα και να το επικαλεσθεί για να μαρτυρήσει την αγωνιστική προθυμία του, δεν είναι ούτε η αρχιτεκτονική ούτε η μουσική τέχνη, αλλά μια ερωτευμένη γυναίκα, που ατενίζει ήρεμα από το παράθυρό της τη νύχτα και διαλέγεται με τα σκοτάδια της ερωτικής απουσίας της![7]

*******Μάλιστα τα ερωτικά έργα της γυναίκας αντιπροσωπεύουν την ανώτερη επίδοση του ανθρώπου και ουδέποτε θα μπορέσουμε να τα υμνήσουμε άξια! Και ακόμη πιο πέρα: τα μεγάλα έργα του ανθρώπου, που καθρεφτίζουν την ανεξάντλητη δυνατότητα της ανδρικής φύσης, δεν ημπορούν να υπομείνουν τη δοκιμασία της σύγκρισης με τα ερωτικά έργα της γυναίκας, εφόσον είναι αληθινά. Μάλιστα από την άποψη της ανδρείας ότι είναι ο ήρωας άνδρας ανάλογο και αντίστοιχο του είναι η ερωτευμένη γυναίκα, τα μεγάλα όμως κατορθώματα του ήρωα άνδρα υστερούν μπροστά σε θαυμάσια έργα εκείνης. Άλλωστε γνωστό είναι ότι η γυναίκα υπήρξε η μούσα της δημιουργίας. Οι μεγάλοι διδάσκαλοι του ανθρώπου δεν εζήτησαν να τους φωτίσουν οι θεοί, για να κάμουν το όραμά τους έργο. Εζήτησαν ταπεινά την συμπαράσταση και την εύνοια της γυναίκας, της μούσας! Η γυναίκα ανοίγει τις πύλες της ανδρικής ψυχής, αποσφραγίζει τους καταρράκτες του ίμερου/έρωτα, φέρνει τον άντρα σε φωτισμό και του διδάσκει του έρωτα. Είναι η σωκρατική Διοτίμα. Ταυτόχρονα όμως κατευθύνει την ερωτική του ορμή, καθοδηγεί την πορεία, εξευγενίζει το ήθος και ημερώνει την πράξη του. Αυτή την φορά είναι η φαουστική Μαργαρίτα. Ο έρωτάς της συνενώνει τη γνώση και την πράξη στη μεγαλειώδη σύνθεση, που ανεβάζει τον άντρα επάνω : το αιώνιο θηλυκό μας τραβάει ψηλά – όπως έλεγε ο Φάουστ! Η γυναίκα συνοδοιπόρος του άνδρα στην οδυνηρή του πορεία, εμπνεύστρια, φρουρός και οδηγήτρια, θα μεταλλάξει την οργή καταστροφής σε πνοή δημιουργίας. Ο μεγάλος, μάλιστα, λυρικός ποιητής & πεζογράφος Ράινερ Μαρια Ρίλκε (Rainer Maria Rilke) γνώρισε τη βαθειά φύση της γυναίκας όσο λίγοι και περιέγραψε το χρέος της προς τον άνδρα και τον Κόσμο με τρόπο απλό : συγκράτα τον! Έτσι η αντίληψη που θέλει το έργο του πολιτισμού να κατοπτρίζει τη δημιουργία του άντρα μόνο [ήρωες, νομοθέτες, φιλόσοφοι, ποιητές], είναι παντελώς λάθος, μιας και παραβλέπει το γεγονός ότι η παρουσία της γυναίκας υπήρξε όρος εκ των «sine qua non, δηλαδή απαραίτητη προϋπόθεση»). Εξίσου λανθασμένο όμως είναι και το σύγχρονο κίνημα για την αποκατάσταση της γυναίκας (φεμινισμός), ανεξάρτητα αν εκφράζει τη δίκαιη αντίδραση στην πολυαιώνια υποτίμησή της, και αυτό διότι στηρίζεται στην εξωτερική όψη της δύναμης της γυναίκας αλλά παραβλέπει την πηγή της. Δυστυχώς. Και αυτό είναι μέγα λάθος. Ο φεμινισμός σήμερα κινδυνεύει να περιπέσει στη χονδροκόπο και άκριτη εξομοίωση των φύλων με την αγνόηση της φυσικής διαφοράς τους. Εκείνης της διαφοράς που καθρεπτίζεται στην μακάρια σύμπλεξη του αρχαίου γυμνού, που ηρεμεί ανάμεσα στον κοίλο Ερμή και στην κυρτή Αφροδίτη. Ο φεμινισμός αξιώνει και οι δύο θεοί να ευρίσκονται στην ίδια στάση. Εν ολίγοις η γυναίκα αντί να επιδιώκει την επανενθρόνιση της στο θρόνο της μούσας, κυνηγά μετά μανίας αφενός ανούσια και αφετέρου επικίνδυνα πράγματα!).[8] *******

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατά μία εκδοχή απαρνημένη και εγκαταλελειμμένη από τον Θησέα στην νήσο Δία/Νάξο Αριάδνη. Έπειτα ο Διόνυσος παντρεύεται την απαρνημένη που λαμβάνει δώρο από την Αφροδίτη και τις Ώρες ένα χρυσό στεφάνι. Η Αριάδνη μετά τον θάνατό της καταστερίζεται από τον Διόνυσο μαζί με το στεφάνι της ως Βόρειος Στέφανος (Γκέμμα)!!

Μια άλλη μορφή με την ίδια όμως ποιότητα και δυναμική είναι η Πηνελόπη, που ζει το κλίμα της απουσίας είκοσι έτη. Μάλιστα η Πηνελόπη δεν αποτελεί απλά ένα οικοδομικό εράνισμα στο γενικό σχέδιο της Οδύσσεια. Εάν το κεντρικό πρόβλημα του ομηρικού έπους είναι η δραματική κίνηση του ήρωα πάνω από καταιγίδες και κατακλυσμούς, που μέλλουν να τον οδηγήσουν στην τελική του υπαρκτική αυτό-βεβαίωση, την ίδια πορεία πρέπει να περπατήσει και η Πηνελόπη στην σιωπή και την απουσία – η άλλη μορφή των κινδύνων και των τεράτων του ομηρικού ήρωα – για να φθάσει στην δική της υπαρκτική αυτό-βεβαίωση, στην επιστροφή του αγαπημένου. Η Πηνελόπη πρέπει να καταταχθεί στις «απαρνημένες» και αξίζει περισσότερο από τον Οδυσσέα, τον ήρωα!![9]

Παράδειγμα είναι και η Ηρώ, η κόρη που με τον λύχνο (το άστρο) καθοδηγεί κατά την ενύπνιο διαδικασία τον αγαπημένο της να έρθει προς αυτή : η παρθένος κόρη που από τον πύργο της στην Σηστό του Βοσπόρου/Ελλήσποντου αγναντεύει τα αντικριστά ασιατικά παράλια και την εκεί πόλη της Αβύδου, περιμένοντα τον αγαπημένο της «ἱμερόει Λέανδρο – θελκτικό Λέανδρο» να έρθει κολυμπώντας από την μία άκρη στην άλλη, καθώς ήτο κάτοικοι αντικριστών πόλεων και κατά συνέπεια πολικά αντίθετα!

Το σπουδαιότερο όμως παράδειγμα είναι η Μαγδαληνή : Η Μαγδαληνή, η νύφη στα νερά. Συντροφιά με Νημερτή και Κυμοθόη, με Δωτώ και Πρωτώ, με Δεξαμένη και Φέρουσα. Είναι η σύνοδος και η συμβολή σε πολιτείες και πύλες παλαιές. Το Δίπυλο, η Τρίπολη, η Πεντάπολη, το Σεπτιμόντιο, ο Επτάλοφος. Στην μορφή της Μαγδαληνής συρρέουν και όρχουνται όλες οι θεμελιώδεις κατηγορίες του θηλυκού στην διαλεκτική του με τον άντρα: Η αγία μητέρα Ιοκάστη. Η σταμνοφόρος στο φιλιατρό του πηγαδιού. Η μοιχαλίδα, που κυνηγιέται να λιθασθεί από τον όχλο στην πλατιά ρούγα. Η πόρνη στο πανδοχείο της νύχτας, που δίνει τους μαύρους κρίκους των ματιών της, για να πάρει τα δηνάρια του στρατιώτη της λεγεώνας των Αγριοχοίρων. Η μυροφόρος, όταν πλένει με αλόη τα πόδια του άντρα εραστή, και τα σπογγίζει με το λαιμό και τα μαλλιά της. Και η άλλη Μαρία, που γονατίζει σιωπηλή μπροστά στα μάτια του δασκάλου, και διαλέγει την αγαθή μερίδα. Να ακούει. Να ακούει τα λόγια του, την ώρα που στάζει τη δροσιά της αυγής το περιβόλι. Η Μαγδαληνή δεν προπέμπει τον Ιησού στον Άδη, όπως έκαμε η Κίρκη, η Σίβυλλα και η Λιβιδώ. Αντίθετα, υποδέχεται τον άντρα που αγάπησε στους κήπους και στις ελιές, όταν εκείνος θα γυρίσει από την έκπληξη του θανάτου. Υποδέχεται, δηλ., και φιλοξενεί τον αιώνιο χωρισμό, ζωντανό και λειτουργικό και νύσσοντα στη συνείδηση της. Και τον μεταμορφώνει σε βασική θυρίδα των διαλογισμών της, όσο χρόνο της μέλλεται να ζήσει. Της μένει τώρα α θυμάται. Να θυμάται τον κλονισμό του φευγαλέου, και τους δονητούς οίστρους. Την στάση την αρχαία με τα ανοιχτά γόνατα και τα ανοιχτά μάτια. Και τις φωνές της, καθώς ανέβαινε στην παραλαλιά, όταν τις μεθούσε το σπίρτο του ονείρου. Έτσι στέκεται, και έτσι παντυχαίνει. Τον ζητεί καθισμένη στο λευκό μνημείο της απουσίας. Και σιγά – σιγά μαθαίνει να τρώει και να πίνει τη θύμηση του, όπως οι άλλοι τρώνε και πίνουν το κρασί και τον άρτο. Και κλαίει. Κλαίει ήσυχα, τραβηγμένη σε παράμερο μέρος. Γιατί τώρα είναι που έμαθε ότι δε θα τον ξαναγγίξει ποτέ. Εκείνο το αγρίμι, που αγκάλιαζε τρέμοντας κάτω από τα αγκάθια του λευκού θάμνου στους λόφους, έγινε το λευκό σημείο στα βάθη του σύμπαντος. Είναι και στέκει εκεί με το θάνατο του άστρου, τον αφεγγή και παγωμένο στους αιώνες αιώνων. Στην Μαγδαληνή ότι μένει είναι η μνήμη. Μονιά και μνημείο στο μυαλό της. Μέσα της έχει το λατομείο του μαρμάρου για τα αγάλματα, και την αλωνιά του σταριού για τους άρτους. Την σκηνή του κήπου τη σκέπασαν τα στερνά του λόγια : Μαρία με τα γλαρά μάτια, δεν θα μ’ αγγίξεις πια![10]

πηγή
Κεφάλας Ευστάθιος [Αμφικτύων] (15/12/2008, Ελλάς)



[1] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Ο Νηφομανής – η ποιητική του Σεφέρη, σελ. 37».
[2] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 190.

[3] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 201 & 351 – σχόλιο 212,12 – 26 & σχόλιο 213,22.

[4] Βλ Λιαντίνης Δημήτριος «Γκέμμα», σελ. 170.

[5] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 202 – 203.

[6] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 200.

[7] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 202.

[8] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 201 – 208

[9] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Έξυπνον Ενύπνιο – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke», σελ. 195.

[10] Βλ. Λιαντίνης Δημήτριος «Γκέμμα», σελ. 197-198.



Πηγή: http://www.ellinikoarxeio.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...